οὕτως λέγομεν , ὅτι τάχιστα ἀναπτύει καὶ εὐανάγωγά εἰσι τὰ ἀναπτυόμενα . πλὴν δεῖ εἰδέναι ὅτι κατὰ τοῦ πρώτου ἁρμόζει
εἰσὶ κακά . εἰ δὲ μηδὲν ἀναπτύεται , ἢ καὶ ἀναπτυόμενα ἐλάχιστα πάνυ καὶ ὀλίγα ἀναπτύεται , καὶ ἐπὶ τούτοις
8557501 ἀππιδια
, ἀφ ' ἧς γίνεται λευκὰ συκάμινα . Τὰ δὲ ἀππίδια ἐνθεματίζεται εἰς ῥοιάς , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ
χλοώδη τὸν καρπὸν ἔχουσα , οἷον δωρακινά , μῆλα , ἀππίδια , δαμασκηνά , καὶ ὅσα μὴ ἔχει ἔξωθέν τι
8225871 ἐνταφια
δὲ κατέλαβε πάντας , καί τις εἶπεν ἐνεστὼς “ τὰ ἐντάφια σεσύληται , τυμβωρύχων τὸ ἔργον : ἡ νεκρὰ δὲ
παιδίον ἐξέθηκα , οὐ γνωρίσματα ταῦτα συνεκθείς , ἀλλ ' ἐντάφια . Τὰ δὲ τῆς Τύχης ἄλλα βουλεύματα . Ὁ
8207093 προλεγομενα
ἐν οἷς σὺν θεῷ καὶ ἡ παροῦσα πρᾶξις καὶ τὰ προλεγόμενα τῆς φιλοσοφίας . Μέλλοντες σὺν θεῷ ἄρχεσθαι τοῦ παρόντος
Κατηγορίαις μαθησόμεθα . ταῦτα ἔχει ἡ παροῦσα πρᾶξις καὶ τὰ προλεγόμενα τῆς Πορφυρίου Εἰσαγωγῆς . Ἐπειδὴ κόρον ἔχειν τῶν προοιμίων
8184428 δωρακινα
καὶ εἰς πλάτανον , ἀφ ' ἧς γίνεται ἐρυθρὰ τὰ δωρακινά . Τὰ μῆλα ἐν διτταῖς ὥραις τοῦ ἔτους φυτευτέον
. Ὀπώρα λέγεται ἡ χλοώδη τὸν καρπὸν ἔχουσα , οἷον δωρακινά , μῆλα , ἀππίδια , δαμασκηνά , καὶ ὅσα
8155541 ὀξυθυμια
. ” ἔνιοι μὲν , ὧν ἐστι καὶ Ἀρίσταρχος , ὀξυθύμια λέγεσθαί φασι τὰ ξύλα ἀφ ' ὧν ἀπάγχονταί τινες
, οἶδας Ἕλληνες . οἰκότριψ Ἀττικοί , οἰκοτραφής Ἕλληνες . ὀξυθύμια Ἀττικοί , καθάρσια τὰ εἰς τριόδους ἐκβαλλόμενα ἢ τὰ
8149999 χαλκανθωδη
τὰ δὲ θειώδη , τὰ δὲ ἀϲφαλτώδη , τὰ δὲ χαλκανθώδη , τὰ δὲ ϲιδηρίζοντα , τὰ δὲ ϲύνθετα ἐκ
δὲ θειώδη , τὰ δ ' ἀσφαλτώδη , τὰ δὲ χαλκανθώδη , τὰ δὲ σιδηρίζοντα , τὰ δὲ σύνθετα ἐκ
8137738 κιες
δυνάμενος λογικὰ θεωρήματα . ἴκες καὶ ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες διαφέρει . ἴκες μὲν γάρ εἰσι τὰ ἐσθίοντα τοὺς
αὐτὰ νόμιμα ἡγεῖσθαι ἐκλήθησαν Ἰδουμαῖοι . ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες καὶ ἴκες διαφέρουσιν . ἶπες μὲν γὰρ λέγονται θηρίδια
8136808 φρενιτικα
ἀγρύπνοισιν οὖρα ἄχροα , μέλασιν , ἐνῃωρημένα , ἐφιδρῶντα , φρενιτικά . Ἐνύπνια τὰ ἐν φρενιτικοῖσιν ἐναργέα . Ἀνάχρεμψις πυκνή
δ ' ἄχροα μέλασιν ἐναιωρεύμενα μετὰ ἀγρυπνίης καὶ ταραχῆς , φρενιτικά : τὰ δὲ κονιώδεα μετὰ δυσπνοίης , ὑδατώδεα .
8135320 Ῥεην
γῆν φοιτέων ὄργιά τε ἐπετέλεεν καὶ τὰ ἔπαθεν ἀπηγέετο καὶ Ῥέην ἤειδεν . ἐν τοῖσιν καὶ ἐς Συρίην ἀπίκετο .
