οἱ δὲ ἄλλοι φρύγανα ἐμβάλλουσι καὶ ξύλα , ὧν ἐπιβαίνων ἀνασπᾶται ῥᾳδίως . Πληγεὶς δὲ ὑπὸ βέλους , ἐλαίας πάσσων | ||
, ἐρημίας λαβὼν μισθὸν τὴν ἅλωσιν . καὶ ὃ μὲν ἀνασπᾶται , οἳ δὲ ἤδη θαρροῦσιν ὡς οὐχ ἁλωσόμενοι , |
κώμῃ : οἱ δὲ ἀνέβησαν παμπλήθεις Ἀρκάδες . ἐνταῦθα δὴ ἀντιπρόσωποι μὲν μαχόμενοι οἱ περὶ τὸν Ἰσχόλαον ἐπεκράτουν : ἐπεὶ | ||
ἑαυτῶν ἐμφαίνοιντ ' ἄν , ἄλλως τε καὶ εἰ εὐθὺς ἀντιπρόσωποι κεῖνται καὶ ταὐτὸ συμβαίνει πάθος ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἠχοῦς |
: αἱμύλος ὁ δόλις , ἢ πιθανός : αἱμὸς ὁ ὀβελίσκος , ἢ ὁ ἀδελφὸς , ἢ ὁ ὀδυρμός : | ||
ὀβελίσκοιν ἔχει : Εἰς ὀξὺ γὰρ λήγει ἡ κεφαλὴ ὡς ὀβελίσκος . ἀπολέψαντα χρὴ : Ἀντὶ τοῦ ἀφελόντα τὸ προσωπεῖον |
μέσον εὔτονον , διὸ πρίνινον τὸν γύην . ἐλύματι : ἔλυμα μέρος τι τοῦ ἀρότρου ἐν τῷ μέσῳ ἔνθα συμβάλλεται | ||
. δάφνης δ ' ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες . δρυὸς ἔλυμα , πρίνου δὲ γύην . βόε δ ' ἐνναετήρω |
δὲ ἐκεῖ καὶ νεύρων χονδρώδης σύνδεσμος καὶ ἐπάνω τούτων ἡ ἐπιγονατίς , ἥτις καὶ μύλη καλεῖται . αὕτη μὲν αὐτοῦ | ||
πλατὺ καὶ περιφερὲς ὀστοῦν , ὥσπερ φράγμα τοῦ γόνατος , ἐπιγονατίς τε καὶ κόγχη καὶ κόγχος καὶ μύλη , κατὰ |
τῶν ἀναγκέων ἐστὶν , εἰ ὁ μὲν τοῖχος , ᾗ ἐντέτμηται , ἢ τὸ ξύλον τὸ κατορωρυγμένον , ᾗ ἐντέτμηται | ||
ῥάχεως ἑνὸς ὀστοῦ τελευτὴ καὶ μέρος αὐτοῦ τῶν ὅλων . ἐντέτμηται δὲ ἄνωθεν εἰς ἀκάνθας ἀναιδεῖς , οἷαι τῶν πριόνων |
ἰαμβικὸν ἀκατάληκτον . 〛 Εὐριπίδης ὁμοίως τὰ Αἰσχύλου χορικὰ μέλη διεσπασμένως λέγει ἐξ ἄλλων καὶ ἄλλων δραμάτων . 〚 τοῦτο | ||
καὶ οἱ ἐτησίαι οὐ κάρτα ἔπνευσαν , καὶ οἱ πνεύσαντες διεσπασμένως . Τοῦ θέρεος καῦσοι ἐπεδήμησαν πολλοί : ἦσαν δὲ |
δεκάπηχυ πρὸς τὸ δεκάπηχυ , ἀλλά φησιν ἔχειν ὡς τὸ πεντάπηχυ πρὸς δεκάπηχυ : ὥστε ὁ μέν φησι τὸ ἴσον | ||
ἄλλως , ῥητὸν ἂν εἴη τὸ τοιοῦτον διάστημα πεντάπουν ἢ πεντάπηχυ , εἰ τύχοι : εἰ δὲ ὑπερβαίνει ἢ ἐλλείπει |
διαφορεῖται [ ] κατὰ τὸν χρόνον . τὸ δὲ ἰῶ ἰῶμαι ἰός , κριῶ κριός , ἀνιῶ ἀνία . Τὰ | ||
. ἰῶμαι καὶ σπλῆνα καὶ ὀρθόπνοιαν ἀνιγρήν , καὶ φθίσιν ἰῶμαι , σπασμὸν ἐνιστάμενον , καὶ σφαλερὴν πλευρῖτιν : ἀποπτύων |
δὲ κοίλην , πῆχυς μὲν κατὰ τὸν μικρὸν δάκτυλον , κερκὶς δὲ κατὰ τὸν μέγιστον : ἐμβαίνει δὲ τῇ κοιλότητι | ||
ταύτην ὁ βραχίων , καὶ διὰ τοῦτον ἡ πῆχυς καὶ κερκὶς , καὶ διὰ ταύτας ἄκρα χειρῶν . ταῦτα μὲν |
τὴν μέν : τὴν ἀμφίσβαιναν * ἁδρύνηται : αὔξηται , παχυνθῇ , αὐξηθῇ , παχυνθῇ αὐξάνηται ῥωμαλέος δὲ ἐκβαίνεται ῥωμαλέα | ||
. δεῖ οὖν , ἐὰν μὲν τὰ βλέφαρα ἅμα ἔνδοθεν παχυνθῇ , ἐκϲτρέφυντα παρατρίβειν κατὰ τὸ ἔθοϲ τοῖϲ τραχωματικοῖϲ κολλυρίοιϲ |
ἢ κοιλότητος κἀν ταῖς ἐξαρθρήσεσι διακριτέον τὸ πρὸς τοῖς κορωνοῖς ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα διὰ τοῦ κινεῖσθαι κατὰ τὴν διὰ τῶν | ||
ταρσοῦ , πάντα μεγαλομερῶς μὲν κατάγνυται , καυληδὸν , ἢ ῥαφανηδὸν , ἢ σχιδακηδόν . ἐπὶ λεπτὸν δὲ καρυηδὸν ἢ |
μεϲηγὺ τῶν ὄχθων ἔρρηκται , ὅκωϲ τὸν ῥινὸν ἐλέφαϲ . εὐρεῖαι δὲ φλέβεϲ , οὐ πλημύρῃ τοῦ αἵματοϲ , ἀλλὰ | ||
κόρυμβοι : ὄμμα τορόν , πυρσωπόν , ἐπισκυνίοισι δαφοινόν : εὐρεῖαι ῥῖνες , στόμα δ ' ἄρκιον , οὔατα βαιά |
: νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ , στῆ δὲ γνὺξ ἐριπών , τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός . Αἴας δ | ||
οὕτω τὰ τεταμένα νεῦρα . . . . ἔστη γνὺξ ἐριπών : ἡ διπλῆ , ὅτι ἔστη ἀντὶ τοῦ ἔμεινεν |
δασύς , ὃν οἱ Σειληνοὶ φοροῦσιν . κωμικὴ δὲ ἐσθὴς ἐξωμίς : ἔστι δὲ χιτὼν λευκὸς ἄσημος , κατὰ τὴν | ||
. ἔξω Γλαῦκε : χειμῶνα γὰρ σημαίνει ὁ θαλάττιος . ἐξωμίς : χιτὼν ἅμα τε καὶ ἱμάτιον : ἦν γὰρ |
ἡ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ , οἷς ὁμολογοῦσιν οἱ βαρύπυκνοι φθόγγοι διὰ τὴν τοῦ στοιχείου βαρύτητα καὶ συνάφειαν πρὸς | ||
εἰσιν ἑστῶτες , οἱ δὲ φερόμενοι , καὶ οἱ μὲν βαρύπυκνοι , οἱ δὲ μεσόπυκνοι , οἱ δὲ ὀξύπυκνοι , |
τῆς χειρὸς , παρὰ τὸ γύω , ἀφ ' οὗ γύον καὶ γύϊον . τὸ δὲ γύω , παράγωγον τοῦ | ||
, ἀφ ' οὗ γῆ , ἡ πάντα λαμβάνουσα . γύον οὖν καὶ πλεονασμῷ τοῦ αλ γύαλον . . . |
' αὐτῇ δέρμα , ὡς ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον τὸ πόσθης προῦχον . ᾧ δὲ τὴν πόσθην ἀπέδουν , τοῦτον τὸν | ||
κουφότεραί τε οὖσαι καὶ ναυτικωτέρων ἀνδρῶν , ταχυτῆτι καὶ ἐμπειρίᾳ προῦχον , αἱ δὲ Ῥωμαίων ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν |
δ ' ἐπὶ τῶν ἐξεχόντων , ὁποῖόν ἐστιν ἰσχίον καὶ πτέρνα : ἐπεὶ δ ' ἐν ταῖς τοιαύταις θέσεσιν καὶ | ||
αὐτῷ τὸ μέγιστον ὀστοῦν τῶν ἐν ποδί , καλεῖται δὲ πτέρνα , τὰ μὲν περιφερῆ τοῦ ἀστραγάλου περιλαμβάνουσα , δύο |
ὑπὸ τῆς τῶν πάνυ ἐλαχίστων βαρῶν ὁρμῆς ἅτε δὴ πανταχόθεν ἀτρεμοῦσα καὶ ὥσπερ τὰ συμπίπτοντα ἐκδεχομένη . εἰ δέ γε | ||
, καὶ τὸ πνεῦμα εἰ μεθίησιν ἐξήτασεν . ἣ δὲ ἀτρεμοῦσα καὶ μάλα ἐγκρατῶς ἐντίθησίν οἱ τὸ κατὰ μικρὰ ἀδεές |
ὁ κεράστης πλάγιος καὶ ἐπίπλευρος ἕρπει . ὅτι πλοῖον ἡ τράμπις καὶ ὁ Λυκόφρων φησί τράμπις ς ' ὀχήσει καὶ | ||
δὲ ἀπὸ φωνήεντος , ὀξύνεται . βαρύνεται δὲ ταῦτα : τράμπις σάλπις πόλις κάλπις θέσπις πόρπις . ὀξύνεται δὲ ταῦτα |
λοβὸν ὠτὸς , εἶτ ' ἐπ ' ἰνίον ἐκεῖθέν τε μετωπιαία συντελεῖται : ὥστε τὸ μέσον ἡμιῤῥομβιαῖον εἶναι . τὸ | ||
, εἶθ ' ὑπὸ λοβοὺς ὤτων ἐπὶ ἰνίον , εἶτα μετωπιαία . Κεφ . λβʹ . Ἡ μεσότης κατ ' |
Καὶ μὴν τίνα τε ἀσθενῆ τῶν ἐν αὑτοῖς καὶ τίνα ῥωμαλέα καὶ δυσπαθῆ συναισθάνεται τὰ ζῶια . Ταύτηι καὶ ταῦρος | ||
τιμωρίας ἀπέλιπον . Ἔπεμψά σοι τῶν Δεκελειᾶσι προβάτων ἀποκείρας τὰ ῥωμαλέα τοὺς πόκους : ὅσα γὰρ ψώρας ὑπόπλεα , ταῦτα |
δεύτερον τῶν παραλληλογράμμων , τὸ τρίτον τὴν κοινωνίαν αὐτῶν . Σημεῖόν ἐστι οὗ μέρος οὐθέν . Ἀπὸ τῶν συνθέτων ἐπὶ | ||
οὖν ἐστι τὸ κριτήριον καὶ διὰ τοῦτο ἡ ἀλήθεια . Σημεῖόν τε οὐκ εἶναι : εἰ γάρ ἐστι , φασί |
βλεφάρων καλύπτεϲθαι : ἐνίοτε δὲ καὶ μέχρι μήλων καὶ ὀφρύων προπίπτει . καὶ μάλιϲτα τοῦτο ϲυμβαίνει ταῖϲ ἐξ ὑψηλῶν καταπτώϲεϲιν | ||
ἐπιφέρει καὶ ἀδύνατον , ὅπου μέμυκε τὸ στόμιον καὶ οὐδὲν προπίπτει τοῦ χορίου μέρος . τὰ δὲ ὑποθυμιάματα δριμύτητι τὴν |
- ται δὲ τῆς λίμνης ἐπ ' ὀλίγον μὲν οἱ Ῥαιτοί , τὸ δὲ πλέον Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί . . | ||
πόλις μεταξὺ Σκυθίας καὶ Ὑρκανίας . τὸ ἐθνικὸν Ῥαιαῖος . Ῥαιτοί , Τυρρηνικὸν ἔθνος . Ῥάκηλος , πόλις Μακεδονίας . |
