ἀντιστροφῆς δείκνυται τὸ δεύτερον σχῆμα , πάντως ἡ καθόλου ἀπόφασις ἀντιστρέφεται , περὶ μόνης τῆς ἀντιστροφῆς τῆς ἐνδεχομένης καθόλου ἀποφάσεως
' ἐμὰν βιοτάν . ὁ δὲ νοῦς : ὁ λόγος ἀντιστρέφεται , ὅτι ἄπιστοι μὲν οἱ ἄνδρες , πισταὶ δὲ
6385540 δυαι
εἰρημένον . δεσμοὶ δὲ καὶ τὸ γῆρας αἵ τε νήστιδες δύαι διδάσκειν ἐξοχώταται φρενῶν ἰατρομάντεις . οὐχ ὁρᾷς ὁρῶν τάδε
. νέαι νέαι ] † διὰ μέσου τοῦτο . δύαι δύαι ] † ἤγουν αἱ δυστυχίαι . Ἰαόνων ] ἤγουν
6280803 νεολαια
, εἰ μὴ παραβληθείημεν τῇ Ἑλένῃ . ἥ γε μὴν νεολαία ἐστὶ κυρίως ὁ ἐκ νέων λαός . ὅτι δὲ
στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα γὰρ νεολαία καὶ ἡ τῶν Περσῶν ἡλικία καὶ νεότης ἐξαπόλωλε καὶ
6220793 Ἀγραυλος
ἔφηβοι μέλλοντες ἐξιέναι εἰς πόλεμον . ; ἱέρεια γέγονεν ἡ Ἄγραυλος Ἀθηνᾶς , ὥς φησιν Φιλόχορος . , , .
; , , . . . . . , : Ἄγραυλος καὶ Ἕρση καὶ Πάνδροσος θυγατέρες Κέκροπος , ὥς φησιν
6218050 μονοχιτωνες
Κλεινοῦς δὲ τῆς οἰνοχοούσης αὐτῷ εἰκόνες πολλαὶ ἀνάκεινται κατὰ Ἀλεξάνδρειαν μονοχίτωνες ῥυτὸν ἔχουσαι ἐν ταῖς χερσίν . αἱ δὲ κάλλισται
κατακομιζόμεναι καὶ γυμνὸν μέρος τοῦ σώματος οὐδὲν φαίνουσαι , τότε μονοχίτωνες καὶ τὰς ἐσθῆτας περιρρήττουσαι μετ ' ὀδυρμῶν ἐκ τῶν
6192776 λαχαινω
φησιν ὅτι αἱ λαχαὶ καὶ αἱ διορύξεις , ἀπὸ τοῦ λαχαίνω τὸ ὀρύσσω , τῶν τάφων τῶν πατρῴων , ἤτοι
. . λαχαὶ ] ἢ ἀντὶ τοῦ διορύξεις νόει , λαχαίνω γὰρ τὸ σκάπτω , ἐξ οὗ καὶ λάχανα ,
6148169 συμπεπλεκται
πάλιν τὸ καί μοι καί με ἐνεκλίναμεν , καθὸ οὐ συμπέπλεκται . Ἑξῆς ῥητέον καὶ περὶ τῶν κατὰ τὸ τρίτον
κάλλιστον , κράτιστον καὶ τοῖς ὁμοίοις . ἑτέραν δὲ διότι συμπέπλεκται τὸ ὑβριστὸν τῷ ἀκολάστῳ . Πλάτων δ ' ἐχρήσατο
6132123 ἀειθαλες
' ὅσον πρόεισιν , ἐπὶ μήκιστον ἡβᾷ καὶ ἐπακμάζει τὸ ἀειθαλὲς εἶδος φαιδρυνομένη καὶ ταῖς συνεχέσιν ἐπιμελείαις καινουμένη . κἀν
διὰ ταὐτό . Δάφνη δὲ γυναῖκα σημαίνει εὔπορον διὰ τὸ ἀειθαλὲς καὶ εὔμορφον διὰ τὸ χάριεν καὶ ἀποδημίαν καὶ φυγὴν
6112688 λαχαι
τάφοι γὰρ ἄντικρυς τῷ πατρὶ ἡ στέρησις τῶν ὀμμάτων . λαχαὶ ] διορύξεις . λαχαὶ ] αἱ διορύξεις , ἀπὸ
πατρὶ ἡ στέρησις τῶν ὀμμάτων . λαχαὶ ] διορύξεις . λαχαὶ ] αἱ διορύξεις , ἀπὸ τοῦ λαχαίνω τὸ σκάπτω
6102003 ἀιστος
γὰρ ἀναστήσεις μιν ἔτ ' ἐς φάος , οὕνεκ ' ἄιστος ψυχή οἱ πεπότηται ἐς ἠέρα , σῶμα δ '
ἀτρυγέτοισι ναίει ὁμῶς κήτεσσι μετ ' ἰχθύσι κυδιόωσα ἄπρηκτος καὶ ἄιστος . Ἐγὼ δέ μιν οὐκ ἀλεγίζω οὐδέ μιν ἀθανάτῃσιν
6060882 παλιρροιαι
, ἀναχωρήσασαν δὲ μετ ' οὐ πολὺ ὑποστρέψαι καὶ τῆι παλιρροίαι κατακλύσαι τὴν νῆσον , καὶ γενέσθαι σβέσιν τοῦ ἐν
, ἀναχωρήσασαν δὲ μετ ' οὐ πολὺ ὑποστρέψαι καὶ τῆι παλιρροίαι κατακλύσαι τὴν νῆσον , καὶ γενέσθαι σβέσιν τοῦ ἐν
6057917 Γυναικι
Διαῤῥοίῃ δὲ ἐχομένῳ ἰσχυρῇ ὁ ἔμετος γενόμενος , ἀγαθόν . Γυναικὶ αἷμα ἐμεούσῃ τὰ καταμήνια ῥαγῆναι , ἀγαθόν : ὑπὸ
τῶν ἀπόρων . Γυναικὸς φρένες : ἐπὶ τῶν ἀνοήτων . Γυναικὶ μὴ πίστευε , μηδ ' ἂν ἀποθάνῃ : ὅτι
6056260 Μωαβ
” δέ εἰσιν αἱ αἰσθήσεις , κεκλημέναι νοῦ θυγατέρες : Μωὰβ γὰρ ἐκ πατρὸς ἑρμηνεύεται , καὶ προστίθησι : „
Ἐσεβών , φλὸξ ἐκ πόλεως Σηών , καὶ κατέφαγεν ἕως Μωὰβ καὶ κατέπιε στήλας Ἀρνών . οὐαί σοι , Μωάβ
6055619 ἀργαλεα
