δυνάμεως εἰς φθοροποιὸν μεταβαλούσης , ὡς δυσωδίας πάντα διὰ πάντων ἀναπεπλῆσθαι , τοσούτων σηπομένων ἀθρόον σωμάτων : πολὺς δὲ καὶ
οὐρανὸν ἀντικαταλλαξάμεναι γῆς καὶ φθορᾶς ἀθανασίαν . πάσης οὖν βαρυδαιμονίας ἀναπεπλῆσθαι νομιστέον ἐκείνας , αἵτινες ἐν ἀέρι καὶ αἰθέρι τῷ
6091170 ἐπικρατουσης
κεχυμένος , οὐδενὸς ἐν αὐτῷ πυκνοῦ λειφθέντος , ἀλλὰ πάσης ἐπικρατούσης μανότητος , ὅτε κάλλιστος γίγνεται , τὴν καθαρωτάτην λαβὼν
ποιότητα πολλῷ γε τοῦ συμμέτρου ἐξαλλάττοιντο , θερμῆς μὲν τῆς ἐπικρατούσης οὔσης ποιότητος , δηγμοὶ κατά τε τὴν γαστέρα καὶ
6012937 ἐξισωθηναι
σοι ὄντι ἐξισωθῆναι , ἐρῶ . ἄλλως : εἰ δὲ ἐξισωθῆναί σοι δεῖ καὶ μαντεύσασθαι , ὡς σὺ μαντεύῃ ,
σοι ὄντι ἐξισωθῆναι , ἐρῶ . ἄλλως : εἰ δὲ ἐξισωθῆναί σοι δεῖ καὶ μαντεύσασθαι , ὡς σὺ μαντεύῃ ,
5943813 ἀνεφικτων
ἀφθονίας , ὃ πολλάκις γίνεσθαι φιλεῖ , πρὸς τὸν τῶν ἀνεφίκτων ἔρωτα ἐξώκειλε καὶ περὶ ἀθανασίας ἐπρεσβεύετο γήρως ἔκλυσιν καὶ
γέγονε θάνατος . Ἄμμον μετρεῖν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀνεφίκτων . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις :
5837749 πλεοναζουσης
δ ' ἥμερα ἐπιμελείαις συναύξειν , τὰ δ ' ὑπὸ πλεοναζούσης τροφῆς κεχυμένα τομαῖς στέλλειν , τὰ δ ' ἐσταλμένα
διχῶς , ἢ γὰρ διὰ τὸ ποσὸν τῆς ὑποκειμένης καὶ πλεοναζούσης ὕλης , ἢ διὰ τὸ ποιόν : τῶν γὰρ
5833925 προσεδεχετο
ταῖς τῶν πολεμίων , ἀλλὰ ταῖς ἑαυτῶν ᾗπερ ὁ Δημοσθένης προσεδέχετο : κατὰ τὸ μέρος τὸ νεῦον ἐπὶ τὸ πετρῶδες
τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἀποστάταις τὴν διάθεσιν ἐποιεῖτο . οὐ γὰρ προσεδέχετο πάντας τοὺς ἀφισταμένους , ἀλλὰ τοὺς ἀρίστους ποιούμενος στρατιώτας
5822068 ἀλλοιωθηναι
, ὡς παρηγορεῖν ὀδύνας δύνασθαι : εἰσὶ γάρ τινες ἀλγηδόνες ἀλλοιωθῆναι μὴ δυνάμεναι , εἰ μή τι τῶν δριμυτέρων αὐταῖς
κατὰ τοῦτό ἐστι καὶ ἡ κίνησις , οἷον τοῦ μὲν ἀλλοιωθῆναι δυναμένου καὶ γενέσθαι , εἰ τύχοι , μέλανος ἢ
5782851 λειως
τὰ σωματικά σου ἅψεται ἔτι ; ἐννοήσας ὅτι οὐκ ἐπιμίγνυται λείως ἢ τραχέως κινουμένῳ πνεύματι ἡ διάνοια , ἐπειδὰν ἅπαξ
θέλε τὸ κέλυφος : ὅταν δὲ καθαρὸν ποιήσῃς , τρίβειν λείως , καὶ ὕδωρ παραστάζειν , καὶ ἅλας καὶ ἔλαιον
5777569 ἀναμετρεισθαι
πέλαγος οὕτως ἐστὶ ταπεινὸν , ὥστε μήτε πλεῖον δυεῖν ὀργυιῶν ἀναμετρεῖσθαι , καὶ χλωρὸν πάντοθεν , οὐ τῇ φύσει τῶν
γεωμετρία . τοῦτ ' οὖν τί ἐστι χρήσιμον ; γῆν ἀναμετρεῖσθαι . πότερα τὴν κληρουχικήν ; οὔκ , ἀλλὰ τὴν
5752206 ἐπιμενουσης
συνεχωρήσαμεν τοῦτον χρῆσθαι : ἐνίοτε δὲ κενωθέντος τοῦ χυμοῦ καὶ ἐπιμενούσης τῆς ὀδύνης καταφεύγειν δεῖν ἔγνωμεν ἐπὶ τὴν τῶν ναρκωτικῶν
ὠμῇ λύσει : παρηγορηθείσης δὲ τῆς φλεγμονῆς καὶ τῆς σκληρίας ἐπιμενούσης , ἀφλεγμάντους δυνάμεις ἐπιρρίπτειν , ἀρίστη δὲ πασῶν ἡ
5739583 κατακρατειν
ἕν ἐστ ' ἀληθὲς φίλτρον , εὐγνώμων τρόπος . τούτῳ κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή . οἰκεῖον οὕτως οὐδέν ἐστιν ,
τὰ καθόλου συμπτώματα θεωρίας , ὡς προηγουμένης καὶ τὰ πολλὰ κατακρατεῖν δυναμένης τῶν περὶ ἕνα ἕκαστον τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ
5692332 σπευδουσης
, ὅταν ὑστερίζῃ τοῦ καιροῦ τῆς [ δὲ ] ἐπιθυμίας σπευδούσης . οὐκοῦν ἐκεῖνος πάντ ' ἔχων ἃ θέλει εὐτυχήσει
ταῦτα δὲ οὕτω διὰ τὴν γένεσιν γίνεται , τῆς φύσεως σπευδούσης ἐξ ἀρχῆς τὸ εἶναι συστήσασθαι καὶ τὰς χείρους δυνάμεις
5681184 δυσκολωτατον
, ἐμοὶ δὲ οἰμωκτόν ” . Ὁ αὐτὸς ἐρωτηθεὶς τί δυσκολώτατον ἐν βίῳ εἶπε : „ τὸ πᾶσιν ἀρέσαι „
τῶν δ ' ἁπάντων ἴσθ ' ὅτι πτωχὸς ἀδικηθείς ἐστι δυσκολώτατον [ . πρῶτον μέν ἐστ ' ἐλεινός , εἶτα
5678108 διεπλασθη
εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθης ; Οὐ γὰρ ἐκ γῆς διεπλάσθη μόνον ὁ ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ θείου πνεύματος . ‖
ἐξ ὧν συνέστηκε τῶν στοιχείων καὶ τῶν δευτέρων ἐξ ὧν διεπλάσθη τῶν τεσσάρων χυμῶν , ποσότητός τε συμμέτρως ἐχόντων πρὸς
5672877 μικροπρεπεις
: καὶ οἱ μὲν βραχεῖς τοὺς κενοὺς ἔχοντες ἀφελέστεροι καὶ μικροπρεπεῖς , οἱ δ ' ἐπιμήκεις μεγαλοπρεπέστεροι : καὶ οἱ
, ὃς τοὺς πλουσίους τῶν Ἀθήνησι καὶ μεγαλοδώρους κίμβικας καὶ μικροπρεπεῖς ἀπέφηνεν : οὕτως κεχυμένως πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ
5672124 ψεκτη
, ἀλλὰ μετὰ ἐπιτάσεως ἐπιμωμητὴ , ὡς ἐπιτεταμένη οὖσα , ψεκτὴ παρὰ τοῖς ἔμφροσι . . ΔΙΑ Δ ' ἈΝΔΙΧΑ
μωμητή , ἀλλὰ μετὰ ἐπιτάσεως ἐπιμωμητή , ὡς ἐπιτεταμένως οὖσα ψεκτὴ παρὰ τοῖς ἐχέφροσι . ἐπιμωμητή : μέμψεως ἀξία .
