, ὥσπερ ἡ ψάμμος οὐκ ἂν ἀριθμῷ περιληφθείη , οὕτως ἀμέτρητος Θήρων ταῖς εὐποιίαις . ὕμνου τῷ Θήρωνι τέλος . | ||
δὲ δι ' ἑνὸς μ γράφεται ἐκ τοῦ ἀμαθὴς καὶ ἀμέτρητος εἶναι ἐτυμολογουμένη καὶ ἄμος κατὰ ἀποκοπὴν γενόμενον δι ' |
. . Οὐ λέληθεν δέ με ὡς παρὰ ταῖς ἄλλαις διαλέκτοις καὶ διὰ τῆς φωνῆς ἐστιν ἡ διάκρισις : ὅθεν | ||
φιλοτίμως εἰργόμενοι : φυλακαὶ γὰρ ἐκ στρατιωτῶν βαρβάρων καὶ ταῖς διαλέκτοις διαφόροις χρωμένων ἐφεστήκασιν , ὥστε μηδένα δύνασθαι δι ' |
γοῦν Ὁμηρικά , ἀρχαϊκώτερα ὄντα , ἀεὶ ἐν ἁπλαῖς ταῖς ἀντωνυμίαις καὶ τὰ ἀμετάβατα τῶν προσώπων ἔχει καὶ τὰ μεταβατικά | ||
ὁ γὰρ λόγος προφανής . οὐχὶ οὖν πλεονασμὸς ἐγγενήσεται ἐν ἀντωνυμίαις οὐχὶ αὐ - τῆς πρότερον ἐντελοῦς οὔσης : ἐντελὴς |
κατὰ εἵλησιν χαλώμενον . ὄνομα χλὸς , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν κόχλος . Κραιπνός . παρὰ τὸ κάπω τὸ πνέω : | ||
ὁ κόσμος ἀνθρώποις ἀπόρρητος ἦν : μικρὸς δὲ αὐτὴν ἐκάλυπτε κόχλος ἐν κοίλῳ μυχῷ . ἁλιεὺς ἀγρεύει τὴν ἄγραν ταύτην |
δυσηκοΐαις αἰγὸς οὖρον καὶ χολὴν ἐγχυμάτιζε : χρονίαις ὀδύναις καὶ ἑλκώσεσιν ὤτων ἐψιλωμένου χόνδρου κυκλαμίνου χυλοῦ ἢ λινοσπέρμου μέρη δύο | ||
τὰς τρίχας ἀπρεπείαις ἀλισκομένη , ἀλωπεκίαις , ὀφιάσεσι , διαφόροις ἑλκώσεσιν . ἐγκαύσεως μὲν οὖν καὶ ψύξεως καὶ τῆς ἀπὸ |
σύνεισι , κατὰ μέντοι τάσιν τὴν ὀρθὴν ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι , κατὰ σοῦ , περὶ σοῦ : δι ' | ||
, ὡς πλήρη φασίν . † Ἀττικοὶ δὲ συντάσσουσιν αἰτιατικὰς πτώσεσι γενικαῖς καὶ δοτικῇ τὴν αἰτιατικήν . † Ῥόδιον , |
ἀπελευθέρους ἐῶσι τῆς πολιτείας μετέχειν , ἐν ἐκκλησίαις τε καὶ ψηφοφορίαις καὶ ταῖς ἄλλαις πολιτικαῖς χρείαις τὰς χάριτας , ἐν | ||
γινομένων ἀτελεῖς καὶ δι ' ἄμφω ταῦτ ' ἐν ταῖς ψηφοφορίαις ἀτιμότατοι . εἰ μὲν οὖν ἐπὶ τῶν πρώτων λόχων |
, ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω | ||
δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , |
: οὗτοι δὴ , ἐκκριθέντος τοῦ ὀστράκου . τέτανται : ἐξήπλωνται , ἐκτέτανται . Αὕτως : μάτην , οὕτως , | ||
πλάτος , ἐκ μεταφορᾶς τῶν γελώντων : οἱ γὰρ γελῶντες ἐξήπλωνται . παμμῆτορ ] ἡ πάντων μήτηρ καὶ τροφὸς , |
' οὗ τὸ θαμέες γὰρ ἄκοντες . . . . ἄμαθος : ἡ ψάμμος : παρὰ τὸ ψάμαθος γίνεται ἀποβολῇ | ||
ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ ἄμαθος . ἢ ἄμυθός τις οὖσα , τουτέστιν ἡ ἀνεπίγνωστος |
οἷον : θεός , βαρεῖα , οἷον : Πὰν , περισπωμένη , οἷον : πῦρ ῀ , μακρὰ , οἷον | ||
ὀξύβαριν ; περίσπασιν ; δίτονον ; σύμπλεκτον ; κεκλασμένην ; περισπωμένη . . , : περὶ πρώτων δὲ τῶν βαρβάρων |
ἢ παρὰ τὸ λυσσῶ περισπώμενον ἐντελὲς λυσσάω , ὡς ἐλῶ ἐλάω , λυσσάοντες , καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ α ἀλύσσοντες | ||
λεγομένη μαρμάρῳ καὶ κονίᾳ . . ΗΛΗΛΑΝΤΟ . Κανόνισον : ἐλάω , ἐλῶ , τὸ ἐλαύνω : ὁ μέλλων ἐλάσω |