ὅτι θεῶν ἕνεκ ' ἔπλευσε κακὸς ὢν εἴσεται . Οὐκ ἀργαλέα δῆτ ' ἐστὶ πάσχειν τοῦτ ' ἐμέ , τὸν
, Ἄπολλον , ὡς χαλεπῶν χαλεπώτατον . ἅπασι δ ' ἀργαλέα ' στίν , οὐκ ἐμοὶ μόνῳ , υἱῷ πολὺ
6028934 εἰκαια
ταλάσσει καὶ κυβερνῆσαι τάλας αὐτουργότευκτον βᾶριν , ἐς μέσην τρόπιν εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένην . ἧς οἷα τυτθὸν Ἀμφίβαιος ἐκβράσας τῆς
φιλοσοφίᾳ ἐπολέμει . Φέρ ' ἐπαμύνωμεν τῷ λόγῳ , μὴ εἰκαῖα φλυαρῶμεν . Καὶ δή μοι δοκῶ βούλεσθαι μὲν ταῦτα
6022549 Πυρετος
χρόνῳ ὕστερον κατεκλίθη : ᾤκει πλησίον τῆς ἄνω ἀγωγῆς . Πυρετὸς ἔλαβε καυσώδης , ὀξύς : ἔμετοι τὸ κατ '
τὰ μάλιστα ἐξεργαζόμενα τῶν νουσημάτων πλευρῖτίς τε καὶ περιπλευμονίη . Πυρετὸς δὲ ἀπὸ τῶνδε γίνεται : ὁκόταν χολὴ ἢ φλέγμα
6017460 βεβαιοτερον
αἱ περὶ τοὺς λόγους ἐπιθυμίαι πάλιν αὔξονται , καὶ τοσούτωι βεβαιότερον αὐτοῖς παρέχει τὸ λέγειν τί χρήσιμον τοῖς ἄλλοις καὶ
ἡ ἡλικία , τὰ τῆϲ προηγηϲαμένηϲ διαίτηϲ . ὡϲ δὲ βεβαιότερον τῆϲ μεταβολῆϲ ἐπῄνεϲε τοῦτο τὸ κατὰ τὴν ἀρχὴν πιοτέρωϲ
6015806 ὀδμα
, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ⌋ ὄλβος : ὀδμὰ δ ' ἐρατὸν κατὰ ⌋ χῶρον κίδναται ⌊ †
. ἰδιοπεποιημένη ἡ φωνή . . τίς ἀχὼ , τίς ὀδμὰ ] ἴσως αἱ Ὠκεανίδες εὐωδίας ἔπνεον . αἰσθητὴ δὲ
6008825 θαλασσιαι
ἐχρῶντο πρότερον πρὸ τῶν ψήφων : εἰσὶ δέ τινες κόγχαι θαλάσσιαι . “ σπονδῶν ” δέ , τῶν τῆς εἰρήνης
ὑπενήχετο ταῖς πέτραις τοὺς ἐσβληθέντας ἁρπάζειν : εἰσὶ δὲ αἱ θαλάσσιαι πλὴν μεγέθους καὶ ποδῶν ὅμοιαι ταῖς χερσαίαις , πόδας
6003554 φοινισσοντα
τοῖς δυσπάθειαν τοῖς τόποις περιποιεῖν δυναμένοις , ὡς εἰσὶ τὰ φοινίσσοντα καὶ δρώπακες καὶ σιναπισμοὶ καὶ ἡ τῶν αὐτοφυῶν δὲ
κεχρῆσθαι τοῖς δυσπάθειαν τοῖς τόποις περιποιεῖν δυναμένοις , καὶ τὰ φοινίσσοντα καὶ ψυδρακοῦντα τῶν ἐπιθεμάτων καὶ δρώπακας καὶ σιναπισμοὺς παραλαμβάνειν
5974479 χρυσοφορουσι
τὴν δ ' ὑπόδεσιν ἔχουσι σανδάλια ποικίλα φιλοτέχνως εἰργασμένα : χρυσοφοροῦσι δ ' ὁμοίως ταῖς γυναιξὶ πλὴν τῶν ἐνωτίων .
νίκην κατάγοντες θριάμβου παρὰ τῆς βουλῆς ἀξιωθῶσι , τότε καὶ χρυσοφοροῦσι καὶ ποικίλαις ἁλουργίσιν ἀμφιέννυνται . ὁ μὲν οὖν πρὸς
5963853 δενδρει
ἀγορητὴς ἡδυεπής , τέττιξιν ἰσογράφος , οἵ θ ' Ἑκαδήμου δένδρει ἐφεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσιν . πρότερον γὰρ διὰ τοῦ
. δενδρέῳ : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει δένδρει . ὁ μὲν οὖν λέγων δένδρος ὡς κάλλος ἐρεῖ
5963019 ἀποτελεστικη
' ὁ νοῦς , ὡς ποιητικὴ δηλονότι τῶν ἀποδείξεων καὶ ἀποτελεστική : ἐκεῖ μέν , ἵνα μόνον τὸ ἀληθὲς θεωρήσωμεν
σπάργανα , πᾶσα γὰρ αἰφνίδιος εἰς τὸ ἐναντίον μεταβολὴ ξενοπαθείας ἀποτελεστική . πρῶτον μὲν οὖν μίαν ἐλευθερῶσαι χεῖρα καὶ μετά
5960700 ἀποκρυπτουσα
* τὰς χεῖρας . Ἀχλύς , ἡ ἄγαν εἰλύουσα καὶ ἀποκρύπτουσα τὰ ὁρᾶσθαι μέλλοντα . Ἄπιος , ἡ ἥκιστα πίνουσα
ἀπειργάσαντο . ὦ πρότερον μὲν κάλλει καὶ μούσαις ἁπάσας πόλεις ἀποκρύπτουσα , νῦν δ ' ἀποκρύψασα τὸ τῆς Ῥόδου πτῶμα
5959896 Ἀπορια
ἀποτρέπων , διὰ τοῦ παρόντος βιβλίου πρὸς ἐργασίαν προτρέπεται . Ἀπορία . Διὰ τί τῶν Ἡμερῶν τὰ Ἔργα προτέθεικε ;
κακίας καὶ ἀκολασίας ἐς τὴν κοινὴν τῶν πραγμάτων διαφθοράν . Ἀπορία γὰρ πρὸς ἐσφορὰς ἀκίνδυνον . [ . . .
