; ὁμοφύλῳ ; στέργω τὴν τύχην . Λακεδαιμονίοις ; οὐκ ἀνιῶμαι . ἐὰν δὲ ἐπιστήσῃς μοι Μακεδόνα δεσπότην , οὐ
ἐάσω , περὶ τῶν δὲ κορῶν ἐν τοῖς θαλάμοις γηρασκουσῶν ἀνιῶμαι . Οὔκουν χἄνδρες γηράσκουσιν ; Μὰ Δί ' ἀλλ
7382867 ἐπηινες
. [ ὡς μήποτ ' ἄνδρα τόνδε νυμφίον καλῶν . ἐπήινες ' ἀλόχωι πιστὸς οὕνεκ ' εἶ φίλος . ]
τιμὰς πατρώιους καὶ δόμους ἔχειν ἄφες . στρατὸς δ ' ἐπήινες ' ἔς τ ' ἀπαλλαγὰς πόνων καλῶς λελέχθαι μῦθον
7350547 τηρουμεν
θεραπείας , τὴν ἐπὶ ταῖς προκαταρκτικαῖς αἰτίαις τήρησιν παραλαμβάνομεν . τηροῦμεν δὲ οὐ μόνον ἐπὶ αἰτίοις , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ
ἅτιν ' ἂν θέλῃς : σοὶ γὰρ καὶ τὰ λοιπὰ τηροῦμεν . ” Ἐπὶ τούτῳ πρὸς αὑτὴν ἐγέλασε Καλλιρόη ,
7333409 ἀπολωλ
γ ' , ὦ πότνια δέσποιν ' Ἀθηναία , ποιῶν ἀπόλωλ ' ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει , εἰ πρίν
„ ἀβίωτος ὁ βίος , οὐκ ἔτ ' ὄψομαι , ἀπόλωλ ' , „ ἐν ἑαυτῷ τοῦτ ' ἐὰν σκοπῇ
7323170 λογισθησεται
βʹ προσθέσεως ἀριθμὸν ἔχουσιν , ὧν ἡ μία τῶν ἐτῶν λογισθήσεται . οἷον ἐὰν τὰ δωδεκαπλασιασθέντα μέγεθος σημαίνῃ ἔτη ζʹ
καὶ μὴ θέλων : καὶ ἡ πίστις σου εἰς ἀπιστίαν λογισθήσεται , ἐὰν μὴ νῦν πιστεύσῃς . πρὸς τί δὲ
7261148 Θυμῳ
καχλάζω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας , ἢ καὶ ἄλλως . Θυμῷ γελανεῖ ] * Θηλυκῶς εἶπε τὸ θυμῷ , ὥσπερ
ἢ μαλάττων . θυμῷ γάρ κτλ . . αʹ . Θυμῷ δέ κτλ . βʹ . ἀκούσιος . τοῦ πατριάρχου
7257530 μονοκωλος
κῶλον δέ ἐστιν ἡ ἀπηρτισμένη διάνοια . ἡ μὲν γὰρ μονόκωλος ἐκείνη , ἐπειδὴ κρέμαται ἡ διάνοια αὐτῆς μέχρι τοῦ
πρὸς εὐκαρπίαν : ἐκτρέχει γὰρ ἄγαν μὴ κολουσθεῖσα καὶ γίνεται μονόκωλος καὶ ἀσθενὴς , εἰ δὲ μὴ παραβλαστάνουσα δενδροῦται .
7256058 πραξῃς
πιστοῦ . πᾶν πάθος ψυχῆς λόγῳ πολέμιον . ὃ ἂν πράξῃς ἐν πάθει ὤν , μετανοήσεις . πάθη νοσημάτων ἀρχαί
σου , εἶτα σὺ κατανυγεῖσα ἐπισπάσῃ καὶ καταφιλήσῃς αὐτὸν καὶ πράξῃς τὰ σοὶ πρέποντα τῇ αἰσχρᾷ ὕβρει , καὶ καταισχυνθῇ
7234915 μαμμη
τεθραμμένος , ὃν οἱ πολλοὶ μαμμόθρεπτον λέγουσιν . τήθη : μάμμη , ἡ πατρὸς ἢ μητρὸς μήτηρ . τηθίς :
τοῦ μέμφονται , κατ ' εὐφημισμόν . τήθη . ἡ μάμμη . τίτθη ἡ τροφός . κορυζῶντα . μωραίνοντα ,
7214010 δυσαιανη
ἀπώλλυτο στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς . ἴυζ ' ἄποτμον δαΐοις δυσαιανῆ βοάν , ὡς πάντᾳ πᾶν κακῶς † ἔθεσαν :
. βόα , θρήνησον . ἄποτμον ] ἀθλίαν . . δυσαιανῆ ] γρ . δυσεανῆ , ἤγουν πολυποίκιλον . .