5655596 ὑπερηφανου
καὶ ἀπόγονοι , οἵτινες μετὰ τὸν θάνατον τοῦ αὐθάδους ἢ ὑπερηφάνου , ὡς τῇ ἀνδρίᾳ ὑπερέχοντος , Γηρύονος ἐκεῖσε ᾤκησαν
τὴν τυραννίδα βούληται τυχεῖν τιμῶν τινων . ὁ δὲ Διονύσιος ὑπερηφάνου τῆς ἀποκρίσεως γενομένης συναγαγὼν τοὺς ἡγεμόνας ἐβουλεύετο πῶς χρὴ
5643413 συναπολαυει
οὐσία . ἀλλ ' εἰ τῆς τοῦ φωτὸς ἀφθαρσίας οὐ συναπολαύει ἡ δύναμις ἡ αἰσθητική , οὐδὲ τῆς τοῦ νοῦ
ἔστιν , ἀλλ ' ἐπειδὴ χρῆται ὅλως ὀργάνοις σωματικοῖς , συναπολαύει τούτοις τοῦ πάθους . καὶ τοῦτο φανερὸν ἐπὶ τῶν
5641290 Καρδαμου
τὰ λάχανα ὠφελεῖ . τὸ εὔζωμον δυσώδεις μασχάλας μεταβάλλει . Καρδάμου σπέρμα μιχθὲν ἀλεύροις κυαμίνοις , καὶ προσλαβὸν στακτῆς μέρος
, καὶ ὅταν ἐπανέλθῃ , τῇ αὐτῇ χρήσει χρῶ . Καρδάμου σπέρματος ⋖ δ , πηγάνου φύλλων χλωρῶν ⋖ δ
5603643 ὑφισταμενον
τὸ δεῖν εἶναί τι αὐθυπόστατον , ἀλλὰ μὴ μόνον ἑτέρωθεν ὑφιστάμενον . Ἢ γὰρ ἐπ ' ἄπειρον , εἰ μηδὲν
καὶ τὸ μὴ πᾶσαν φαντασίαν εἶναι ἀληθῆ , κατὰ φαντασίαν ὑφιστάμενον , ἔσται ἀληθές , καὶ οὕτω τὸ πᾶσαν φαντασίαν
5600648 καρτερῳ
καὶ σωφρόνως . Συμβαλεῖς δέ , ἔφη , ποτὲ ἀνδρὶ καρτερῷ , πλείστης ἄρχοντι χώρας καὶ ἀνθρώπων : τούτῳ μήποτε
ὄμμα , οἷον ἐν ζάλῃ κονιορτοῦ καὶ πνεύματος ἀποσκεπομένης τινὶ καρτερῷ τειχίῳ , μᾶλλον δὲ αὐτῆς ἀποσκεπούσης τοὺς ἑαυτῆς θιασώτας
5596875 χωριζεσθαι
ἐκ τῶν ἀτόπων εἰδώλων καὶ μὴ ὅρασις , τὸ δὲ χωρίζεσθαι τῇ μὴ πολλῇ νεύσει καὶ τῇ περὶ τὰ κάτω
. ἔτι εἴπερ χωριστὴ ἡ ψυχή , πῶς οἷόν τε χωρίζεσθαι τὰς στιγμὰς καὶ ἀπολύεσθαι τῶν σωμάτων , ἃς δὴ
5590003 δῃουμενης
ἐπιέζοντο , ἀνθρώπων τ ' ἔνδον θνῃσκόντων καὶ γῆς ἔξω δῃουμένης . ἐν δὲ τῷ κακῷ οἷα εἰκὸς ἀνεμνήσθησαν καὶ
αὐτοὺς δὲ ταῖς ναυσὶ χρῆσθαι , καὶ τῆς μὲν γῆς δῃουμένης μὴ προτιμᾶν , πολλὴν ἔχοντας τὴν ἄλλην , τῇ
5587420 ὑπεροπτικον
καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις μου πολίταις ὁρῶ οὐχ ὑπέρλαμπρον καὶ ὑπεροπτικόν , ἀλλὰ μέτριός τις καὶ χρηστὸς τυγχάνω . ἡ
καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις μου πολίταις ὁρῶ οὐχ ὑπέρλαμπρον καὶ ὑπεροπτικόν , ἀλλὰ μέτριός τις καὶ χρηστὸς τυγχάνω . ἡ
5585827 ἀρτιοτητα
, ἔφη τοῖς μὲν ὑγιεινῶς ἔχουσι τὸ πᾶν ἀνενδεὲς εἰς ἀρτιότητα τὸ σπέρμα καταβάλλεται , τοῖς δ ' εἴς τι
μὲν οὖν τὰ τοιαῦτα , ὑγίειαν , ἰσχύν , αἰσθητηρίων ἀρτιότητα , καὶ τὰ παραπλήσια τούτοις . Παρὰ φύσιν δὲ
5584751 ἐπιλυπως
αὐτήν ” , ὅπερ ἐστὶν ἴσον τῷ ἀπολαύσεις τῆς ψυχῆς ἐπιλύπως : ἐπωδύνως γὰρ ὁ φαῦλος πάντα τὸν βίον χρῆται
βίου γραμμῆς πρὸς τροφὴν ἐγκαρτερήσασα πεμπταία κατέστρεψε τὸν βίον , ἐπιλύπως μέν , οὐκ ἀκλεῶς δὲ προεμένη τὸ ζῆν .