μὲν Λυδὸς ἦν , πρῶτος δὲ τὰ ὄργια τὰ ἐς Ῥέην ἐδιδάξατο . καὶ τὰ Φρύγες καὶ Λυδοὶ καὶ Σαμόθρᾳκες
8132448 ὀνεια
πρὸς τὰς ἄλλας γοῦν κόπρους μίξει παραμυθεῖσθαι . τρίτη ἡ ὀνεία , γονιμωτάτη τῇ φύσει οὖσα , καὶ πᾶσι τοῖς
, λιβανωτός , ἰὸς σιδήρου , κόπρος αἰγεία ξηρά , ὀνεία , ἱππεία . καὶ καυθεῖσαι δὲ ποιοῦσιν ἄσφαλτος ,
8117574 καπανικωτερα
δεῖπνά φησι καὶ τὰ Θετταλῶν καὶ τὰ Θετταλικὰ μὲν πολὺ καπανικώτερα . οἷον τὰ ἁμαξιαῖα . Θετταλοὶ γὰρ τὰς ἀπήνας
Λυδῶν δεῖπνα καὶ τὰ Θετταλῶν ; τὰ Θετταλικὰ μὲν πολὺ καπανικώτερα . ἐρείδετον : κἀγὼ κατόπιν σφῷν ἕψομαι . οὐ
8116295 ἐπιμεστα
τὰ πλήρη , ἐπιχειλῆ δὲ τὰ κατωτέρω τοῦ χείλους , ἐπίμεστα δὲ τὰ ὑπέρπλεα . ἐπὶ δὲ τῶν ξηρῶν μέτρων
ἀκεάννους . ὦ ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κομῶν . βριθομένης πάντων ἀγαθῶν ἐπίμεστα τραπέζης . ἵν ' ἀφυπνισθῆτ ' οὖν ἀκροᾶσθ '
8111384 ἐνδημα
τῶν σποραδικῶν , ἃ ἔχουσιν οἱ ἀφορισμοί . λοιπὸν τὰ ἔνδημα , ἃ ἐν τῷ περὶ ἀέρων , τόπων ,
Περὶ τόπων , ἀέρων , ὑδάτων ἀναγινώσκειν , ἅπερ ἐστὶν ἔνδημα , καὶ εἶθ ' οὕτως τὰ ἐπίδημα , τουτέστι
8066932 Τελληνος
Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ ποιητὴς ὢν
σοι γεγονέναι τὸν δασμόν . οὐδὲ γάρ , εἰ τὰ Τέλληνος ᾄδοι τις , οἷός τε ἔσται πρὸς αὑτόν σε
8065782 δορυπονα
ἐλθόντας . ἐπιμόλους ] τοὺς ἐπελθόντας ἐχθρούς : τούτους γὰρ δορύπονα κακὰ λέγει . θ ἐπιμόλους ] τοὺς κατὰ τῆς
πληρεῖτε . τελεῖθ ' ] εἰς τέλος ἄγετε . θΞ δορύπονα ] καὶ τὰ ἐκ τοῦ πολέμου . δορύπονα ]
8047473 κυνουχος
ὅτῳ ἔσονται αἱ ἄρκυς καὶ τὰ ἐνόδια καὶ τὰ δίκτυα κυνοῦχος μόσχειος , καὶ τὰ δρέπανα , ἵνα ᾖ τῆς
. καὶ κυνίζειν καὶ κυνισμὸς καὶ κυνικὸς καὶ κυνώδης καὶ κυνοῦχος , καὶ κυνήποδες ἵππων . χρῶμα δὲ κυνῶν οὔτε
8040612 ϲκληρουϲ
τε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν διάλεκτον . τοὺϲ μὲν οὖν ϲκληροὺϲ καὶ ἀντιτύπουϲ καὶ ὑποπελίουϲ καὶ κακοήθειϲ πόλυπαϲ ὡϲ ἂν
ἀλωπεκίαϲ καὶ τὰ ὅμοια θεραπεύει . ὀνίνηϲι δὲ καὶ τοὺϲ ϲκληροὺϲ ϲπλῆναϲ , ἐπιπλαττομένη πρόϲφατόϲ τε καὶ ξηρά . διδόαϲι
8037575 Ἐνεργειαν
; πάρεστιν Αἰσχίνης , ὥσπερ τὰ ῥήγματα καὶ τὰ χάσματα Ἐνέργειαν ἅμα καὶ κάλλος τὸ σχῆμα ἐργάζεται . Ἐπιμονὴ δέ
, οὔτε Ἀλεξάνδρου φίλον εἴποιμ ' ἂν ἐγώ σε . Ἐνέργειαν τὸ σχῆμα ἐργάζεται . Τὴν μέντοι ἐπανάληψιν παλιλλογίαν Καικίλιος
8023940 Κνιδης
μετ ' ὠοῦ καὶ ὀλίγου ῥοδίνου κατάχριε . Ἄλλο . Κνίδης σπέρμα καὶ καλιὰν χελιδόνων λεάνας μεθ ' ἑψήματος ἐπίχριε
μίαν ὥραν τῆς ἐπισημασίας . [ Πρὸς κυνοδήκτους . ] Κνίδης σπέρμα καταπλασσόμενον , ἢ πρασίας μελαίνης τὰ φύλλα καταπλασσόμενα
8023773 σποραδικα
παρὰ φύσιν τὰ ἔνδημα δεῖ ἐλθεῖν ἡμᾶς ἐπί τε τὰ σποραδικὰ καὶ τὰ ἐπίδημα : ἀλλὰ πρῶτον δεῖ τὰ σποραδικὰ
τὰ σποραδικὰ καὶ τὰ ἐπίδημα : ἀλλὰ πρῶτον δεῖ τὰ σποραδικὰ ἀναγνῶναι . διότι πρώτην τάξιν ἔχει τὸ “ Περὶ
8017298 Στυπτηριας
Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ , σμύρνης
δὲ καὶ τοῦτο ᾧ ἐχρήσατο Ἀρχιγένης πρὸς τοὺς αἱμοῤῥαγοῦντας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ αʹ , κόμμεως ὀβολὸν αʹ , τραγακάνθης
7988155 Ἀειδε
Μαιανδρίου . : Ὅμηρος γοῦν φησιν ἐπ ' Ἀχιλλέως : Ἄειδε δ ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν ἡρώων : καὶ τὸν
οὐκέτι τῶν νεοθηρεύτων ἰχθύων ἥπτετο . Μέμνηται αὐτῆς Σοφοκλῆς . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ
7984638 ἁπλουϲτερα
πυξίδα μολυβδίνην φύλαττε . Ὀριβαϲίου πρὸϲ τὰ ἐν μυκτῆρϲιν ἕλκη ἁπλούϲτερα . λιθαργύρου ψιμμυθίου ἀνὰ ⋖ Ϛ μολύβδου κεκαυμένου πεπέρεωϲ
κίνηϲιϲ ἐν χρόνῳ . τοὺϲ δέ γε δυϲιατοῦνταϲ καὶ τὰ ἁπλούϲτερα τῶν λεχθέντων ἰάϲατο ϲυγχριϲμῶν : ἐξαίρετα δὲ τούτοιϲ ηὑρέθη
7982963 κυφα
εἴρηται , ὁ δυσχερῶς τινὶ κολλώμενος . Κύμβια : τὰ κύφα ἐκπώματα . Κύμβαλα : οἷον κύφαλά τινα ὄντα :
εἴρηται , ὁ δυσχερῶς τινὶ κολλώμενος . Κύμβια : τὰ κύφα ἐκπώματα . Κύμβαλα : οἷον κύφαλά τινα ὄντα :
7981477 ἐξεκαιεν
καὶ ἠχῇ πάντα ἐκεῖνα ἐπέφλεγεν , ἤτοι τὰ τῶν Ἑλλήνων ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ ἢ πάντα τὰ ἐκεῖσε περίχωρα
, ἐν βοῇ , ἐν ἤχῳ . ἐν ἤχῳ . ἐξέκαιεν , ἀνήγειρεν . ἐτάρασσεν . παραυτίκα . ἠχητικῆς .
