μὲν δίαιταν κοινοτάτην ἅπασι , τὰς δὲ τιμὰς τοῖς ἐπιεικεστάτοις ἀνεῖσθαι , πῶς οὐκ ἐλευθέρας πόλεως καὶ πολιτείας ὡς ἀληθῶς
, καταχεῖσθαι αὐτῶν καὶ ἀλείφεσθαι : ἅπασαν δὲ πλουσίαν οἰκίαν ἀνεῖσθαι αὐτοῖς μέχρι γυναικωνίτιδος , εἰσιόντας δὲ δείπνου κοινωνεῖν καὶ
6181382 γηραιοις
ἀθάνατον εὐκλείαν καταλείψοντες ἀντὶ τοῦ θνητοῦ σώματος νηπίοις παισὶ καὶ γηραιοῖς γονεῦσιν , οἱ ταύτην ἐκπληρώσοντες τὴν τοῦ βίου τελευτήν
προὔλιπε τὸν βίον : τοῖς δ ' ἄλλοις ἔθος εἶναι γηραιοῖς σφόδρα γενομένοις ὥσπερ ἐκ δεσμῶν τοῦ σώματος ἀπαλλάττεσθαι .
6051286 δησῃς
ποιήσῃς ὀστράκινα ἀγγεῖα , καὶ ἔτι μικροῖς οὖσι περιθῇς καὶ δήσῃς . πληρώσουσι γὰρ τοὺς τύπους καὶ τοὺς χαρακτῆρας .
, περιδεδεμένον τὸ δεξιὸν γόνυ : τοῦτον γάρ , ἐὰν δήσῃς τῷ δεξιῷ γόνυι καρποδέσμιον , παρακολουθοῦντα εὑρήσεις . ἀεὶ
6021789 ἀμπεχονῃ
χρῆται τῷ σωφρονεῖν ἀλλὰ καὶ πρὸς αὑτὸν ἐν διαίτῃ ἐν ἀμπεχόνῃ τοῖς ἄλλοις τοῖς κατὰ τὸν βίον . ἔστι δὲ
κόλακα . Οὐκοῦν καὶ τούτω διαφέρετον σχήματι καὶ βλέμματι καὶ ἀμπεχόνῃ καὶ φωνῇ καὶ βαδίσματι : ὁ μὲν ὡς ἥδιστος
5836745 ἐπισφαλες
, κτήσεως δὲ τῷ τὴν ψυχὴν διακειμένῳ κακῶς . καὶ ἐπισφαλὲς καὶ ὅμοιον μαινομένῳ δοῦναι μάχαιραν καὶ μοχθηρῷ δύναμιν .
καὶ εὐκατόρθωτος ἀγαθὰς ἐλπίδας προσδεικνύων . Ἥλιος Ἄρει νοσερὸν καὶ ἐπισφαλὲς τὸ ἔτος δηλοῖ καὶ πατρὸς κίνδυνον ἢ τοῦ ὑπὸ
5827244 κουριαν
τινι σεμνύνεσθαι τῶν καλῶς αὐτῷ πεπραγμένων καὶ τρέφειν κόμην : κουριᾶν δὲ τὸ κουρᾶς ἐπιδεῖσθαι καὶ κόμην καθιέναι . κόρυδος
ὡς Ὑπερείδης , καὶ ἀποκαρτέον , ὡς Εὔπολις . καὶ κουριᾶν τὸ κομᾶν , ἀπὸ τοῦ δεῖσθαι κουρᾶς , ὥσπερ
5816196 διηθεισθαι
. φησὶ δὲ πλύνεσθαι τὴν τέφραν τὴν κληματίνην , καὶ διηθεῖσθαι ἐν τοῖς κόλποις τοῦ νεοπλεκοῦς καλάθου διὰ τὴν ἰλύν
, ὅπερ ἐπὶ παντὸς ἱδρῶτος συμβαίνει . Μητρόδωρος διὰ τὸ διηθεῖσθαι διὰ τῆς γῆς μετειληφέναι τοῦ περὶ αὐτὴν πάχους ,
5771574 ὀλισθηρον
. , . . , , . ] . Ὅτι ὀλισθηρόν , ὡς ἔοικε , καὶ σφαλερώτερον ἄνθρωπος πρὸς τιμὴν
λύπην ἐμβάλλουσαι τῇ ἄγρᾳ : δυσκόλως γὰρ ἀγρεύονται διὰ τὸ ὀλισθηρόν . ἀνιγραί : ἀσθενεῖς . Ἀνιγραὶ ἀντὶ τοῦ ἐπίπονοι
5729085 χλιαραν
ὥραις παραδόξως . ἅμ ' ἡμέρᾳ γὰρ ἐξίησι τὴν πηγὴν χλιαράν , προϊούσης δὲ τῆς ἡμέρας τῇ προσθέσει τῶν ὡρῶν
τὴν ἀκμαῖαν , ἢ ἔνικμον : γράφεται θολερήν θαλερήν ] χλιαράν , οὐ πολλὰ ζέουσαν μενοεικέα ] καὶ σύμμετρον τεύξαις
5717208 ἡσυχιον
δὲ Βουκόλον Μάνδραι καὶ Δρῦς : αἱ μὲν παρὰ τὸ ἡσύχιον τοῦ χωρίου καὶ σκεπανόνθαλάττῃ γὰρ ἀπηνέμῳ προσκλύζεται , Δρῦς
χρησιμώτατοι γεγόνασιν καὶ δεξιώτατοι πρὸς τοὺς ξένους . ἑλόμενοι τὸν ἡσύχιον καὶ ἀπράγμονα βίον ἐλαττοῦσθαι μᾶλλον ᾑροῦντο τὰ οἰκεῖα ἢ
5715142 ἀδιαρθρωτον
ἢ ἐκ τῶν συμβεβηκότων , συγκεχυμένην δ ' ἔτι καὶ ἀδιάρθρωτον : ἐκ δὲ τῶν ἐγγυτάτω σαφῆ τε ἤδη κατάληψιν
τὸ τῆς ἕξεως εὐμετάβολον καὶ τὸ τῆς ψυχῆς ἀτελὲς καὶ ἀδιάρθρωτον ἀπειργάσατο τοῖς περὶ τὸ ποιητικὸν αὐτῆς συμβεβηκόσιν οἰκείως .
5674001 θυμιασαι
πῶς ἄρα . . θύσειεν : Ὅτι καὶ ἐπὶ τοῦ θυμιάσαι τὸ θύειν . ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ βοὸς σφάξειεν
πῦον : ἢν δὲ μὴ , τῇ ὑστεραίῃ λούσας θερμῷ θυμιάσαι , καὶ ἢν ῥαγῇ , ἰῆσθαι ὥσπερ ἔμπυον .