5574452 λυμας
γεγονότα πήματα ] ἤγουν τιμωρίας , βλάβας λύματα ] ἤγουν λύμας , βλάβας δείματ ' ] φοβήματα ἀμφήκει ] διστόμῳ
πέφυκεν ἀρετάς , καὶ καθ ' ἑκούσιον γνώμην ἐνδεδεγμένοι τὰς λύμας , ὅμως ἱερουργεῖν τολμῶσι νομίζοντες τὸν τοῦ θεοῦ ὀφθαλμὸν
5572453 καινοτης
διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῶν προσδοκωμένων δεινῶν : ἀεὶ γὰρ ἡ καινότης τῶν κακῶν ἀμαυροῦν εἴωθε τὰς προγεγενημένας ἀτυχίας τοῖς ἀνθρώποις
ἔδει τοῖς ἀρχαίοις ἐμμεῖναί σε τύποις . ἔνθα γὰρ ἡ καινότης ἧττον εὐδοκιμεῖ τῆς συνηθείας , ἐκεῖ κύριον τὸ ἔθος
5566504 φοβειν
ἧσσον οὐδενὸς ἔκπληξιν , ψόφους μεγάλους , ἐμβοήσεις , μηδὲ φοβεῖν πειρᾶσθαι ἄφνω ὄψεσι γοργονείων ἤ τινων ἄλλων ὁραμάτων :
ἂν δυνώμεθα : τοὺς γὰρ μικροπολίτας , ὥσπερ αὐτός , φοβεῖν τὰ τῶν μειζόνων ἀπόρρητα . Ταῦτα οὐ διηγήσασθαί με
5556946 εὐαναδοτων
παραλαμβάνειν , ἀλλὰ μᾶλλον ἐπιδιδόναι πίνειν αὐτοῖς οἶνόν τινα τῶν εὐαναδότων : καὶ γάρ ἐστι δυνατὸς αἷμά τε διαφορῆσαι καὶ
ἔτι πρότερον πολυφαγίᾳ ἀποταξάμενος , τῇ δὲ τῶν λεπτῶν καὶ εὐαναδότων ἐδωδῇ συμμετρηθείς , κἀκ τούτου ὀλιγοϋπνίαν καὶ ἐπεγρίαν καὶ
5556721 ἀπλαστου
παραδείσου , ὁ δὲ τοῦ πολυμιγοῦς καὶ γεωδεστέρου σώματος , ἀπλάστου καὶ ἁπλῆς φύσεως ἀμέτοχος , ἧς ὁ ἀσκητὴς ἐπίσταται
μεμορφωμένον , ἀοράτου τῆς ἀρχῆς ὑπαρχούσης , τουτέστι τῆς ὕλης ἀπλάστου καὶ ἀμόρφου οὔσης : ἢ ὅτι εἶδος τοῦ γενικοῦ
5554684 λαβομενα
. λεχθέντα . τὰ περὶ θυσιῶν καὶ γονέων . ψυχῆς λαβόμενα . λαβόμενα : γρ . λαβόμενα . ἀνιδιτί .
καὶ διαμάχεσθαι : εἰ δὲ μή , ἀδείας καὶ ἐξουσίας λαβόμενα μέχρι τῆς ψυχικῆς ἀκροπόλεως ἀναβάντα πᾶσαν ἐκπολιορκήσει καὶ λεηλατήσει
5552415 Πασης
. Καὶ παροιμία : τὸ Πάσητος ἡμιωβόλιον . Ὁ δὲ Πάσης οὗτος μαλακὸς ἦν τὴν φύσιν , πάντων δὲ ἀνθρώπων
κάλλος . Τὸ ἀποθεωθῆναι πῶς λέγεις , ὦ πάτερ , Πάσης ψυχῆς , ὦ τέκνον , διαιρετῆς μεταβολαί . Πῶς
5550541 πλεονασαν
δὲ καὶ παρὰ τὸ Σαπφικὸν , συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον , πλεονάσαν μιᾷ συλλαβῇ . τὸ δʹ ὅμοιον τῷ βʹ .
. τὸ εʹ προσοδιακόν . τὸ Ϛʹ Πινδαρικὸν ἐκ Σαπφικοῦ πλεονάσαν χοριάμβῳ καὶ συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον . τὸ ζʹ Εὐριπίδειον
5548130 ἐμποδισμος
. διὰ τοῦτο ὅπου ἡ σπουδή , ἐκεῖ καὶ ὁ ἐμποδισμός . θέλεις τὰ μὴ ἐπὶ σοὶ ἐξ ἅπαντος ;
παρερχόμενον εὐτύχημα . Μισούμενον ἀγαθόν , ὑγείας μήτηρ , ἡδονῶν ἐμποδισμός , ἀμέριμνος διατριβή , δυσαπόσπαστον κτῆμα , ἐπινοιῶν διδάσκαλος
5534044 ἰσονομια
καὶ οὐ μάχη . ἐπὶ δὲ τῆς ἀκρασίας οὐκ ἔστιν ἰσονομία τῶν μερῶν τῆς ψυχῆς . ἡ δὲ ἡρωϊκὴ καὶ
αὐτὴ τῇ ἀρετῇ , ᾗ δὲ ἐπὶ τῆς ἀρετῆς ἐστιν ἰσονομία τῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καὶ οὐ μάχη τίς ἐστιν
5528624 καυσωνος
. οἷον εἴ τις οὕτω τίθησι τὸ λώπιον κρύους καὶ καύσωνος κωλυτικὸν τῷ σώματι : τὸ τοιῶνδε παρεκτικὸν χρήσιμον ,
ὅτε κἀπὶ τῶν συνεχῶν γίνεται μικρότερον ῥῖγος , ὡς ἐπὶ καύσωνος . συμβαίνει γὰρ ἐνίοτε τὴν χολὴν , λεπτομερεστάτην οὖσαν
5525159 ἐνεργησαι
ἄρθρων δεδηλωμέναι : ἐξέσται γὰρ ἢ κατὰ κράτημα καὶ κατάτασιν ἐνεργῆσαι ἢ κατὰ κράτημα καὶ ἀνάτασιν ἢ κατὰ διάτασιν .