7980685 ὑποφθας
οὐ κορύνη οἱ ὄλεθρον χραῖσμε σιδηρείη : πρὶν γὰρ Λυκόοργος ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν , ὃ δ ' ὕπτιος οὔδει
δῆθεν εὔνους ὢν , ἵνα καὶ λανθάνειν μᾶλλον δύναιτο , ὑποφθὰς ἀνείλετο τὸ διάδημα καὶ ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ ἔθηκε
7979131 μεμαντευμενα
, πειρατῶν ὕβρει παραδοθέντες [ πειρατῶν ] ; Ἄρχεται τὰ μεμαντευμένα : τιμωρίαν ἤδη με ὁ θεὸς τῆς ὑπερηφανίας εἰσπράττει
ἀνὴρ ἔξεισι τῶν Ἀθηνῶν . οὗτος οὖν ἡγούμενος ἐπλήρωσε τὰ μεμαντευμένα , καὶ μετὰ τὴν νίκην γίγνεται καὶ Χερρονήσου οἰκιστής
7965980 διαδιδοντα
κατ ' ἴξιν : ἢ καὶ τὰ κάτω ἥπατος ἄνωθεν διαδιδόντα , οἷον τὰ ἐς ὄρχιας καὶ κιρσούς ; σκεπτέα
διῆλθεν . Ἰδὼν δὲ τὸν σωματοφύλακα τοῦ τυράννου τὰ ἐπιτήδεια διαδιδόντα τοῖς στρατηγοῖς , ὑπολαβὼν αὐτὸν τὸν Πορσίναν εἶναι ,
7958063 χρηϲιμευει
διαβεβρωμένουϲ κανθοὺϲ καὶ μυδῶντα βλέφαρα . ἡ δὲ φρυγομένη ῥητίνη χρηϲιμεύει εἰϲ τὰ εὐώδη μαλάγματα καὶ ἄκοπα . Ῥόδα .
ϲτύφει : δι ' ὃ πρὸϲ τὰ ἐν μηροῖϲ παρατρίμματα χρηϲιμεύει . Λίθοι πάντεϲ μὲν ὥϲπερ καὶ ἡ γῆ ξηραίνουϲιν
7955037 ἀφανιζομενα
' ἕλκεσιν ἐρυσιπέλατα γίνεται , κακοήθη πάντα , καὶ τὰ ἀφανιζόμενα ὡσαύτως , καὶ οἷς πυρετοὶ συνεδρεύουσιν . οὐκ ἀγαθὸν
τῶν ἐλαττόνων καὶ τὰ μείζονα τῶν βραχυτέρων καὶ τὰ ταχέωϲ ἀφανιζόμενα τῶν πλείονα χρόνον ἐπιμενόντων , χείρω δὲ τὰ πυροῦντα
7954513 ΑΚΔ
τὰ Ε Ζ μὴ διάμετρος καὶ προκείσθω διάμετρον ἀγαγεῖν τοῦ ΑΚΔ κύκλου παράλληλον τῇ ἐπὶ τὰ Ε Ζ . Κείσθω
ΕΔ . μαʹ . Ἔστωσαν ἐν σφαίρᾳ παράλληλοι κύκλοι οἱ ΑΚΔ ΒΕΖΓ , ἡ δὲ διὰ τῶν Β Γ ἀγομένη
7952995 παραιτεισθωσαν
ἢ κόσσυφον ἢ σκορπίον ἢ σκάρον . τοὺς δὲ λιπαροὺς παραιτείσθωσαν καὶ κητώδεις , οἷον σκόμβρον καὶ πηλαμύδας : πάντες
παντοίως ἐσθιόμενα καὶ ἡ μαλάχη . τὰ δὲ ἄλλα πάντα παραιτείσθωσαν καὶ μάλιστα τὴν κράμβην καὶ τὰ ἄγρια τῶν λαχάνων
7946385 φρονουμενα
οὐκ ἄρα τὸ ὂν φρονεῖται . καὶ μὴν ὅτι τὰ φρονούμενα οὐκ ἔστιν ὄντα , συμφανές : εἰ γὰρ τὰ
δὲ ἀκουστὰ παραπέμπομεν ὅτι οὐχ ὁρᾶται , οὕτω καὶ τὰ φρονούμενα καὶ εἰ μὴ βλέποιτο τῆι ὄψει μηδὲ ἀκούοιτο τῆι
7945074 ἐπαρματα
; λέγομεν ὅτι ἐν μὲν τῇ πρωτοπαθείᾳ τοῦ ἥπατος τὰ ἐπάρματα ὑπὸ φλεγματικωτέρας ὕλης γίνονται , ἡ δὲ τοιαύτη ὕλη
στεχθῶσιν ἐν τοῖς ὑποχονδρίοις . τὰς οὖν ὀδύνας καὶ τὰ ἐπάρματα οἱ ψόφοι τῶν πνευμάτων καὶ οἱ βορβορυγμοὶ λύουσι .
7945015 πορφυρεα
τὸ βλάστημα φαίνεται , γέγονεν ἡ γυνή . Ἴα τὰ πορφύρεα , καὶ τὰ ἄλλα πάντα , τά τε χρυσίζοντα
μείονος ὕλης πεφυκότα . καὶ τῶν μὲν ἐρυθρῶν χείρω τὰ πορφύρεα : πάντων δὲ χείριστα τὰ μέλανα , τὸ πλέον
7944426 σκωπτικων
ἄχρι κόρου ἐφενάκισεν . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν τίθεται ἡ παροιμία . Τέλλην γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο καὶ
Ἑλλάδα φρέατα ὤρυξεν . Ἆιδε τὰ Τέλληδος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο , ὃς παίγνια κατέλιπε
7943466 θωρακεια
πύλας πυργωμάτων ὁρμᾶσθε πάντες , σοῦσθε σὺν παντευχίᾳ , πληροῦτε θωρακεῖα , κἀπὶ σέλμασιν πύργων στάθητε , καὶ πυλῶν ἐπ
γεμίζετε . πληροῦτε ] γεμίζετε ἑαυτῶν τὰς ἐπάλξεις . θ θωρακεῖα ] τὰς ἐπάλξεις τῶν τειχῶν . θωρακεῖα ] τὰ
7927179 ἐτηρεις
τὴν σκηνὴν θαυμάζων τὰ παρασκήνια ᾐτιάσω καὶ τοὺς λόγους ἀφεὶς ἐτήρεις τὰ παραφθέγματα . οὕτω πόρρω τοῦ νόμου βαίνεις .
