στρεπτὸν δὲ ἐπονομάζουσι τοῦτον , ὅτι ἐνσχεθεισῶν αὐτῷ τῶν ἡνιῶν ἀνετράπη τοῦ Ἱππολύτου τὸ ἅρμα . τούτου δὲ οὐ πολὺ | ||
εἰ μὴ προβάτοις συνεζευγμένοις περιπεσὼν καὶ συμπλακεὶς ὡς πέδῃ κᾆτα ἀνετράπη . τελευτῶν ἀπεσφάγη καὶ αὐτός , καὶ ἔκειτο πλησίον |
. ποῖ δὴ οὖν βαδιστέον ; χαλεπῶς γὰρ καὶ λάβρως ἐπαιγίζων ὁ βορρᾶς δίεισί μου τῶν πλευρῶν ὥσπερ βέλος . | ||
δ ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήιον ἐλθών , λάβρος ἐπαιγίζων , ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν : ἡ διπλῆ |
, οἳ ἐπείτε ἔμαθον τὴν σφετέρην γένεσιν , ἠντιοῦντο αὐτοῖσι κατιοῦσι ἐκ τῶν Μήδων . Καὶ πρῶτα μὲν τὴν χώρην | ||
ἐόντων ἐν Πελοποννήσῳ ἐκβοηθήσαντες ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἱζόμεθα ἀντίοι τοῖσι κατιοῦσι , τότε ὦν λόγος Ὕλλον ἀγορεύσασθαι ὡς χρεὸν εἴη |
τοῦ πένης ὢν ἀναξίως ἐκ τῶν κοινῶν πεπλούτηκεν . Γ ἐκθεῖ πλέᾳ : ἔξεισιν , ἐκπορεύεται μεστῇ καὶ γεμούσῃ , | ||
] ὅτι ἀναξίως ἔτυχε τῆς ἐν πρυτανείῳ σιτήσεως . Γ ἐκθεῖ ] ἐκτρέχει . Γ πρυτανεῖον ] ἐν ᾧ εἰσὶν |
Ζηνόδοτος χωρὶς τοῦ ι ἄχνη . . ὅτι ἀρσενικῶς δεινὸς ἀήτη , ἀλλ ' οὐ δεινή , ὡς κλυτὸς Ἱπποδάμεια | ||
] ἀστέρα ? γειομόροις ? ? [ ] [ ] ἀήτη δ ' αἴθοπα νήδυμον [ ] ! ! ! |
δὲ παρὰ ἀμιχθόεις , τὸ θηλυκὸν ἀμιχθόεσσα , ὡς αἰθαλόεις αἰθαλόεσσα καὶ αὐδήεις αὐδήεσσα , καὶ παιπαλόεις παιπαλόεσσα καὶ πλεονασμῷ | ||
μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή , πολλάκι δ ' αἰθαλόεσσα μελαινομένη ὑπὸ βώλῳ Αἰθιόπων , οἵην τε πολύστομος εἰς |
οἵ θ ' ἅρμασιν ἀμφεκέχυντο , οἳ μὲν ἔτ ' ἀσπαίροντες ὑπ ' ἔγχεσιν , οἳ δ ' ἐφύπερθε πίπτοντες | ||
δυσκραέϊ : καυματώδει , καυστικῇ . Ἔκθορον : ἐξεπήδησαν . ἀσπαίροντες : πηδῶντες , ψυχοῤῥαγοῦντες , κινούμενοι , ταραττόμενοι . |
, βρονταῖον , ἀνίκητον βέλος ἁγνόν , ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι παμφάγον ὁρμήν , ἄρρηκτον , βαρύθυμον , ἀμαιμάκετον πρηστῆρα οὐράνιον | ||
τοῖς κρεωπωλίοις καὶ τοῖς ὀψοπωλίοις ἀποκαθάρματα , δυσχρήστως δὲ ὅτι παμφάγον καὶ ἀκάθαρτον καὶ δυσκόλως ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ |
] διὰ φήμης σώζοιέν σε . κληδόνες ] εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην | ||
θανών . [ παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι : φελλοὶ δ ' ὣς ἄγουσι δίκτυον , τὸν ἐκ βυθοῦ |
ἔλαφον δ ' Ἀχαιῶν χερσὶν ἐνθήσω φίλαις κεροῦσσαν , ἣν σφάζοντες αὐχήσουσι σὴν σφάζειν θυγατέρα ὦ θερμόβουλον σπλάγχνον διαβάλλω δείξας | ||
. σάκος ἀπὸ τοῦ Σάκοι ἔθνους . θιγγάνοντες ] αὐτοχείρως σφάζοντες . θιγγάνοντες ] ἁπτόμενοι . θιγγάνοντες ] προσψαύοντες . |
: σφίγγων . Οἱ : αὐτῆς , τοῦ καράβου . κοτυληδόσι : πλεκτάναις , καρφίοις . θερμόν : τὴν πνοὴν | ||
ἐξ οὗ τίκτονται ἀρτηρίαι τινὲς καὶ φλέβες , συναναστομούμεναι ταῖς κοτυληδόσι τῆς μήτρας . κοτυληδόνες δέ εἰσιν αἱ ἀναστομώσεις τῶν |
ὑπέσηρεν ὀδόντας , ὀξέα πεφρίκοντας : ἐπικροτέει δὲ γένειον πυκνοῖς φυσιόων συρίγμασιν ἰοφόρος θήρ . αὐτίκα δ ' αὖτ ' | ||
ὀτραλέη μύραινα : δύω δ ' ἀνὰ κέντρα τιτήνας δήϊα φυσιόων προκαλίζεται ἐς μόθον ἐλθεῖν , ἶσος ἀριστῆϊ προμάχῳ στρατοῦ |