διϊδεῖν ἐπιστήσαντας τὴν τῶν ῥήσεων διάνοιαν . πᾶς γὰρ ἄνθρωπος ἐνεργῆσαι βουλόμενος σκοπόν τι καὶ τέλος ἑαυτῷ τῆς πράξεως τίθεται
5522632 προσδοκωμενων
δὲ ἡμέρας αὐξίφωτος οὖσα εἰς πάντα ἀγαθὴ καὶ τῶν μὴ προσδοκωμένων πραγμάτων ἀνυστική , εἰ δὲ ληξίφωτος εἴη ἐπὶ ἡμέρας
νόσῳ βαρυνόμενοι δι ' ἐρημίαν συγγενῶν ἢ φίλων ὑπελείποντο , προσδοκωμένων ὅσον οὔπω παρέσεσθαι τῶν Καρχηδονίων : ἡ γὰρ περὶ
5518079 ἀμισθι
ποριζόμενος . φησὶ δὲ , ὅτι τῶν λυρικῶν οἱ παλαιοὶ ἀμισθὶ πρὸς τὰ καλὰ τὴν σπουδὴν εἶχον , ἐπὶ δὲ
' ὑπερβολὴν ἀπολογήσασθαι , καὶ δὴ φημί σοι μηδένα μηδὲν ἀμισθὶ ποιεῖν , οὐδ ' ἂν τοὺς τὰ μέγιστα πράττοντας
5512720 κηλιδος
ἀπολυσάντων τοὺς ἀνοσίους . Πάσης δ ' ὑπὲρ πάντων τῆς κηλῖδος εἰς ὑμᾶς ἀναφερομένης , πολλὴ εὐλάβεια ὑμῖν τούτων ποιητέα
τῆς γενομένης ἀκαθαρσίας περὶ τὴν ἐσθῆτα . ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς κηλῖδος τῆς ἐσθῆτος . εἰ δὲ προησόμεθα ] ἐντεῦθεν τὸ
5507971 ἐξοιδα
σῴζεται . Κοὐκ ἄλλον ἕξεις εἰς τόδ ' : ὡς ἔξοιδά σε οὐ ψιλὸν οὐδ ' ἄσκευον ἐς τοσήνδ '
σῴζεται . Κοὐκ ἄλλον ἕξεις εἰς τόδ ' : ὡς ἔξοιδά σε οὐ ψιλὸν οὐδ ' ἄσκευον ἐς τοσήνδ '
5504972 καταλληλων
ἐκπέμπει τῷ ἕλκει , καὶ τὸν πλεονάζοντα χυμὸν διὰ τῶν καταλλήλων κενωτέον φαρμάκων . εἰ δὲ καὶ κιρϲὸϲ ἐπιπέμπων εἴη
πῶς ἂν γένοιτο χωρὶς τῶν ὀρθῶν καὶ δικαίων καὶ ὅλως καταλλήλων ἀρετῇ νόμων ; δεῖ γὰρ ὑπὸ νόμοις τοιούτοις ἔτι
5494411 Δενδρον
κακῶς . Διδάσκαλός : ἐστιν ὁ διδοὺς τὸ καλόν . Δένδρον : διὰ τὸ δεόντως ἱδρῦσθαι . Δόλος : ἐστὶ
αὐτόχθον αὐτοῦ καὶ γηγενὲς οὐδὲν ἄλλο πλὴν τοῦτο σημαίνει . Δένδρον γε μήν , ἅπαν αὐξανόμενον καὶ τὴν ἀπὸ γῆς
5489654 Βουλῃ
παρέδραμον δ ' ἐνέκυρσαν . φρένας : τὴν γνῶσιν . Βουλῇ : φρονήσει , προμηθείᾳ , μηχανῇ , δόλῳ .
πρᾶξιν λαβέ . Βουλῆς ἄμεινον οὐδέν ἐστιν ἐν βίῳ . Βουλῇ πονηρᾷ μηδ ' ὅλως κρατεῖν θέλε . Βίος πονηρὸς
5489340 ἀργοτερον
πεπαιδαγωγημένα . πολλοὶ γὰρ ἔθεϲι μοχθηροῖϲ ἐντραφέντεϲ , ἀκολαϲτότερον ἢ ἀργότερον διαιτώμενοι διαφθείρουϲι φύϲειϲ χρηϲτάϲ , ὥϲπερ αὖ πάλιν ἔνιοι
τοῦ ταχυτέρου , ὥστε μὴ πλείονι λείπεσθαι ἢ ὅσῳπέρ ἐστιν ἀργότερον τὸ βραδύτερον , ἀναγκαῖον αὐτὸ ὑπὸ τοῦ ταχυτέρου καταλαμβάνεσθαι
5486497 φθαρτικον
γῆν τόπον , εἴπερ ἐστίν , ἐπειδὴ φρικώδη αὐτὸν καὶ φθαρτικὸν ᾄδουσιν , ἀποτάττωμεν τοῦ κόσμου . „ Ταῦτα τοῦ
, πῦρ δὲ εἰς τὸ χρειῶδεςἄπληστον δ ' ἐστὶ καὶ φθαρτικὸν τοῦτοκαὶ κατὰ τοὐναντίον εἰς τὸ σωτήριον , ὅπερ εἰς
5485083 ἐμμανως
τὰς τρίχας . ἀντὶ τοῦ ἐπιτεταμένως καὶ ἀπρὶξ καὶ οἷον ἐμμανῶς τίλλε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας . . γόεδνα ] ἤτοι
ἔξωθεν προσυπακουστέον τὸ ἐθήρα . ὁ δὲ λόγος : οὕτως ἐμμανῶς εἶχε περὶ θήραν ὡς καὶ πρὸ ἡμέρας θηρᾶν καὶ
5482514 λυγμῳ
στήθεσι κακῇ ἀλάλυγγι βαρῦνον ] κακωτικῶς συνεκλυποῦν λυγγί ἀλάλυγγι ] λυγμῷ βαρῦνον ] λυποῦν , ὀδυνῶν φῶτ ' ] τὸν
ἀδημονεῖ . λύζει : ποιὰν φωνὴν τραχεῖαν ἀφίησιν , ἢ λυγμῷ συνέχεται . Γ λύζει ] λυγμῷ συνέχεται . ὀφλὼν
5480440 εὐπλοιαν
καὶ ἐπιστήμονα τὰ θεωρήματα τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν . οὕτως εὔπλοιαν μὲν ναύτης καὶ κυβερνήτης , εὐφορίαν δὲ καρπῶν γεωπόνος