. . ἅλυσις : παρὰ τὸ λύω λύσω λύσις καὶ ἅλυσις , ἄλυτός τις οὖσα . ἢ ὅτι ἄλλη ἄλλης | ||
Σοφισταῖς Πλάτων ὀθόνιον πρόσωπον , καὶ κλῳὸς καὶ κλοιὸς καὶ ἅλυσις καὶ μονάλυσις . ἡ δὲ ἅλυσις οὐ μόνον ἐπὶ |
δ ' ὅπου μὲν ἀρχαὶ δύο , ὅπου δὲ μία ἀγκύλη . Ἐπεὶ πολλάκις ἐκ τῶν εὐτόνων σωμάτων σφοδρᾶς τάσεως | ||
μὲν ἀρχαὶ τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ διακρατοῦνται , ἡ δ ' ἀγκύλη διὰ τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἀνακλασθεῖσα ταῖς ἀρχαῖς ἐπιτίθεται . |
τῇ τῶν ἀρχῶν ἐναλλαγῇ ὡς ὑπὸ τοπικοῦ ἅμματος κρατηθῇ ὁ τελαμών . τούτων δὲ τῶν ἀρχῶν καθειλκυσμένων , τοῦ πλατυτέρου | ||
, ταλαμών , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ε , τελαμών . Τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβει . παρὰ τὸ θέρω |
ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς ἐν Δαναΐσιν Ἀριστοφάνης | ||
διεστραμμένοι . Ἐχθομένη : μισουμένη , μεμισημένη . σκολόπενδρα : ψαλίς . ὀσμύλος : μοσχίτης . αὐτοί : οὗτοι . |
ἔτι ὄντος τοῦ κατὰ γαστρὸς καὶ ἀσφαλῶς προσεχομένου καὶ μήπω χάλασμα πολὺ τοῦ χορίου μηδὲ διάτασιν [ τοῦ ] εἰληφότος | ||
τὸ ἐκ τῶν σανίδων , θύραι τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ καὶ χάλασμα τῆς θύρας . κομιδῆ μὲν περισπωμένως ἐπίῤῥημα σημαῖνον τὸ |
τῆς ἀνέμου πνοῆς ἐκ παντὸς εἴδους ἀναδιδόμενος ῥύπος ἀκαθαρσίας . ἀφυσγετός : συρφετὸς , ῥῦπος , καὶ ἰλύς . ἐξ | ||
ἀφυλίσαι ' . . . . ἀφυσγετόν : τὸ ἰλυῶδες ἀφυσγετός ' . . . . ἀφύη : ἰχθύδιον μικρόν |
ἢ δακνώδους μετέχοντα ποιότητος , ἤδη τυχόντα ὕλης , καὶ νύσσει τε καὶ διερεθίζει τὴν αἴσθησιν , τὴν διαφόρησιν ἐπισπεύδοντα | ||
ἀπείρως ἐμβρυουλκουμένου τοῦ ἐμβρύου ἀποσπῶνται σάρκες καὶ τὰ γυμνούμενα ὀστέα νύσσει τὴν μήτραν . παρὰ δὲ τὰ δι ' ὧν |
. Φέρω τὸ ἄγω , καὶ φέρω τὸ ὑπομένω . Γράφεται ἡ αὔξη καὶ ἡ αὔξησις . Τὸ ἐνοχλῶ καὶ | ||
Ὥσπερ εἰς κῦμα κωφὸν λέγων . * : γνώμην ] Γράφεται γνώμη , καὶ συντάσσεται οὕτως : μὴ εἰσελθέτω σε |
; δότε μοι ξίφος ὅπως τάχιστ ' , ἢ πινάκιον τιμητικόν . ἅνθρωπος οὗτος μέγα τι δρασείει κακόν . μὰ | ||
καὶ τὰς μακρὰς λεγομένας εἷλκον : ἐν τοῖς ἐπάνω . τιμητικόν : καταδικαστικόν : ὅπου τὴν μακρὰν χαράσσοντες κατεδίκαζον , |
ὑποχόνδρια , ἀλγέει δὲ καὶ πᾶσαν τὴν γαστέρα , καὶ πεφύσηται , καὶ λύζει , καὶ πυρετοὶ ἐπιλαμβάνουσιν . Γίνεται | ||
, ἀπὸ τοῦ οἰδαίνω ἐξογκῶ : ἀνεγείρεται γὰρ καὶ οἷον πεφύσηται ἐν τοῖς ὕδασιν . Νεφέλην : νέφος . ἰοειδέα |
τὸ ἀκρωτήριον . τὸ δὲ ἑξῆς : ἔνθα Λαμπέτης Ἱππωνίου πρηῶνος κέρας σκληρὸν εἰς Τηθὺν νένευκεν ἤγουν εἰς τὴν θάλασσαν | ||
ἔχων μέρος τοῦ τείχους αὐτῆς : τὰ γοῦν ὄπισθεν τοῦ πρηῶνος κτήματα ἔτι νυνὶ λέγεται ἐν τῇ Ὀπισθολεπρίᾳ : Τραχεῖα |
ἐν Κρήτῃ Βοίβη τῆς Γορτυνίδος . καὶ ἐν Μακεδονίᾳ λίμνη Βοίβη . τὸ ἐθνικὸν τῆς Βοίβης Βοιβεύς καὶ Βοιβηίς θηλυκόν | ||
: σεσημείωται βοικία , ἡ θεράπαινα : βοικεῖ γαμήσκει : Βοίβη λίμνη καὶ πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ : Βοιωτὸς τὸ ἔθνος |