5946548 ἡσυχιος
τῆς δικαιοσύνης ἄγγελος τρυφερός ἐστι καὶ αἰσχυντηρὸς καὶ πραῢς καὶ ἡσύχιος . ὅταν οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν καρδίαν σου ἀναβῇ
μηδὲν ἐν ἑαυτῇ ἔχουσα πικρόν , παραμένουσα διαπαντὸς πραεῖα καὶ ἡσύχιος . αὕτη οὖν ἡ μακροθυμία κατοικεῖ μετὰ τῶν τὴν
5944950 εὐμοιρος
ὅταν σὺ μέγας ὢν ἤτοι ἀνὴρ γενόμενος , ἢ μᾶλλον εὔμοιρός τις καὶ περίβλεπτος ἐφ ' ἅρματος ὀλυμπιονίκης ἢ θριαμβονίκης
τόποις . παρείληφε δὲ τὰς Μοίρας καὶ τὸν Χρόνον ὅτι εὔμοιρός τε ὁ ἀγὼν ἔσοιτο καὶ εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα
5944202 ἁπαϲαι
' ἀμφότερα , καὶ μία ἢ δύο ἢ πλείουϲ : ἅπαϲαι δὲ ἐν ὑμέϲιν ἰδίοιϲ περιέχονται , καθάπερ ϲτεατώματα καὶ
ἄκριτον ἅπαν ἐϲτίν , ὡϲ αἵ γε μετὰ τὴν τεϲϲαρακοϲτὴν ἅπαϲαι τελείωϲ εἰϲὶν ἔκλυτοι πέψεϲι μᾶλλον καὶ ἀποϲτάϲεϲιν , οὐ
5943702 φυον
, καὶ γαλακτοποιῶν τὰ σπαρέντα : τὸ Ἔαρ δὲ , φύον ταῦτα , καὶ αὖξον , καὶ περιπνέον εὐκράτῳ ἀέρι
χέρσου . φυσίζωον : τὸ φύον τὴν ζωὴν , τὸ φύον τὸ ζῇν , ἤως τὸ φύον , τὸ ἀναβλαστάνον
5937011 Σκιρα
παραμήκη . ἐν αἷς ὁ σῖτος . . Σκίροις : Σκίρα ἑορτή ἐστι τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς , Σκιροφοριῶνος ιβʹ .
. Σκίρον : Λυκοῦργος ἐν τῶι Περὶ τῆς ἱερείας . Σκίρα ἑορτὴ παρ ' Ἀθηναίοις , ἀφ ' ἧς καὶ
5936691 ἀνεμιαιον
παιδίσκας ἔχων ; οἰκόσιτον νυμφίον οὐδὲν δεόμενον προικὸς ἐξευρήκαμεν . ἀνεμιαῖον ἐγένετο . καὶ λαιμὰ βακχεύει λαβὼν τὰ χρήματα .
φιλόσοφος ἐν Θεαιτήτῳ Ἀνεμιαῖα , καὶ Μένανδρος Δακτυλίῳ : „ ἀνεμιαῖον ἐγένετο . „ Ὑπηνέμια καλεῖται τὰ δίχα συνουσίας καὶ
5933666 ἀπεικαζεται
' ἑαυτὰ μέν ἐστιν ἀνώνυμα , διὰ δὲ τὴν ὁμοιότητα ἀπεικάζεται τοῖς τῶν ζώων μορίοις . ἔχουσι γὰρ ὥσπερ ἶνας
ἐπὶ τῆς ὄψεως , ἀλλὰ καὶ ἀκοῆς τέταχε . ἰνδάλλεται ἀπεικάζεται ὁμοιοῦται καταχρηστικῶς : κυρίως γὰρ ἐπ ' ὀφθαλμοῖς λέγομεν
5929825 ἐκλελοιπεν
τὰ τρίπωλα τῶν ἁρμάτων , ὃ παρ ' Ἕλλησι μὲν ἐκλέλοιπεν , ἀρχαῖον ὂν ἐπιτήδευμα καὶ ἡρωικόν , ᾧ ποιεῖ
μεταληπτικῆς , τῆς οὐδέν σοι πέπρακται θανάτου ἄξιον , ἐνταῦθα ἐκλέλοιπεν αὕτη ἡ ἀντίθεσις : ἔλιπε γὰρ τὴν τάξιν .
5921860 Λημνωι
: κόλακας δ ' εἶναί φησι Φύλαρχος καὶ τοὺς ἐν Λήμνωι κατοικοῦντας Ἀθηναίων ἐν τῆι τρισκαιδεκάτηι τῶν Ἱστοριῶν . χάριν
Λήμνωι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Μύρινα : πόλις ἐν Λήμνωι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . ἔστι καὶ τῆς Αἰολίδος ἄλλη
5921203 ρμαʹ
τοῖς κάμνουσιν , οὐκ ἀποκόπτει τὴν τῆς σωτηρίας ἐλπίδα . ρμαʹ . Χρόνιον νόσημά ἐστι τὸ μεταβάλλον ἐπὶ τὸ χεῖρον
ιβʹ , ἑαυτῇ μεʹ , Ἑρμῇ ριγʹ ιβʹ , Σελήνῃ ρμαʹ ιβʹ . Ἑρμῆς ἔτη εʹ : Κρόνῳ υκεʹ ,
5920411 ληπτεα
ποιεῖν , ποιῶν , ἢ ποιεῖν καὶ ποίησις εἰς ἓν ληπτέα ; Ἐμφαίνει δὲ μᾶλλον τὸ ποιεῖν καὶ τὸν ποιοῦντα
βλάβας . Τὰ γόνατα πρός τε ἰσχὺν καὶ εὐανδρίαν ἐστὶ ληπτέα καὶ πρὸς κινήσεις καὶ πράξεις . ὅθεν ἐρρωμένα καὶ
5916279 ἐκτηξει
τὸ ἁδρομερές . Τὸ δὲ γλίσχρον διαχώρημα γίνεται ἐπὶ τῇ ἐκτήξει τῆς πιμελῆς , ἀλλ ' ἔστιν ὅτε διαχώρημα γλίσχρον
ὅτι κακαί εἰσιν αἱ κριμνώδεις ὑποστάσεις : ἐπὶ γὰρ ἀνωμάλῳ ἐκτήξει ἐκκρίνονται , ἐπὶ πυρώδει καὶ φλογώδει θερμότητι γινομένης τῆς
5914383 ζωουται
ἐπὶ τῶν φυτῶν , μὴ θαυμάζειν εἰ τῆς γαστρὸς προελθὸν ζωοῦται , καθάπερ οὐ θαυμάζομεν πῶς πρὶν ἐκ τοῦ πατρὸς
καὶ ἐς τροφὴν βρέφεος . Ζωοῦται τὰ μὴ ζῶα , ζωοῦται τὰ ζῶα , ζωοῦται τὰ μέρεα τῶν ζώων .