θεοῖς δοτά . Ἐὰν δέ τις παρὰ μὲν τῆς γῆς εὔπλοιαν αἰτῇ , παρὰ δὲ τῆς θαλάττης εὐκαρπίαν , καὶ
5459615 ἀποσεισασθαι
ἀδύνατον εἶναι δοκοῦν τοὺς τεθνεῶτας ἀναβιῶναι εὐπρεπέστατα ἡγοῦντο ταύτῃ γοῦν ἀποσείσασθαι τὸ ἐπίκλημα καὶ ἐπὶ σφᾶς αὐτοὺς τὰ δίκαια μεταθεῖναι
τοῦτο δὲ μόνον ἀληθές . ἀπὸ φροντίδος ] ἀποβαλεῖν , ἀποσείσασθαι τοῦ λογισμοῦ . ἄχθος ] μάταιον βάρος . χρὴ
5458043 συνεπεται
, εὐθείᾳ περαίνει κατὰ φύσιν περιπορευόμενος : τῷ δὲ ἀεὶ συνέπεται δίκη τῶν ἀπολειπομένων τοῦ θείου νόμου τιμωρός , ἧς
τὸ ἴδιον χώρας καὶ ὅσων δή ποτε αἰτίων οὐ πᾶσι συνέπεται τὸ αὐτὸ δίκαιον εἶναι . . Τὸ μὲν ἐπιμαρτυρούμενον
5447670 ἀφαυαινεται
καὶ ὅσα ἀκμάζον τὸ ἔαρ ἤνεγκε πάντα [ ξηραίνεται ] ἀφαυαίνεται ξηροῖς πνεύμασι τοῦ ἀέρος αὐχμώδη καταστάντα τοῖς ἀφ '
σκαπάνῃ τιτρωσκομένων χείρω γίνεται , πολλάκις δὲ καὶ νοσεῖ καὶ ἀφαυαίνεται , τὸν αὐτὸν τρόπον οἴεσθαι χρὴ καὶ ἀπὸ τῶν
5445508 τεταραγμενῳ
” μέγα δ ' αὐτοῦ βοήσαντος περὶ ὧν ἤκουσε , τεταραγμένῳ προσπεσὼν ὁ Στέφανος καὶ τὸ ξίφος τῆς ἐσκευασμένης χειρὸς
καὶ ὑπὸ μηδεμιᾶς συμφορᾶς ἐνοχλουμένῳ , τῷ δὲ θολερῷ καὶ τεταραγμένῳ καὶ ἐν παντοίαις τύχαις φυρομένῳ : ἐνταῦθα μὲν ἀσαφείας
5433389 ἀπολλυμενης
τοῦτο πλεῖστον καὶ συνεχέστατον συμβαίνειν λέγουσι , φαινομένης τε καὶ ἀπολλυμένης τῆς ἄγρας : ὅταν μὲν γὰρ εὐδοκιμήσεις τε καὶ
ὧν πᾶσα ἀνάγκη ἐραστὴν παιδικοῖς φθονεῖν μὲν οὐσίαν κεκτημένοις , ἀπολλυμένης δὲ χαίρειν . ἔτι τοίνυν ἄγαμον , ἄπαιδα ,
5428120 ἀφισταμενων
τῶν φυγάδων εἰς ἐκείνους καταβαίνειν . μετὰ δὲ ταῦτα συχνῶν ἀφισταμένων πρὸς τοὺς φυγάδας , οἱ περὶ τὸν Θρασύβουλον ἐξαίφνης
θείας γνώσεως καὶ ὁ ὅρκος ὁμοίως παραβαίνεται μὲν ὑπὸ τῶν ἀφισταμένων , αὖθις δὲ τηρεῖται ὑπὸ τῶν πρὸς τὴν θείαν
5426819 στηριχθηναι
, καὶ ῥιζοτροφεῖν , ῥιζοῦσθαι , στῆναι , παγῆναι , στηριχθῆναι , ῥίζας ἀποτεῖναι . πρέμνον λεῖον ὁμαλές . ἐρεῖς
κλυτάν ἐπικείμενον οὐκ εὐκέραστον ἦχον ἔχει , ἀλλ ' ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν , καὶ πιεσθέντος ἱκανῶς τοῦ στόματος τότε
5418772 ἀφῃρημενους
παρὰ τούτων ζητοῦντα δίκην . ἄλλους μὲν γὰρ εἶναι τοὺς ἀφῃρημένους τὴν γῆν , ἄλλον δὲ τὸν πολεμούμενον . καὶ
εἰς τὰς πατρίδας , καὶ τοὺς ἀδίκως τὰς ἀλλοτρίας πόλεις ἀφῃρημένους ἐξέβαλον ἐκ τῶν πόλεων : τούτων δ ' ἦσαν
5412350 ἀλλοιουμενον
οὐδὲ ἂν ἑωρῶμεν ὅλως μηδενὸς ὄντος , ὃ πρῶτον αὐτὸ ἀλλοιούμενον οὕτω τὴν αἴσθησιν ἀλλοιοῖ . Ὁ δὲ αὐτὸς λόγος
τῆς Θέτιδοςφάσμα γάρ τι ἡ Ἔμπουσα νυκτερινὸν εἰς μυρίας μορφὰς ἀλλοιούμενον , ὥς φησι Φιλόστρατος , μετεβάλλετο δὲ εἰς μυρίας
5406865 ζωογονειν
' ᾠδῆς λεγόμενος . Ψυχή : διὰ τὸ ἐμψύχειν καὶ ζωογονεῖν τὸν νεκρόν . Η ΑΛΚΜΗΝΗ ἡ μεγάλη καταλιποῦσα τὸν
καὶ τῶν πνευμάτων τὸ τελευταῖον μηκέτι δύνασθαι μηδὲν τῶν μειζόνων ζωογονεῖν , ἀλλ ' ἐκ τῆς πρὸς ἄλληλα μίξεως ἕκαστα
5406102 ἐρρωμενων
. Ἄλλαι γάρ εἰσιν ἐγγύθεν καὶ πόρρωθεν καὶ νοσούντων καὶ ἐρρωμένων καὶ τεχνιτῶν καὶ ἀτέχνων καὶ φρονίμων καὶ ἀφρόνων .
καὶ εὐπραξίαν τοῖς ἐρρωμένοις σημαῖνον καὶ τοῖς νοσοῦσιν ὑγεῖαν : ἐρρωμένων γὰρ τὸ λούεσθαι μὴ πρὸς ἀνάγκην γε ὄντων .