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . . | ||
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν |
ἀπόδεσμον χόρτου συρφετώδους . ὥσπερ κέραμον : οἱ γὰρ καλῶς δεσμούμενοι κέραμοι δυσχερῶς καὶ μόλις κλῶνται . Γ ἔνδησον ὦ | ||
μὴ σαλεύηται ὑπὸ τῶν κυμάτων : οἱ μὲν γὰρ λίθοι δεσμούμενοι τοῖς τοιούτοις κάτω συνέχουσιν , οἱ δὲ φελλοὶ ἄνω |
] συμπίπτων , συγκρούων . . κελαινὸς ] μέλας . ὑποβρέμει ] ὑπηχεῖ . . γᾶς ] γῆς . ἁγνορρύτων | ||
θάλασσα , καὶ ὁ μέλας τόπος τῆς γῆς τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει . αἱ πηγαί τε τῶν καθαρῶν ὑδάτων στένουσιν ἄλγος |
ἐντεταμένον δέ : οὗτοι καὶ ἐξέρυθροι γίνονται , μᾶλλόν τι ἐξέρυθρος ἐοῦσα : κοιλίη ἐν ἀρχῇσι τεταραγμένη . Προσεδεχόμην ἐς | ||
ἐοῦσιν , ἢ ἀρχομένοισιν : κακὸν δὲ καὶ κοιλίης περίπλυσις ἐξέρυθρος . Οἱ [ κωματώδεες ] ἐξ ἀρχῆς ἐφιδρώσαντες , |
δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς ἵενται ὄρνιθες , λάχνην δὲ διαψαίρουσι πόδεσσιν , ἠΰτε κερτομέοντες : ἐπὴν δέ οἱ ἐγγὺς | ||
ἐξ αὐτοῦ λάχνη : οὐδὲν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός . διαψαίρουσι : διαξαίνουσι , διακινοῦσι , κινοῦσι , σκαλεύουσιν : |
σάκος εὐρὺ καὶ ἱππόκομον τρυφάλειαν Κάστωρ , πολλὰ δ ' ἔνυξεν ἀκριβὴς ὄμμασι Λυγκεύς τοῖο σάκος , φοίνικα δ ' | ||
δὲ λόγος οὗτος , τῆς θωρακοζώνης εἰς τὸ κάτω μέρος ἔνυξεν . , ὁ δὲ λόγος οὗτος , , . |
ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος | ||
ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ |
χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ] ? ? ? δ ' ὕδωρ ? [ | ||
ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος , οὐδ ' ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο : μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ ' ἐφετμήν . ἔνθα |
ἠχητικῇ . Λιλαίετο : ἤθελεν . Μίσγεσθαι : ἑνοῦσθαι . ξυλόχους : ὄρη . Ἀλλ ' οὐδέ : ἀλλ ' | ||
καὶ χλωρᾶς . εἰλυοὺς δὲ τὰς καταδύσεις τῶν θηρῶν . ξυλόχους δὲ τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσιν ὑλώδεις τόπους . ἔστι |
. γναμπτοῖο : ἐπικαμποῦς . σιδήρου : ἀγκίστρου . γναπτοῖο δόλοιο : τὸ ἄγκιστρον . Ῥίμφα : εὐθύς . τιταινόμενοι | ||
καὶ ἰχθύες ἐξεφάνησαν , μορφῆς πετραίης ἐξάλμενοι , ἐκ δὲ δόλοιο φορβήν τ ' ἐφράσσαντο καὶ ἐξήλυξαν ὄλεθρον . χείματι |
θύρην τις αὐτῇ ἐνέβαλε , καὶ τὸ ὀστέον φλᾷ καὶ ῥήγνυσιν : αἱ δὲ ῥαφαὶ ἐν τῷ ἕλκει ἦσαν . | ||
ὁρᾷ ] βλέπει . πέπλους ] τὰ ἐνδύματα αὐτοῦ . ῥήγνυσιν ] σχίζει ὑπ ' αἰδοῦς . ἀμφὶ ] τοὺς |
δ ' ἐν τῇ Καρχηδόνι τὸ μέγεθος πυθόμενοι τῆς συμφορᾶς συνετρίβησαν ταῖς ψυχαῖς καὶ συντόμως ὑπελάμβανον ἥξειν ἐπ ' αὐτοὺς | ||
αἱ λοιπαὶ κατεφλέχθησαν ἢ ἐλήφθησαν ἢ ἐς τὴν γῆν ὀκέλλουσαι συνετρίβησαν : αἱ δὲ ἑπτακαίδεκα μόναι διέφυγον . Καὶ ὁ |
δὲ Κνωσσὸν περικαθημένου , ὁ Λασθένης τὴν οἰκίαν χρημάτων πλήσας κατέφλεξε καὶ διέφυγεν ἀπὸ τῆς Κνωσσοῦ . καὶ οἱ Κρῆτες | ||
. ἐνδυσαμένου δὲ τοῦ Ἡρακλέους , ὑφῆψεν ὁ χιτὼν καὶ κατέφλεξε τὸν Ἡρακλέα . οὗτος δὲ καιόμενος καὶ ῥίψας ἑαυτὸν |
μὲν οὐδ ' ἀποτηλοῦ ὑβριστὴς Ἔχετος γλήναις ἔνι χάλκεα κέντρα πῆξε θυγατρὸς ἑῆς , στονόεντι δὲ κάρφεται οἴτῳ , ὀρφναίῃ | ||