5913543 ἐφεπουσιν
μέμηλε : τέτρασι γὰρ μοίρῃσι βροτῶν διαμείβεται αἰὼν ἃς κεῖναι ἐφέπουσιν ἀμοιβαδόν : ἀλλὰ τὰ μέν που αὐτῷ Ζηνὶ μέλοιτο
, χάριν ζωῆς . Ἀολλήδην : ὁμοῦ , πᾶσαι . ἐφέπουσιν : ἀλλήλαις , διέρχονται , βαδίζουσιν , ἐπακολουθοῦσιν ,
5912239 ἐπισπευδουσιν
, ταῖς τροφαῖς . μαργῶντες : μαινόμενοι , λαιμαργοῦντες . ἐπισπεύδουσιν : ἐπαγωνίζονται . ὄλεθρον : ἢ τὸν ἴδιον ,
λίαν , ἐκπληκτικῶς ἀπὸ τοῦ ἔξω εἶναι πάσης γλώσσης . ἐπισπεύδουσιν : γράφεται ἐπισπέρχουσιν . ἐπισπέρχουσιν : ἐπείγονται , ἐπιθυμοῦσιν
5908735 ἐπιβολαια
στρώματα , περιστρώματα ὑποστρώματα ἐπιβλήματα , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες , ξυστίδες χρυσόπαστοι , ὡς Εὔβουλος
νεκύδαλος σκώληξ , ἐξ οὗ ἀναπηνιζόμεναι αἱ γυναῖκες τὰ βομβύκινα ἐπιβόλαια ὑφαίνουσιν . ἐκ δὲ τῶν ἐν τοῖς ξύλοις καταδεδυκότων
5904876 στιλπνοτης
βραχύ τι τοῦ συμμέτρου λεπτότεραι , καί τις ἐπιλάμπει αὐτοῖς στιλπνότης : τὰ δέ γε παρυφιστάμενα λεπτότερα μὲν καὶ μείω
δὲ συστάσεσι ὑπερεκπίπτουσι ταῦτα τὸ σύμμετρον καί τις αὐτοῖς ἐπιφαίνεται στιλπνότης . Τὰ δέ γε παρυφιστάμενα τούτοις σύμμετρα μὲν καὶ
5904588 ἀναυδατῳ
δῆθ ' ] ἀντισπαστικὰ ἡμιόλια βʹ καὶ ἓν μονόμετρον . ἀναυδάτῳ μένει ] ὅμοια ἡμιόλια γʹ . διήκει δὲ καὶ
πλαγὰν ] δόμοισι καὶ σώμασιν πεπλαγμένους , [ ἐννέπω ] ἀναυδάτῳ μένει ἀραίῳ τ ' , ἐκ πατρὸς δ '
5899308 πλαδοωσιν
πάλιν δὲ εὐθέως ἀναδίδωσι καὶ γεμίζει τὸ κοίλωμα . * πλαδόωσιν . ἐξηνθημένοι εἰσίν ἐγείρονται διυγραίνουσι ὑγραίνονται * ὕπερθεν :
ἀντὶ τοῦ κεκαυμένου ὑπὸ πυρός . * πυρικμήτοιο : πυρικαύστου πλαδόωσιν : κυρίως τὸ μὴ ἀντίτυπον πλαδόεν καλεῖται . πλαδόωσιν
5898330 διορυξεις
ἄντικρυς τῷ πατρὶ ἡ στέρησις τῶν ὀμμάτων . λαχαὶ ] διορύξεις . λαχαὶ ] αἱ διορύξεις , ἀπὸ τοῦ λαχαίνω
ἀποκρίνεται τὸ ἕτερον καί φησιν ὅτι αἱ λαχαὶ καὶ αἱ διορύξεις , ἀπὸ τοῦ λαχαίνω τὸ ὀρύσσω , τῶν τάφων
5893559 λυομενα
ἔξω τῆς ἀνατρίψιος . Τὰ δὲ ἐκ τῆς κάτω κοιλίης λυόμενα δι ' οὔρων καὶ ἱδρώτων , ἢν ὀλισθῇ μετρίως
ἀνδρῶν καὶ τὰ τούτων ἐξήγετο λείψανα καὶ ἀτίμως λεπτυνόμενα καὶ λυόμενα εἰς ἀέρα ἐλικμᾶτο , τὰ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν
5893132 ἀναγγελω
καὶ πᾶσιν εἰκῆ πληγὰς ἐμφορεῖς δι ' ἡμέρας ; πάντως ἀναγγελῶ ταῦτα τῷ κεκτημένῳ . „ Ζηνᾶς δὲ ταῦτα τοῦ
καὶ ἐν χειμῶνι ἐποίμαινον μετὰ τῶν ἀδελφῶν μου . Νῦν ἀναγγελῶ ὑμῖν ἃ ἐποίησα . Εἶδον θλιβόμενον ἐν γυμνότητι χειμῶνος
5884088 Δοξαι
φύσεως αʹ βʹ , Ἐρώτημα περὶ φύσεως αʹ βʹ , Δόξαι ἢ ἐριστικός , Περὶ τοῦ μανθάνειν προβλήματα . Τόμος
αἱ ἐκεῖθεν παραγινόμεναι ἱλαραί τε καὶ γελῶσαι τίνες καλοῦνται ; Δόξαι , ἔφη , καὶ ἀγαγοῦσαι πρὸς τὴν Παιδείαν τοὺς