[ - ] [ ] ἐπὶ τῶν λοιπῶν [ , ἐτήρεις τὰ ἔντιμ ] [ ' ἄλλα ] τε καὶ
7910829 ὀμφακιζεται
οὐδὲν δὲ ἀνυόντων . Σικυώνιος δραπέτης : ὁμοία . Σικελὸς ὀμφακίζεται : ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἄξια κλεπτόντων . Σικελὸς στρατιώτης
ὁ Σώφρονος υἱὸς εἰς δειλίαν ἐκωμῴδησε τοὺς Ῥηγίνους . Σικελὸς ὀμφακίζεται : ἐπὶ τῶν τὰ μηδενὸς ἄξια κλεπτόντων λέγεται ἡ
7903510 κοιλιῃσι
ὁ ὕδρωψ ἐν τῇσι μήτρῃσι , καὶ τὰ ἐν τῇσι κοιλίῃσι , καὶ τὰ ἐν τοῖσι σκέλεσι , καὶ τἄλλα
πνιγμοὶ ἐπὶ τοῖσι προγεγραμμένοισιν , ἐκπυητικόν . Τὰ ὑστερικὰ ἐν κοιλίῃσι σκληρύσματα ἐπώδυνα , ὀξέως ὀλέθριον . Τῇσιν ἐπιφόροισιν ἤδη
7895219 πολυσχηματιστα
ἀρχιλόχειον , δίμετρον ὂν βραχυκατάληκτον . ἔστι δὲ καὶ ταῦτα πολυσχημάτιστα κατὰ τὸν εἰρημένον τρόπον . ἐπὶ τῷ τέλει δύο
δʹ , τὸν δὲ βʹ βακχεῖον : καλεῖται δὲ ταῦτα πολυσχημάτιστα διὰ τὸ διάφορα δέχεσθαι μέτρα , ὧν τελευταῖον “
7889408 γαληνα
ὁρῶ . ποῖ πρὸς θεῶν , ποῖ ποῖ γαλῆν : γαληνά . ἐγὼ δ ' ᾤμην σε γαλῆν λέγειν ὁρῶ
ὑποκρινόμενος οὕτω προηνέγκατο ὥστε μὴ ὑποχωρῆσαι ἐκ τῆς συναλοιφῆς τὸ γαληνά , ἀλλὰ διαχωρῆσαι μᾶλλον , ὥστε δόξαι τὴν γαλῆν
7888270 μεταλλεις
καινοτομεῖν , καινοτομία . οὓς δὲ κατέλιπον μέσους κίονας οἱ μεταλλεῖς ἀνέχειν τὴν γῆν , οὗτοι μεσοκρινεῖς ὠνομάζοντο . ὑπόχρυσος
, καὶ φαρμακεῖς , καὶ δημιουργοὶ σιδήρου λέγονται πρῶτοι καὶ μεταλλεῖς γενέσθαι . Ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ τῆς μητρὸς Ἴδης .
7888225 εὐκολωτατα
πεπόνθασι καὶ ὁ τοῦ ῥήτορος Ἀριστογείτονος πατήρ . φαυλότατα ] εὐκολώτατα καὶ εὐχερῆ . νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ ' :
σκορπίους . ἀλλὰ τὰ μὲν πέττει ῥᾳδίως , τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν
7883876 Διιπολεια
ἀτάκτως γελᾶν διιπολιώδη : τὰ λεγόμενα Διάσια , ταῦτα καὶ Διιπόλεια . οὕτως δὲ ἐλέγετο ἃ τῷ πολιεῖ Διὶ ἐθύετο
ἦρξα Λυσίας ἐν τῇ πρὸς τὴν Μιξιδήμου γραφὴν ἀπολογίᾳ . Διιπόλεια : ἑορτή τις Ἀθήνησι τὰ Διιπόλεια : Ἀντιφῶν ἐν
7878926 χαλαζια
ἐπιθέϲει καὶ πυριάϲει . εἰ δὲ φαρμάκοιϲ βούλει θεραπεύειν τὰ χαλάζια , χρῶ τούτοιϲ : ϲυκῆϲ ἀγρίαϲ ὀλύνθουϲ ἑψήϲαϲ κατάπλαϲϲε
τρισὶν ἡμέραις ἀπαλλάσσει , τὰ δὲ πτερύγια καὶ συκώσεις καὶ χαλάζια καὶ τὰ τούτοις ὅμοια ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ . οὐκ
7878880 πεμπταια
ὥρας βʹ γʹ ιεʹ , τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία ὥρας δʹ ∠ ʹ δʹ
ὁμοίαν ἀναπληροῖ ἡ τοῦ μηνός . οἷον ἐὰν τριταία ἢ πεμπταία ἤτοι ἀπὸ τῆς συνόδου ἢ πανσελήνου , ἔκτοτε ἔσται
7874153 περιμαδαρα
, ἄλλως τε καὶ ἢν ἐπιπυρετήνωσιν . κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς
οἱ δὲ τὸν φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί
7873980 σφαττει
ἐγὼ μὲν δεικνύω ἐσπουδακώς , οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν . σφάττει με , λεπτὸς γίνομ ' εὐωχούμενος : τὰ σκώμμαθ
. μηχανήματι ] τῶι ἀτρήτωι ἱματίωι . τύπτει ] ἤγουν σφάττει . πιτνεῖ ] πίπτει ὁ Ἀγαμέμνων ἐν τῶι λέβητι
7871356 βαθυτερα
, τὸν Σάλμοξιν τοῦτον ἐπιστάμενον δίαιτάν τε Ἰάδα καὶ ἤθεα βαθύτερα ἢ κατὰ Θρήικας , οἷα Ἕλλησί τε ὁμιλήσαντα καὶ
ταῖς ἐφεξής φλεψὶ κατακερματιζόμενον διανέμει . Ὃ δὴ κἀπὶ τὰ βαθύτερα χωροῦν ἐντεῦθεν τοῦ σώματος εἰς σαρκὸς ἀλλοίωσιν κατεπείγεται ,
7868974 καταβαινοντα
ἀτρεκέως καταλέξω . Ἐπείτε γὰρ τάχιστά σε ἐπυθόμην ἐπὶ θάλασσαν καταβαίνοντα τὴν Ἑλληνίδα , βουλόμενός τοι δοῦναι ἐς τὸν πόλεμον
συμβέβηκεν ἅπαντας ἐκ λεπτῶν νημάτων . ὁρᾷς καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ἐφ ' ἕκαστον ἀπὸ τῶν ἀτράκτων ; Ὁρῶ πάνυ
7859169 Ἀγυιευ
αὐτοῖς εἶχεν δάπιδας ῥυπαρὰς καὶ στρωματόδεσμα . Ὦ δέσποτ ' Ἀγυιεῦ ταῦτα σὺ μέμνησό μοι . Πρὸς τῇ κεφαλῇ μου
' οὐδ ' ἀνέῳγέ μοι θύραν . ὦ δέσποτ ' Ἀγυιεῦ , ταῦτά νυν μέμνησό μοι . πρὸς τῇ κεφαλῇ
7858962 Ἀπορια
ἀποτρέπων , διὰ τοῦ παρόντος βιβλίου πρὸς ἐργασίαν προτρέπεται . Ἀπορία . Διὰ τί τῶν Ἡμερῶν τὰ Ἔργα προτέθεικε ;
κακίας καὶ ἀκολασίας ἐς τὴν κοινὴν τῶν πραγμάτων διαφθοράν . Ἀπορία γὰρ πρὸς ἐσφορὰς ἀκίνδυνον . [ . . .