χάλκεος , ὃν φορέεσκε , μέσῃ δ ' ἐν γαστέρι πῆξε . δούπησεν δὲ πεσών : ὃ δ ' ἐπεύξατο |
πλέουσαν . δύσφραστα : δυσνόητα . κέλευθα : πορείας . Εἱλεῖται : συστρέφεται . πολιοῖο : λευκοῦ . ἑρπύζουσα : | ||
τοῦ βοὸς , ὄνυξ δ ' ἡ τοῦ ἀνθρώπου . Εἱλεῖται : στρέφεται . δριμεῖα : βιαία . θύελλα : |
, οὐδ ' ἐφεισάμην ἥβης , ἔχους ' ἐν οἷς ἐτερπόμην ἐγώ . καίτοι ς ' ὁ φύσας χἠ τεκοῦσα | ||
πυρρὸν νευρῶδες ἔσω καὶ ἔξω ἐντρέχον ἐνέβαλέ μοι , κἀγὼ ἐτερπόμην . ἡ δὲ μήτηρ ἀκούσασα ἔφη ὦ τέκνον , |
διὰ τοῦ ο μικροῦ ἕτερόν τι σημαίνει , τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον . ᾐνιγμένον : αἰνιγματωδῶς εἰρημένον . ἠμηχάνουν : Πλάτων | ||
ζῷον . Τούτου τὸ στόμα φορούμενον δαίμονας ἀποδιώκει καὶ πᾶν ῥιγοπύρετον καὶ δύναται ὅσα καὶ ὁ χήν . ἐσθιόμενον δὲ |
τῇ ἀκοῇ πρὸς τὰ αὐλήματα , καὶ τελευτῶντες ἀρξαμένου αὐλεῖν συνεπήχουν πρὸς τὸ ἐνδόσιμον , δίκην χοροῦ : ἄνθρωποι δὲ | ||
καὶ Σοφοκλῆς Σαπφώ τε ἡ καλὴ καὶ Πίνδαρος ὁ γενναῖος συνεπήχουν τε καὶ συνωργίαζον . ὅθεν οὐδὲ μονόγλωττος ἦν οὐδὲ |
εἰ δέ τε κούρην Ἀστραίην διίῃσι κερασφόρος ἀργέτα Μήνη , δηθύνει κλόπιον , χρόνιον δ ' ἀναφαίνεται αὖτις : δήεις | ||
ἢ ἐπίπροϲθεν ἐϲ νύκτα . ἥδε ἡ περίοδοϲ οὐ κάρτα δηθύνει . καὶ τιϲὶ μὲν ἡ κεφαλὴ ἀλγέει πᾶϲα : |
τῶν ἄλλων . . κύρισσον ] προσέκρουον : πεσόντες γὰρ ἡμιθνῆτες ποσί τε καὶ κεφαλῇ ἐστροβοῦντο . εἴρηται δὲ τὸ | ||
μένοντες , οἱ δὲ ἐκθέοντες ἐγκαταλαμβανόμενοι , οἱ δὲ ἀπολειφθέντες ἡμιθνῆτες , οὐκ ἔχοντες ἐξαναδῦναι οὐδὲ αὑτοὺς ῥύσασθαι , κακῶν |
ὑπετύψατο ] ἐλακτίσθη , ἐπατήθη , ἐτυπτήθη ὑπετύψατο ] ὑπεθλίβη ληνός ὅπου αἱ σταφυλαὶ πατοῦνται νύμφαις ] ἐν ὕδατι τήξαιο | ||
: παρὰ τὸ λεαίνω τὸ λεπτύνω λεανῶ λεανὸς καὶ κράσει ληνός . Λῃστής : ἀπὸ τοῦ ληΐζω τοῦ σημαίνοντος τὸ |
εὐθὺς ἀπολέσθαι , μόνον ἀκολουθῆσαι μέχρι τῆς κολάσεως , ἰδεῖν ἀποπνεῖν : εἰ γὰρ δύνατον ἦν μισθῶσαι δήμιον ? ? | ||
πῦρ τῷ ὕδατι πλησιάσαν ἔτι μᾶλλον ἐξῆφθαι . Μέλλον δὲ ἀποπνεῖν καὶ ταῖς ὀδύναις νενικημένον ἐκ - δήσαντες ἐπὶ τὴν |
εἰς τὸ ὕδωρ καθῆκε καὶ κοίλην βαπτίσας καὶ πλησάμενος ὕδατος ἀκοντίζει κατὰ τοῦ στόματος τὸ πόμα καὶ τυγχάνει τοῦ σκοποῦ | ||
θηρευτική . διωκούσης δὲ αὐτῆς ἐν τῇ λόχμῃ ἀγνοήσας Κέφαλος ἀκοντίζει , καὶ τυχὼν ἀποκτείνει Πρόκριν . καὶ κριθεὶς ἐν |
τὸν δυνάμενον , τὸν σχολάζοντα : τὸν δὲ τρέμοντα καὶ ταρασσόμενον καὶ ῥηγνύμενον ἔσωθεν τὴν καρδίαν ἄλλῳ τινὶ δεῖ προσευκαιρεῖν | ||
ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον , φερόμενον . θ ὀρρόμενον ] ἐπερχόμενον |
] ὑπὸ γῆν κατορωρυγμένοι ἔναιον ] ᾤκουν ἀείσυροι ] ἀεὶ συρόμενοι καὶ ἕρποντες ἄντρων ] τῶν ὑπογείων σπηλαίων ἐν μυχοῖς | ||
. . ἀείσυροι ] ἢ ἐν αἴῃ συρόμενοι ἢ ἀεὶ συρόμενοι . ἤγουν ἐν ταῖς ἀήταις συρόμενοι . πᾶν γὰρ |
τοῦ Καρὸς μετοικήσαντος ἐκεῖ σὺν Μάγνησι τοῖς ἐκ Κρήτης . Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος : ὁ νοῦς : οὐ τραχεῖά | ||
δ ' εἰναλίη Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . |
καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , ἡ δὲ ἐν τῷ προσώπῳ συστροφὴ τῷ τε τοῦ Ἡλίου καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , | ||