5880653 ξηροτατα
νευροχονδρώδη σύνδεσμον . θρὶξ δὲ καὶ ὄνυξ ψυχρότατά τε καὶ ξηρότατα ἁπάντων ἐστίν , ἧττον δὲ τούτων ὀστοῦν ψυχρόν ἐστι
σαρξίν , ἀλλὰ καὶ τοῖς ὀστοῖς αὐτοῖς , ἃ δὴ ξηρότατα τῶν ἐν ἡμῖν ὑπάρχει μορίων . οἱ δὲ γεγηρακότες
5879047 πηγος
οὖν , ἀπόπληκτε , περιπλοκὰς λέγεις ; πηγὸς πάρεστι ; πηγός ; οὐχὶ λαικάσει ἐρεῖς σαφέστερόν θ ' ὃ βούλει
, φης ' : ἅλας φέρε . τοῦτ ' ἔστι πηγός ; ἀλλὰ δεῖξον χέρνιβα . παρῆν . ἔθυεν ,
5876132 λυπηραι
τὸ . ὥστε . λίαν . στενάζω . ἐνθυμούμενος . λυπηραὶ . μισούμεναι . μισηταὶ . στυγνότητος αἴτιαι : ἀπὸ
Μαινίδι : σμαρίδι . ἀνιγραί : λεπταὶ , ἀνιαραὶ , λυπηραὶ καὶ γλίσχραι . Μετά : οἷς . ἐπειγόμεναι :
5875230 δυσφορια
ἀγαθοποιοῖς συνάπτει , εὐφορία γίνεται , εἰ δὲ κακοποιοῖς , δυσφορία καὶ βλάβη . Αἱ δὲ καταρχόμεναι νόσοι ἐν ἡμέρᾳ
, ὅτι κοινῶς ἐπ ' ἀμφοτέρων κεφαλαλγίαι γίνονται αὐτοῖς καὶ δυσφορία καὶ τάραχος τῶν ὀφθαλμῶν . λέγει δὲ καὶ ἴδια
5875065 Λιγυστικου
δὲ αὐτὴν εἶπεν , ὅτι μεταξύ ἐστιν Ἀδρίου καὶ τοῦ Λιγυστικοῦ . Πολυτενὴς δὲ , ἐπὶ πολὺ διατεταμένη . Οὐχ
τῆς γλυκυτέρας καὶ ἀδηκτοτέρας ὁμοίας κἀνταῦθα τῆς λιγνύος γινομένης . Λιγυστικοῦ ἡ ῥίζα καὶ τὸ σπέρμα τῶν θερμαινόντων ἐστὶ καὶ
5871429 Ὀργης
τούτου . τοῦτο δὲ ἱστόρησεν Ἀντίπατρος ἐν τῷ πρώτῳ περὶ Ὀργῆς . ἐγὼ δὲ φιλοπλάκουντος ὢν οὐκ ἂν περιεῖδον τὸν
ἀστασίαστον καὶ εὔδιον , καὶ βίον εἰρηναῖον ψυχῇ παρασκευάζει . Ὀργῆς κρατέειν ἄριστον ἐθίζειν ἑωυτόν , μάλιστα μὲν καὶ πρὸς
5870984 μειουνται
εἰϲ ϲκιρρώδη διάθεϲιν ὁ ὄγκοϲ μεταπέϲοι , αἱ μὲν ὀδύναι μειοῦνται , ὁ δὲ ὄγκοϲ ἐναργήϲ ἐϲτι μετὰ ϲκληρίαϲ ,
, αἱ ὑπεροχαὶ τῶν ἑξηκοστῶν ἐκ προσαγωγῆς αὔξονται : καὶ μειοῦνται ἀπὸ τοῦ μέσου ὁμοίως ἄχρι τοῦ ἐλαχίστου ἀποστήματος ,
5870969 ἀντακουσον
Οἶσθ ' ὡς πόησον ; ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴς ' ἀντάκουσον , κᾆτα κρῖν ' αὐτὸς μαθών . Λέγειν σὺ
τοιαύτης δ ' οὔτις εὐφιλὴς θεῶν . ἄναξ Ἄπολλον , ἀντάκουσον ἐν μέρει . αὐτὸς σὺ τούτων οὐ μεταίτιος πέλῃ
5869589 βεβαιουσα
δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή : τὸν γὰρ ἐν τοῖς
σοῦ , καλὴ μὲν ἡ ἐπιστολή , τὸ δὲ ἔγκλημα βεβαιοῦσα . Ἁρμόνιος οὑτοσὶ χρηστὸς ὢν τὰ τῶν πεπονηρευμένων πάσχει
5868508 συναγῃ
κατὰ τὸ Ρ παράλλαξις μετὰ τῆς κατὰ τὸ Υ παραλλάξεως συνάγῃ μοίρας α κε , καὶ οὕτως δυνατὸν ἔσται τὸ
' ἰσχναίνοντα , ταῦτα δὲ καθαίρουσιν . Ἢν δέ τις συνάγῃ τὰ μήπω ὡραῖα ἐόντα , τὸ νοσέον τρέφει σῶμα
5867487 ἐγκαταληψεων
ἐν τῷ βίῳ . ἢ οὕτως . τέχνη ἐστὶ σύστημα ἐγκαταλήψεων συγγεγυμνασμένων ἐφ ' ἓν τέλος τὴν ἀναφορὰν ἐχόντων .