7856192 ἁμιλλητηρια
πολεμιστήριον . ἐλᾷ ] ἐλαύνουσι . τὰ πολεμιστήρια ] τὰ ἁμιλλητήρια . τὰ πολεμιστήρια ] ὤφειλεν εἰπεῖν : τὰ ἁμιλλητήρια
ἐν τοῖς ἀγῶσι . πολεμιστήρια . . . ] τὰ ἁμιλλητήρια ὤφειλεν εἰπεῖν , καὶ εἶπε τὰ πολεμιστήρια , παραφορούσης
7855765 τἀξευρηματα
καὶ ἡ φροντίς . Ξ τἀξευρήματα ] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη .
] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη . Ξ γνῶθι ] νόησον . γνῶθι
7855192 Ἐπαινει
: τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὀνειδίζων αὐτοῖς τὸν θάνατον Σωκράτους . Ἐπαινεῖ δὲ ὁ φιλόσοφος τὸν Ἰσοκράτην οὐ κατὰ τὴν τῶν
λέξεων , ἀλλ ' οὖν ἐπρέσβευον αὐτῶν τὴν διάκρισιν . Ἐπαινεῖ Πλάτωνα διακρίναντα τῶν εἰδῶν τὰ μαθήματα , καθάπαξ δέ
7853184 ἀκιδαϲ
ἐκκοπέων ὑποβαλλομένου μηνιγγοφύλακοϲ καὶ τὰ ὡϲ εἰκὸϲ ἀπομείναντα ὀϲτάρια ἢ ἀκίδαϲ εὐφυῶϲ κομιϲάμενοι ἐπὶ τὴν διαμότωϲιν χωρήϲομεν . οὗτοϲ ὁ
ὀϲτοῦν , εἴ που καὶ τούτου δεήϲοι διά τιναϲ ὑπερεχούϲαϲ ἀκίδαϲ ἢ καὶ δι ' αὐτὴν τὴν ϲάρκωϲιν . καὶ
7850654 ϲτρυφνα
δὲ μαλακώτερα μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων
βάθουϲ τῶν ϲωμάτων ἐνεργεῖν φαίνεται μᾶλλον , ἐπιπολῆϲ δὲ τὰ ϲτρυφνά . ἐπειδὰν δὲ δοκιμάζειν ἐθέλοιϲ ἐνέργειαν εἰλικρινοῦϲ ϲτρυφνότητοϲ ,
7849613 συντριβομενα
χρείαις , ἵνα μὴ κατὰ πόλεμον ἐν ταῖς συμβαινούσαις χρείαις συντριβόμενα ἀχρεῖα γένηται . πρὸς δὲ τούτοις φορμοὺς δεῖ ὑπάρχειν
τῷ πυρί , τὰ δὲ ἐς λεπτὰ τεμνόμενά τε καὶ συντριβόμενα ἐπὶ τῶν τριόδων ἐρριπτεῖτο , ἠνοίγοντο δὲ θῆκαι τῶν
7842936 συκοφαντουμενος
ταῖς ἀβουλήτοις συντυχίαις , ἐπιβουλευόμενος , πιπρασκόμενος , δουλεύων , συκοφαντούμενος , ἐν δεσμωτηρίῳ καταδούμενος , τοὺς δ ' ἄλλους
οὐ ξένος , ἀλλ ' ὁ μὲν οὐδὲν ἀδικῶν καὶ συκοφαντούμενος ἀπώλλυτο μὴ διδούς , ὁ δὲ καὶ σφόδρα πονηρευόμενος
7840218 ἠλιτομηνα
δι ' ἑαυτῆς ἡ ψυχή , τὰ πολλὰ ἀμβλωθρίδια , ἠλιτόμηνα : ὅσα δὲ ἂν ἐπινίφων ὁ θεὸς ἄρδῃ ,
γίνεται , κἄπειτα πλήθει τέκνων ἐξηρτημένων βαρυνομένη καὶ πιεζομένηἔστι δὲ ἠλιτόμηνα καὶ ἀμβλωθρίδια τὰ πλεῖστα αὐτῶνἐξασθενεῖ . τίκτει μὲν γὰρ
7838713 δηκτικα
' ἧσσον καὶ μὴ πολύτροφον : λαχάνων δὲ τὰ μὴ δηκτικὰ μηδὲ πυρώδη , ἰχθῦς δὲ πετραῖοι , καὶ κρεῶν
πᾶσαν , ὅκως τὰ ῥεύματα ὡς ὑδαρέστατα ἔσται καὶ ἥκιστα δηκτικὰ , λουτροῖσι θερμοῖσι πουλλοῖσι , μάζῃ , λαχάνοισιν ἑφθοῖσι
7831616 ἀκουομενα
ἤρετο ἡμᾶς , “ Τί δέ ; ἐπειδὴ ἀκοῇ τὰ ἀκουόμενα ἀκούεται , τίνι ὄντι τῇ ἀκοῇ ; ” ἀπεκρινάμεθ
ι γραφόμενα . καὶ σαφές ἐστιν ὅτι τὰ προκείμενα , ἀκουόμενα ἔχοντα στοιχεῖα , πρόδηλον ἔσχε καὶ τὴν ἀφαίρεσιν :
7829476 Ἀριστολοχιας
ἀναφύουσιν οἱ ὀδόντες . [ Πρὸς οὖλα βιβρωσκόμενα . ] Ἀριστολοχίας τρίψας μετὰ μέλιτος ἐπίπασον τὰ οὖλα , ἢ κέρας
πρὸς τὰ ἐν ῥισὶν ἕλκη : ἔχει δὲ οὕτως . Ἀριστολοχίας , χαλβάνης , ἰοῦ , ὀποπάνακος , ἴρεως ,