τὸν ἐκείνου φόβον . ΓΘ τὴν ἐριώλην : τυφὼς ἀνέμου συστροφὴ ἢ πυρός : τὸν Κλέωνα δὲ λέγει . ἐριώλη |
τῶν προβάτων ἀγέλην κράτιστος νέμειν ; τί ὄνομα αὐτῷ ; Ποιμήν . Οἱ τοῦ ποιμένος ἄρα νόμοι ἄριστοι τοῖς προβάτοις | ||
ἔστι δὲ καὶ χωρίον Κυζίκου . τὸ ἐθνικὸν ὁμοίως . Ποιμήν , ὄρος τῆς Ποντικῆς , ἀφ ' οὗ καταρρεῖ |
βέλος λαγόνεσσιν ἀραιαῖς , οὔτε τι βουφόρβων μέλεται σέβας οὔτε νομοῖο , οὔτ ' ἀγέλης ποίην δὲ καὶ αὔλια πάντα | ||
οὐκ ἐμπάζετο Πηλεύς . ἡ δ ' ἅτε βησσήεντος ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτις ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι , βοῶν |
μαλακῇ ὑποδείελος αἴγλῃ , καί κεν ἐπερχομένης ἠοῦς ἔθ ' ὑπεύδιος εἴη . Ἀλλ ' οὐχ ὁππότε κοῖλος ἐειδόμενος περιτέλλῃ | ||
Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . ἔνθ ' ἄρα |
καὶ τὸ ὑπῆρχον δέ , εἰ τότε κοῦρος ἔα . ἄεμμα : ἡ νευρά . φαεσφορίην : ἢ ὅτι λαμπαδοῦχος | ||
[ ] ! [ ! ] ! ! γυμνὸν ? ἄεμμα [ ] ! ⌊ καί κεν Ἀθηναίης δολιχαόρου ⌋ |
βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς , κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος . τὸν δὲ καὶ Ἀργεῖοι μὲν ἐγήθεον | ||
χρειὴ τοῦ φθιμένου ] πότμον ἀειδέμεναι . [ δεξιτερῇ ] κραδάων δολιχόσκιον ? [ ἔγχος ἔτυψεν ] γαστέρα [ ] |
καὶ περκάζειν ἔτι λέγομεν τὴν σταφυλὴν τὴν ἤδη μελαινομένην . περιτρέφεται περιπήσσεται : ὅθεν καὶ τροφαλὶς τὸ πεπηγμένον γάλα . | ||
λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν ὑγρὸν ἐόν , μάλα δ ' ὦκα περιτρέφεται κυκόωντι , ὣς ἄρα καρπαλίμως ἰήσατο θοῦρον Ἄρηα . |
κεφαλὰς ἔχων , καὶ τοὺς μὲν κατιόντας περὶ τὸν Ἅιδην ἔσαινε , τοὺς δὲ ἀνιόντας κατήσθιεν , ὃν ἐφόνευσεν ὁ | ||
τῶν κυνῶν ἄσημος ὑλακή . φησὶν οὖν , ὅτι παραγενομένην ἔσαινε τὴν Γαλάτειαν . ἐκνυζεῖτο : ἐκαναχίζετο ἡ κύων . |
ἄμφω γενομένου τραπέντες οἱ τοῦ Σύφακος ἐς φυγὴν τὸν ποταμὸν ἐπέρων , ἔνθα τις αὐτοῦ τὸν Σύφακος ἵππον ἔβαλεν : | ||
, τὸν δὲ στρατὸν ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ἐς τὸ Βρεντέσιον ἐπέρων ὡς χρησόμενος δὴ ἐς τὰ ἐπείγοντα . καὶ σὺν |
σέλας πέμπουσιν ὀπωπαῖς ὀξύτατον : καί πού τιν ' ὑποπτήσσοντα χαράδραις καί τιν ' ὑπὸ ψαμάθοις εἰλυμένον ἔδρακον ἰχθύν . | ||
κλειτῆς πολυαρκέος ἄγρης , ἄρμενα καὶ θήρεσσι καὶ ἔθνεσιν ἠδὲ χαράδραις , μυρία : τίς κεν ἅπαντα μιῇ φρενὶ χωρήσειεν |
θερινοῦ , τοῦ ἐν τῷ θέρει φαινομένου , ἤως τοῦ κυνάστρου . Ὀπωρινοῖο κυνὸς εἶπεν ὁ ποιητὴς , ὅτι ὁ | ||
. ὑπερτείνασα ] ὑπερδραμοῦσα , διελθοῦσα . σειρίου ] τοῦ κυνάστρου : ἤγουν μὴ ξηρανθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἐν τούτωι καύματος |
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα | ||
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον |
κυανέης ἰδέειν ὑποφαίνεται , ἀλλ ' ἄρα πᾶσα ἀργεννὴ χιόνεσσιν ἐπασσυτέραις κεκάλυπται : ὣς τότ ' ἀπειρεσίῃσι περιπληθὴς ἀγέλῃσι φαίνεται | ||
κοῦφαι γὰρ ἀφαυροτέροισι κέλευθοι . τοῖσιν δ ' ὁρμιὴ μὲν ἐπασσυτέραις ἀραρυῖα θωμίγγων ξυνοχῇσι πολυστρεφέεσσι τέτυκται , ὅσσος τε πρότονος |