' οὗ δέδεικται ἡ ῥητορικὴ ἔχουσα τὰ πολλὰ καὶ τὰ ἐγκαταλήψεων καὶ τὰ συγγυμνασθέντα καὶ τὰ πρός τι τέλος εὔχρηστον
5866395 κακισται
, ἐφιδροῦντες , ἐπανενέγκαντες θνήσκουσιν . Αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι κάκισται . Κατάψυξις μετὰ σκληρυσμοῦ , ὀλέθριον . Ἐκ καταψύξιος
προσῇ , φρενιτικόν . Αἱ μετ ' ἐκλύσιος ἀφωνίαι , κάκισται . Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , πονηρὸν
5860558 Ἀντιθεσει
ἐν τοῖς φανεροῖς , ἀναγκαῖον ἦν προςδιορίσαι τὸν ὅρον . Ἀντιθέσει . τοῦ φεύγοντος πάλιν αὕτη ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ
ἐστιν , ὡς ἂν ἐγχωρῆσαι τὸ σὸν ἀποδεικνύναι μεῖζον . Ἀντιθέσει . ἡ ἀντίθεσις ἡ μὲν φυγὴ καὶ δίωξις τοῦ
5857456 μετριη
μὴ μὴν πολλῷ . Κατάτασις δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πουλὺ μετρίη ἀρκέει , τῇ μὲν κατατείνειν τὴν κνήμην , τῇ
, ἐγκεφάλου διαϲφύξιεϲ , ὀφθαλμῶν πρήϲιεϲ , ἤχων ἀκοή . μετρίη ὀξυφωνίη κεφαλῇ ὀνηϊϲτόν . ἔπειτα δὲ καιρὸϲ αἰώρηϲ ἐϲ
5855697 ἀμεγεθες
ὄνομα , ἀλλ ' ἔστι τι ὑποκείμενον κἂν ἀόρατον κἂν ἀμέγεθες ὑπάρχῃ . Ἢ οὕτως οὐδὲ τὰς ποιότητας φήσομεν οὐδὲ
γίνεται , εἰ ἔστι μέγεθος ἀδιαίρετον : ἔσται γὰρ μέγεθος ἀμέγεθες . ὥστε καὶ ἡ μνήμη νῦν εὔλογος τοῦ ἐκ
5855138 ῥινοι
, ἀλλά οἱ οὔ τι διήλασεν ἐς χρόα καλόν : ῥινοὶ γάρ μιν ἔρυντο βοῶν καὶ ὑπ ' ἀσπίδι θώρηξ
ἀλυσθαίνοντος ἀνῖαι ἐχθόμεναι , χροιὴ δὲ μόγῳ αὐαίνεται ἀνδρός . ῥινοὶ δὲ πλαδόωσιν ἐπὶ χροΐ , τοῖά μιν ἰός ὀξὺς
5854245 κρατυνεται
, ἐπειδὴ περὶ τὴν δεκάτην ἡμέραν τὰ τῆϲ ῥινὸϲ ὀϲτέα κρατύνεται . ἔξωθεν δὲ τῷ λιχανῷ καὶ μεγάλῳ δακτύλῳ δεῖ
καὶ θνητῶν ἔκ τε προέσεως καὶ ὑποδοχῆς καὶ τρίτον ἀνταποδόσεως κρατύνεται , σπερμαινόντων μὲν τρόπον τινὰ τῶν αἰθερίων , ὑποδεχομένων
5852609 διακονουνται
Τίμαιος ἐν τῇ αʹ ὅτι αἱ θεράπαιναι γυμναὶ τοῖς ἀνδράσι διακονοῦνται . Θεόπομπος δὲ ἐν τῇ τεσσαρακοστῇ τρίτῃ τῶν Ἱστοριῶν
ὁ παῖς ἐπὶ τὰ δεξιὰ καὶ τὰ λαιά : οὕτως διακονοῦνται . καὶ τοὺς θεοὺς προσκυνοῦσιν ἐπὶ τὰ δεξιὰ στρεφόμενοι
5848099 Ἰτω
, οὕτω προστάττειν ὥσπερ ἐν οἴκῳ ἔνιοι δεσπόται προστάττουσιν , Ἴτω τις ἐφ ' ὕδωρ , Ξύλα τις σχισάτω :
Σοφός τ ' ἂν αὑτὸς κἀγαθὸς κεκλῇ ' ἅμα . Ἴτω : ποήσω , πᾶσαν αἰσχύνην ἀφείς . Ἦ μνημονεύεις
5847527 ἀντεισαγει
αἷς ἐθηλύνετο , ἐκποδὼν ἀνελὼν τὰς αὐθιγενεῖς καὶ ἀκηράτους ἀρετὰς ἀντεισάγει : Σάρρᾳ γοῦν οὐ διαλέξεται , πρὶν ἐκλιπεῖν ἐκείνην
διαλεκτικὴ ὡς τῶν ἀμέσων ἡ θατέρου ἄρσις τὸ ἕτερον πάντως ἀντεισάγει . Καὶ δὴ τὸ χωρίον σοι , φαίη τις
5844870 μοραι
Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Λακεδαιμονίων πολιτείᾳ . φησὶ δὲ ὡς εἰσὶ μόραι ἓξ ὠνομασμέναι , καὶ διῄρηνται εἰς τὰς μόρας Λακεδαιμόνιοι
δεῖ μᾶλλον λέγεσθαι . . . : ἦσαν δὲ δύο μόραι Λακεδαιμονίων . τὴν δὲ μόραν Ἔφορος μὲν ἄνδρας εἶναι
5844222 Ἠϋτε
μυρίοι , ὅσσά τε φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ . Ἠΰτε μυιάων ἁδινάων ἔθνεα πολλὰ αἵ τε κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον
: φυλάσσει , περιαγαπᾷ . δάκος : τὸ θηρίον . Ἠΰτε : τις κυβερνήτης , καθὰ ὁ κυβερνήτης . οἴηκι
5843647 Ἐπιστημη
αἰτεῖν τοὺς θεούς ; Καὶ μάλα , ὦ Σώκρατες . Ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ὁσιότης ἂν εἴη ἐκ
ἐν ποιότητι ἢ τοῦ ἐν μεγέθει καὶ τοῖς ἑξῆς . Ἐπιστήμη μὲν οὖν πᾶσα ἐκ πεπερασμένων ἀρχομένη [ τῶν ἰδίων
5842506 σιτιζεις
γυμναί : ὅτι δεῖ δωρεὰν * * εὐεργετεῖν . Ἀκόνην σιτίζεις : ἐπὶ τῶν † τρεφομένων καὶ οὐκ * *
ψεύδεσθαι : τοιοῦτοι γὰρ οἱ Κρῆτες . Καθάπερ αἱ τίτθαι σιτίζεις κακῶς . Κατόπιν ἑορτῆς ἥκεις : ἐπὶ τῶν καλοῦ
5841194 ψεκται
. τῶν δὲ μεταξὺ ἀγαθῶν αἱ ὑπερβολαὶ μοχθηραί εἰσι καὶ ψεκταί , ὅτι τὰ τοιαῦτα ἀγαθὰ ἀφ ' ἑαυτῶν οὐκ
καὶ ἔνδειαν διαθέσεις , εἰ καὶ μὴ παντελῶς κακαί , ψεκταί εἰσιν . καθάπερ οὖν τῇ σωφροσύνῃ μεσότητι οὔσῃ περὶ
5840414 Σμιλα
τις . . . ὁ πολίτης Σκώλιος καὶ Σκωλιεύς . Σμίλα , πόλις Θρᾴκης . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ ” μετὰ δὲ
Λίπαξος , Κώμβρεια , Λισαί , Γίγωνος , Κάμψα , Σμίλα , Αἴνεια : ἡ δὲ τουτέων χώρη Κροσσαίη ἔτι
5833860 Θαλια
τοῦ Διός , ἐπήκοοι νῦν γένεσθε δηλονότι : καὶ ὦ Θαλία ἐρασίμολπε , ἤγουν τῶν μολπῶν ἐρῶσα , ἐπήκοος γενοῦ
' Εὐφροσύνα , θεῶν κρατίστου παῖδες , ἐπακοοῖτε νῦν , Θαλία τε ἐρασίμολπε , ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ ' εὐμενεῖ
5833774 Ἀνατελλουσι
Ἀνδρομέδας ὁ μέσος τῶν ἐν τῷ δεξιῷ ὤμῳ τριῶν . Ἀνατέλλουσι δὲ οἱ Δίδυμοι ἐν ὥρᾳ μιᾷ καὶ ἡμίσει καὶ
λάρυγγι καὶ ὁ ἐν τῷ ἀγκῶνι τῆς δεξιᾶς πτέρυγος . Ἀνατέλλουσι δὲ οἱ Ἰχθύες ἐν ὥραις τρισὶ καὶ δεκάτῳ μέρει
5831920 οἰκουρων
σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν . θαλαμηπόλων ] νέων νυμφῶν ἢ οἰκουρῶν : θάλαμος γὰρ οὐ μόνον ὁ παστὸς , ἀλλὰ
ἐπ ' ὀλίγον . διὰ χειμῶνος δὲ ἐν τοῖς φωλεοῖς οἰκουρῶν χαίρει : διατριβαὶ δὲ ἄρα αἱ πρὸς τῇ γῇ
5830868 ὀκνῃ
. . Καλοῦμεν ἐπὶ τὸ βῆμα τοὺς ῥήτορας : κἂν ὀκνῇ τις , πολλάκις ἡ κοινὴ φωνὴ τῆς πόλεως ἐπὶ
τὰ λυποῦντα ἡμᾶς . καὶ γὰρ ἐὰν τἆλλα τις ἀδικεῖν ὀκνῇ , βασιλείας γε χάριν οὐ νέμεσις ἅπαντα τολμᾶν .