7213583 διατελεσεις
καὶ λυπήσῃ δι ' αὐτὰ καὶ πολλὰ πονήσεις μάτην καὶ διατελέσεις ἅπαντα τὸν βίον φροντίζων ἐκείνων , ὀνήσῃ δὲ οὐδ
γυμνάσιον ἐλέγετο ὁ τόπος , ἔνθα ἠγωνίζοντο . διατρίψεις ] διατελέσεις . στωμύλλων ] πολυλογῶν , ποικιλολογῶν . , ὑθλῶν
7213362 δουλευσω
' οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι . [ ἄρχειν παρόν μοι τῶιδε δουλεύσω ποτέ ; ] πρὸς ταῦτ ' ἴτω μὲν πῦρ
φεῦ . τῶι δ ' ἁ τλάμων ποῦ πᾶι γαίας δουλεύσω γραῦς , ὡς κηφήν , ἁ δειλαία , νεκροῦ
7210039 λακκοπρωκτε
' ὅτι χαίρω πόλλ ' ἀκούων καὶ κακά ; ὦ λακκόπρωκτε . πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις . τὸν πατέρα τύπτεις
: καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα
7202955 φρισσω
ἄξια τὰ τοιαῦτα , τρέμω σε , φεύγω σε , φρίσσω σε , τοῦτον φοβοῦμαι , ὡς οὐδεμιᾶς ὄντα ἐνεργείας
καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ . παρὰ τὸ φρίσσω , οὗ μέλλων φρίξω , ἀφ ' οὗ φρίκη
7196378 εὐφρανθην
χαιρηδόνος ; Ἐγᾦδ ' ἐφ ' ᾧ γε τὸ κέαρ εὐφράνθην ἰδών , τοῖς πέντε ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν .
, φασίν , αὐτόν . λέγω αὐτῷ : Κύριε , εὐφράνθην μετ ' αὐτῶν μείνας . Τί , φησίν ,
7173610 ἀποθνησκω
εἰδέα αὐτοῦ . Γινώσκετε οὖν , τέκνα μου , ὅτι ἀποθνήσκω . Ποιήσατε οὖν ἀλήθειαν καὶ δικαιοσύνην ἕκαστος μετὰ τοῦ
ἐπεὶ οὖν οἱ κλῆροι Ἑρμοῦ , παίζων τοῦτο λέγει . ἀποθνήσκω , ἐὰν λάχῃ μοι . ὡς ἐπὶ τῶν καταδικαζομένων
7156392 ἀπολουμαι
Τηλέφου ἐστὶν Εὐριπίδου : ἴθ ' ὅποι χρῄζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . ἥττων ] ἐμοῦ .
ἐκ τοῦ Τηλέφου Εὐριπίδου ἴθ ' ὅποι χρῄζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . ἴθι , πορεύου .
7143438 χαριζομαι
καρποῖς ἡ πάχνη λυμαίνεται , καὶ τοὺς ἱδρῶτας τοῖς ἀνέμοις χαρίζομαι . ἄνδρες δικασταί φθεγγομένους διηνεκῶς ἡ τῶν γεωργῶν τάξις
πράξω δὲ ὅμως τὸ τοιοῦτον , εἰ καὶ μὴ πᾶσι χαρίζομαι . σπουδάζουσιν εἰς ὑπεροχὴν ἔχειν : διὸ οὐδ '
7143355 περιειμι
παρόντας ἡμᾶς . Ἄριστον γοῦν ἄγρυπνον αὐτὸν φυλάττειν : ἅπασαν περίειμι διαναστὰς ἐν κύκλῳ τὴν οἰκίαν . τίς οὗτος ;
ἐπίκειμ ' ὡσεὶ μέγα χρῆμά τι πράσσων , εἰ θνητῶν περίειμι πολυφθερέων ἀνθρώπων ; . . [ , . ]
7142528 Ἀνατελλει
πτέρυγι τῆς Παρθένου , ὡς ἡμιπήχιον ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλει δὲ ἡ Λύρα ἐν τέσσαρσι πεμπτημορίοις μιᾶς ὥρας .
καὶ τοῦ Δελφῖνος ὁ ἡγούμενος τῶν ἐν τῇ οὐρᾷ . Ἀνατέλλει δὲ ὁ Κριὸς ἐν ὥρᾳ μιᾷ καὶ δυσὶ πεμπτημορίοις
7141406 τληθι
, ἔξοιδα , πολλὴ τοῦδε τοῦ φορήματος : ὅμως δὲ τλῆθι : τοῖσι γενναίοισί τοι τό τ ' αἰσχρὸν ἐχθρὸν
; πρῶτον μὲν οὖν μοι δεῦρ ' ἐπίστρεψον κάρα καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν ἐναντίον ἐχθρούς : κρατῆι γὰρ νῦν
7133254 πενθηρης
ὑπηκόων παραλίων . μελαγχίτων ] ἡ συνετή . μελαγχίτων : πενθήρης , ἢ ἀμφιμέλαινα . ἔστι δὲ παρὰ τὸ ”
εἰς ἐμὴν χάριν . ὁ θρῆνος . ἐπεκτεταμένως θρήνει . πενθήρης . οἱ γὰρ Μυσοὶ καὶ οἱ Φρύγες εἰσὶ μάλιστα
7130157 σχολαζω
τὸ λέγω : παρὰ τὸ βοή βοάζω , ὡς σχολή σχολάζω , κραυγή κραυγάζω , καὶ συγκοπῇ βάζω , ὡς
, εἰ μή τίς σοι ἀσχολία τυγχάνει οὖσα . Ἀλλὰ σχολάζω γε καὶ πειράσομαι ὑμῖν διηγήσασθαι : καὶ γὰρ τὸ
7128064 Λεγ
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή
7124562 ὠνερ
σκόπει γ ' αὐτὴν σφόδρα : μόνην γὰρ αὐτήν , ὦνερ , οὐ γιγνώσκομεν . Πολύν γε χρόνον οὐρεῖς σύ
εἶτ ' ἠρόμεθ ' ἄν : Πῶς ταῦτ ' , ὦνερ , διαπράττεσθ ' ὧδ ' ἀνοήτως ; Ὁ δέ
7124383 ἀγανακτω
, καὶ πάλιν ταῦτα ἀγανακτῶ καὶ τούτοις ἀγανακτῶ καὶ τούτοις ἀγανακτῶ . . ἄγλιθες : ἐξ ὧν σύγκειται . .