5673223 κηδεμονικον
ποιεῖ τὸ ὅσιον , ἢ πρὸς τὰ χείρω καὶ λέγεται κηδεμονικόν . τὴν δὲ διαφορὰν τοῦ δικαίου καὶ τοῦ ὁσίου
. οἶον ἄνακτα ] τὸν μόνον γενόμενον βασιλέα διὰ τὸ κηδεμονικόν . ἔοικε δὲ ὁ Δαρεῖος καὶ Δαρειὰν λέγεσθαι .
5665817 σχετλιον
πρὸς ἐκεῖνον εἰπών , μᾶλλον δὲ μέρος τοῦ ἔπους οὔτε σχέτλιον καλεῖν ἀνεχόμενος οὔτε γεραιὸν προσειπεῖν καρτερῶν ὅνπερ εὐχόμην νέον
ἀφαιρεῖσθαι ; τὸ ἐκκόπτειν τὸ ὄνομα ; δεινόν γε καὶ σχέτλιον , ὦ Ζεῦ . ἀλλ ' ἐὰν μὲν στέφανόν
5650723 ἐρασμιον
. Οὐκ ἦν ἄρα μούνοις ἀνθρώποις φίλον ἡ πατρὶς καὶ ἐράσμιον , ἀλλὰ καὶ θηρσὶν αὐτοῖς πόθος δριμὺς τῶν οἰκείων
Ἄρης ἢ ὁ Ἑρμῆς βλέψῃ ἔσται τὸ κλαπὲν εὔμορφον , ἐράσμιον , ποικίλως καὶ εὐτέχνως εἰργασμένον , ἐὰν δὲ ἄνευ
5636036 ἀρυειν
οἰνοχόας ⌈ εἴρηκεν Γ [ φασίν ] , ἀπὸ τοῦ ἀρύειν : ⌈ ἔνθεν Γ [ ὅθεν ] καὶ ἀρύταινα
τὸ νεωστὶ ὕδωρ κομισθέν : ἔγκειται γὰρ τῇ λέξει τὸ ἀρύειν . πρόσφατον δὲ τὸ κρέας : πεποίηται γὰρ ἀπὸ
5628022 προσηνους
δύσφρονός ἐστι κατὰ τοῦ βαλλομένου . τῆς [ οὖν ] προσηνοῦς καὶ οὐ πολεμικῆς διανοίας . τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς ὕμνους .
κατὰ μέρος , ἵνα μὴ ᾖ ἐκ τραχύτητος , ἐκ προσηνοῦς φησι φρενὸς τὸν ὕμνον ἀφεθήσεσθαι . ἐκ μαλθακᾶς αὖτε
5575573 κρυπτω
Μίλητος τίκτει Μούσαισι ποθεινὸν Τιμόθεον κιθάρας δεξιὸν ἡνίοχον . * κρύπτω τῷδε τάφῳ Σοφοκλῆ πρωτεῖα λαβόντα τῇ τραγικῇ τέχνῃ ,
εὐκόλως παρὰ τὸ ῥίπτειν ἑαυτὸν διὰ τάχους : ὡς γὰρ κρύπτω κρύφα , οὕτω καὶ ῥίπτω ῥίφα , καὶ πλεονασμῷ
5575568 φυον
, καὶ γαλακτοποιῶν τὰ σπαρέντα : τὸ Ἔαρ δὲ , φύον ταῦτα , καὶ αὖξον , καὶ περιπνέον εὐκράτῳ ἀέρι
χέρσου . φυσίζωον : τὸ φύον τὴν ζωὴν , τὸ φύον τὸ ζῇν , ἤως τὸ φύον , τὸ ἀναβλαστάνον
5557587 εὐοσμον
' ἐν ὀσμαῖς : οὐδὲν γὰρ πλὴν τό τ ' εὔοσμον καὶ τὸ κάκοσμον . Οὐδ ' ἐν ἁπτοῖς :
γεῦσιν καὶ τὴν πρόσφοραν ἡ δὲ γλυκύτης σπανίως καὶ ἥκιστα εὔοσμον ὡς οὐ μιγνυμένων ἅμα τοῦ γλυκέος καὶ εὐόσμου :
5556360 καλυπτειν
ὥστε ἐνταῦθα μὴ συνάπτειν τὴν εἴσω θάλατταν τῇ ἐκτὸς καὶ καλύπτειν τὸν ἰσθμὸν μετεωροτέραν οὖσαν , τοῦ δ ' ἐκρήγματος
ῥάβδων ἔχοντες , τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς καθεικυίας ἑκατέρωθεν μέχρι τοῦ καλύπτειν τὰ χείλη τὰς παραγναθίδας . ταὐτὰ δ ' ἐν
5553946 κερδαλεον
ἀγαθὸς οἰκονόμος , εἰδὼς ὅτι οὐδὲν οὕτω λυσιτελές τε καὶ κερδαλέον ἐστίν , ὡς τὸ μαχόμενον τοὺς πολεμίους νικᾶν ,
ὡς εἰκὸς κοὐκ ἀπὸ τρόπου τὸν παραβλῶπα καὶ φιλοκερδῆ καὶ κερδαλέον , βραδίστατον πρὸς τὰ κρείττονα , λιχνωδέστατον δὲ πρὸς
5542442 καταγελασθησῃ
ἐν οἴνῳ μὴ βαττολόγει σοφίαν ἐπιδεικνύμενος : ἀκαίρως γὰρ κατασοφιζόμενος καταγελασθήσῃ . τοῖς εὖ πράττουσι μὴ φθόνει ἀλλὰ σύγχαιρε :
ἐν οἴνῳ μὴ φιλολόγει ἐπιδεικνύμενος παιδείαν : ἀκαίρως γὰρ κατασοφιζόμενος καταγελασθήσῃ . ὀξύτερα βάδιζε τῆς γλώττης . τοῖς εὖ πράττουσι
5540234 ὑπανιστασθαι
ἵνα τὰ ἀρετῆς ἐγείρηται : πιπτούσης γὰρ ἀφροσύνης ἀνάγκη φρόνησιν ὑπανίστασθαι . διὰ τοῦτ ' ἐν προτρεπτικοῖς Μωυσῆς φησιν :
πρεσβυτέρων σοῦ . . πρεσβυτέροις ] γέρουσι , γηραιοτέροις . ὑπανίστασθαι ] ὑπεξίστασθαι , μετρίως ἀνίστασθαι . τοῖς πρεσβυτέροις :
5526454 προσηνες
τῶν ἰσοτονιῶν ξενικώτερον μέν πως καὶ ἀγροικότερον ἦθος καταφανήσεται , προσηνὲς δ ' ἄλλως καὶ μᾶλλον συγγυμναζόμενον ταῖς ἀκοαῖς ,
ἕκαστον : ἐγὼ δὲ τὸ ἐπὶ τηλικούτοις ταπεινόφρον αὐτῶν καὶ προσηνὲς ὑπεράγαμαι καὶ τὸ πρὸς τοὺς γεννησαμένους μέρους παντὸς ὑπήκοον
5525364 πολιᾳ
τὸ λοιπὸν ἦν , ἐν βαθεῖ τούτῳ τῷ πώγωνι καὶ πολιᾷ τῇ κόμῃ καθῆσθαι μέσον ἐν τοῖς γυναίοις καὶ τοῖς
λέληθεν . εἶτ ' ἐννόησον ἄνδρα ἐν βαθεῖ πώγωνι καὶ πολιᾷ τῇ κόμῃ ἐξεταζόμενον εἴ τι οἶδεν ὠφέλιμον , καὶ
5514172 Δελφινα