5827455 δαπτομεναν
ἀστεργάνορα παρθενίαν εἰσορῶς ' ] βλέπουσα γάμῳ ] τοῦ Διός δαπτομέναν ] δαμαζομένην δυσπλάνοις ] κακῶς πλανώσαις ἀλατείαις ] πλάναις
οὐκ ἔστερξεν ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ὁ Ζεύς . . γάμῳ δαπτομέναν ] ἅμα τῷ γάμῳ : λείπει γὰρ τὸ ἅμα
5822896 ιγῃ
δὲ τῇ ιῃ Δημοκρίτῳ ὕδωρ γίνεται . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ Εὐδόξῳ Ἀρκτοῦρος ἑῷος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιηῃ
ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἑῷος ὅλος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Ὠρίων ὅλος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ
5821339 ἀφαυαινεται
καὶ ὅσα ἀκμάζον τὸ ἔαρ ἤνεγκε πάντα [ ξηραίνεται ] ἀφαυαίνεται ξηροῖς πνεύμασι τοῦ ἀέρος αὐχμώδη καταστάντα τοῖς ἀφ '
σκαπάνῃ τιτρωσκομένων χείρω γίνεται , πολλάκις δὲ καὶ νοσεῖ καὶ ἀφαυαίνεται , τὸν αὐτὸν τρόπον οἴεσθαι χρὴ καὶ ἀπὸ τῶν
5812918 ἐκκρινονται
ὅπερ παγκάκιστόν ἐστι . χρόνιον δέ , ὅτι καὶ θερμὰ ἐκκρίνονται καὶ ψυχρά , καὶ τῇ ψύξει χρονίαν ἐνδείκνυται τὴν
ἐστιν , ἐπειδὴ καὶ ταῦτα ἐπὶ ἐκτήξει τῶν στερεῶν μορίων ἐκκρίνονται κατ ' ἐπίτασιν μεγίστην τῆς φλογώδους καὶ πυρώδους θερμότητος
5811650 γερανῳ
„ . καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις ” Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς ” . καὶ τὸ θηλυκὸν Δωδωνίς ἀπὸ τοῦ
αὐτούς . Λύκου δὴ λαιμῷ ὀστέον ἐπεπήγει . Ὁ δὲ γεράνῳ μισθὸν παρέξειν εἶπεν , εἰ τὴν κεφαλὴν αὑτῆς ἐπιβαλοῦσα
5810473 ἐγκατεληφθησαν
αὐτοῖς πλαγίοις ἐν ταῖς δίναις γενομένοις συνετρίβοντο , ὅσων γε ἐγκατελήφθησαν ὑπὸ τοῦ ὕδατος οὐ φθασάντων αὐτὰς μετεωρίσαι , ὡς
τοὺς δὲ φεύγοντας εὐμαρῶς αἱροῦντες , ὥστε πολλοὶ μὲν αὐτοῦ ἐγκατελήφθησαν καὶ ἀπέθανον , πολλοὶ δὲ ἐν τῇ ἀποχωρήσει ἀτάκτῳ
5809964 Βοστρα
συμφώνου τῆς ἀρχούσης προηγουμένου οὕτω : βρόχθος ἡ σταγών : Βόστρα , ἡ πόλις : βόστριχες : γοσταὶ αἱ κριθαί
ἔω μιᾶς ὥρας ∠ ʹ καὶ ιεʹ : τὰ δὲ Βόστρα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ ηʹ , καὶ
5803284 πρωτοτοκοι
γένωνται , καὶ μάλιστα τοῦ ὡροσκοποῦντος , ἐπὶ μὲν Κρόνου πρωτότοκοι ἢ πρωτότροφοι , ἐπὶ δὲ Ἄρεως θανάτῳ τῶν λοιπῶν
τὴν μεγάλην πληγὴν φθορᾷ τῶν πρωτοτόκων Αἴγυπτος , οἱ Ἰσραὴλ πρωτότοκοι ἐγένοντο ἅγιοι , ἀλλ ' ὅτι καὶ πάλαι καὶ
5802355 ΞΝΖ
ἴσον ἐστὶ τῷ ὑπὸ τῶν ΞΝΖ . τὸ δὲ ὑπὸ ΞΝΖ ἐστι τὸ ΞΖ παραλληλόγραμμον . ἡ ἄρα ΜΝ δύναται
τὸ ἀπὸ τῆς ΜΝ ἄρα ἴσον ἐστὶ τῷ ὑπὸ τῶν ΞΝΖ . τὸ δὲ ὑπὸ ΞΝΖ ἐστι τὸ ΞΖ παραλληλόγραμμον
5802048 πεμπετω
μηδὲν συνεπιστελλέτω μηδὲ ἐπαινείτω τὰ πεμπόμενα . Πλούσιος πλουσίῳ μηδὲν πεμπέτω μηδὲ ἑστιάτω Κρονίοις ὁ πλούσιος τὸν ἰσότιμον . τῶν
ἄρχουσι δηλωσάτω . δηλωθέντων δέ , ἡ πόλις εἰς Δελφοὺς πεμπέτω : ὅτι δ ' ἂν ὁ θεὸς ἀναιρῇ περί
5801190 Φιλουμενη
τοίνυν τροφὸν τὴν ἀρχαίαν , ἧς οὐδέν μοι φίλτερον , Φιλουμένη ἦν ὄνομα αὐτῇ , μυριάκις μὲν ἔσωσε παρ '
τι τἀνόητον εἶναί μοι δοκεῖ . εὐηθία μοι φαίνεται , Φιλουμένη , τὸ νοεῖν μὲν ὅσα δεῖ , μὴ φυλάττεσθαι
5799239 ἐναρμονιοι
δὲ ὁμοίως κατὰ γένος πέντε , ἐν μὲν ἁρμονίᾳ οἱ ἐναρμόνιοι , ἐν δὲ χρώματι οἱ χρωματικοί : τὸ γὰρ