7824880 καταδειται
, ἰσότητος . ἐκ τούτων τὰ τῶν ὁμοπατρίων ἀδελφῶν δράγματα καταδεῖται , τὰ δὲ τοῦ ὁμογαστρίου ἐξ ἡμερῶν καὶ χρόνου
τοῖς ἀρρήκτοις ἐγκρατείας δεσμοῖς : ” ὅσα γὰρ οὐχὶ δεσμῷ καταδεῖται ” φησὶ Μωυσῆς ἐν ἑτέροις „ ἀκάθαρτα εἶναι ,
7821706 τρυχη
ἄπεπλος φαρέων λευκῶν , τέκνον , δυσόρφναια δ ' ἀμφὶ τρύχη τάδε σκότι ' ἀμείβομαι : ὁ δ ' ἐν
Ἄγριον μὲν ἀνεῖλε , τὴν βασιλείαν δὲ Οἰνεῖ παραδέδωκε . τρύχη δὲ τὰ ῥάκη , τραγικῶς . Γ τρύχη ]
7819098 ὑπαρκτα
δὲ τὴν ἵππον τοῦ βασιλέως Σοδόμων , ὡς καὶ τὰ ὑπαρκτὰ τῶν παλλακῶν . καὶ Μωυσῆς μέντοι τὰ μέγιστα δικαιονομεῖν
ὧν καὶ τὸ αὐτομαθὲς γένος Ἰσαὰκ κληρονομεῖ : τὰ γὰρ ὑπαρκτὰ μόνος οὗτος παρὰ τοῦ πατρὸς λαμβάνει . Παρατήρει δ
7811795 διατεταμενα
ἱστορίαν κρῖναι δυνήσεται . ἱστορήσαντος γάρ τινος , ὅτι ἀνθρώπῳ διατεταμένα τὰ ἀγγεῖα ἔχοντι καὶ βαρυνόμενα αἱμοῤῥαγία ἐγγενομένη περιέγραψε τὸ
κάθαρσις φλεγματώδης , καὶ φανεῖται ὑμενώδης , καὶ ὥσπερ ἀράχνια διατεταμένα ἐν ταύτῃ ἔσται : καὶ πείσεται μὲν τὰ αὐτὰ
7809220 ἀπομεμερισμενον
Ἑρμοῦ . κεῖται δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Αἰγύπτου ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Λιβί . κυριεύει δὲ κνημῶν . ἀναβαίνει δὲ
. κεῖται δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Περσίδος , ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Ἀπηλιώτῃ . κυριεύει δὲ κεφαλῆς καὶ ὅλου προσώπου
7807500 φυλλοβολα
. Πάντα δὲ κάρπιμα ἢ ἄκαρπα , καὶ ἀείφυλλα ἢ φυλλοβόλα , καὶ ἀνθοῦντα ἢ ἀνανθῆ : κοιναὶ γάρ τινες
τὰ δένδρα τριχῶς ὀνομάζονται : τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν λέγονται φυλλοβόλα , τὰ δὲ ἀειθαλῆ , τὰ δὲ κρυψίφυλλα .
7804792 Ναννακου
τοῦ γραμματιστέωκαὶ τοιηκὰς ἠ πικρή τὸν μισθὸν αἰτεῖ κἢν τὰ Ναννάκου κλαύσω οὐκ ἂν ταχέως λήξειε : τήν γε μὴν
ἱκέτευεν . Ἡρώδης δὲ ὁ ἰαμβοποιὸς φησὶν : Ἵνα τὰ Ναννάκου κλαύσῃ . Τὰ τρία τῶν εἰς τὸν θάνατον :
7804454 Προϊοντος
καρτερῶν καὶ αἰδούμενος τοὺς πρεσβυτέρους καὶ πειθόμενος τοῖς ἄρχουσι . Προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου ὁ μὲν Ἀστυάγης ἐν τοῖς Μήδοις
ἀποσιτουμένων , τὰ δὲ παρυφιστάμενα πλείω τε καὶ παχύτερα . Προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου ἐπὶ τὸ θερμότερον , τά τε
7800702 καταστροφαι
τὰ μέγιστα . προωιδὸς κώλων ηʹ . ἡμέτερον + νῦν καταστροφαί : τὰ τοιαῦτα εἴδη τῶν χορῶν καλεῖται προωιδικά ,
. τὰ μέγιστα . . . ἡμέτερον : † νῦν καταστροφαί : τὰ τοιαῦτα εἴδη τῶν χορῶν καλεῖται προῳδικά ,
7795645 θειωδη
εὐανθῆ , καθαρὰν καὶ κινναβαρίζουσαν τῇ χρόᾳ , ἔτι δὲ θειώδη ἀποφορὰν ἔχουσαν . Στίμμι κράτιστόν ἐστι τὸ στίλβον καὶ
τι λελαλήκασιν , τὰς οὐσίας αἰνιττόμενοι . Ταριχεύοντες δὲ τὰ θειώδη τινὲς , τοῦ φαρμουθὶ μηνὸς ἐλθόντος , ἕκαστον τῶν