: ἐπὶ τῶν φιλονεικούντων καὶ συμπλεκόντων μάχας καὶ κρίσεις . Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις : ἐπὶ τῶν παιδοτριβούντων τινὰς ἐν ἐκείνοις
Αἰγύπτιοι . Δέδοται καὶ κακοῖς ἄγρα . Δεύτερος πλοῦς . Δελφῖνα λεκάνη οὐ χωρεῖ . Ἐπιμενίδου ὕπνος : ἐπὶ τῶν
5504064 αἰσχιον
τὸν λόγον ἐδιώκαθες κατὰ φύσιν . φύσει μὲν γὰρ πᾶν αἴσχιόν ἐστιν ὅπερ καὶ κάκιον , τὸ ἀδικεῖσθαι , νόμῳ
δυνάμει , φησίν , οὖσιν , ὥσπερ ἐσμὲν ἡμεῖς , αἴσχιόν ἐστι μετὰ ἀπάτης εὐπρεποῦς κτήσασθαι ἤπερ βιασαμένοις ἐκ τοῦ
5498176 μαστευειν
σώματος . οὕτω Σωρανός . ὁ δὲ Ἡρακλείδης ἀπὸ τοῦ μαστεύειν τὶ ὑπ ' αὐτὴν , ἐπειδὴ οἱ ὑφαιρούμενοί τι
, ἀδελφοῦ δὲ βλάστην ἐρασμιωτέραν φύσαντος , εἴ μοι δοίητε μαστεύειν , καὶ ἐξεῦρον καὶ ἰδοὺ ἔχω καὶ ἰδοὺ προσορῶ
5496143 διακεχυμενον
ὑπέρυθρον , οὐ πεπιεσμένον ἢ συμπεπλεγμένον , λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα καὶ
διὰ τάδε ἐξονειρώσσουσιν : ἐπὴν τὸ ὑγρὸν ἐν τῷ σώματι διακεχυμένον ἔῃ καὶ διάθερμον , εἴτε ὑπὸ ταλαιπωρίης , εἴτε
5495169 δακνωδες
νυνὶ δὲ τῶν ἐφεξῆς ἐχώμεθα λέγοντες , ἡνίκα μὴ μόνον δακνῶδες , ἀλλὰ καὶ γλίσχρον ᾖ τὸ ἐπιῤῥέον , ὅπως
χολώδη χυμόν . Σημεῖα χολώδους ὀφθαλμίας . Δηλοῖ δὲ τὸ δακνῶδες εἶναι καὶ δριμὺ τὸ ἐπιφερόμενον τοῖς ὄμμασι καὶ αὐτὴ
5486689 ὑπνοποιον
οὐκ ἐμοὶ διὰ τὸ νηστεύειν . , , : Ἴσως ὑπνοποιόν τι μέλος πρὸς ἑσπέραν αὐλούμενον . φησὶ δὲ ὅτι
κυάμου , παιϲὶν ἐρεβίνθου . ἀνώδυνόν ἐϲτι μάλιϲτα φάρμακον καὶ ὑπνοποιόν . Καϲϲίαϲ ⋖ η , ναρδοϲτάχυοϲ ἀμώμου , κρόκου
5479112 ἀραιοτεραν
μᾶλλον ἢ ἧττον γίγνεϲθαι τὰϲ διαπνοὰϲ ἐκ τοῦ πυκνοτέραν ἢ ἀραιοτέραν εἶναι τὴν ἕξιν τοῦ πάϲχοντοϲ ϲώματοϲ . πλῆθοϲ δέ
ἀτόμων συγκεῖσθαι , λεπτοτέρων δὲ τὴν λίθον , καὶ ἐκείνου ἀραιοτέραν τε καὶ πολυκενωτέραν αὐτὴν εἶναι καὶ διὰ τοῦτ '
5476130 ἀλγεινον
καὶ τὴν ἐπὶ τῷ κρατηθῆναι λύπην , ἣν εἶπε πάθος ἀλγεινόν . Τούτων δὲ τῶν στίχων ὁ Ἀρίσταρχος ὀβελίζει τοὺς
: ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἦν ἐν τῷ σκέλει τὸ ἀλγεινόν , ἥκειν δὴ φαίνεται ἐπακολουθοῦν τὸ ἡδύ . Ὁ
5462463 ἀοργητον
εὔλογα . ἢ τί γὰρ παθὼν Εὐθύδημος ἄνδρα γέροντα παρώξυνεν ἀόργητον καὶ θυμοῦ κρείττονα , σκύφον οὕτω βαρὺν ἐν τῇ
ἐκ δ ' ἐγέλασσε : τὸ ἄθυμον δηλοῖ καὶ τὸ ἀόργητον τοῦ Διός . * Ἥφαιστον δ ' ἐκέλευσε :
5440671 θυμουσθαι
καλὸν μὲν εἶναι τὸ χρῆμά φημι καὶ ὑπάρχων πρεσβύτης οἶδα θυμοῦσθαι τοῖς ἁμαρτάνουσιν , οὐ μὴν ἐπαινῶ γε θυμὸν ἔξω
πυργοῦσιν αἱ κακαί τε συμφοραί . τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών : μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν : ἀλλ '
5440004 κιβδηλον
ὡς πλείω ἔστι μοι τῶν ὄντων , ἐπιδεικνύς τε ἀργύριον κίβδηλον [ δηλοίην σε ] καὶ ὅρμους ὑποξύλους καὶ πορφυρίδας
μοχθηρῶν ἡ ἀπάτη : καὶ δόκιμον μὲν ἡ δίκη , κίβδηλον δέ τι ἡ ἀπάτη : καὶ ἰσχυρὸν μὲν ἡ
5438193 εὐκλεη
κἂν συμβαίη τὸν ἀριστεύοντα καὶ μέχρι θανάτου συνελαύνεσθαι , θάνατον εὐκλεῆ ζωῆς ἀκλεοῦς προτιμῶντα , ὅταν ὑπὲρ τῶν καλλίστων κινδυνεύῃ
ἐν σοὶ τρόπαιον στῆσαί ἐστιν ἡμῖν ἐλπὶς τῷ τε Ἄργει εὐκλεῆ ἀπαγγελίαν δοῦναι . ἢ ἀντὶ τοῦ : εὐκλείας λόγον
5434607 τρυγωδες
κύστεως , ἣν δὴ καὶ χοληδόχον φαμέν . ὅσον δὲ τρυγῶδές τε καὶ δυσδιεξ - ίτητον , ἀνθέλκει τε καὶ
κύστεως , ἣν δὴ καὶ χοληδόχον φαμέν . ὅσον δὲ τρυγῶδές τε καὶ δυσδιεξ - ίτητον , ἀνθέλκει τε καὶ
5432097 κυφωμα
γινομένηϲ τῆϲ κατατάϲεωϲ αὐτοὶ τοῖϲ τῶν χειρῶν ἡμῶν θέναρϲιν τὸ κύφωμα πιλήϲομεν : εἰ δὲ χρεία , καὶ ἐπικαθεϲθῶμεν αὐτῷ
ὡς μάλιστα ἔστω τῇ ἐντομῇ τῇ εἰς τὸν τοῖχον τὸ κύφωμα , ὡς ἡ σανίς , ᾗ μάλιστα ἐξέστηκεν ,
5431435 δυσωπεισθαι
αὐτούς : τοῦτο δ ' ἦν οὐδὲν ἄλλο ἢ μὴ δυσωπεῖσθαι μηδ ' ἀντικολακεύειν τοὺς ἐπαινοῦντας . . . .