δὲ λόγοι συμφωνίαι εἰσίν , αἱ δὲ συμφωνίαι σχέσεις ἀριθμῶν ἐναρμόνιοι : κατ ' οὐδετέραν γάρ , φησί , τούτων
5797314 πνευματικη
τῶν χυλῶν , πλείους γὰρ , εὐοσμία γίνεσθαι καθάπερ ἅμα πνευματική τις οὖσα καὶ οὔπω τοῦ χυλοῦ τὴν οἰκείαν ἔχοντος
τῆς φωνῆς τὴν γένεσιν λαμβάνει : διὸ καὶ ἀνεμώδης τουτέστι πνευματική . ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς
5793287 δισσω
. κείνωι γὰρ ἡ Διὸς κόρη φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος δισσὼ δράκοντε , παρθένοις Ἀγλαυρίσιν δίδωσι σώιζειν : ὅθεν Ἐρεχθείδαις
Οἰδίπου νεανίαι , ἔστησαν ἐλθόντ ' ἐς μέσον μεταίχμιον [ δισσὼ στρατηγὼ καὶ διπλὼ στρατηλάτα ] ὡς εἰς ἀγῶνα μονομάχου
5793179 ἐκτεθεν
. παρὼν δὲ καὶ ὁ Αἴπυτος ἐν Λακεδαίμονι ἔλαβεν αὐτὸ ἐκτεθέν : ὁ δὲ Πίνδαρος ποιητικῶς λέγει πεπέμφθαι τὸ βρέφος
. παρὼν δὲ καὶ ὁ Αἴπυτος ἐν Λακεδαίμονι ἔλαβεν αὐτὸ ἐκτεθέν : ὁ δὲ Πίνδαρος ποιητικῶς λέγει πεπέμφθαι τὸ βρέφος
5792611 ταπιδες
ὅπως μὴ ἀντερείδῃ τὸ δάπεδον , ἀλλ ' ὑπείκωσιν αἱ τάπιδες . καὶ μὴν τὰ πεττόμενα ἐπὶ τράπεζαν ὅσα τε
στρώματα , ἐπιβλήματα , περιβόλαια , ἐφεστρίδες , χλαῖναι , τάπιδες , ξυστίδες : τάχα δὲ καὶ περιστρώματα . Εἴρηται
5789813 ἐπιαχον
. Ὣς ἔφαθ ' , οἳ δ ' ἄρα πάντες ἐπίαχον υἷες Ἀχαιῶν μῦθον ἀγασσάμενοι Διομήδεος ἱπποδάμοιο : καὶ τότ
μέγ ' ἄϋσεν ἐπεσσύμενος πεδίοιο . ὅσσόν τ ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι ἀνέρες ἐν πολέμῳ ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος ,
5788036 σεσωρευται
φόρτος ἄπλετος ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος , ὄρει παραπλήσιος , σεσώρευται , καὶ πᾶς οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος
καταπεπατῆσθαι . νένασται : ἐξήπλωται . νένασται : ὑπέστρωται , σεσώρευται ἀπὸ τοῦ νάω νῶ τὸ σωρεύω . τάς μοι
5782496 μυδριασις
ταῦτα μετὰ πληγῆς . τὰ δὲ ἄνευ πληγῆς ἑλκώσεως πάθη μυδρίασις , φθίσις , ἀτροφία , νυκτάλωψ , ὑπόχυσις ,
δοκεῖ μείζω , μικρότερα ὄντα . καὶ τὸ μὲν πάθος μυδρίασις λέγεται . αἰτία δ ' αὐτοῦ ὑγρότης περιττωματικὴ συρρεύσασα
5776539 γεγονυιαις
ὠοῦ διαχρίσει καὶ λεκίθοις ὠῶν ἑφθαῖς καὶ κηρωταῖς διὰ μυρσίνου γεγονυίαις : καὶ μελίλωτον καταπλαστέον ἐναφηψημένον μελικράτῳ . ἐπὶ πάντων
: τὰς δ ' ἀπὸ τῶν παρεληλυθότων προσηγορίας ἐπὶ ταῖς γεγονυίαις πράξεσι τίθενται . ἃ τοίνυν ἐγὼ πεπολί - τευμαι
5772706 μισηται
μισήτη . καὶ ὁ Κρατῖνός που τοῦτ ' ἔφη : μισηται δὲ γυναῖκες ὀλίσβωσι χρήσονται . Πάντες Ἕλληνες ἐπίστανται τὰ
μισήτη . καὶ ὁ Κρατῖνός που τοῦτ ' ἔφη : μισηται δὲ γυναῖκες ὀλίσβωσι χρήσονται . Πάντες Ἕλληνες ἐπίστανται τὰ
5770592 ἀκολουθουσαι
. , . . , . ἀκολουθοῦντε : ἀντὶ τοῦ ἀκολουθοῦσαι δυϊκῶς . οὕτως Ἕρμιππος . καὶ γὰρ κέχρηνται ταῖς
. ψυχικὰ δὲ ἀγαθὰ τὰ σπουδαῖα ἠθικὰ καὶ αἱ τούτοις ἀκολουθοῦσαι πράξεις , οἷον ὅτι φρόνιμος , ὅτι σώφρων ,
5769564 μανιαι
πάθη τῶν ἐπιβουλευομένων : ἐκστάσεις γὰρ καὶ παραφροσύναι καὶ ἀφόρητοι μανίαι κατασκήπτουσι , δι ' ὧν ὁ νοῦς , ἣν
συμβαίνουσιν , ἢ σκοτώματα , ἢ μελαγχολικαὶ παράνοιαι , ἢ μανίαι , ἢ ὄψεων πηρώσεις , ὥσπερ κἀκ τῆς τῶν

Back