5403491 ἐκκρεμαμενων
τῶν γαστρὸς καὶ τῶν ὑπ ' αὐτήν , ὥστε πολλῶν ἐκκρεμαμένων ἐγγόνων βαρύτατον ἄχθος φέρουσα παρίεται καὶ χεῖρας ὑπ '
μάθησις . Πάντων οὖν τῶν Πλάτωνος δογμάτων ἀτεχνῶς ἐξηρτημένων καὶ ἐκκρεμαμένων τῆς κατὰ τὴν ψυχὴν θειότητός τε καὶ ἀθανασίας ,
5394215 κακουντων
δοῦλος μηνύσῃ , ἐλεύθερος ἔστω , καὶ ἐὰν μὲν τῶν κακούντων ἢ κακουμένων δοῦλος , ὑπὸ τῆς ἀρχῆς ἀφείσθω ,
σίνος ἢ πάθος καὶ αἱ τῶν ἀστέρων φύσεις τῶν τε κακούντων καὶ τῶν κακουμένων καὶ ἔτι τῶν συσχηματιζομένων αὐτοῖς .
5384848 ἀνεσας
θύμου κορύμβων δραχ . ιʹ . ἢ χολῆς ταυρείας ψυγείσης ἀνέσας λεπτοκαρύου μέγεθος , εἰς οἶνον εὐώδη πότιζε : ταῦτα
ἀναλάμβανε τροχίσκους , ἐπὶ δὲ τῆς χρείας τῷ αὐτῷ ὄξει ἀνέσας κατάχριε καὶ ἔα ξηραίνεσθαι καὶ ἀπόπεμπε εἰς τὸ βαλανεῖον
5381648 ψυχικαι
γυναῖκες θνηταὶ τὸ φθαρτόν ἐστι τῆς ἡμῶν φύσεως : αἱ ψυχικαὶ δὲ δυνάμεις , ἃς καὶ θεὰς ἔφασαν , τῇ
ἐν τῷ αὐτῷ ἄρα ἔσονται αἱ μονάδες ταῖς μονάσιν αἱ ψυχικαὶ ταῖς σωματικαῖς , καὶ καθέξει χώραν στιγμῆς σωματικῆς ἡ
5379142 ἐκτηξει
τὸ ἁδρομερές . Τὸ δὲ γλίσχρον διαχώρημα γίνεται ἐπὶ τῇ ἐκτήξει τῆς πιμελῆς , ἀλλ ' ἔστιν ὅτε διαχώρημα γλίσχρον
ὅτι κακαί εἰσιν αἱ κριμνώδεις ὑποστάσεις : ἐπὶ γὰρ ἀνωμάλῳ ἐκτήξει ἐκκρίνονται , ἐπὶ πυρώδει καὶ φλογώδει θερμότητι γινομένης τῆς
5377139 σπασμα
καὶ σύγχριε τοὺς λουομένους καὶ τοὺς ἀλουτοῦντας . Ῥῆγμα καὶ σπάσμα τὸ μὲν ἐν σαρκώδει μορίῳ , τὸ δ '
| ἀπομυλλήνῃ : τοῦτο γίνεται , ὅταν διαστροφὴ καὶ οἷον σπάσμα περὶ τὴν γένυν μετὰ παρέσεως σχῇ , μάλιστα δ
5368888 προβουλευειν
αὐτοῖς προσήκειν ἡγούμεθα , ταῦτα καὶ ὑμῖν , εὐδοξεῖν , προβουλεύειν , προτιμᾶσθαι τῶν ἄλλων Ἑλλήνων . ὥστε πῶς ἂν
. Κλαύδιος γὰρ ἡμᾶς ἔπεισε περὶ μηδενὸς ἄλλου πράγματος μήτε προβουλεύειν μήτ ' εἰς τὸν δῆμον ἐκφέρειν μήτε δυνάμεις καταγράφειν
5363558 ἡγησαμενων
, προδήλους ἔχουσι καὶ τὰς αἰτίας , ψύχους ἢ θέρμης ἡγησαμένων θύραθεν , ἢ λύπης ἢ θυμοῦ ἢ κόπου καὶ
τῶν ἐπὶ σοφίᾳ θαυμαζομένων , ἰσχυρὰς οὐκ οἶδ ' ὅπως ἡγησαμένων τὰς παρὰ τῶν πολλῶν φερομένας διαπορήσεις . Οὗτοι δέ
5356393 συνουσα
κεῖται . ἱστοτρίβης ] ἡ περὶ τὸν ἱστὸν τῆς νεὼς συνοῦσα αὐτῶι . ἐπραξάτην ] αὐτή τε καὶ Ἀγαμέμνων .
τὴν πρὸς τὰ προστακτικά , ἐκεῖνο ἂν φαίημεν , ὡς συνοῦσα ἡ διὰ τοῦ ἄγε σύνταξις ἐξαίρετον καταστήσει τὴν προστακτικὴν
5355918 περινοστειν
ἀλλ ' αὐτὸς μὲν ἑκάστην ῥαψῳδίαν γράψας καὶ ἐπιδειξάμενος τῷ περινοστεῖν τὰς πόλεις τροφῆς ἕνεκεν ἀπέλιπεν . ὕστερον δὲ συνετέθη
ἀπατεών . τὸ δὲ ἀγείρειν καὶ περιαγείρειν τὸ περιϊέναι καὶ περινοστεῖν ἐπὶ νίκῃ ἢ ἑτέρῳ τινὶ τοιούτῳ σεμνυνόμενον : καὶ
5351028 Εὐδαιμονια
πάνυ καλῷ ; Ἐμφαίνει οὕτως . Αὕτη τοίνυν ἐστὶν ἡ Εὐδαιμονία , ἔφη . Ὅταν οὖν ὧδέ τις παραγένηται ,
, τὴν δ ' εὐδαιμονίαν συνωνυμεῖν τῷ τέλει λέγουσιν . Εὐδαιμονία δ ' ἐστὶ τὸ ἄριστον ἐν τῷ βίῳ ,
5350621 σφαραγευντο
τοὺς ἑαυτῶν . σφετέρῃσι ταῖς ἑαυτῶν . σφέλας ὑποπόδιον . σφαραγεῦντο ὁ μὲν Ἀπίων ἐψόφουν , ὁ δὲ Ἡλιόδωρος βέλτιον
ἔρρηκται εἰρῆσθαι , ἐπεὶ πᾶν τὸ ῥησσόμενον βλάπτεται πάντως . σφαραγεῦντο ι . . . , : σφαραγεῦντο : ὁ
5344346 προσεδρεια
ἁπάντων , οὐ μικρὸν τεκμήριον ὅτι μεθ ' ἡδονῆς ἡ προσεδρεία γίγνεται : πονεῖν γὰρ οὐδεὶς ἐθέλει πολὺν χρόνον .