Θεσμοφόρῳ τρέφων διὰ παντὸς τοῦ βίου ; ταῦτα καὶ αὐτὸς ἀγανακτῶ , πρὸς ἐνίων μὲν ἀτίμως λακτιζόμενος καὶ λαφυσσόμενος καὶ
7119964 Φειδιππιδη
δῆτ ' ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον
ἀδίκους . νικᾶν ] τοὺς δικαίους . σκέψαι ] ὦ Φειδιππίδη . ὡς ] ὅτι , πῶς . δειλὸν ποιεῖ
7118245 φιλοκερδεια
. τὸ δὲ ἑξῆς : ἐπὶ δὲ τοῦ παρόντος ἡ φιλοκέρδεια ἐφίησι καὶ ἐνδίδωσι λέγειν τὸ τοῦ Ἀριστοδήμου ῥῆμα ἐγγὺς
τοιοῦτοι , θυμός , ἔρως , ὕβρις , ἀμαθία , φιλοκέρδεια , δειλία , καὶ ἔτι τοιάδε , πλοῦτος ,
7117691 δερκομενα
τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός : ἃ δὲ βαΰσδει εἰς ἅλα δερκομένα , τὰ δέ νιν καλὰ κύματα φαίνει ἅσυχα καχλάζοντος
τυγχάνῃ δεικτική . τὸ ἑξῆς : τὰν κύνα βάλλειεἰς ἅλα δερκομένα , ὥστε τὰ λοιπὰ διὰ μέσου . τᾶν ὀΐων
7108334 πολυσιτος
κακόσιτος ἀπόσιτος φιλόσιτος ἄσιτος εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις
. . . . βαθυλήϊος : ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ
7101822 αὐτοδηλα
δ ' αἰακτὰ πήματ ' οὐ λόγῳ . τάδ ' αὐτόδηλα , προῦπτος ἀγγέλου λόγος : διπλαῖ μέριμναι , διδύμα
χορὸς ὁρᾷ βασταζόμενα . τάδ ' ] τὰ πήματα . αὐτόδηλα ] φανερά . αὐτόδηλα ] φανερὰ καὶ οὐκ ἀμφίβολα
7100897 ἀπυρετῳ
προγνωστικῷ , κάθαρσις εὐθετεῖ ἡ ἄνω , ἐφ ' ᾧ ἀπυρέτῳ ἀσιτίη ἢ καρδιωγμὸς ἢ σκοτόδινος ἢ στόμα ἐπιπικρούμενον ,
δι ' ὕδατος καὶ δίδου πιεῖν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῦντι , ἀπυρέτῳ δι ' οἴνου , πυρέττοντι χωρὶς οἴνου . ἄλλο
7100105 κοσκυλματιοις
ἐκολάκευε γάρ . ΓΘ ἐκολάκευ ' ] κατεπράϋνε . Γ κοσκυλματίοις : τοῖς περικεκομμένοις καὶ ἀπορριφεῖσι δέρμασι . βούλεται δὲ
τῶν οὐδενὸς ὄντων ἀξίων . κοσκυλματίοις ] κολακεύμασι . Γ κοσκυλματίοις ] λεπτολογίαις , παραλογισμοῖς , λόγοις θωπευτικοῖς . κοσκυλματίοις
7098345 ἐπεσσευεν
! ! [ ] ὑψόθεν ἐκ νεφέων [ ] Ἥρη ἐπέσσευεν β [ ] Μυρτώιου ? πόντοιο [ ] Κυκλάδες
οὕτω . νῦν δ ' ἄχομαι : τόσα γάρ μοι ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων . ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι ,
7091966 θανουμεθα
ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' : ἕπου μοι , φάσγανον σπάσας χερί
ἐλεύθεροι γὰρ κοὐδὲν ἠδικηκότες τῆς σῆς ἕκατι ζημίας [ ] θανούμεθα . [ ] πολλοῖσι δῆλον [ ὡς θεήλατον ]
7091682 νεμετωρ
ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλει μαινομένᾳ φρενί , τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων . τέταρτος ἄλλος , γείτονας πύλας ἔχων
καὶ κακῶς διατίθεται ἐπὶ τοῖς παρ ' ἀξίαν νεμομένοις . νεμέτωρ ] ὁ πάντα διανέμων καὶ διοικῶν . νεμέτωρ ]