τῆς δ ' αὖ σηπεδόνος ἔχεται κατὰ Δημόκριτον καὶ τὸ δυσωπεῖσθαι διὰ τὴν ὀσφραντικῶν τούτων φαντασίαν καὶ δυσμορφίας : καταφέρονται
5431112 ἀλλοκοτον
† , ἢ ἐπειδὴ ἄγαμοι καὶ παρθένοι εἰσίν : τὸ ἀλλόκοτον δὲ τῆς φύσεως διὰ τῶν ἐναντίων τραγικώτερον διασύρει .
τε πλέον ὑπολαβεῖν , καὶ τὸ χρῶμα ποίκιλόν τε καὶ ἀλλόκοτον . Οὔτε γὰρ ἀκριβῶς ἐδόκει λευκόν , οὔτε κιρρόν
5430252 σωληναριῳ
χεῖρα ἐὰν φορῇ τις περὶ τὸν ἀριστερὸν βραχίονα ἐν χρυσῷ σωληναρίῳ ἔχοντι γεγραμμένον τὸ ὄνομα τοῦτο ” εβλουσαυρε “ ,
δὲ αὐτὴν ἐν τῷ ἰδίῳ δέρματι φορεῖν συρραφεῖσαν ἐν χρυσῷ σωληναρίῳ . 〚 αὐτὴν ἐμβαλεῖν 〛 . Ἂν δέ τις
5427785 κλεμμα
τοῦ κάθημαι . κλέμμα μὲν Φιλίππου ] παραμυθεῖται τὰς συμφορὰς κλέμμα λέγων , ἀλλ ' οὐ κατόρθωμα . δωροδόκημα ]
κλέμμα . Ἥλιος καὶ Σελήνη ἅμα ὡροσκοποῦντες οὐ μόνον τὸ κλέμμα μηνύουσιν ἀλλὰ καὶ τὸν κλέπτην . Ἥλιος καὶ Σελήνη
5423078 Εὐηνωρ
Πραξαγόρας τε ταὐτά φησι : ἐπαινεῖ δὲ τὸ ὄμβριον , Εὐήνωρ δὲ τὰ λακκαῖα : χρηστότερόν τε εἶναι φάσκει τὸ
φησιν συλλαμβάνειν αὐτάς , εἰ δὲ μή , τοὐναντίον . Εὐήνωρ δὲ καὶ Εὐρυφῶν ἐπὶ δίφρου μαιωτικοῦ καθίσαντες τοῖς αὐτοῖς
5421957 ἐπιληπτον
ἐστίν : ” οὐκ ἐπιθυμήσεις . ” Πᾶν μὲν πάθος ἐπίληπτον , ἐπεὶ καὶ πᾶσα ἄμετρος καὶ πλεονάζουσα ὁρμὴ καὶ
μὴ ἐᾶν : εἰ δὲ μή , ἐντεῦθεν κίνδυνος καὶ ἐπίληπτον γενέσθαι τὸ παιδίον καὶ ἕτερόν τι παθεῖν οὐκ ἐπιτήδειον
5407463 προσφιλες
τὸ τέλος ἔσω . ἀπολογοῦνται διότι ἐθορύβησαν . φίλον ] προσφιλές . φίλον ] ἐμοί . τέκος ] γέννημα .