. σημαίνει δὲ καὶ διέκοψε καὶ ἐλύπησεν . σχολή . προσεδρεία . πραγμάτων . ἀντὶ τοῦ φροντίδων : διὸ καὶ
5342059 τεξῃ
τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου : ἐν λύπῃ τέξῃ τέκνα , καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή
φησιν : „ ἰδοὺ σὺ ἐν γαστρὶ ἔχεις , καὶ τέξῃ παιδίον , καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσμαήλ „
5339195 ἀταραξια
σκεπτικοί φασι τὴν ἐποχήν , ᾗ σκιᾶς τρόπον ἐπακολουθεῖ ἡ ἀταραξία , ὥς φασιν οἵ τε περὶ τὸν Τίμωνα καὶ
? ὡς τὸ τῇ φύσει συμφέρον , % ὅπερ ἐστὶν ἀταραξία , καὶ ἑνὶ καὶ πᾶσι τὸ αὐτό ἐστιν .
5337055 διαμενον
γυναικῶν ἀνύπαρκτόν ἐστι καὶ ταχέως φθειρόμενον καὶ οὐκ ἐπὶ πολὺ διαμένον . γυναικογήρυτον ] τό . γυναικογήρυτον ] ἤγουν τὸ
διαμένῃ , ἕξει τὴν αἴσθησιν . τὸ δὲ λοιπὸν ἄθροισμα διαμένον καὶ ὅλον καὶ κατὰ μέρος οὐκ ἔχει τὴν αἴσθησιν
5336183 διεφθαρμενης
ἀπαραιτήτως . Σοφοκλῆς τῆσδέ τε γῆς ὧδ ' ἀκάρπως κἀθέως διεφθαρμένης . οἷον μηδενὸς θεῶν ἐπικουρίας παρούσης . ἀσπάζεσθαι καὶ
νεώς , τοὺς τόκους δ ' ἀποστερῆσαι οἴονται δεῖν ὡς διεφθαρμένης . καίτοι ἡ συγγραφὴ οὐχ ἕτερα μὲν λέγει περὶ
5333133 συσσαπεισης
λοιπαὶ ἀπό τε μὴ διακριθείσης ἀκριβῶς τροφῆς εἰς αἷμα καὶ συσσαπείσης ἤδη , καί τινων λοιπῶν τροφῶν ἐνδέρμων . ἔοικε
κατὰ φύσιν ἀπολαβόντα χρῶμα . Χολῆς δ ' ἐπικρατούσης καὶ συσσαπείσης ἐν τῷ φλεβώδει γένει , μετρίως μὲν ξανθὰ καὶ
5332202 ἀτηκτον
πολλῆς εὐρυχωρίας ἰόντα , οὐ βιαζόμενα , ἄλυτον αὐτὴν ἐάσαντα ἄτηκτον παρέσχεν : τὰ δὲ ὕδατος ἐπειδὴ μείζω πέφυκεν μέρη
, ἔνθα τοὺς ἐν πολέμῳ τελευτῶντας ἔθαπτον . Κερασβόλον . ἄτηκτον καὶ μὴ εἶκον παιδείᾳ , ἀλλ ' ἀπηνὲς ὄν
5332160 Ἰσοτητα
ἀσπίδος κακὴ γυνή . Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς . Ἰσότητα δ ' αἱροῦ καὶ πλεονεξίαν φύγε . Ἰδών ποτ
. Ἰσχυρότερον δέ γ ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου . Ἰσότητα τίμα , καὶ πλεονέκτει μηδένα . Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα
5330784 ἀντροπαιᾳ
κατ ' ἀλλήλων ἄμφω τὼ ἀδελφὼ ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα
. Ξ ἀντροπαίᾳ ] ἀλλοιώσει . ἀντροπαίᾳ ] ἀνατροπῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ , ἀνατροπῇ .
5328501 ῥαον
ἤτοι τὰ μέλλοντα μεριμνάν . Μάχαιρα : διὰ τὸ μάχεσθαι ῥᾶον : ἢ διὰ τὸ μάχεσθαι πάσῃ φύσει καὶ τόπον
ἡ κορύνη πληρεστέραν τὴν ἐντεριώνην ἕξει , καὶ τὸ ξεσθῆναι ῥᾶον ὑπομένει , καὶ ἐντιθεμένη κρατεῖ . Γυμνὰ κάρυα δίχα
5325319 τυραννικης
πολιτικὰ ἦν τὰ τῶν τότε ἡγεμόνων ἤθη καὶ πλεῖστον ἀπέχοντα τυραννικῆς αὐθαδείας , ἣν σπάνιοί τινες τῶν καθ ' ἡμᾶς
ἡ παῖς δὲ τῆς ἐμῆς ἔργον γινομένη χειρὸς αὐτή τε τυραννικῆς ἄπεισιν ἀσελγείας ἀπηλλαγμένη καὶ τῇ πόλει βεβαίαν ἐλευθερίαν ἀνύσει
5322118 βορβορωδες
, ὥστε καὶ ὑπὸ τούτων καὶ ὑπὸ ποταμῶν ἐκκλυζόμενον τὸ βορβορῶδες πᾶν ἰᾶται τὴν δυσαερίαν . οὕτως γοῦν ὑγιεινὸν ἐξήτασται
πτύουσι , καὶ οἱ πολλοὶ ἀπόλλυνται . Οἷσι καιομένοισι πῦον βορβορῶδες ἔρχεται καὶ δυσῶδες , ἀπόλλυνται ὡς τὰ πολλά .
5319559 ταχυνειν
ὄπισθεν ἐχθροῦ : ὥστ ' ἐφ ' ἡμῖν ἔσται καὶ ταχύνειν τὸ ἔργον καὶ ἐπὶ σχολῆς ἐκτρύχειν τοὺς πολεμίους λιμῷ
καταζήτει . καὶ ἐκφόβει . διώκειν γʹ : ἐξωθεῖν . ταχύνειν . καὶ μεταδιώκειν . δμώς βʹ : ὑπηρέτης .