, ἀκίνητον , ἢν λαλῇ : βλέφαρον οὐκ ἐπίτροχον : ὀφθαλμὸϲ ἀτενήϲ : ἀναίϲθητοϲ ἡ ἁφή . τὰ δὲ ὑγιέα | ||
ἢ χαλωμένων : προπίπτει γὰρ ἐπ ' ἐνίων ὅλοϲ ὁ ὀφθαλμὸϲ εἰϲ τὸ ἐκτόϲ , ὡϲ μὴ δύναϲθαι ἔϲω τῶν |
δὲ φθαρῇ τὰ τῶν ὀστέων πέρατα ἑκατέρωθεν , περιτιτράσθω καὶ ἐκκοπτέσθω . ἐκ πληγῆς δὲ τῆς διαστάσεως γεγενημένης , ἀνυπερθέτως | ||
, ἑκατέρωθεν περιτιτράσθω τῷ τρυπάνῳ τὸ τῆς κεφαλῆς ὀστοῦν καὶ ἐκκοπτέσθω , καὶ τῇ πυοποιῷ ἀγωγῇ θεραπευέσθω , ὡς ἐπὶ |
ἂν οἶς ποτε τέκοι . καὶ τοῖς μὲν προβάτοις αἱ οὐραὶ πρὸς τὸν πόδα τέτανται , αἱ δὲ αἶγες μηκίστας | ||
εὐνήν , ἡ δ ' ἐπιτερπέσθω πολιοκροτάφοισι γέρουσιν , ὧν οὐραὶ μὲν ἀπήμβλυνται θυμὸς δὲ μενοινᾷ . ἐπεὶ δὲ ἧκεν |
] διὰ φήμης σώζοιέν σε . κληδόνες ] εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην | ||
θανών . [ παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι : φελλοὶ δ ' ὣς ἄγουσι δίκτυον , τὸν ἐκ βυθοῦ |
καθίϲτανται . καθίϲαντεϲ τοίνυν τὸν ἄνθρωπον πρὸϲ αὐγὴν ἡλίου καὶ χαίνειν κελεύϲαντεϲ ὑπηρέτου διακρατοῦντοϲ τὴν κεφαλὴν ἑτέρου τε τῷ γλωϲϲοκατόχῳ | ||
οὐδ ' ἄν γε χρυσίου λέγῃ . εἴρηται παρὰ τὸ χαίνειν χάνη καὶ ἀχάνη τοῦ α ἐπιτατικοῦ νοουμένου , ὡς |
* ) ὅτι καὶ θηλυκὸν λέγεται . τ , . σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες . * ) [ ἡ διπλῆ | ||
τὸ ] ἔτρεχον , ὡς ἐκεῖ ” οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγόν ” . . γ . ἔνθ ' ἤτοι |
αἰδοίου . παρουλὶς οὔλων ἀπόστασις , ἐπουλὶς ὑπὸ τὸν σωφρονιστῆρα ἐπίφυσις . ὑπογλωττὶς ἀπόστασις ὑπὸ γλώττῃ . αὖον ἀπόστασις περὶ | ||
: ἡ μέντοι τῷ στελέχει τε καὶ τοῖς κλάδοις αὐτοῖς ἐπίφυσις ὀχθώδης , ἣν ἔνιοι μυρτίδα καλοῦσιν , εἰς ὅσον |
ὀσφραντῶν αἰσθητήριον , ἀλλ ' ἡ ἐντὸς μαστοειδὴς τοῦ ἐγκεφάλου ἀπόφυσις , οὐδὲ τὸ οὖς ἀκουστικὸν πρῶτον , ἀλλ ' | ||
κεφαλὴ διαρθροῦται . ἔστι δὲ καὶ ἄλλη τις ταύτης ἔσωθεν ἀπόφυσις ὀξεῖα καὶ σμικρά : καλοῦσι δ ' αὐτὴν οἱ |
δὴ τοῦ πρῶτος τῶν ἱππέων ἐλαύνειν : καὶ γὰρ οἱ ἱπποτοξόται τούτου γε ἀξιοῦνται : προελαύνουσι γοῦν καὶ τῶν ἱππάρχων | ||
δὴ δορατίοις ἀκροβολιζόμενοι Ταραντῖνοι ὀνομάζονται , οἱ δ ' ἕτεροι ἱπποτοξόται . καὶ αὐτῶν δὲ τῶν Ταραντίνων οἳ μὲν αὐτὸ |
ἀλλ ' οὐκ ἐκεῖνα . Ἀληθῆ μοι φαίνῃ λέγειν . Ἔχε δὴ πρὸς Διός : τὰ δὲ ὀνόματα οὐ πολλάκις | ||
τῷ ἡλίῳ μηδέποτε ἐξισταμένῳ μηδὲ εἰς τὸ παλίσκιον παραχωροῦντι . Ἔχε δὴ αὐτόθι . Μὴ ἀποκρινούμεθα σού πη δικαιότερον , |
. καὶ ἔνθεν αὖ ἐν στόματι ἄλλου ποταμοῦ ὁρμίζονται , διεκπλώσαντες σταδίους ἐς ὀκτακοσίους : Σιτακὸς ὄνομα τῷ ποταμῷ ἦν | ||
πρώτην φυλακὴν ἄραντες καταίρουσιν ἐς Κύιζα , ἐς ὀκτακοσίους σταδίους διεκπλώσαντες , ἵνα αἰγιαλός τε ἔρημος ἦν καὶ ῥαχίη . |
εὐφυεῖς ἄνδρας δηλοῦσιν , οἱ δὲ στενοὶ καὶ προμήκεις καὶ κυρτοὶ ἀναισθήτους καὶ θηριώδεις , οἱ δὲ σκολιοὶ [ καὶ | ||
κατόπιν κάμπτεται . ἢν δὲ ἐϲ τὸ ἔμπροϲθεν ἕλκωνται , κυρτοὶ μὲν τὰ νῶτα : ἐπ ' ἶϲον τοῖϲι μεταφρένοιϲι |
ἦχον τινὰ ἐκ τούτου ἀποτελῇ , ὁ τοιοῦτος ἦχος ἢ τρισμὸς κλαυσιᾷν λέγεται . . τουτί τί ἦν : Ὃ | ||
ἀφωνία , βαρύπνοια , κατάληψις αἰσθήσεως , συνέρεισις ὀδόντων καὶ τρισμὸς σπασμώδης συνολκή τε τῶν ἄκρων , ὑποχονδρίων | μετεωρισμός |