7089298 πορευσῃ
ἐστι θεῖος : „ ἐπὶ τῷ στήθει καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ „ : περὶ μὲν γὰρ τὰ στέρνα ὁ θυμός
ἄξεις “ . λέγει : οὐκ ἀπάξεις ποτὲ ἐντεῦθεν καὶ πορεύσῃ ; Θ συμβουλεύει αὐτῷ ἀλοάσοντα μισθοῦ πορεύεσθαι , ἵνα
7086991 προλαβοι
πρὸς τὸ ἄπειρον τῶν τόπων τὸ δίζεσθαι . φθαίη : προλάβοι πρὸ τοῦ συμποσίου . νηπιάχοντα : Ἡρακλῆς γήμας Δηιάνειραν
τοῦτο νομίζειν κέρδος ἐν τοῖς τοιούτοις , ὅ τι ἂν προλάβοι τις ἐξαπατήσας ἢ βιασάμενος τὸν ἐχθρόν ; τοιαῦτα γὰρ
7084238 Ἐμαυτῳ
ποιεῖς : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας
ποιεῖς : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς
7083595 εἱλουμενον
, νύκτωρ δὲ περικαλύπτοντα τὴν κεφαλὴν τριβωνίῳ καὶ περὶ χαμαιτυπεῖα εἱλούμενον , ἐζήλωσεν ἐν καλῷ . καὶ πέμπτην ταύτην ἡμέραν
τὸν πόδα : ὅθεν καὶ πέδιλον τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας εἱλούμενον . ἀνάλιπος ὁ ἀνυπόδητος . . . . ἐξ
7072489 ὠπασας
τί δὴ χρυσοῦ μὲν ὃς κίβδηλος ἦι τεκμήρι ' ἀνθρώποισιν ὤπασας σαφῆ , ἀνδρῶν δ ' ὅτωι χρὴ τὸν κακὸν
δῶκας δὲ πυρὸς δριμεῖαν ἐρωήν , δεξιτερῇ δὲ φέρειν ἀδαμάντινον ὤπασας ἆορ . οὐ παῖδας τήρησε φίλους γλυκεροῖσι τοκεῦσιν ,
7067241 ζωικων
καὶ τούτων μέμνηται Ἀριστοτέλης ὡς μικρῶν ἰχθυδίων ἐν τῷ περὶ ζωικῶν . Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων τῶν ἐγκρασιχόλων
ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων : ἐν δὲ τῷ ἐπιγραφομένῳ περὶ ζωικῶν τρι - χίδα . τῶν δὲ λεγομένων ἐσθ '
7066144 πεφυρμενη
, γονή . τοῦτο διὰ μέσου . φύστις : ἡ πεφυρμένη καὶ ἐπὶ γῆς πεσοῦσα . γαίας ἐπὶ γόνυ τὸ
μὴ ἕξει . Ἕτερον ξηρόν : σποδὸς , χαλκῖτις ὄξει πεφυρμένη λευκῷ , εἶτα φθόεις ποιήσας ξηρῆναι : ὅταν δὲ
7058616 βδελυγμα
κύριος ὁ θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ , ὅτι βδέλυγμα κυρίῳ πᾶς ποιῶν ταῦτα , πᾶς ποιῶν ἄδικα ”
ἰδίαν , διότι οὐ συνήσθιε μετὰ τῶν Αἰγυπτίων , ὅτι βδέλυγμα ἦν αὐτῷ τοῦτο . Καὶ εἶπεν Ἰωσὴφ τῷ Πεντεφρῆ
7058558 μεμνης
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ
7055706 προσμεινον
καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι
χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι .
7055053 στενε
οὕτως ἀγεννῶς ἔχῃς , πάλιν καὶ τούτων ἀπαλλαττόμενος κλαῖε καὶ στένε . Πῶς οὖν γένωμαι φιλόστοργος ; Ὡς γενναῖος ,
ἢ κρατηθέντες . ἀνάγκαν ] βίαν . . ὀὰ , στένε καὶ δακνάζου ] πρὸς ἑαυτὸν τοῦτο λέγει ὁ χορὸς
7048557 σπαρασσει
καὶ πρόσωπα τύπτει καὶ [ ] πλοκαμοὺς ? ? ? σπαράσσει . νῦν ἔμαθον ἀληθῶς , ὅτι [ πλεῖον ]
με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] λόγον .