ἐπὶ ἀψύχων . καὶ σχῆμα μέν ἐστιν ἡ παντὸς ὄγκου ἀποπεράτωσις , μορφὴ δὲ ἡ τοῦ ζῴου ὅλου ἀποπεράτωσις . | ||
τις , ὅτι περιγραφὴ τοῖς σώμασι συμφυὴς ἡ τῶν σχημάτων ἀποπεράτωσις , ἀφοριζομένη κατὰ τὴν οὐσιώδη διάστασιν καὶ φυσικὴν καὶ |
. ὁ γαιάοχος ] ὁ συνέχων τὴν γῆν . ὁ γαιάοχος ] ὁ τὴν γῆν ἔχων . Τηθύος δὲ παῖδες | ||
] ? [ – – ˘˘ Ἐννοσίδας ⌋ ] ⌊ γαιάοχος ἁγνὸς ε [ – – ˘˘ – γὰρ ⌋ |
Ἠλέκτρης Ἀτλαντίδος , ὄφρα δαέντες ἀρρήτους ἀγανῇσι τελεσφορίῃσι θέμιστας σωότεροι κρυόεσσαν ὑπεὶρ ἅλα ναυτίλλοιντο . τῶν μὲν ἔτ ' οὐ | ||
πόλωι πυρόεντι , Νότου παρὰ γείτονι πέζηι , καὶ τροχαλὴν κρυόεσσαν ἐς ἄντυγα διψάδος ἄρκτου ἄξονος ἄκρα πέπηγεν : ἀειφανέος |
ἀπόδειξις ; ἡ ἐπιφερομένη . ἐν Τροίᾳ μὰν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσε : τούτῳ γὰρ μονομαχήσας ἐλείφθη . δυνατός : ἀντὶ | ||
. ὣς φάτο , τὸν δὲ ἄνακτα χόλος λάβεν οἷον ἄκουσε : κτεῖναι μέν ῥ ' ἀλέεινε , σεβάσσατο γὰρ |
ἤως εἰς βιβάρην . εὐρύαλον : πλατύν , εὔκολον , εὐρύχωρον . εὔδια : εὐδιεινῶς , εὐδίως , ἡσύχως , | ||
ὀλίγους διέφθειραν . οἱ δ ' ἐλέφαντες , οὐκ ἔχοντες εὐρύχωρον οὐδὲν ἐς ἀναστροφήν , εἰλούμενοι περὶ σκηνὰς καὶ φάτνας |
: οὐ παρέκρουσεν : ἐκοιμᾶτο μᾶλλον : κοιλίη ἐπέστη . Ἑνδεκάτῃ οὔρησεν εὐχροώτερα , συχνὴν ὑπόστασιν ἔχοντα : διῆγε κουφότερον | ||
, διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι ' ὅλου : περιέψυξε μὲν |
σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς ; τὸ ἴχνος ἐμπλέξας τοῖς λύγοις . λύγους δὲ νῦν εἶπε τῆς ἀμπέλου τὰ κλήματα | ||
τυφλοῖ . ὕστερον δὲ αὐτοὶ σώζονται δε - θέντες ἐν λύγοις ὑπὸ ταῖς κοιλίαις τῶν προβάτων . * μονογλήνου τοῦ |
φερ ? [ φερε ? [ φερεδεα ! ! [ φερέσβιον λωτο ? [ καρποφόρος ? [ [ ἰοχέαιρα ] | ||
τὸν πλούσιον καὶ εὐδαίμονα ὄμπνιον καλοῦσιν . ἄμεινον δὲ τὸν φερέσβιον εἰπεῖν οἱονεὶ ἔμπνοόν τινα ὄντα καὶ ὄμπνιον . . |
φλεγέθει καὶ ὀρίνεται ἄγριον ἦτορ , εἰσόκε μιν χηλῇσιν ἐπαΐξας δολιχῇσιν κάραβος αὐχενίοιο λάβῃ μέσσοιο τένοντος : ἴσχει δ ' | ||
ἀγρευτήρων σὺν κυσὶν εὐτόλμοισι ποτὶ χθόνα θῆρα βάλωνται , αἰχμῇσιν δολιχῇσιν ἐπασσύτερον δαμάσαντες , δὴ τότ ' ἀπ ' αὐχένος |
πτερωτοί , ἢ κοῦφοι . , . : ὥστ ' ἀείσυροι ] Γρ . ὥστ ' ἀήσυροι . ἢ ἐν | ||
η , ἵν ' ᾖ κεκαρφωμένους . . ὥστ ' ἀείσυροι μύρμηκες ] οἱ ἀεὶ συρόμενοι καὶ ἕρποντες . ἢ |
: αἱμύλος ὁ δόλις , ἢ πιθανός : αἱμὸς ὁ ὀβελίσκος , ἢ ὁ ἀδελφὸς , ἢ ὁ ὀδυρμός : | ||
ὀβελίσκοιν ἔχει : Εἰς ὀξὺ γὰρ λήγει ἡ κεφαλὴ ὡς ὀβελίσκος . ἀπολέψαντα χρὴ : Ἀντὶ τοῦ ἀφελόντα τὸ προσωπεῖον |
τε μέγαν τε . τόν ῥ ' ἔβαλε πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ | ||
ψυχρὸν γάρ . φαρακλὸς , ὁ τὸ ἄκρον ἔχων . φάλον ὅ ἐστι λευκόν : φολκὸς , παρὰ τὸ φάους |
προχοῇσι διιπετέος . Ἥρης δὲ Πελασγίδος : Ὁμηρικῶς τὴν Ἥραν Πελασγίδα εἶπεν , ἐκ τῆς Θεσσαλικῆς χώρας . Πελασγοὶ γάρ | ||
Ἥρης , ὄφρ ' ὤκιστα κακὸν Πελίαο δόμοισιν Αἰαίη Μήδεια Πελασγίδα γαῖαν ἵκηται , ἠοῖ ἐνὶ τριτάτῃ πρυμνήσια νηὸς ἔδησαν |
Ἄμφη καὶ Ἀστράβη . κέκληται δὲ ἀπὸ τοῦ Κάσου τοῦ Κλεόχου πατρός . ἀπῴκισται δὲ τῆς νήσου καὶ τὸ ἐν | ||