7795461 προηγορευε
εἰσῆγεν , καὶ τὸν στέφανον ἀποτιθέμενος σὺν αὐτοῖς ἐδίκαζεν : προηγόρευε δὲ τοῖς ἐν αἰτίᾳ ἀπέχεσθαι μυστηρίων καὶ τῶν ἄλλων
, ὥσπερ καὶ τὰ ἄγη ἐλαύνειν προεῖπον ἕνεκα ἐκείνου , προηγόρευε τοῖς Ἀθηναίοις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ὅτι Ἀρχίδαμος μέν οἱ
7792118 συνετριβετο
περὶ τοῦτο . ἐπετρίβετο ] ἐμαστίζετο , ἠφανίζετο . , συνετρίβετο . τυπτόμενος ] δαιρόμενος . πολλὰς ] πληγὰς μεγίστας
: τὰς ρʹ κεφαλὰς , τὰς κράτας , περιστυφελίζετο : συνετρίβετο , προσεκρούετο , ἐταράσσετο . Ξαινόμενος : συρόμενος ,
7790856 ἀνατεταμενα
ἀετοί , εἰκόνες βασίλειοι , στέμματα , πάντα χρυσᾶ , ἀνατεταμένα ἐπὶ ξυστῶν ἠργυρωμένων . . . . ὀξύτης :
] καιόμενα γὰρ τὰ ξύλα πίσσαν ἀνίησιν . ἐξορθιάζων ] ἀνατεταμένα βοῶν . ταυρούμενον ] ἢ ἐμὲ ζημίαν μεμφόμενον ἢ
7788067 Χερρονησιτης
φησι : Ἀψινθίοισι πρὸς μεσημβρίαν ὁμουρέουσι Χερρονήσιοι . Ἡρόδοτος δὲ Χερρονησίτης : Χερρονησῖται ἀπὸ τῶν πύργων ἐσημήναντο τοῖσιν Ἀθηναίοισι τὸ
ἀριστερᾷ Πίγρης , ὁμώνυμος τῷ μεγάλῳ „ . τὰ ἐθνικὰ Χερρονησίτης καὶ Πελλαῖος καὶ Ἀπαμεύς . ἔστι καὶ τῆς μικρᾶς
7786794 εὐαναδοτα
, ἀλλ ' ὑπὸ ὀδύνης . οὔκουν τὰ εὔπεπτα καὶ εὐανάδοτα δῶμεν . τοιοῦτος ἔστω καὶ ὁ οἶνος , πλὴν
. θρίσσα καὶ τὰ ὁμογενῆ , χαλκὶς καὶ ἐρίτιμος , εὐανάδοτα . κεστρεὺς δὲ γίνεται μὲν καὶ θαλάσσιος καὶ λιμναῖος
7785914 ναρδινα
καλούμενα πρὸϲ ἀμβλυωπίαϲ ριϚ Κολλύριον τὸ διὰ κέρατοϲ ριζ Κολλύρια νάρδινα καὶ Θεοδότια Περὶ φύϲεωϲ ὀφθαλμῶν . ἡ κατὰ τοὺϲ
καὶ λιβάνου καὶ κρόκου προϲάγειν , ὕϲτερον δὲ καὶ τὰ νάρδινα . ἔξωθεν δὲ ἐπιχρίειν τὰ μὲν βλέφαρα τῷ Νείλου
7783299 Κυμινου
ἀρκοῦν . ἐγὼ καὶ θύμου κορύμβων # α ἔμιξα . Κυμίνου ἀποβραχέντοϲ ὄξει καὶ πεφρυγμένου # β , πεπέρεωϲ ,
οἴνου ξστ . ε . μέλιτος ξστ . α . Κυμίνου γράμματα ιβ . οἴνου ξέστ . ε . μέλιτος
7783270 τριπλευρα
βρέγματος ὀστᾶ τετράπλευρα , τὰ δὲ καθ ' ἑκάτερον οὖς τρίπλευρα : τὸ δὲ πέμπτον ὀστοῦν τῆς κεφαλῆς τὸ κατ
. Εὐθύγραμμα σχήματά ἐστιν τὰ ὑπὸ εὐθειῶν γραμμῶν περιεχόμενα , τρίπλευρα μὲν τὰ ὑπὸ τριῶν , τετράπλευρα δὲ τὰ ὑπὸ
7781645 Παλλαδια
ὥς φησι Σιμωνίδης ὁ γενεαλόγος . . . Φερεκύδης δὲ Παλλάδιά φησι τὰ ἀχειροποίητα μορφώματα καὶ πᾶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ
ὥς φησι Σιμωνίδης ὁ γενεαλόγος . . . Φερεκύδης δὲ Παλλάδιά φησι τὰ ἀχειροποίητα μορφώματα καὶ πᾶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ
7774027 Κρεα
ὀστρακοδέρμων καὶ τῶν μαλακοσάρκων , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα . Κρέα βόεια καὶ αἴγεια , μᾶλλον τὰ τῶν ταύρων τε
εὐφραίνεται . ἐπιτέρπεται : εὐφραίνεται : γράφεται μέγα τέρπεται . Κρέα : ὑπάρχουσι , λείπει . τερπνά : ἡδέα .