7047127 ἀνιστασο
. μὴ φροντίσῃς , ὦ δαιμόνι ' , ἀλλ ' ἀνίστασο . πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ ' ἐγὼ ξυνείσομαι ,
τροφήν ἐπαίτης μερίμνης ἄξια κατέχων λέγει Ὀδυσσεὺς ὑποκρίνεται εἶναι Τρωικός ἀνίστασο ὡς ἀνατετακότων αὐτῶν τὰ ἀμυντήρια ὁ Αἴας ἐκ τῶν
7047068 ὠβελισται
. δι ' ἐκείνων . τὸ δι ' ἔν τισιν ὠβέλισται . οἵ τέ τινες αὖ τῶν . τοῦ πατριάρχου
] ἀγνῶτες . τὸ ἂν ἐν τῇ βίβλῳ τοῦ πατριάρχου ὠβέλισται . εἰ ἐξείη αὐτοῖς ἐπανορθώσασθαι τὰς αὑτῶν συνουσίας ,
7045195 παρασχοις
ποιήσῃς τὸ ἐμὸν θέλημα , ἀβαρές σοί ἐστιν . εἰ παράσχοις ἐμοὶ αἰτουμένῳ τι κοῦφον καὶ ἀβαρές σοι τέλος μοι
θ δίδου ] ἡμῖν . θ δίδου ] δίδοις καὶ παράσχοις . Ξ Ἄρης ] ὦ Ἀττικῶς . Ἄρης ]
7042462 μετατροπος
] πάνδυρτον δύσθροον αὐδάν . δαίμων γὰρ ὅδ ' αὖ μετάτροπος ἐπ ' ἐμοί . ἥσω τοι τὰν πάνδυρτον ,
Ἄγ ' ἐπείγετέ νυν ἐν ὅσῳ σοβαρὰ θεόθεν κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα : νῦν γὰρ δαίμων φανερῶς εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει
7041630 ματτω
οὔρει πίττινον . ἐκκρουσαμένους τοὺς πύνδακας πτίσσω , βράττω , μάττω , δεύω , πέττω , καταλῶ . χωρεῖ ἄκλητος
λαβών τιν ' οὔρει πίττινον . Πτίσσω , βράττω , μάττω , δεύω , πέττω , καταλῶ . Χωρεῖ ἄκλητος
7035320 σιγηλος
Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία κάναστρα κορδακισμός κωδωνοφορῶν σιγηλός σταφυλήν ὦ ' τάν Ἅπερ ἐσθίει ταυτὶ τὰ πόνηρ
Τὰ διὰ τοῦ ΗΛΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἁπλᾶ ἔχοντα θηλυκὰ ὀξύνεται : σιγηλός μιμηλός ἀπατηλός ὑψηλός ὑδρηλός . Τὰ διὰ τοῦ ΙΛΟΣ
7033562 τιποτε
τίςποτε τινόςποτε καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ τὸ αὐτό , οὐδετέρου δὲ τίποτε τινόςποτε ; τινέςποτε καὶ οὐδετέρου τινάποτε τινῶνποτε . οὐδεὶς
ἢ ϲικύαϲ προϲβαλόντεϲ ἢ πταρμοὺϲ ἢ βῆχαϲ ἢ φύϲαϲ ἐπιτηδεύϲαντεϲ τίποτε κατορθοῦν ᾠήθηϲαν , ἱκανῶϲ ὑπὸ τοῦ Ἱπποκράτουϲ ἠλέγχθηϲαν .
7032693 καυχωμενοι
ἐκ θεῶν αὐτῇ μεμοιραμένῃ . οἷοί τε δυσαυχέες : οἱ καυχώμενοι ἀλαζονικῶς ἐν ἑτέρων διαβολαῖς . ἵνα τ ' οὐ
ἂν εἶδες ὄντας ἀνθρώπων λίθους . † Ὅτι πολλοὶ πειρῶνται καυχώμενοι ἐν λόγοις ἀνδρείους ἑαυτοὺς ποιεῖν καὶ μὴ ὄντες .
7031204 δακρυσω
κουροβόρῳ παρέξει . ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ , πῶς σε δακρύσω ; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ ' εἴπω ;
θεόκραντόν ἐστιν ; ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ , πῶς σε δακρύσω ; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ ' εἴπω ;
7030501 εὐμουσια
καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ
καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως
7026054 ἐψοφηκεν
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς
7022275 παραφρονει
τὸ “ Σαβαζίου ” . ἐκεῖνος δέδὲ ⌈ , ἐπεὶ παραφρονεῖ , [ ἐπὶ τοῦ παραφρονεῖν * ] συμβουλεύει ⌈
ἐὰν δὲ κυρίως ἀκούηται , ἀπεμφαίνει : ὁ γὰρ ἑκατονταετὴς παραφρονεῖ . δεῖ οὖν μεταλαμβάνειν εἰς τὸ πολυετής . ὡς
7017473 τρεχε
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε ,
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν
7016875 λυπηθησῃ
αὐτῷ ἃ μέλλει ποιῆσαι . ἀχθέσῃ : ἀντὶ τοῦ ” λυπηθήσῃ ποτέ “ , ἐὰν μάθω δηλονότι . τοῦτο λέγει
θέλξαι τὴν σὴν ψυχὴν , δέδοικα δὲ καὶ ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ . . δείομαι μὲν ] ὀκνῶ τὸ σὸν
7015348 ὑπαντων
σοι „ , ἐπειδὴ τῷ ὄντι ὁ λόγος τοῖς ἐνθυμήμασιν ὑπαντῶν , ῥήματα καὶ ὀνόματα προστιθεὶς χαράττει τὰ ἄσημα ,
τι ποππυλιάσδει . κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν ἐκμαίνει : λιπαρὰ δὲ παρ ' αὐχένα σείετ '
7014642 δοριμαργος
μέμονας , τέκνον ; μή τί σε θυμοπλη - θὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω : κακοῦ δ ' ἔκβαλ ' ἔρωτος
τοῦ θυμὸς ἡ ψυχή . Ξ δορίμαργος ] πολεμική . δορίμαργος ] πρὸς πόλεμον ὁρμῶσα καὶ μαινομένη . δορίμαργος ]
7014101 προσεχ
ἔνδον τὰ κάτωθεν ἄνω . μέμνης ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω . χάσκεις οὗτος ; βλέψον δευρί
. [ παρ ] ' [ ἡμῶν ] : μὴ πρόσεχ ' ἐκείνωι λόγωι ? ? ? . οὐδεὶς ]
7013667 οἰμωξεται
τἄλφιτα , Μητίοχος δὲ πάντα ποιεῖ , Μητίοχος δ ' οἰμώξεται . Δειπνῶμεν ἵνα θύωμεν ἵνα λουώμεθα . Τί καὶ
ἐγὼ ὀρθὸς ἰδεῖν βίον ἀνέρος ἢ τρόπον ὅστις ἔτ ' οἰμώξεται , οὐ πολὺν οὐδ ' ὁ πίθηκος οὗτος ὁ
7009141 ἐπιπονε
. νόστοιο τέλος θυμηδές : θυμῆρες . δειλὴ Ἀλκιμέδη : ἐπίπονε . ὁ δὲ νοῦς : εἰ καὶ ὀψέ ,
γλισχρίαν τὴν ἀτυχίαν . νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ “ ὦ ἐπίπονε ” . ὅτι φιλοτίμως εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνέβην .
7006239 πορω
. πόρσυνον : παράσχε , εὐτρέπισον : ἐκ τοῦ πόρος πορῶ πορύνω καὶ πλεονασμῷ πορσύνω , καὶ πόρσυνον ἀντὶ τοῦ
ἐκταγάς . , τὰ διδόμενα τοῖς δικάζουσιν , ἀπὸ τοῦ πορῶ τὸ παρέχω . πρυτανεῖον , καὶ πρυτανεῖα πληθυντικῶς .
7004366 ψιθυρος
: μέλισμα , μέλος , λάλημα , ὅθεν καὶ τὸ ψίθυρος ὁ λάλος . ἡ δὲ φωνὴ τῶν κατὰ μίμησιν
λαμβάνουσιν . ἔστι γὰρ ψίθυρ ψίθυρος ὡς μάρτυρ μάρτυρος καὶ ψίθυρος ψιθύρου ὡς μάρτυρος μαρτύρου : τὸ δὲ ψίθυρ παρὰ
7003091 κολασθεις
κολάζεθ ' οὗτος ὑπὸ συνειδότος θεοῦ . } Ὁ μὴ κολασθεὶς τῷ νόμῳ πράξας κακῶς , αὐτὸς ὑφ ' ἑαυτοῦ
ἀναγγεῖλαι πᾶσι , καὶ σπεύδει ἵνα κριθῇ περὶ αὐτῆς καὶ κολασθεὶς ἀποθάνῃ . Ἐὰν δὲ ᾖ δοῦλος , συμβάλλει αὐτὸν
7001861 σφαλῃς
Οἶσθ ' , ὦ ξέν ' , ὡς νῦν μὴ σφαλῇς ; ἐπείπερ εἶ γενναῖος , ὡς ἰδόντι , πλὴν
] ! ι : σι ? [ ! ! ] σφαλῇς [ ] [ ] [ ] υσος ἐῶν :
6995482 ἐπενοησας
παύσονται τῆς προνικότητος . “ ὁ σωματέμπορος : ” ὡραίως ἐπενόησας , μὰ τὴν σκοτίαν σου . “ ἐπιστραφεὶς δὲ
ὁρῶσιν οἱ θεοί . Ἰοῦ ἰοῦ : εὖ γ ' ἐπενόησας αὐτὸ καὶ προμηθικῶς . Ὑπόδυθι ταχὺ δὴ κᾆτα θαρρήσας
6992214 κορακινιδιοις
δὲ ὠνόμασεν αὐτοὺς Φερεκράτης ἐν Ἐπιλήσμονι : τοῖς σοῖσι συνὼν κορακινιδίοις καὶ μαινιδίοις . Ἄμφις δ ' ἐν Ἰαλέμῳ :
θρᾴττης ὄνομα παρ ' οὐδενὶ τῶν Ἀττικῶν . Ἀναξανδρίδης : κορακινιδίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων . Ἀντιφάνης : θρᾷτταν ἢ
6990582 καχυποπτος
ἑορτῆς ἥκομεν . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται
ἔχων ψυχὴν ἀγαθὴν ἀγαθός . ὁ δὲ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ καχύποπτος , ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ
6987700 ῥησσειν
ἐκγόνων τινὶ ἢ κληρονόμων φιλονεικῆσαι . ἀεὶ δὲ ἄμεινον τὸ ῥήσσειν . Πυκτεύειν παντὶ βλαβερόν : πρὸς γὰρ ταῖς αἰσχύναις
φησιν ὁ ποιητής „ αἰχμηταὶ ” μεμαῶτες ὀρεκτῇσι μελίῃσι θώρηκας ῥήσσειν . „ ἀλλοίων ἴσως ὄντων τῶν παλτῶν , οἵαν
6983971 σκυτοδεψης
παρὰ ῥῆμα ἢ θηλυκά , οἷον ὀλυμπιονίκης μισογύνης μυροπώλης οἰνοπράτης σκυτοδέψης . Σεσημείωται τὸ ἀγκυλοχείλης : ἔχει δὲ ἀπολογίαν ,