ὑπεμείναμεν . σοῦ δὲ φανέντος ἐκείνων ἠλευθερώθημεν . φίλον ] προσφιλές . κάρα ] ὦ . ἀπήνης ] τοῦ ἅρματος
5407346 Τρεφεται
ἀνέσει δὲ καὶ παιδιᾷ πλείστῃ χρώμενον ἐν ταῖς εἰρήναις . Τρέφεται δ ' ἐκ τοῦ βασιλικοῦ πᾶν τὸ πλῆθος τῶν
: βέλτιον δέ , εἰ ἑκάστη τρέφει τὰ ἴδια . Τρέφεται δὲ τὸ ζῶον τοῦτο μάλιστα βαλάνοις . πιαίνεται δὲ
5406909 συμμεμιγμενον
κατὰ φύσιν , ἀλλὰ παρὰ φύσιν καὶ ὀλέθριον , τὸ συμμεμιγμένον μετὰ τοῦ πύου εἶναι ξανθὸν ἢ ἐρυθρὸν καὶ οὕτως
ἄκρητον , ὥστε μέλαν φαίνεσθαι : αἵματι δὲ μὴ πολλῷ συμμεμιγμένον τὸ ξανθὸν , ἐν ἀρχῇ μὲν σωτήριον , ἑβδομαίῳ
5405940 συμφορον
ἃ ὑπέσχου αὐτοῖς : σοὶ γὰρ ἔγωγε οὐχ ἧττον ἐνόμιζον σύμφορον εἶναι ἀποδοῦναι ἢ ἐκείνοις ἀπολαβεῖν . πρῶτον μὲν γὰρ
Αἰγυπτίῳ ἐγκαταλιπὼν καὶ τοὺς μεγίστους ὅρκους παραβὰς βασιλεῖ δόξῃ τι σύμφορον ποιῆσαι , οὗτοί εἰσιν οἱ ταῖς μεγίσταις τιμαῖς γεραιρόμενοι
5403340 ὀφθεν
γενόμενον . Τάχα δὲ οὐδὲ ὄψεται λεκτέον , τὸ δὲ ὀφθέν , εἴπερ δεῖ δύο ταῦτα λέγειν , τό τε
καί τι ἕτερον εἴη συνεργὸν αἴτιον , ἀλλὰ τοιοῦτο μὲν ὀφθέν , τάχ ' ἂν καὶ ἀρχή τις εἴη νοσήματος
5401253 ἀσμενῳ
ἡγεμόνων . τῷ δήμῳ δὲ κατ ' ἀρχὰς μὲν ἦν ἀσμένῳ τοὺς κληρούχους διαλαγχάνειν ὡς λιμοῦ τ ' ἀπαλλαχθησομένῳ καὶ
μῆτιν ἐνίσποι ἢ νέος ἠὲ παλαιός : ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη . Τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης
5399574 ἀρθριτιν
Κεφ . ιστʹ . [ Πρὸς ἰσχιάδας καὶ ποδάγραν καὶ ἀρθρῖτιν . ] Ὁμογενῆ εἰσὶ ταῦτα ἀλλήλοις τὰ νοσήματα ,
εἰ τοῖς κατὰ διαφθοράν . ἡμεῖς γοῦν καὶ ποδάγραν καὶ ἀρθρῖτιν ἀρχομένην καὶ μήπω περὶ τοῖς ἄρθροις εἰργασμένην πώρους ἐκ
5390624 μιχθεν
ῥοδίνου δραχμὰς ιʹ , ὠῶν δ ' τὸ λευκὸν τούτοις μιχθὲν ὑπαλειπτέον . Ἄλλο πρὸς ὀφθαλμὸν φλεγμαίνοντα : λιβανωτοῦ ,
μέλιτος ἐγχρίων . καὶ σηπίας δ ' ὄστρακον καυθὲν καὶ μιχθὲν ἁλσὶν ἀνορύκτοις ἀποτήκει τὰ κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς πτερύγια .
5389200 δανειζομενος
γὰρ αὐτὸς ἐν χρείᾳ εἰμὶ οὐ μετρίᾳ καὶ περιπέμπω χρήματα δανειζόμενος εἰς ἅπασαν Σικελίαν . καὶ οἳ μὲν ἐχαρίσαντο ἡμῖν
θεραπεύεις δὲ τὰς τῶν δανειστῶν καὶ ὀβολοστατῶν οἰκίας ἐπὶ πολλῷ δανειζόμενος : τότε δ ' , ὥσπερ ἔφην , δράσεις
5385786 ψαφαρᾳ
ὧδ ' ὠγυγίαν Ἀίδᾳ προϊάψαι , δορὸς ἄγραν δουλίαν , ψαφαρᾷ σποδῷ ὑπ ' ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν περθομέναν ἀτίμως ,
] λεπτότητι εἰς χοῦν λεπτυνθείσῃ ἢ ξηρᾷ καὶ ψαμμώδει . ψαφαρᾷ ] εἰς χοῦν λεπτυνθείσῃ ἢ ξηρανθείσῃ , ψαμμώδει :
5385706 ἀλεαινειν
ἔνδοθεν χρῆσθαι , συμφύεσθαι δὲ τοῖς ποσὶ δυναμένοις καὶ μειζόνως ἀλεαίνειν . τὰ γὰρ ἄκρα μείζονος δεῖται βοηθείας ὡς πορρώτερον
ἐπιχωρίοις ἠσθῆσθαι καὶ εἶναι σκέπην : καὶ διὰ χειμῶνος μὲν ἀλεαίνειν , ψύχειν δὲ ἐν τῷ θέρει φύσει τινὶ ἀπορρήτῳ
5372437 τεθνηκας
' ἐς Ἄργος αὖ πάλιν . ὦ τλῆμον , εἰ τέθνηκας , ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις , Ὀρέστα , καὶ
σεωυτοῦ φονέα τεῖσαι . Κατὰ μὲν γὰρ τὴν τούτου προθυμίην τέθνηκας , τὸ δὲ κατὰ θεούς τε καὶ ἐμὲ περίεις
5371531 παραλειφθεν
ἀπώσεσθαι ; εἰ τοίνυν ὡς παράδοξον ἔτυχε τοῦτο τῷ νόμῳ παραλειφθέν , οὐκ ἀπεικότως ᾔτουν τὸ γέρας μείζονα τόλμαν ἐπιδειξάμενος
χαλῶντα . Ὥσπερ γὰρ ἐν ταῖς τῶν μελῶν ἁρμονίαις τὸ παραλειφθέν , κἂν σμικρὸν ᾖ , διαλύει τὸν κόσμον τοῦ
5370926 ἀλγησαι
ἂν ἔτι ὁμοῖον εἴη . οὐδ ' ἂν τὸ ὑγιὲς ἀλγῆσαι δύναιτο : ἀπὸ γὰρ ἂν ὄλοιτο τὸ ὑγιὲς καὶ
πῶλον καὶ τοῦτον καλόν , θεασάμενόν γε μὴν τὸ πραττόμενον ἀλγῆσαι , ὥσπερ οὖν τυραννουμένης τῆς μητρὸς ὑπὸ τοῦ δεσπότου
5370639 προσομοιον
, εἰ τοῦτ ' αὐτὸ τύραννον ἔσεσθαι μέλλοντα καὶ Διονυσίῳ προσόμοιον οἷός τ ' εἴη κωλῦσαι καὶ παρελέσθαι λόγῳ τὰς
Σευήρῳ δὲ τῷ Λυκίῳ δοκεῖ μοι μηδένα ἂν μηδεμία πόλις προσόμοιον δεῖξαι πολίτην , ὃς μεθ ' ἡμῶν μὲν ἐθήρευσε
5360683 ἀναδοθηναι
κινδύνου τὸ παράπαν ἀπαλλαγῆναι . εἰ δὲ φθάϲει ὁ ἰὸϲ ἀναδοθῆναι κατὰ τὸ ϲῶμα , φλεβοτομίᾳ χρηϲτέον αὐτίκα , καὶ
ἀποδοῦναι εὐχαριστήρια τῷ Ἀγαμέμνονι διὰ τὰς εἰς αὐτὸν θυσίας παρεσκεύασεν ἀναδοθῆναι ἀπὸ τῆς γῆς κλάδον ἀμπέλου , ᾧπερ συμπλακεὶς Τήλεφος
5359275 ἀπληρωτον
πολυβλαβές . τὸ ἀβλαβές . τὸ βλαβερόν . καὶ τὸ ἀπλήρωτον . ἀβληχρόν βʹ : τὸ ἀβίαστον . καὶ τὸ
. Φιλῶν ἃ μὴ δεῖ οὐ φιλήσεις ἃ δεῖ : ἀπλήρωτον γὰρ ἡ ἐπιθυμία , διὰ τοῦτο καὶ ἄπορον :
5351280 προστριβεται
ποθεῖσά τινα διαλάθοι ποτέ : αὕτη γὰρ πρῶτον μὲν βαρύτητα προστρίβεται τῇ γαστρὶ ποθεῖσα , ἔπειτά που περὶ τὰ σπλάγχνα
πτισάνη ῥυπτικωτέρα μὲν γίνεται , βλάβην δ ' οὐδεμίαν ἑτέραν προστρίβεται . χειρίστη δὲ σκευασία πτισάνης ἐστίν , ὅταν οἱ
5347042 συσκιαζειν
ἀσχημοσύναι πᾶσαι , ὅταν ὁ νοῦς ἀποκαλύπτῃ τὰ αἰσχρά , συσκιάζειν δέον , ἐπαυχῶν καὶ σεμνυνόμενος ἐπ ' αὐτοῖς .