ἦν . Οἱ δέ φασιν αὐτὸν Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρείας τῆς Κλεόχου . . . Καὶ Ἀριστόκριτος φησὶν ὅτι Ἀρεία θυγάτηρ |
βιοτὴ διὰ τοῦ ο μικροῦ γραφόμενον : τὸ χαίτη : βαίτη ἡ διφθέρα δαίτη : σεσημείωται διὰ τῆς αι διφθόγγου | ||
τρίτου τὸ αὐτὸ , πλὴν ὅτι ἡ μὲν σισύρα δοκεῖ βαίτη εἶναι ἐκ δερμάτων αἰγείων , ἡ δὲ χλαῖνα ἀπὸ |
εἰς Πάταρα στάδιοι ψʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς Καῦνον στάδιοι υνʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς νῆσον Ῥόπουσαν στάδιοι τνʹ . | ||
εἰς Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι φʹ , [ στάδιοι ] υνʹ . Ἀπὸ δὲ Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολῶν εἰς Κουρίαννον ἀκρωτήριον |
διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς . θαλάμη κατάδυσις : “ ὡς δ ' ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκόμενος | ||
τοιοῦτον ζῷον οἷον ἀσπάλαξ καὶ τὸ ὅμοια . χειραμός ἡ κατάδυσις . × δῶμα νῦν τὸν φωλεόν . οἳ δ |
αἴθω τὸ καίω . ] Ἐπιδημήσας ὁ Θεόκριτος ἐν Κῷ ἐφιλιώθη Φρασιδάμῳ καὶ Ἀντιγένει τοῖς Λυκωπέως υἱοῖς . κληθεὶς δὲ | ||
. ξεινοβάκχης τῆς Μηδείας , διότι ξένῳ ὄντι τῷ Ἰάσονι ἐφιλιώθη κατ ' ἔρωτα αὐτοῦ καὶ ἐξεβακχεύθη καὶ Ἄψυρτον κατέτεμε |
τοι εἰς ἄστυ ἄλεν . τοῦ δευτέρου ἀορίστου ἡ μετοχὴ ἀλείς ἀλέντος . . . + . ἀλειπής : πηγὴ | ||
τότε * πρέμνον : στέλεχος * ὀξύς : ταχύς * ἀλείς : συστραφείς πλανείς * κοῖτον . . . θάμνῳ |
τὴν Περσικὴν ἐνεδύετο στολήν . ὁ δὲ Σικελίας τύραννος Διονύσιος ξυστίδα καὶ χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ περόνῃ μετελάμβανε τραγικόν . Ἀλέξανδρος | ||
οἱ ἁ μεγάλοιτος ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν |
Ἄιδα Κῆρες ἀμείλικτοι φορέουσιν : οὐ γάρ τίς μ ' ὑπάλυξεν ἐν ἀργαλέῃ ὑσμίνῃ , ἀλλά μοι ὅσσοι ἔναντα λιλαιόμενοι | ||
δὲ βόσκει ἐνδόμυχον μέλαν ὅπλον , ὅθεν θηρήτορας ἄγρης ῥηϊδίως ὑπάλυξεν , ὁμιχλήεντι βελέμνωι κυανέην βάψασα μελαινομένην χύσιν ἅλμης , |
, ἀλλά οἱ οὔ τι διήλασεν ἐς χρόα καλόν : ῥινοὶ γάρ μιν ἔρυντο βοῶν καὶ ὑπ ' ἀσπίδι θώρηξ | ||
ἀλυσθαίνοντος ἀνῖαι ἐχθόμεναι , χροιὴ δὲ μόγῳ αὐαίνεται ἀνδρός . ῥινοὶ δὲ πλαδόωσιν ἐπὶ χροΐ , τοῖά μιν ἰός ὀξὺς |
αὐτῷ ὄνομα καὶ τὴν τοῦ παιδὸς ἐπιγινώσκων φωνὴν πλησίον τάχιστα ἀφικνεῖτο τοῦ σκάφους τῇ τε οὐρᾷ σαίνων καὶ τὴν κεφαλὴν | ||
τοῖς Ἀθηναίοις ἦλθε μὲν καὶ ἀπὸ τῆς Ἐρυθραίας ἀγγελία , ἀφικνεῖτο δὲ καὶ πανταχόθεν : ἀτειχίστου γὰρ οὔσης τῆς Ἰωνίας |
δάσος τῶν ἴων . * ἤτοι τὰς σκιώδεις διὰ τὸ δάσος ἢ ὅτι τὰ ἴα τοιαύτην ἔχει χροιάν . . | ||
τῶν ἐκεῖσε δρυῶν καὶ δρυμῶν : ἀπὸ τούτου καλεῖται τὸ δάσος . ἀΐουσα : ἀκούουσα . Ἰάνθη : εὐφράνθη , |
περιθέει : δολεροὶ τὸ ἦθος : οἱ δὲ πάντη ἀνεστηκότες μαργοσύνην κατηγοροῦσι . προπετεῖς ὀφθαλμοὶ αἱματώδεις οἰνοφλύγων καὶ γαστριμάργων . | ||
συγκλείεσθαι ὑπορρέοιεν καὶ εἰς τὸ ἄνω χωροῖεν , μαχλοσύνην καὶ μαργοσύνην κατηγοροῦσιν . εἰ δὲ ὀρθοὶ ὄντες συγκλείοιντο , εἰ |
: τῆς κοιλίας τῆς κατωτάτω . κατὰ τὸ ἄκρον καὶ ἄκλειστον στόμα τῆς νειαίρης γαστρὸς ἀειρόμενον τὸ φάρμακον νειαίρης ] | ||
παρειαὶ στεναὶ ἐπιμήκεις , γένειον μακρόν , στόμα ἄθυρον περίμηκες ἄκλειστον , ὡς διεσχισμένα τὰ πρόσωπα φαίνεσθαι , κυρτός , |