, πανδοκεύς , πορθμεύς , μαστροπός , ὑπηρέτης , βυρσοδέψης σκυτοδέψης , ἀλλαντοπώλης . εἰ δὲ καὶ μὴ διὰ πασῶν
6982829 μαινει
μερικόν . τὸ γὰρ ἄτομον πολλὰ σημαίνει : ση - μαίνει γὰρ καὶ αὐτὸ τὸ καθ ' ἕκαστον , οἷον
ἔξω περιπατεῖς ; μαίνει ; τί οὖν οὐκ ἔνδον ἐγκεκλειμένη μαίνει ; ” φλυαρεῖς . τοῦτό γ ' αὐτό ,
6982503 λαλησει
” πιστὸς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ , στόμα κατὰ στόμα λαλήσει , ἐν εἴδει καὶ οὐ δι ' αἰνιγμάτων ”
Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου , ὁ Λευίτης ; ἐπίσταμαι ὅτι λαλήσει αὐτός σοι : καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται εἰς συνάντησίν
6982136 εὐλογια
εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία ,
καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι
6980728 δυσφιλες
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι
6979477 ἀποτμον
, φησὶ , καὶ φώνει βοὴν δυσαιανῆ καὶ δυσθρήνητον , ἄποτμον καὶ κακόμορον , ἤτοι κακοθάνατον , τοῖς Πέρσαις τοῖς
ἅμιλλα κούραις . ἐγὼ δὲ σᾶι δυστυχίαι δάκρυσιν διοίσω πότμον ἄποτμον . ὦ τάλαινα μᾶτερ , ἔτεκες ἀνόνατα : φεῦ
6978226 ἀποθανουμαι
ἐρίβωλον ἵκοιο , πρὸς Αἰσχίνην ἔφη , “ εἰς τρίτην ἀποθανοῦμαι . ” μέλλοντί τε αὐτῷ τὸ κώνειον πίεσθαι Ἀπολλόδωρος
τε καὶ ἀηδέστερον ζῆν ; ἀλλὰ μὴν εἴ γε ἀδίκως ἀποθανοῦμαι , τοῖς μὲν ἀδίκως ἐμὲ ἀποκτείνασιν αἰσχρὸν ἂν εἴη
6977902 κλυοις
ἤν γ ' ἐρωτᾶις εἰκότ ' , εἰκότ ' ἂν κλύοις . οὐκ ἄλλ ' ἐρωτῶ , καὶ σὺ μὴ
; ἐς γὰρ τί μᾶλλον δεῖ προθυμίαν ἔχειν ; [ κλύοις ἂν ἤδη τῶν ἐμῶν θεσπισμάτων . ] πρῶτον δ
6977325 λειψεις
θανάσιμον πρὸς Ἀίδαν , ὦ τάλας , ἀπολέμωι δὲ χειρὶ λείψεις βίον . ὤμοι , τυφλοῦμαι φέγγος ὀμμάτων τάλας .
μου βαρύνεται . ἀπωλόμην ἄρ ' , εἴ με δὴ λείψεις , γύναι . ὡς οὐκέτ ' οὖσαν οὐδὲν ἂν
6975065 ἀτᾳ
δυσπαραβούλοισι φρεσίν , καὶ διάνοιαν μαινόλιν κέντρον ἔχων ἄφυκτον , ἄτᾳ δ ' ἀπάταν μεταγνούς . τοιαῦτα πάθεα μέλεα θρεομένα
τίς ἂν γονὰν ἀραῖον ἐκβάλοι δόμων ; κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ . ἐς τόνδ ' ἐνέβη σὺν ἀληθείᾳ χρησμός .