δημοσιεύειν περιφανῶς τὴν ἐκ φαύλης οὕτω προφάσεως τολμηθεῖσαν σφαγήν , συσκιάζειν δὲ μᾶλλον καὶ περιστέλλειν ἔνεστιν , οὐκ εἰς εὐρυχωρίαν
5345616 πιεσθεντα
τὴν ἀρετὴν ἀφ ' ἧς ἐξέπεσε κατελθεῖν , τὸν δὲ πιεσθέντα καὶ ὑποβεβλημένον σφοδρᾷ καὶ ἀνιάτῳ νόσῳ φέρειν ἀνάγκη τὰ
ἀπελθεῖν τοῦ βίου πρὶν ἀγεννές τι ὑποστῆναι λιμῷ ἢ δίψει πιεσθέντα , ὁ δὲ Σισίννης παρεμυθεῖτο καὶ ἱκέτευεν μηδὲν τοιοῦτο
5340036 ψυχον
, ὥσπερ γε καὶ τὸ θερμὸν θερμαῖνον καὶ τὸ ψυχρὸν ψῦχον : εἴτε γὰρ αἷμα μοχθηρὸν εἴη τὸ ὠθούμενον ,
καὶ τὸ ἴαμα : τὸ μὲν ὄξοϲ οὐκ ἀγεννῶϲ μὲν ψῦχον καὶ πάντη ῥαδίωϲ διεξερχόμενον τῇ λεπτομερίᾳ , τὸ δὲ
5338195 τιμαλφεστατον
ἐξ οὐρανοῦ πεσοῦσα καὶ θρόνων Διός , ἄνακτι πάππῳ χρῆμα τιμαλφέστατον . Ἑνὸς δὲ λώβης ἀντί , μυρίων τέκνων Ἑλλὰς
ῥοιαὶ καὶ ἀνέμων εὔπνοιαι καὶ ἄνθους φαιδρόν τι χρῆμα καὶ τιμαλφέστατον . Μέγεθός γε μὴν καὶ ἀξίωμα ἐμποιεῖ τῷ λόγῳ
5333024 ἀνηγειρε
ἐπὶ πολὺ οὐ μόνον ἐκώλυέ τινας ἀποθνήσκειν , ἀλλ ' ἀνήγειρε καὶ τοὺς ἀποθανόντας : παρὰ γὰρ Ἀθηνᾶς λαβὼν τὸ
τῷ τῆς βολῆς μήκει . ἢ οὕτω : παρεκίνησε καὶ ἀνήγειρε τὸ τῶν συμμάχων πλῆθος . [ κυκλώσαις : ]
5332788 ἀναστασαν
νύκτα μέλαιναν : τὴν δὲ Μήδειαν τὴν ποδοψοφίαν ἀκούσασαν , ἀναστᾶσαν ἐξορμῆσαι . Λέγει δὲ καὶ Ἡρόδωρος ταῦτα . ,
διὰ νύκτα μέλαιναν . τὴν δὲ Μήδειαν τὴν ποδοψοφίαν ἀκούσασαν ἀναστᾶσαν συνεξορμῆσαι . λέγει δὲ καὶ Ἡρόδωρος ταῦτα . δώσω
5329562 οὐρειον
, χρυσοδέτοις περόναις ἐπίσαμον : μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν
παρθένιον , πρὸς δὲ τὸν ἀετὸν τὸ πτερόν : γράφεται οὔρειον : οὔρειον τέρας ἐλθεῖν : ὀρεινὸν ἄγριον . ἢ
5323638 τρεμειν
φυσῶντα καὶ γαυρούμενον . καθαρίζειν μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν , τονθορύζειν δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν . ἔρως
ἀρὰν ἐπηράσατο τῷ ἀδελφοκτόνῳ , ὡς | „ στένειν καὶ τρέμειν ἀεί „ , καὶ σημεῖον ἔθετο αὐτῷ μὴ ἀναιρεθῆναι
5320899 ἀμπεχεσθαι
δὲ εἰδέναι τέχνην ἄνδρα Λακεδαιμόνιον οὐκ ἐξῆν . φοινικίδα δὲ ἀμπέχεσθαι κατὰ τὰς μάχας ἀνάγκη ἦν : ἔχειν δὲ τὴν
καὶ τῆς πολυτελείας ἠσκεῖτο ὡς καὶ Παρράσιον τὸν ζωγράφον πορφύραν ἀμπέχεσθαι , χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχοντα , ὡς
5320081 ἀδιψον
ἀναιρετικὸν διὰ τὸ ἐν αὐτῷ ὑπόπικρον . ἔστι δὲ καὶ ἄδιψον καὶ ληξοπύρετον . τούτου δὲ μὴ παρόντος ὑδρορόσατον δίδου
ὁ Καλλιμάχειος καὶ εἰς τὴν καλουμένην φησὶν ἄλιμον προσέτι τε ἄδιψον ἐμβάλλεσθαι τὴν μαλάχην οὖσαν χρησιμωτάτην . ΚΟΛΟΚΥΝΤΑΙ . Εὐθύδημος
5317531 καταδουλουν
. : τοὺς μὲν γὰρ Ἀθηναίους θαλασσοκρατοῦντας οὐ μόνον ἑαυτοῖς καταδουλοῦν τοὺς Ἕλληνας , ἀλλὰ καὶ βασιλεῖ τοὺς ἐν τῇ
νῦν γέ σου ἀκούσας ταῦτα λέγοντος . Ἐπεὶ καὶ τὸ καταδουλοῦν σὺ μὲν ἴσως ταὐτὸν τῷ καταδουλοῦσθαι νενόμικας , ἐγὼ
5310709 κρατησαντι
συγγενές , ἢ νικηθέντα , ἓν ἐκ πολλῶν ὅμοιον τῷ κρατήσαντι γενόμενον , αὐτοῦ σύνοικον μείνῃ . καὶ δὴ καὶ
ἄλογον , ὅταν τῷ πλεονάζοντι τῆς ὁρμῆς ἰσχυρῷ γενομένῳ καὶ κρατήσαντι πρός τι τῶν ἀτόπων παρὰ τὸν αἱροῦντα λόγον ἐκφέρηται