5316731 ἀπολουμενων
βασιλεῖ καὶ τῆς πόλεως φόβῳ κεκενωμένης ὡς τῶν μενόντων πάντων ἀπολουμένων πέμπεται μετὰ τοῦ ταῖς δυνάμεσιν ἐφεστηκότος οὗτος ἐπὶ βασάνῳ
ἐπενόει . πάντα δ ' ἔδοξεν ἐς τὸ πλῆθος τῶν ἀπολουμένων καὶ τὴν ἅλωσιν τῆς Ἰταλίας καὶ Ῥωμαίων αὐτῶν τῆς
5316105 νωχελιας
καὶ πρὸς ἅπαντα δυσαρέστῳ κατὰ τὸ οἰκεῖον τῆς τῶν κινήσεων νωχελίας . Αἱ μὲν οὖν κατὰ τὸ κοινὸν καὶ καθόλου
καὶ πρὸς πάντα δυσαρέστῳ κατὰ τὸ οἰκεῖον τῆς τῶν κινήσεων νωχελίας . αἱ μὲν οὖν κατὰ τὸ κοινὸν καὶ καθόλου
5311823 συμφυτων
δὲ καὶ κατάπτυε τῶν ἄνευ νοητικοῦ φωτὸς δοξαζομένων διὰ τῶν συμφύτων ψιλῶς αἰσθητηρίων , ἃ μηκέτι εὐτονεῖ τῇ τοῦ νοῦ
διὰ τὸν ἀνθερίσκον ἰάμνων δὲ τῶν ἰαμενῶν , ἤτοι τῶν συμφύτων χωρίων . ψίλωθρον : βοτάνη ἐστίν , ἥτις καὶ
5311242 ἰσχυοντων
τῶν παρόντων φίλων . τῶν νῦν ὄντων : τῶν νῦν ἰσχυόντων . λέγει δὲ Ἀθηναίους ὠφελίας : βοηθείας τοὺς βαρβάρους
καὶ γὰρ ψυχρότερα καὶ τὴν ἀπόλαυσιν ποιεῖν πλείω ξυνεστηκότων καὶ ἰσχυόντων καὶ τῶν καρπῶν καὶ τῶν δένδρων . Δι '
5308667 ὠμοτης
ἐγκεχαλινωμένη τῷ λόγῳ , φιλοχρηματία δὲ ἐξοικίζηται τῆς ψυχῆς , ὠμότης δὲ μακράν που σκηνῇ , πανταχοῦ δὲ ὁ νόμος
πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν . Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης . Κάλλιστά φημι χρημάτων τὰ κτήματα . Λαβὼν πάλιν
5306477 γεωργικη
διαλεξόμεθα : προσχρῆται μέντοι τῷ κατὰ φύσιν γιγνομένῳ τούτῳ ἡ γεωργική : σπείρει γὰρ τηνικαῦτα , ἡνίκα καὶ ὑσθήσεσθαι προσδοκᾷ
ὑπὲρ τοῦ καρποῦ τῆς γενέσεως ἐκ τῆς γῆς , ἀλλὰ γεωργική . Δοκεῖ μοι . Τί δ ' ; ἦν
5305817 χαλωντων
. παρῆκται δὲ ἀπὸ τῶν τὰ σχοινία ἢ τὰ ἄρμενα χαλώντων ναυτῶν . Ῥαδαμάνθυος κρίσις : ἡ δικαιοτάτη . Ῥόδον
εἰ δ ' ἐν πολυημέρῳ νοσήματι τοῦτο συμβαίη , τῶν χαλώντων δεῖ πλέον τι ἐπιμιγνύναι : κἂν γὰρ προτρέψῃ τὴν
5305241 Ἀκονην
Λιπαρώτερος ληκυθίου : ἐπὶ τῶν ὑπερβολικῶν . Ὁμοία τῇ , Ἀκόνην σιτίζεις . Λύω λέσχας : Πλάτων φησὶ λέγων ὁπόταν
δεῖ [ τὴν ] δωρεὰν [ ἀκενοδόξως ] εὐεργετεῖν . Ἀκόνην σιτίζεις : ἐπὶ τῶν τρεφομένων καὶ οὐκ ἐπιδιδόντων .
5303717 Ξηρον
ὕλη πρὸς ξύσιν ἐπιτηδειοτέρα τοῦ ξύλου . οὕτως Φιλόξενος . Ξηρόν . παρὰ τὸ ξέω . ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ὕλης
οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ τῆς τῶν Ῥωμαίων διαλέξεως . Ξηρόν : παρὰ τὸ ξέω : ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ὕλης
5300638 ὑληματων
πως τούτῳ εἰ ἔστι μὲν τῶν δένδρων καὶ ὅλως τῶν ὑλημάτων εὔοσμα πολλὰ ζῶον δὲ οὐδὲν εἰ μὴ τὴν πάρδαλίν
τὰ μὲν δένδρων τὰ δὲ θάμνων τὰ δ ' ἄλλων ὑλημάτων . ἀλλὰ γὰρ περὶ μὲν τῆς ἰδιότητος εἴρηται πλεονάκις
5299343 εὐβλαστη
θῆναι πάλιν τῆς τροφῆς καὶ ταύτην πέψαι καὶ κατασχεῖν εἴπερ εὐβλαστῆ καὶ εὔκαρπα μέλλει γενήσεσθαι . Τροφῆς μὲν οὖν πλῆθος
πάντα δὲ τὰ ἐν Σκιάλᾳ φυτευθέντα καὶ θᾶττον αὐξάνεσθαι καὶ εὐβλαστῆ γίνεσθαι . Ὁ αὐτός φησι καὶ ὅτι ἡ Ἰνδικὴ
5296424 φθειρουσα
πράξαντι χρόνωι πάθος ἀνθεῖ . φόνου ] τοῦ αἵματος . φθείρουσα ] ὡς πολυτελοῦς ὄντος τοῦ ἱματίου καὶ ἠφανισμένου τῶι
+ ἡ τῶν οἴκων φθορά , ἤγουν ἡ τοὺς οἴκους φθείρουσα . Ἐριννὺς γίνεται ἀπὸ τοῦ ἔρρειν τὸ φθείρειν καὶ
5296102 ἀκρατωρ
διενεχθείς τινι τῶν ἀπὸ τοῦ ὁρατικοῦ καὶ ἐπιστημονικοῦ γένους , ἀκράτωρ ὑπ ' ὀργῆς αὐτὸς αὑτοῦ γενόμενος καὶ ἅμα τῆς
τέκνον , πείσθητι : προσπίτνω σε γόνασι , καίπερ ὢν ἀκράτωρ ὁ τλήμων , χωλός . Ἀλλὰ μή μ '
5294916 νοθῳ
οἰκείῳ θερμῷ διεπλάττετό τε καὶ ἀπηρτίζετο ἕκαστον τούτων , οὕτω νόθῳ τε καὶ ἀμέτρῳ διασπᾶταί τε καὶ συντήκεται πυρετῷ .
γνησίων : Παίζει , δέον εἰπεῖν νόθων . . . νόθῳ ' ξαποθνήσκων : νόμος ἦν Ἀττικὸς , τοῖς νόθοις
5291563 ἐφονευεν
τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ ' ἀεικής . ἄλλος δὲ ἄλλον ἐφόνευεν , ὥσπερ λέοντες εἰς ἀγέλην βοῶν ἐμπεσόντες ἀφύλακτον :
τῆς περὶ τὸ συγγενὲς αἰσθήσεως πάντα κατεχούσης , οὐθεὶς οὐθὲν ἐφόνευεν οἰκεῖα εἶναι νομίζων τὰ λοιπὰ τῶν ζώιων . ἐπεὶ

Back