ἕτοιμον : δίψα ἐγκαταλειφθεῖσα καὶ στόματος ἐπιξηρασίη καὶ ἀηδίη καὶ ἀποσιτίη τοῦτον τὸν τρόπον : πυρετοὶ δὲ οὐκ ὀξέες οἱ | ||
ὑγιέας ἔχουσι , σπασμὸν γὰρ ἐμποιέει . Ἀπυρέτῳ ἐόντι , ἀποσιτίη , καὶ καρδιωγμὸς , καὶ σκοτόδινος , καὶ στόμα |
ἐνταῦθα λέγει τὴν νευρὰν τοῦ τόξου . . ἠράσσοντο ] ἐπλήττοντο . . θώμιγγος ] νευρᾶς . ὤλλυσαν ] ἔφθειρον | ||
Δείμου , τοῦ Φόβου . τούτοις δὴ τάς τε καρδίας ἐπλήττοντο τά τε ξίφη τῶν χειρῶν μεθίεσαν ἔπασχόν τε ὅπερ |
ουδέ ? ! ᾽ὁτο [ [ ] [ [ ] ἐπασσύτεροι ! : [ [ ] [ [ ] αιδε | ||
μελίῃσι . Τοὶ δὲ θοοῖς φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψεκάδεσσι πῖπτον ἐπασσύτεροι : μέγα δ ' ἔστενεν ἄσπετος αἶα αἵματι δευομένη |
θυσίας ἃς ἐμοὶ ἔθυσεν ἱλαστηρίους ἐδεξάμην . . ἄκοιτιν ] ὁμόζυγον . . ταρβῶ ] ἐκπλήττομαι . . πρευμενὴς ] | ||
μόνον τὸ πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ ὁμοζύγου : τὸ γὰρ ὄνομα ὁμόζυγον τοῦ ὁρισμοῦ , διὸ καὶ ἀνθορίζονται : ὄνομα γάρ |
. Ῥήγνυται : ῥίπτει ἑαυτὸν , συγκρούεται , σχίζεται , προσκρούει , κρούεται , διακόπτεται . βίης : δυνάμεως . | ||
ἡ τραχεῖα ἀρτηρία , καὶ ὡς ἐν στενοχωρίᾳ τυγχάνοντα , προσκρούει τὸ πνεῦμα καὶ ποιεῖ ἦχον , καὶ οὕτως βήττουσι |
γενέσθαι . . . . , : Οἱ μὲν ὁ Δελφύνης κλίνουσι ἀρσενικῶς , οἱ δὲ ἡ Δελφύνη θηλυκῶς . | ||
κελαρύζει . τῷ πάρα Πυθῶνος θυόεν πέδον , ἧχι δράκοντος Δελφύνης τριπόδεσσι θεοῦ παρακέκλιται ὁλκός , ὁλκός , ἀπειρεσίῃσιν ἐπιφρίσσων |
ἐστὶν , ὅταν ἀραιωθέντος τοῦ περιτοναίου περὶ τὸν βουβῶνα ἢ ῥαγέντος κατέλθῃ ἄχρι βουβῶνος τὸ ἔντερον , καὶ θεραπεύεται εἰ | ||
, ἀνέλπιστον . Τοῖσιν ὑδρωπιώδεσι , κατὰ φλέβας ἐς κοιλίην ῥαγέντος τοῦ ὕδατος , λύσις . Δυσεντερίη ἀκαίρως ἐπιστᾶσα ἀπόστασιν |
ἀμηχανοῦντά σε Ζεὺς ” οἰκτερεῖ , νεφέλην δ ' ὑποσχὼν νιφάδι γογγύλων πέτρων „ ὑπόσκιον θήσει χθόν ' , οἷς | ||
ἀμηχανοῦντά ς ' οἰκτερεῖ πατήρ , νεφέλην δ ' ὑποσχὼν νιφάδι γογγύλων πέτρων ὑπόσκιον θήσει χθόν ' : οἷς ἔπειτα |
εἰσαγαγών . Τὸ δ ' ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον γούνατί οἱ σκαιῷ πελάει : κεφαλή γε μὲν ἄκρη ἀντιπέρην Ὄρνιθος ἑλίσσεται | ||
σκαιὸν ὄμμα παραβαλὼν θύννου δίκην , ὡς τοῦ θύννου τῷ σκαιῷ ὀφθαλμῷ οὐ βλέποντος , ὡς Ἀριστοτέλης εἴρηκεν . Μένανδρος |
. ὁ δὲ τόπος ὁ Φελεὺς ἦν ⌈ πετρώδης [ λιθώδης ] καὶ τραχύς ⌈ πάνυ : ⌈ καλοῦσι δὲ | ||
μήτραν , ὁπότε παρακολουθεῖ πρόδηλος ὄγκος περὶ τὸ ἐπιγάστριον ἀπηνὴς λιθώδης μετὰ κατασπασμοῦ τῶν ὑπερκειμένων ὑποχονδρίων καὶ ἰσχνώσεως ἀχροίας τε |
. κεραστὶς δὲ γενομένη , ὡς βλέπετε , τρωθεῖσα μύωπι ὀξυστόμῳ μανικῶς ὥρμων καὶ ἐκινούμην πρός τε τὸν ῥοῦν τῆς | ||
. . : ἦσαν ] Ἐγένοντο . ἀντιχρονισμός . : ὀξυστόμῳ ] Ὀξέως δάκνοντι . μόνον δὲ τὴν ὄψιν μετεβλήθη |
ἄμυναν . τριαχθῆναι ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον . μὴ νόμισον Λειβηθρίων ἀνοητότεροι ἀνέσπακεν Ἤιτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον . τί ὦγάθ | ||
εὐεργετηθέντων μὲν , ταχέως δὲ ἐπιλανθανομένων τῆς χάριτος . Ἀμουσότερα Λειβηθρίων : ἐπὶ τῶν ἀπαιδεύτων . Λειβήθριον γὰρ ὄρος Πιερικόν |