5308391 σεμνυνομαι
σὸν γόνυ θνητὸς ἐκ θεᾶς γεγῶτος : τί γὰρ ἐγὼ σεμνύνομαι ; ἦ τινος σπουδαστέον μοι μᾶλλον ἢ τέκνου πέρι
ἂν τοῖς λεγομένοις , εἰ δὲ τοῖς οὕτως εὐτυχηκόσι , σεμνύνομαι : οὓς ἡδέως ἂν ἐροίμην , πότερά με ψεύδεσθαί
5307174 κονω
παρὰ τὸ βουκόλος , τοῦτο παρὰ τὸ βοῦς καὶ τὸ κονῶ , τὸ σημαῖνον τὸ ἐνεργῶ : σημαίνει δὲ τὸ
ὄνειρος : ἀΐσσω αἴγειρος : ἥδω Ἄνδειρος ὄνομα ποταμοῦ : κονῶ Κόνειρος ὄνομα ἔθνους : καίω καυστειρός : τοῦτο τὴν
5306449 μιγνυσθαι
ὅπερ ἐστὶν ἀδύνατον : οὔτε γὰρ πάντα πεφύκασιν εἰς πάντα μίγνυσθαι . ἔπειτα δὲ τὰ μιγνύμενα πρότερον αὐτὰ καθ '
ἢ καὶ ὑπὸ ἐχθροῦ . γυναικὶ δὲ γνωρίμῃ καὶ συνήθει μίγνυσθαι εἰ μὲν ἐρωτικῶς διακείμενός τις καὶ ἐπιθυμῶν τῆς γυναικὸς
5300719 Μουσωνιῳ
ἁρμάτων . ὁ Σεβαστὸς Ἀρείῳ συνῆν τῷ Αἰγυπτίῳ καὶ Τίτος Μουσωνίῳ τῷ Τυρρηνῷ καὶ Τραϊανὸς Δίωνι τῷ ἐκ Βιθυνίας καὶ
καὶ ὡς οὐδὲν ἀδικεῖ δείξας ἑαυτόν . ἔρρωσο . Ἀπολλώνιος Μουσωνίῳ φιλοσόφῳ χαίρειν . Σωκράτης Ἀθηναῖος ὑπὸ τῶν ἑαυτοῦ φίλων
5300258 εἰσελευσομαι
ἐν τῇ φυλακῇ , ἐξέρχομαι : ἂν πάλιν σχῆτε , εἰσελεύσομαι . μέχρι τίνος ; μέχρις ἂν οὗ λόγος αἱρῇ
ἐξελῶ ] ἐξελάσω . περιόψεται ] παραβλέψει . εἴσειμι ] εἰσελεύσομαι εἰς τὴν οἰκίαν . ⸎ . . πεσών γε
5299589 χρυσολαβες
Παλαμήδῃ λέγει κώπην χρυσόκολλον , Μένανδρος δὲ ἐν Ἁλιεῦσι καὶ χρυσολαβὲς καλὸν πάνυ ἐγχειρίδιον , Θεόπομπος δὲ ἐν Πόλεσιν ἐλεφαντοκώπους
δυσδιάθετον . δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν . καὶ χρυσολαβὲς καλὸν πάνυ ἐγχειρίδιον . παχὺς γὰρ ὗς ἔκειτ '
5297221 εὐχρουν
ἔχει τὸ σῶμα στικτὸν κατάστικτον , κροκοειδές , εὐπρόσωπον , εὔχρουν , εὐειδὲς πολυειδές , ὑγρόν , εὐέλικτον , πολύμορφον
ἤρκεσε πρὸς λύσιν τοῦ νοσήματος , ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ εὔχρουν γενέσθαι τὸ οὖρον μόνον . πολλάκις δὲ τὸ λευκὸν
5296475 μανιωδες
ἐξ ἀπόρων εὐπόρους ἀποφήναντες ; ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἀπερίσκεπτονἵνα μὴ μανιῶδες ἐπ ' ἀνδρῶν , οὓς ἡ Ἑλλὰς ἐθαύμασεν ,
. ἡ δ ' ἔνθεον σχάσασα : αὕτη ἀνοίξασα τὸ μανιῶδες στόμα αὐτῆς καὶ μαντικόν . δοκεῖ γὰρ ὁ αὐτὸς
5296026 ἐπιχεω
. , : κρωσσόν : παρὰ τὸ κρῶ , τὸ ἐπιχέω , γενόμενον ἀπὸ τοῦ † χέω † κερῶ κατὰ
ῥῆμα μονοσύλλαβον συγκοπὲν ἀπὸ τοῦ κερῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ἐπιχέω . καὶ ὡς παρὰ τὸ εἴρω , τὸ λέγω
5294624 προσαγαγῃς
παραπτόμενος ἐλαίου , ἔστι γὰρ ἐχέκολλον : ὕδωρ δὲ μὴ προσαγάγῃς : ποιεῖ πρὸς τὰ ἔναιμα καὶ θλάσματα τῆς σαρκός
δὲ ναῦς θείτω θεοῖς ἐναλίγκιον ἄνδρα φέρουσα , ἕως ἂν προσαγάγῃς αὐτὸν τοῖς λιμέσι τῷ λόγῳ , καταστρέψεις δὲ εἰς
5292650 στλεγγις
ἄντροις ἄλυχνος , ὥστε θήρ , μόνος . στλεγγιδοποιός , στλεγγίς , ἀποστλεγγίσασθαι , ἀπεστλεγγισμένος . ἔστι δὲ καὶ ἕτερόν
ἑστιῶνται . στίγων : ὁ στιγματίας . Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις . στλεγγίς : ἡ ξύστρα , καὶ στλεγγιζόμενος : ἀποξυόμενος .