. ἐδέατρος δὲ ὁ προγεύστης , παρὰ τὰ ἐδέσματα . ἐμβάδες καὶ ἐμβάται διαφέρει . ἐμβάδες μὲν γὰρ τὰ κωμικὰ | ||
ἔνιοι δ ' αὐτὰς τῶν ποιητῶν καὶ ἁρπίδας ὠνόμασαν . ἐμβάδες : εὐτελὲς μὲν τὸ ὑπόδημα , Θρᾴκιον δὲ τὸ |
καὶ ἀρθμός . . , : σκάφος : παρὰ τὸ σκάπτω , ὃ δηλοῖ τὸ κοιλαίνω , εἴρηται . . | ||
τῇ συνεχεῖ κινήσει τῶν βλεφαρίδων . Σκάφος . παρὰ τὸ σκάπτω , δηλοῦν καὶ τὸ κοιλαίνω . Στραβός . παρὰ |
διὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ ἔρωτος . ἀκραέος : τοῦ ἄκρως φυσῶντος ἢ εὐκραοῦς , καλοῦ καὶ ἀμιγοῦς ἢ ἠρέμα πνέοντος | ||
ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος ἀντὶ τοῦ σοβαρῶς καὶ |
καὶ ὁρμήθη ὄρεϊ νιφόεντι ἐοικὼς κεκλήγων , διὰ δὲ Τρώων πέτετ ' ἠδ ' ἐπικούρων . οἳ δ ' ἐς | ||
δῆμον . . . . τοῦ γ ' ἰθὺ βέλος πέτετ ' , οὐδ ' ἀπολήγει . . . εἰς |
ὡς ἀγοραῖον Ἀριστοφάνης ἔφη . Βαβυλωνίων δ ' ἐστὶν ὁ καυνάκης . ἡ δὲ μανδύη ὅμοιόν τι τῷ καλουμένῳ φαινόλῃ | ||
, ὕφασμα μαλλοὺς ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους . “ καυνάκης ἐστὶ περσικὸν ἱμάτιον ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλλούς |
: τοῦ περιφεροῦς : καὶ κοίλην λέγει τὴν ἀσπίδα . κοιλογάστορος ] νειόθεν . κοιλογάστορος ] ἤγουν τῆς ἀσπίδος τὸ | ||
δὲ ἔσω κοιλαίνεται . κοιλογάστορος ] ἤγουν τῆς ἀσπίδος . κοιλογάστορος ] τῆς ἀσπίδος τῆς ἐχούσης γαστέρα κοίλην . κοιλογάστορος |
καὶ ῥιπτασμοί , ἀναισθησίαι τε καὶ ἔμετοι , καὶ ὀφθαλμῶν κοιλότητες , καὶ μετρίως κεχηνὸς στόμα καὶ ἄλλα τοιαῦτα , | ||
τὰ πλατέα τῶν γομφίων , ὁλμίσκοι δὲ καὶ φάτναι αἱ κοιλότητες τῶν γνάθων , εἰς ἃς ἐμπεπήγασιν οἱ ὀδόντες . |
θύραις θάσσει ; τουτὶ καὶ δὴ χωρεῖ τὸ κακόν . κλῇθρα χαλάσθω τάδε . καὶ δὴ γὰρ σχήματος ἀρχὴ μᾶλλον | ||
' ὁ τλήμων ἔν τινι σχολῇ κακοῦ ; Βοᾷ διοίγειν κλῇθρα καὶ δηλοῦν τινα τοῖς πᾶσι Καδμείοισι τὸν πατροκτόνον , |
ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος ἐντετυπωμένης ἐν τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ | ||
ὀιστοδόκη ὀιστοθήκη γωρυτός φαρετρεῶνες , καὶ τῆς ἀσπίδος τὸ ἔλυτρον σάγμα , καὶ τοῦ κράνους ἡ θήκη λοφεῖον , δόρατα |
πάντα , τὰ μὲν πάρος , ἄλλα δ ' ὀπίσσω τείνεται , ὠκεανοῖο νέον ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες ἀμφότεροι : τά | ||
τοῦ τείχους . ὀλίγου ] διαστήματος . Ξ τείνει ] τείνεται . τείνει ] φαίνεται . τείνει ] παθητικόν . |
τοῦ μηροῦ , ὥστε ἀνέῳκτό μοι κατ ' ἐκεῖνο ὁ μηρὸς τῇ ῥάβδῳ : ὁ δὲ ἀεὶ τὸ τραῦμα ἔπαιεν | ||
τὸ εὐμετάβλητα καὶ δυσέμβλητα εἶναι τὰ ἄρθρα . ἐνίοις γὰρ μηρὸς ἐμπίπτει ἀπ ' οὐδεμιῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' ὀλίγης |
. Κυνάγχη ἐστὶ φλεγμονὴ τῶν ἔνδον μυῶν τοῦ λάρυγγος : λάρυγξ δέ ἐστι τὸ στόμα τῆς ἀρτηρίας , ὅθεν ἀναπνέομεν | ||
ἡ μὲν ἔξωθεν λέγεται φάρυγξ , ἡ δὲ ἔσω λέγεται λάρυγξ . Φωνητικὰ ὄργανα ταῦτα : γαργαρεών , λάρυγξ , |
, : θρυλίχθη : ὁ μὲν Ἀπίων συνεθραύσθη : ” θρυλίχθη δὲ μέτωπον ” . ἔνιοι δὲ παρεσύρθη , τινὲς | ||
θρόνα ἄνθη : “ ἐν δὲ θρόνα ποίκιλλε . ” θρυλίχθη ὁ μὲν Ἀπίων συνεθραύσθη : “ θρυλίχθη δὲ πρόσωπον |