6971141 ἀρασσε
πρὸς ] ἐν ταῖς περαίνεται ] τελεῖται ματᾷ ] ματαιάζει ἄρασσε ] πλῆττε μᾶλλον ] ἤγουν μεῖζον μηδαμῆ χάλα ]
πρὸς πέτραις . περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὔργον τόδε . ἄρασσε μᾶλλον , σφίγγε , μηδαμῇ χάλα : δεινὸς γὰρ
6969593 διηλλαχθε
] διηλλάχθητε , ἐφιλιώθητε . διήλλαχθε ] φιλιώθητε . Ξ διήλλαχθε ] διελύθητε τοῦ κατ ' ἀλλήλων μίσους . διήλλαχθε
. ἐπειδὴ δὲ καλῶς ποιοῦντες πᾶσι τοῖς ἐν ταῖς αἰτίαις διήλλαχθε , κἀμοὶ διαλλάγητ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι :
6968514 εὐλαβου
οὖν τὴν τιμίαν θεὸν οὐ προσαγορεύεις : τίν ' : εὐλαβοῦ γάρ : ἀντὶ τοῦ : σιώπα μὴ κατά τι
μὴ καταπιπτέτω : πάντα σοι κατὰ νοῦν χωρεῖ , μεταβολὴν εὐλαβοῦ : πταίεις πολλάκις , χρηστὰ ἔλπιζε : πρὸς γὰρ
6965451 ἀλευσον
. καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [
ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον
6961675 διωγμασιν
χθονία ἠδ ' οὐρανία πάλιν αὐτή , ἐγκυκλία , παίκτειρα διώγμασιν ἠεροφοίτοις , ἣ φάος ἐκπέμπεις ὑπὸ νέρτερα καὶ πάλι
: ἐκπεφεύγασιν γάμοι με . κεἰ μὲν ἦν ἁλώσιμος ναῦς διώγμασιν , πονήσας εἷλον ἂν τάχα ξένους : νῦν δὲ
6960505 ἐμῃσι
. Νῦν δ ' ἄγε τέρπεο θυμὸν ἐπ ' εἰλαπίνῃσιν ἐμῇσι σήμερον : αὐτὰρ ἔπειτα μαχήσεαι ὡς ἐπέοικεν . Ὣς
ὅν ποτ ' ἔγωγε τυτθὸν ἐόντ ' ἀτίταλλον ἐν ἀγκοίνῃσιν ἐμῇσι προφρονέως . Ὃ δ ' ἄρ ' ὦκα θεῶν
6958898 ξυνηγαγον
τῆς ὀργῆς ὑμῶν ἔς με γεγένηται καὶ ἐκκλησίαν τούτου ἕνεκα ξυνήγαγον , ὅπως ὑπομνήσω καὶ μέμψωμαι εἴ τι μὴ ὀρθῶς
δὲ τῶν περὶ τὸν ἄνδρα ἀγνοήσαντι . ὡς μὲν οὖν ξυνήγαγον ταῦτα διεσπασμένα καὶ ὡς ἐπεμελήθην τοῦ ξυνθεῖναι αὐτά ,
6957686 ἀδικησεις
δὲ ἀδύνατον . ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ οὗ ἀδίκως ἔπραξας , δὶς ἀδικήσεις . ἄρχων μὲν ἐπιτήδευε πρᾷος εἶναι , ἀρχόμενος δὲ
καὶ Πέρσαις πάλιν μετὰ τὸ τρόπαιον , καὶ τοὺς Ἀθηναίους ἀδικήσεις καὶ δεύτερον : ἀλλ ' οὐκ ἐπιτρέψω σοι τότε
6957320 ἐντεταλται
μοι . Τί σοι ἐντείλωμαι ; ὁ Ζεύς σοι οὐκ ἐντέταλται ; οὐ δέδωκέν σοι τὰ μὲν σὰ ἀκώλυστα [
ταύτας τηρῶν ἄλλων τινῶν προσδέῃ ; ἀλλ ' ἐκεῖνος οὐκ ἐντέταλται ταῦτα ; φέρε τὰς προλήψεις , φέρε τὰς ἀποδείξεις
6957213 βλαπτομεθα
: ὅθεν καὶ ἁπτομένης αὐτῆς , ξηρᾶς οὔσης , οὐδὲν βλαπτόμεθα : ἡνίκα μέντοι προστεθῇ αὐτῇ ἐπιτηδεία ὕλη , λέγω
δεινότερον ἐπάσχομεν , εἰ ἀπὼν ἐτύγχανες , οὗ νῦν παρόντος βλαπτόμεθα . εἰ δ ' εἰς ἄγνοιαν τῶν πραττομένων καταφεύξῃ
6957142 Ὡμολογει
σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα
; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ
6956741 μαραινε
ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρλγʹ , ὧν τελευταῖος : ἕπου , μάραινε δευτέροις διώγμασι “ . μετὰ δὲ τὸν ριϚʹ ,
, οὐκ ἂν ἁμάρτοις . ὁ δὲ τελευταῖος : ἕπου μάραινε δευτέροις διώγμασιν . μὴ ἀδικεῖν ] συνίζησις . μὴ
6955714 Τερπωλη
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν .
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις .
6954079 πολυπυρος
ἀκμὴ τοῦ πάθους . ὁρμή . : ἄπυρος ] Ἡ πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν πάθος . ἤ , πῦρ
καὶ βλάβας διδοῦν . . βέλος . . ἄπυρος ] πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν καὶ πολὺ τοῦ πάθους :
6953896 βουλησομαι
γύναι : ἐκ τῆσδε μὲν γῆς οὔ ς ' ἄγειν βουλήσομαι . ] ἐκ τῆσδε δ ' αὐτὴ γῆς ἀπαλλάσσου
αὖθις , ἔς τε τὸν φίλον τοσαῦθ ' ὑπουργῶν ὠφελεῖν βουλήσομαι , ὡς αἰὲν οὐ μενοῦντα : τοῖς πολλοῖσι γὰρ
6951858 ἐννοσιγαι
καί ῥα Ποσειδάωνα μέγαν θεὸν ἀντίον ηὔδα : ὢ πόποι ἐννοσίγαι ' εὐρυσθενές , οὐδέ νυ σοί περ ὀλλυμένων Δαναῶν
ἀλόχοισι Τὸν δ ' αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων : ἐννοσίγαι ' οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι , εἰ

Back