5290602 προκαταλαμβανεται
σημεῖον , ὅτε οὗ ἐκκαλυπτικόν ἐστι , τὸ σημειωτόν , προκαταλαμβάνεται αὐτοῦ ; ἄλλως τε καὶ μαχόμενόν τι προσδέξονται οἱ
σημειωτοῦ ἢ συγκαταλαμβάνεται αὐτῷ ἢ ἐπικαταλαμβάνεται αὐτῷ : οὔτε δὲ προκαταλαμβάνεται οὔτε συγκαταλαμβάνεται οὔτε ἐπικαταλαμβάνεται , ὡς παραστήσομεν : οὐκ
5289458 ταρασσεσθαι
ταῦτα ἀσφαλῆ μοι ᾖ , τί ἔχω περὶ τὰ ἐκτὸς ταράσσεσθαι ; ποῖος τύραννος φοβερός , ποία νόσος , ποία
, εὐάλωτα , οἷς τισιν τὸν ὁπωσοῦν προσέχοντα πᾶσα ἀνάγκη ταράσσεσθαι , κακελπιστεῖν , φοβεῖσθαι , πενθεῖν , ἀτελεῖς ἔχειν
5284789 καρτερω
, ὅτι καλῶς ὑπείργασμαι καὶ ὑποθάλπομαι τὴν ψυχὴν , καὶ καρτερῶ τῷ ἔρωτι , καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἔβλαψεν ἄξιον θανάτου
: . . . τοῦτο παρὰ τὸ τλῶ , τὸ καρτερῶ , τλὸν καὶ ἆτλον : καὶ τροπῇ τοῦ τ
5280646 γηγενες
λήξεις εὑρισκόμενοι καὶ τὰς συγγενεῖς οἰκήσεις λαμβάνοντες : τὸ μὲν γηγενές τε καὶ γεῶδες φῦλον τὴν γῆν , τὸ δὲ
ἢ διὰ τὸ αὐτόχθονες εἶναι : καὶ γὰρ τὸ ζῶον γηγενές ἐστιν ἐνέρσει κρωβύλον : ἢ ἐν εἰσέρσει ἢ ἐν
5278485 κατασβεσαι
τῶν ἔργων Πυθαγόρας μὲν σπονδειακῷ ποτὲ μέλει διὰ τοῦ αὐλητοῦ κατασβέσαι τοῦ Ταυρομενίτου μειρακίου μεθύοντος τὴν λύσσαν , νύκτωρ ἐπικωμάζοντος
ἐν τούτοις οἷς μέλλει ἔδεσθαι , ὅσον μόνον τὴν δυσχέρειαν κατασβέσαι τὴν ἐπὶ ταῖς αἰσθήσεσι ταῖς διὰ τῶν ῥινῶν γιγνομένην
5272593 μαλακισθηναι
καὶ διὰ τοῦτο τὸ αἰτίαμα ὕστερον φεύγειν ἐκ Σπάρτης δόξαντας μαλακισθῆναι , καὶ τοὺς πολεμίους φθάσαι τῇ προσμείξει , καὶ
ὑπὲρ Καλάνου ἐχρῆν εἰπεῖν ἐν τῇ περὶ Ἀλεξάνδρου συγγραφῇ : μαλακισθῆναι γάρ τι τῷ σώματι τὸν Κάλανον ἐν τῇ Περσίδι
5271924 ἠνιαθη
καὶ τὸ πραχθὲν μαθοῦσα οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τῷ τῶν τέκνων ἠνιάθη θανάτῳ ὅσον ἐπὶ τῷ τῆς ἀμύνης ἀπόρῳ : χερσαία
, . Ἀντίλοχος δὲ κατέστυγε μῦθον ἀκούσας : κατεστύγνασεν , ἠνιάθη . . τὸν μὲν δακρυχέοντα πόδες φέρον : ἡ
5271547 χαλεπηνῃ
δ ' ἐποπίζεο μῆνιν , μή πώς τοι μετόπισθε κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ . ” ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κρατὺς Ἀργεϊφόντης :
γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ ' ἀπαρέσσασθαι ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
5269956 εὐγεων
' εἴη ταῖς προσόδοις δυσχωρία μηδαμῆ , ἀλλὰ τὴν ἑτέρων εὔγεων ἡ τῇδε ἄσπορος νικῴη . ἔπρεπε δ ' ἄρα
χειμερίῳ ἀροῦσί τε καὶ σπείρουσι : καὶ γάρ πως καὶ εὔγεων χῶρον κεκλήρωνται . εἶτα ὑπαρχομένου τοῦ ἦρος , τῶν
5268041 ἀοσμον
ἧττον τὰ ὑδατώδη . καὶ τῶν μεταλλευομένων δὲ χρυσὸς μὲν ἄοσμον , ἄχυμον γάρ , ὀσμώδη δὲ χαλκὸς καὶ σίδηρος
τῆς ἐν [ δὲ ] Ἑλλάδι οὐ γίνεται διὰ τὸ ἄοσμον . ἀπὸ δὲ ῥιζῶν τό τ ' ἴρινον ,
5264059 πισω
πιστόν ] Τὸ διὰ πόσεως , παρὰ τὸ πίω καὶ πίσω ῥῆμα . : κατεσκέλλοντο ] Κατεσκελεύοντο , κατεφθίνοντο .
πιστὸν , ἤτοι πινόμενον , ὅπερ ἐστὶν ἀπὸ τοῦ πίω πίσω . . κατεσκέλλοντο ] κατεσκελετοῦντο , κατεφθίνοντο . .
5263537 ϲμωμενον
καὶ ἀδίαντον μετὰ ῥοδίνου ἐπιχρι - όμενον , τήλεωϲ ἀφέψημα ϲμώμενον , μαλάχη λεία μετὰ αἰρίνου ἀλεύρου καταπλαϲϲομένη , μελίλωτον
καὶ λιβανωτὶϲ ϲὺν νίτρῳ καὶ ὕδατι , θέρμων πικρῶν ἀφέψημα ϲμώμενον , ϲικύου ἀγρίου ῥίζηϲ ἀφέψημα μονογενῶϲ ϲυκῆϲ φύλλα ϲὺν
5259203 σιελον
ταύτῃ μόνον , ἀλλὰ καὶ τῷ στόματι παντὶ παροχετεύει τὸ σίελον . οὔτε δ ' ἐκ τῶν ἀντιάδων οὔτε ἐκ
καταῤῥέον , καὶ βῆχά τε παρέχει λεπτὴν , καὶ τὸ σίελον πικρότερον ὀλίγῳ τοῦ ἐωθότος , καὶ ἄλλοτε θέρμη λεπτή
5258785 περιτιθεμενον
ἀπὸ κοινοῦ . τοῖς ἐμβόλοις : ἔμβολον χάλκωμα ὡραῖον , περιτιθέμενον κατὰ πρῴραν ταῖς ναυσὶν σφῶν : τῶν Συρακουσίων .
ἀποσπεῖσαι . Μύδρον . σίδηρον ἀργόν . Ἔμβολος . χάλκωμα περιτιθέμενον κατὰ πρώραν ταῖς ναυσίν . Ἐναγίζειν . τὰς χοὰς

Back