θηρίων αἱ ἄρκτοι τίκτουσαι φωλεοῖς ἐπικάθηνται . φωλάδες : αἱ κατάστικτοι . Ἀρέθοισα : κρήνη ἐν Συρακούσαις . φασὶ διὰ | ||
ἄρα : δή . Ἀλωπεκίαι : πανοῦργαι . ποικίλοι : κατάστικτοι . ἴκελα : ὅμοια . Φορβή : γράφεται καὶ |
τὸ πας βραχὺ καὶ οἰκεῖον τῷ μέτρῳ φλογῶπας ] καυστικάς ἡλιοστιβεῖς ] ἔνθα ὁ ἥλιος στίβει καὶ διατρίβει πόντον ] | ||
Τάναϊν τῆς Ἀσίας καὶ Εὐρώπης ὁρισμόν . . φλογῶπας , ἡλιοστιβεῖς ] ἤγουν πρὸς τὴν ἀνατολὴν , ἔνθα βαδίζει ὁ |
μήρυμα ἀναλύεται καὶ ἀνέλκεται : μηρύω δὲ τὸ κουβαρίζω . μαρύεται : ἐπίκειται , ἐπιγέγραπται , κατὰ κύκλον ἔρχεται . | ||
μαρύεται : ἐπίκειται , ἐπιγέγραπται , κατὰ κύκλον ἔρχεται . μαρύεται : κλώθεται . μαρύεται : ἐξήπλωται , ἐπικέχυται , |
, ἡττῶνται Καινιναῖοι καὶ Ἀντεμνᾶται , Κρουστουμῖνοι , Σαβῖνοι , Φιδηνᾶται , Βέειοι . Συνοικίαι δὲ ἦσαν αὗται , καὶ | ||
Βεείοις καὶ τῷ τούτων βασιλεῖ Τολουμνίῳ . Βέειοι δὲ καὶ Φιδηνᾶται , καθάπερ ἐν τοῖς πρόσθεν εἴρηται , τῆς Ῥώμης |
κατάγματος στεγνότερον ὑποπίπτει καὶ σκόλοπι παραπλησίως νύσσει τὸ σύγκριμα : ἀλφιτηδὸν δέ , πολλάκις καὶ ἀνωμαλία τοῖς δακτύλοις ὑποπίπτει . | ||
πέραϲ μηνοειδήϲ : ἡ δὲ αὐτὴ καὶ καλαμηδὸν λέγεται . ἀλφιτηδὸν δέ ἐϲτι ῥῆξιϲ ὀϲτέου πολυμερὴϲ εἰϲ λεπτά : ἡ |
ἐμπέσῃ τὸ καταπληκτικὸν θηρίον ἢ ἐπιβάλῃ . * ὑποζοφόωσα : σκοτώδης * ἄκροθεν οὐρή : κατὰ τὸ ἄκρον ἡ οὐρά | ||
. ὁ μὲν γὰρ ἥλιος φαεινός , ὁ δὲ ἀὴρ σκοτώδης καὶ ἐναντίος τούτου ἐστίν . ἣν Ὕδραν , ἤγουν |
μὲν λέγουσι τὰ γεγονότα . ἐνδύματα ἀμόργινα . ἔστι δὲ ἄμοργις καὶ ἡ τοῦ ἐλαίου ὑποστάθμη καὶ ἡ τοῦ οἴνου | ||
. τῆς ἀμόργιδος : Τῆς λινοκαλάμης . ἔστι δὲ ἡ ἄμοργις ὅμοιον ἀλεπίστῳ λίνῳ . περιλεπίζουσι δὲ αὐτὸ καὶ ἐργάζονται |
Παλαιστίνῃ τριηκοσίας , ὧδε ἐσκευασμένοι : περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυνέας εἶχον ἀγχοτάτω πεποιημένας τρόπον τὸν Ἑλληνικόν , ἐνδεδυκότες δὲ | ||
μὲν σάκε ' ἔξελε , τόσσα δὲ δοῦρα καὶ τόσσας κυνέας , χαλκήρεας ἱπποδασείας . † ) σημείωσαι καὶ ὅτι |
πλάτος τριπαλαιστιαῖον : ἔχει δὲ καὶ τὸ στόμα σιδηροῦν ὅμοιον ἐμβόλῳ προμήκει . Τὸ δὲ † σῶμα αὐλωτὸν † καὶ | ||
πρὸς Ἀσίαν εἰς ὀξὺ καὶ στενὸν παρατέταται , ὡς ἐοικέναι ἐμβόλῳ νηός . ἔμβολα γὰρ τὰ τῶν πλοίων ὀξέα , |
κατεσημαίνοντο . τάχα δὲ τῶν τοῦ δικαστηρίου μερῶν ἐστὶ καὶ κιγκλὶς καὶ δρύφακτος . ἔνιοι δ ' οἴονται καὶ ἀνάγκην | ||
θύρας οὕτω κλητέον , ἅς τινες δικλίδας φασίν . ἢ κιγκλὶς ἰδίως ἡ τρύπη , δι ' ἧς ἡ κλεὶς |
σκουταρίου πρὸς τὴν γῆν ἐπιρρέπει : διὰ τοῦτο εἶπεν τὸ προσηδάφισται . προσηδάφισται ] ὑπέστρωται . θ προσηδάφισται ] προσεζωγράφηται | ||
περιγέγραπται . προσηδάφισται ] ἡ λέξις αὕτη κατὰ φιλοσόφους . προσηδάφισται ] ἤτοι ἕως τοῦ τέλους : τὸ τέλος γὰρ |
παρακλήσεώς τι παρέχειν βουλόμενος . κάλλαια μὲν οἱ τῶν ἀλεκτρυόνων πώγωνες : κάλλη δὲ τὰ ἄνθη τῶν βαμμάτων . κόρδαξ | ||
ἐν ταῖς Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνους . καὶ πωγωνίας δέ , καὶ πώγωνες αἱ ἀκίδες παρὰ τοῖς ποιηταῖς , καὶ παρ ' |
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον | ||
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς |
. ὁ μὲν δὴ γύης πρίνινος ἔστω : ὁ δὲ ἱστοβοεὺς ἢ δάφνινος ἢ πτελέϊνος : οὕτω γὰρ ἄσηπτος ἔσταιτὸ | ||
, ἐξ οὗ καὶ ἔλυτρον τὸ περικάλυμμα . ἱστοβοῆι : ἱστοβοεὺς λέγεται παρ ' ἐνίοις καὶ τὸ μετὰ τὴν ἐχέτλην |
χρυσοῖ δὲ κίονες πεντήκοντα κατεῖχον αὐτήν , οἱ δὲ ὑπερτείνοντες οὐρανίσκοι διάχρυσοι ἦσαν . καὶ πρῶτοι μὲν Πέρσαι φʹ μηλοφόροι | ||
κλινῶν ἑκατόν : χρύσεοι κίονες ὑπετίθεντο αὐτῇ πεντήκοντα : ὑπερτείνοντες οὐρανίσκοι διάχρυσοι , ποικίλμασιν ἐκπεπονημένοι , τὸν ἄνω τόπον ἐσκέπαζον |
καὶ ὅτι πολλά . Τημένεω ἀδελφιδῆ πνευματώδης , ὑποχόνδρια καὶ ἐντεταμένα ἐφάνη διὰ χρόνου : εἰ δὲ καὶ εἶχέ τι | ||
ὅ τε γὰρ ἰϲθμὸϲ ϲυνερείδεται καὶ τὰ παρίϲθμια ϲκληρὰ καὶ ἐντεταμένα ἐόντα οὐ ξυμπίπτει ἐϲ τὴν ἔνθλιψιν τοῦ καταπινομένου . |
θεραπεύομεν , ὥσπερ εἴρηται ἀνωτέρω τὴν φλεγμονήν . λέγεται δὲ χήμωσις κυρίως , ὅταν τὸ λευκὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ φλεγμαῖνον ὑψηλότερον | ||
ἐπιφορὰ , φλεγμονὴ , οἴδημα , ἐμφύσημα , σκίῤῥωσις , χήμωσις , ἄνθραξ , στραβισμὸς , σπασμὸς , παλμὸς , |
] ὀξύθυμοι καὶ πρὸς μάχην καὶ φόνον θερμότατοι . θ ὀξυκάρδιοι ] τολμηροὶ καὶ ἀκάθεκτοι , ὀξέως καὶ ἀσκέπτως κινούμενοι | ||
ἐκεῖνος δὲ τούτου , καθάπερ καὶ πρόσθεν ἐγένετο . θ ὀξυκάρδιοι : ὀξύθυμοι ὄντες ἐμοιρήσαντο καὶ διενείμαντο τὰ κτήματα ὥστε |
κοινωνοῦντες . ἄρηα : εἰς . Θήγονται : ἀκονοῦνται . ἀκίδες : ξίφη , μάχαιραι , ἅρπαι . Ἅρπαι : | ||
ὄγκαιον : ἀγγεῖον πλεκτὸν οἷον σπυρίς , ἐν ᾧ αἱ ἀκίδες τῶν βελῶν , αἳ καὶ ὄγκοι . ὀγκίαν : |
τὰ ἐπιῤῥιγώσαντα ἐκ τουτέων , κακά . Ἐμέσματα ἄκρητα , ἀσώδεα , πονηρά . Τὸ καρῶδες ἆρά γε πανταχοῦ κακόν | ||
, ἐξαίφνης παρακρούσαντα ἀλυσμῷ , αἱμοῤῥαγικά . Τὰ κωματώδεα , ἀσώδεα , ὀδυνώδεα ὑποχόνδρια , θαμινὰ σμικρὰ πτύοντα , τὰ |
Λάρκος : Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Καλλιππίδην . λάρκος ἐστὶ φορμὸς εἰς ὃν ἄνθρακας ἐνέβαλλον . κέχρηνται τῷ ὀνόματι ἄλλοι | ||
ὡς ἐν τοῖς Δημιοπράτοις πέπραται . ἦ που δὲ καὶ φορμὸς τῶν γεωργικῶν , καὶ γαῦλοι καὶ σκαφίδες , καὶ |
μακρός . Ῥῆτραι . συνθῆκαι διὰ λόγων . Ῥικνόν . ἐπικαμπὲς ἢ ῥυσόν . Ῥυμβεῖν . ῥομβεῖν . τοῦτο δὲ | ||
ἐπ ' ἄκρων δ ' ἄνθος λευκόν , ὑποπόρφυρον , ἐπικαμπὲς καθάπερ σκορπίου οὐρά : ῥίζα δὲ λεπτή , ἄχρηστος |
ἐργαστέον , ἔχρισα μὲν κατ ' οἶκον ἐν δόμοις κρυφῇ μαλλῷ , σπάσασα κτησίου βοτοῦ λάχνην , κἄθηκα συμπτύξας ' | ||
τὰ ἄγκιστρα , καὶ ἕκαστον ἄγκιστρον δέλεαρ φέρει Λακαίνης πορφύρας μαλλῷ κατειλημένον , καὶ πτερὸν μέντοι λάρου ἑκάστῳ ἀγκίστρῳ προσήρτηται |
: ἔπεμψε δὲ τὴν Ἀπρίου θυγατέρα Νειτῆτιν ὁ δὲ Ἀπρίας ἐκπεπτώκει τῆς Αἰγυπτίων βασιλείας διὰ τὴν γενομένην ἧτταν πρὸς Κυρηναίους | ||
: [ τοἷσιν ] δὲ εἰς τὸ ὄπισθεν ὁ μηρὸς ἐκπεπτώκει , τὰς μὲν κατατάσιας καὶ ἀντιτάσιας οὕτως δεῖ ποιεῖσθαι |
ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις χωρίοις . Ὄνυξ πῶμά ἐστι κογχυλίου ὅμοιον τῷ τῆς πορφύρας , εὑρισκόμενον | ||
κέρδος δηλοῦσιν ἀπροσδόκητον : δούλῳ εὐφρασίαν , παρθένῳ μνηστείαν . Ὄνυξ τοῦ μικροῦ δακτύλου τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἐὰν ἅλληται ἢ |