: τοῦ περιφεροῦς : καὶ κοίλην λέγει τὴν ἀσπίδα . κοιλογάστορος ] νειόθεν . κοιλογάστορος ] ἤγουν τῆς ἀσπίδος τὸ | ||
δὲ ἔσω κοιλαίνεται . κοιλογάστορος ] ἤγουν τῆς ἀσπίδος . κοιλογάστορος ] τῆς ἀσπίδος τῆς ἐχούσης γαστέρα κοίλην . κοιλογάστορος |
αὐτὰ κατασκευάσωμεν , ἔσται ὡς ὁ ΔΒΓ τομεὺς πρὸς τὸν ΕΒΘ , οὕτως ὁ ἀπὸ τοῦ ΡΦ παραλληλογράμμου κύλινδρος περὶ | ||
ἐπεὶ οὖν μείζονα λόγον ἔχει τὸ ΕΒΖ τρίγραμμον πρὸς τὸ ΕΒΘ τρίγραμμον ἤπερ πρὸς τὸν ΕΑΒ τομέα , καὶ συνθέντι |
εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ , καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν : αὐτὰρ ὅ γ ' ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ | ||
δῖα θεάων χρύσεον , ἐκ δ ' αὐτοῦ δαῖε φλόγα παμφανόωσαν . ὡς δ ' ὅτε καπνὸς ἰὼν ἐξ ἄστεος |
πάντα , τὰ μὲν πάρος , ἄλλα δ ' ὀπίσσω τείνεται , ὠκεανοῖο νέον ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες ἀμφότεροι : τά | ||
τοῦ τείχους . ὀλίγου ] διαστήματος . Ξ τείνει ] τείνεται . τείνει ] φαίνεται . τείνει ] παθητικόν . |
δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν | ||
” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες . |
τῇ θῃ Εὐδόξῳ Στέφανος ἀκρόνυχος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιβῃ Δημοκρίτῳ νότος πνεῖ ὡς τὰ πολλά : Εὐδόξῳ Δελφὶς | ||
τῇ ιῃ Εὐδόξῳ Στέφανος ἑῷος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ ιβῃ ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Σκορπίος ἀκρόνυχος ἄρχεται δύνειν : καὶ χειμὼν |
δὲ θάλασσαν ἀθέσφατον , οὐδέ τι κῦμα εἴα ἐπὶ σχεδίης ἁδινὰ στενάχοντα φέρεσθαι . τὴν μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδας ' | ||
. τὼ δὲ μνησαμένω ὃ μὲν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο κλαῖ ' ἁδινὰ προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς , αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖεν ἑὸν |
βληταί : ἤγουν βεβλημέναι ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος . τρώει : τρύχει , φθείρει . θυωρόν : θυωρὸς ἡ φιλικὴ τράπεζα | ||
ἢ φυλάσσομαι πύλης ἄναξ θυρωρέ Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά ἐγὼ |
ἐν . Ἦ : ὄντως . λιλαίεται : ἐπιθυμεῖ . Πείθεται : ὑπακούει . ἀΐσθων : ἀναπνέων . Θαλάσσης : | ||
ἥμερον , καὶ χειρουργεῖν εὔκολον , καὶ βαδίζειν ἀσφαλές . Πείθεται ὁ Προμηθεὺς Διί , καὶ ποιεῖ ἀνθρώπους , καὶ |
ἐνταῦθα τὸ πάντα ἤγουν κατὰ πάντα τὰ ποικίλα ἐσθήματα . εὐφρόνως ] φρονίμως . λόγοις ] ἐν . κλύων ] | ||
' αὐλῶν δονέονται : δάφνᾳ τε χˈρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως . νόσοι δ ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ |
διὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ ἔρωτος . ἀκραέος : τοῦ ἄκρως φυσῶντος ἢ εὐκραοῦς , καλοῦ καὶ ἀμιγοῦς ἢ ἠρέμα πνέοντος | ||
ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος ἀντὶ τοῦ σοβαρῶς καὶ |
πονεῖν τὰ καλὰ , τὰ κακὰ μετέρχονται . ὅσῳ γὰρ δυσάλωτός ἐστιν ἡ ἀρετὴ , τοσούτῳ ἡ κακία εὐάλωτος . | ||
πονεῖν τὰ καλὰ , τὰ κακὰ μετέρχονται . ὅσῳ γὰρ δυσάλωτός ἐστιν ἡ ἀρετὴ , τοσούτῳ ἡ κακία εὐάλωτος . |