7764865 Θρᾳκικα
: ὕδωρ δηλονότι . Σιτάλκης ὁ Τήρεω : ἐντεῦθεν τὰ Θρᾳκικά : Σιτάλκου ἐπιστρατεία δύο ὑποσχέσεις : λείπει ἡ διά
ἐν δωδεκάτῃ ” καλεῖται δὲ τὰ ἀριστερὰ τοῦ Πόντου [ Θρᾳκικά ] , τὰ δ ' ἐν δεξιᾷ Χαλκηδονίς „
7764739 φυλασσομενα
. ἆ , κτύπον ἀγάγετ ' : οὐχὶ σῖγα σῖγα φυλασσομένα στόμα τὸ σὸν ἀκέλαδον ἀποπρὸ λέχεος ἥσυχον ὕπνου χάριν
καὶ τοῦτο κατὰ ἀναφώνησιν λέγει ἡ Ἠλέκτρα : σῖγα σῖγα φυλασσομένα : οὐ σιωπήσεις , φησὶν , ἀπὸ τοῦ στόματος
7761046 παλιμφημα
ἀνθρώπων ἐλπίδες , εἰκαζόντων μὲν τὰ χρηστότερα , τὰ δὲ παλίμφημα καὶ ὧν ἄξιοι τυγχάνειν εἰσὶ πασχόντων . πέμπεται μὲν
ἀλλὰ καὶ ἄνδρας ἐπιμανήσεσθαι θηρίοις , ἐξ ὧν γενήσεσθαι τέρατα παλίμφημα , μηνύματα τῆς ἀνθρώπων ὑπερβαλλούσης βδελυρίας : δι '
7759702 ποιμενικα
ἀμφοτέρας ἐφρούρησε θατέρου προσλιπαρήσαντος ἀθύρματι . Ἀθύρματα δὲ ἦν αὐτοῖς ποιμενικὰ καὶ παιδικά . Ἡ μὲν ἀνθερίκους ἀνελομένη ποθὲν ἐξ
' ἀμνίδες : [ Περδίκα Ἀγρίππα ] σίττα , ψίττα ποιμενικὰ καὶ βουκολικὰ ἐπιφθέγματα . ἔλεγον δὲ ταῦτα διώκοντες τὰ
7758402 οἰδουντες
τῶν ὀφθαλμῶν . οἱ τὰ κύλα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς οἰδοῦντες καὶ ἐξογκούμενοι : κύλα δὲ τὰ ὑποκάτω τῶν ὀφθαλμῶν
ἀληθέστερον : χρύσειαι ζωῇσι νεήνισιν ἐοικυῖαι . κυλοιδιόωντες : οἱ οἰδοῦντες τὰ κύλα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμούς . συμβαίνει γὰρ
7756281 προσληφθειη
καὶ λεπτύνει καὶ ἀποξύει . κἄν πού τις τροφὴ παχυμερὴς προσληφθείη , λεπτύνεταί τε καὶ κατεργάζεται περιουσίᾳ τῆς τοῦ ὄξους
τὸ κατ ' ἄθροισιν προσλαμβανόμενον ἔξωθεν , εἰ καὶ μὴ προσληφθείη τὸ ἀόριστον , ὅμως περιβολήν τινα , οἷον δύο
7755874 σαφηνη
. ἦ ῥ ' ἀίει μου μακαρίτας ἰσοδαίμων βασιλεὺς βάρβαρα σαφηνῆ ἱέντος τὰ παναίολ ' αἰανῆ δύσθροα βάγματα ; παντάλαν
τούτῳ τὰ παρ ' ἐκείνων λεγόμενα ἦν , διὰ τοῦτο σαφηνῆ εἴρηκεν . † οἱ γράφοντες παντάλαιν ' ἄχη ἀμαθεῖς
7750728 Ποικιλωτερος
. Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν
εἶδος ὑποδήματος ἐφαρμόζον τοῖς δυσὶ ποσίν . Ὁμοία τῇ , Ποικιλώτερος Ὕδρας . Καὶ , Εὔριπος ἄνθρωπος . Καὶ ,
7745716 Τροχος
Μίδου πλοῦτον καὶ Κροίσου : ἐπὶ τῶν ὑπερβολικῶς πλουτούντων . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφλὸς τά τ
ἓξ ἦν : τὸ πάλαι δὲ τρεῖς ἐβάλλοντο κύβοι . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφογέρων : ἐπὶ
7745164 συνειλεκτο
ἀναμνήσας , τὰ δὲ ἀπειλήσας ἀπῆλθε . καὶ ἤδη δύναμις συνείλεκτό τις , ἧς οὐ τὸ πλῆθος μᾶλλον ἄν τις
ἀναμνήσας , τὰ δὲ ἀπειλήσας ἀπῆλθε . καὶ ἤδη δύναμις συνείλεκτό τις , ἧς οὐ τὸ πλῆθος μᾶλλον ἄν τις
7743454 συναρμοζομενα
ἐναντιοφανῆ δὲ λέγεται τὰ ῥητὰ τὰ μὴ τῇ κειμένῃ φράσει συναρμοζόμενα , νοήματι δὲ ἢ συντάξει θεραπευόμενα . σκόπει γὰρ
σὺ ] ὦ Ἠλέκτρα . ἀρτίκολλα ] σύμφωνα καὶ ὑγιῶς συναρμοζόμενα ταῖς νεωστὶ συνθήκαις ἡμῶν . τὰ καίρια ] τὰ
7742436 κεδρινον
καὶ γλήνια λέγεται τὰ θέας ἄξια , ὅτε φησὶ “ κέδρινον ὑψίροφον , ὃς γλήνεα πολλὰ κεχάνδει . ” τρίποδας
κρίθινον ἄλευρον , ῥητίνη , σκίλλα ξηρά , ἐρύσιμον , κέδρινον ἔλαιον , ἐλατήριον σικύου καὶ κενταύρειον , μαράθου καρπός
7740610 Ὑκκαρα
Ἀπολλόδωρος δ ' ἐν δευτέρῳ Χρονικῶν πόλιν λέγει αὐτὴν τὰ Ὕκκαρα . Μέμνηται τῆς λέξεως καὶ Θουκυδίδης . Ὕκκαρα δὲ
στρατηγοὶ μετὰ τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως παραπλεύσαντες εἰς Αἴγεσταν , Ὕκκαρα μὲν Σικελικὸν πολισμάτιον ἑλόντες ἐκ τῶν λαφύρων συνήγαγον ἑκατὸν
7740207 ὀβριμα
οὖν ὡς ἐγχωρίαν θεὸν ἐπικαλεῖται αὐτὴν ὁ εὐνοῦχος : ὀβρίμα ὀβρίμα : ὀβρίμαν αὐτήν φησιν , ἐπεὶ λέουσιν ὀχεῖται :
τοὐπὶ τῶιδε συμφορᾶς ἐγίγνετο ; Ἰδαία μᾶτερ μᾶτερ , ὀβρίμα ὀβρίμα Ἀνταία , φονίων παθέων ἀνόμων τε κακῶν ἅπερ ἔδρακον
7738398 ὑφη
σινδών , [ πολλὰ ] δ ' Ἰστριανίδων [ ] ὕφη ? γυναικῶν ἀνδρὸς ? [ ] ? ἐρριπτάζετο [
γίνεται ” λίθος ἡ ξαινομένη καὶ ὑφαινομένη , ὥστε τὰ ὕφη χειρόμακτρα γίνεσθαι , ῥυπωθέντα δὲ εἰς φλόγα βάλλεσθαι καὶ
7737787 παρεζομενος
καὶ τῇ ἄλλῃ βουλῇ . ἐπελθὼν δὲ ὁ ἐπιστάτης καὶ παρεζόμενος αὐτῷ διηγήσατο τοὺς ἐναντιωθέντας λόγους τῇ χρήμῃ αὐτοῦ καὶ
μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον , ὄφρα τάχιστα Λαέρτῃ τάδε πάντα παρεζόμενος καταλέξῃ , εἰ δή πού τινα κεῖνος ἐνὶ φρεσὶ

Back