, ὥσπερ τὰ πράγματα , τὰ δὲ καὶ ἐξαγγέλλουσι καὶ ἐξαγγέλλονται , ὥσπερ τὰ νοήματα καὶ αἱ φωναί . ἐξαγγέλλουσι | ||
φωνῶν καὶ τῶν γραμμάτων , ἐξαγγέλλουσι μὲν τὰ πράγματα , ἐξαγγέλλονται δὲ ὑπὸ τῶν φωνῶν καὶ τῶν γραφομένων . πάλιν |
, ἡμιθωράκια . μαχαιροποιός , μαχαιροπωλεῖον μαχαιροπώλης , μάχαιρα , μαχαιροφόροι , μαχαιρίδες . τοξοποιός τοξοποιία , τόξον , τοξότης | ||
κεκράμενος οἶνος οἷος δήποτε ὕδατι ψυχρῷ . διηκόνουν δὲ ἄνδρες μαχαιροφόροι καὶ σιωπὴ ἦν εὔτακτος . ἐν δὲ τῇ Ῥωμαίων |
ἐπώνυμον αὐδηθῆναι . Οἷοι ἐπιθύουσι βοῶν λίες . κάπροι τε λίες τε . Εὔμολπος Δόλιχός τε καὶ Ἱπποθόων μεγάθυμος Ἢ | ||
, οἳ δὲ Ποσειδάωνος ἐπώνυμον αὐδηθῆναι . Οἷοι ἐπιθύουσι βοῶν λίες . κάπροι τε λίες τε . Εὔμολπος Δόλιχός τε |
ἐς τὰ προάστεια φέρουσιν , θέμενοι δὲ αὐτὸν καὶ τὸ φέρτρον τῷ ἐκόμισαν , ὕπερθε λίθοις βάλλουσιν , καὶ τάδε | ||
ἀλλήλων . . κείμενον ἐν φέρτρῳ : ὅτι ἅπαξ τὸ φέρτρον : ἔστι δὲ φορεῖον . . πάντας γὰρ ἔχε |
πεπαλαγμένον ἄζῃ , ἀντὶ τοῦ κεχρωσμένον ὑπὸ μελανίας . * περιστιγές : καὶ ἔχον γραμμάς αἰθαλέη δὲ ἤγουν τεφρώδης . | ||
δὲ τοῦ πεπιλημένου δηλωθήσεται τὸ στερεόδερμον τοῦ θηρίου . * περιστιγές : κατάστικτον * ἔρφος : δέρμα στέρφος δερῶν * |
. “ ἁλσὶ ] ἐν ἅλατι , διὰ ἁλῶν . διασμηχθεὶς : σμήχω τὸ καθαίρω , η : σμίχω δὲ | ||
τριώβολον . ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ ' ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς |
ἐπὶ ἀργυρόποδος κλίνης ὑπεστρωμένης Σαρδιανῇ ψιλοτάπιδι τῶν πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον . | ||
πήχεων , ὑπέστρωτο δ ' ἄρκτου δοράν , καὶ λεοντῆν ἐπεβέβλητο . ἓξ δὲ χοίνικας ἄρτου ἐσιτεῖτο , ὀκτὼ δὲ |
κακοήθεις ἄνδρες εἰσί . δάκτυλοι μικροὶ πάνυ ὄντες καὶ λεπτοὶ ἀνοητοτέρους ἄνδρας σημαί - νουσι . δάκτυλοι παχεῖς κολοβοὶ τολμητήν | ||
θηριώδη ἄνδρα δηλοῦσιν : οἱ πολὺ δὲ μακροὶ καὶ λεπτοὶ ἀνοητοτέρους καὶ ὑποχαυνοτέρους καὶ φλυαροτέρους ἄνδρας σημαίνουσιν . οἱ δὲ |
λοχαγῶν τάγμα μέτωπον καὶ μῆκος καὶ πρόσωπον καὶ στόμα καὶ παράταξις καὶ πρωτολοχία καλεῖται καὶ πρῶτον ζυγόν : ὁ δὲ | ||
γυρευόντων ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν μὴ φθάσῃ πρὸς διφαλαγγίαν μερισθῆναι ἡ παράταξις . Παραγγέλλει : ! Καὶ οἱ ἡμίσεις κατὰ τῶν |
οὖν εἰσιν οἱ θρυλούμενοι ἀναπόδεικτοι , πάντες δέ μοι δοκοῦσιν ἀσύνακτοι εἶναι κατὰ παρολκήν . αὐτίκα γοῦν , ἵνα ἀπὸ | ||
πάντες οἱ ἀποδεικτικοὶ λόγοι τῶν τε Στωικῶν καὶ τῶν Περιπατητικῶν ἀσύνακτοι τυγχάνουσιν ὄντες . ἐξ ἐπιμέτρου δὲ οὐ χεῖρον ἴσως |
, χρυσοὶ δὲ κίονες ν κατεῖχον αὐτήν . οἱ δὲ ὑπερτείνοντες οὐρανίσκοι διάχρυσοι ποικίλμασιν ἐκπεπονημένοι πολυτελέσιν ἐσκέπαζον τὸν ἄνω τόπον | ||
πεπηγότα τετράγωνα , ἐπιτεχνήματα οἰκίσκοις ἐμφερῆ : καὶ αὐτῶν βύρσας ὑπερτείνοντες , ὡς παντὸς τοῦ μεθιεμένου ἀβλαβῶς ἔχειν προσπίπτοντες ταῖς |
κευθμῶν , οὐδ ' ἠγνοίησεν ἄνακτα : γηθοσύνῃ δὲ θάλασσα διίστατο , τοὶ δὲ πέτοντο . ταύτῃ καὶ ὁ τῶν | ||
λάχνῃ . ” γηθοσύνη γεγηθυῖα : “ γηθοσύνη δὲ θάλασσα διίστατο . ” καὶ τὸ ἀρσενικόν “ γηθόσυνος δ ' |