ἀεὶ ἰέναι : ἐν κινήσει γὰρ τὸ πνεῦμα . καὶ ἀέντες ἀντὶ τοῦ πνέοντες ἢ πνεύσαντες , οἷον “ διασκίδνασιν | ||
ἀέντες ἀντὶ τοῦ πνέοντες ἢ πνεύσαντες , οἷον “ διασκίδνασιν ἀέντες . ” ἀεικίζειν ᾐκίζετο : “ ὣς ὁ μὲν |
μέσα . οἱ δὲ λοιποὶ μᾶλλον ἐν ταῖς ὀργανικαῖς θεωροῦνται συνθέσεσιν : ἐκεῖνα γὰρ ἐν μηκίστοις ἐξείργασται συστήμασιν . τῶν | ||
αὐτοῦ γίνεται ἀλφόβοιαι : πολλάκις δὲ τὸ ο ἐν ταῖς συνθέσεσιν εἰς ε μεταβάλλεται καὶ τὴν σι συλλαβὴν προσλαμ - |
δὲ τοῦτο , ἀλλὰ πεπερασμένον , οὕτω τοίνυν κἀνθάδε ἡ συναίρεσις τοῦ πλάτους , εἰς ἐλάχιστον πλάτος καταληγούσης τῆς διανοίας | ||
ἀλλοίωσις ἐγένετο τῶν φωνηέντων , δηλονότι κρᾶσίς ἐστιν καὶ οὐ συναίρεσις . Καὶ ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , εἰ ἄρα ἐν |
, ὀξεῖα : βαρὺς , βαρεῖα : τὸ λιγὺς καὶ ἐλαχὺς ὀξύτονα , καὶ ἡμίσυς καὶ θῆλυς βαρύτονα σημειοῦνται ποιοῦντα | ||
τάχιστος , κακὸς κακίων κάκιστος , βραδὺς βραδίων βράδιστος , ἐλαχὺς ἐλαχίων ἐλάχιστος , τερπνὸς τερπνίων τέρπνιστος : Καλλίμαχος : |
ἀόριστον πρῶτον τὸ ἥλατο , ὅπερ συγκοπτόμενον εἰς τὸ ἆλτο ψιλοῦται . τὸ γὰρ α λῆγον εἰς λ , ἐπιφερομένου | ||
ἄττα : σημαίνει μὲν ἡ φωνὴ τὸ τινά , ὁπότε ψιλοῦται . ἢ καὶ τὸ ὀλίγα ἢ παραπλήσιον . ὁπότε |
θεὸς ὁ πάσης κακίας ἀμέτοχος , ἀλλὰ καὶ πατὴρ καὶ ὀθνεῖος ἄνθρωπος μὴ τελείως ἀρετῆς ἄγευστος , εἰ τοιαῦτα ἀκούοι | ||
ἀναγκαῖον τὸ σπούδασμα . ὁ γὰρ τῷ γάμῳ τελούμενος οὐκ ὀθνεῖος τῶν λόγων , οὐδὲ τὴν γνώμην ἀλλότριος , ἀλλὰ |
: προσλαμβανόμενος , ὑπάτη ὑπάτων , παρυπάτη ὑπάτων , ὑπάτων ἐναρμόνιος , ὑπάτων χρωματική , ὑπάτων διάτονος , ὑπάτη μέσων | ||
πάσχει ὑποκείμενος τῇ εἱμαρμένῃ . ὑπεράνω οὖν ὢν τῆς ἁρμονίας ἐναρμόνιος γέγονε δοῦλος ἀρρενόθηλυς δὲ ὤν , ἐξ ἀρρενοθήλεος ὢν |
κατ ' αὐτὸ διατείνεται , χρῶμα δὲ τὸ δι ' ἡμιτονίων συντεινόμενον . ὡς γὰρ τὸ μεταξὺ λευκοῦ καὶ μέλανος | ||
πρότερον διάγουσα διὰ πασῶν , τὸ δὲ δεύτερον διὰ τῶν ἡμιτονίων αὐξήσασα . ►α ※ β γ δ ε Ϛ |
, ἥ τε ὀξεῖα καὶ ἡ περισπωμένη : ἡ γὰρ βαρεῖα οὐκ ἔστι λέξεως τόνος , ἀλλὰ συλλαβῆς . Καὶ | ||
ζητητέον . ἀλλ ' οὐ δυνατὸν εἰδέ - ναι διατί βαρεῖα γίνεται , εἰ μὴ μάθωμεν διατί ὀξεῖα . ἐπὶ |
ἡμῖν ὅλη καὶ ἡ Λακεδαίμων βοήθειαν ἐπιεικῶς οὐ σμικρὰν συμβάλλονται τιθεῖσι νόμους ἀλλοίους τῶν πολλῶν τρόπων , περὶ δὲ τῶν | ||
γῆς χῶμά ἐστι , πεποίηται δὲ ἐν αὐτῷ καθέδρα τοῖς τιθεῖσι τὸν ἀγῶνα . ἔστι δὲ ἀπαντικρὺ τῶν Ἑλλανοδικῶν βωμὸς |
μὴ διαστολὴν ἔχοι σημαινομένου , ὡς τὸ Κρότων βαρύνεται : ὀξυνόμενον γὰρ δηλοῖ ζωύφιον : ἢ χαρακτῆρι ὑπάγοιτο , ὡς | ||
ΑΙΟΣ ἐθνικὰ : Ἀθηναῖος Θηβαῖος Ῥωμαῖος . σεσημείωται τὸ Ἀχαιός ὀξυνόμενον καὶ τὸ ἐρυσίχαιος προπαροξυνόμενον . Ἔτι τὰ τρισύλλαβα ἀπὸ |
ἀγρίων ἃ καὶ πρότερον ἐλέχθη , ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον | ||
τὴν Μακεδονίαν ] ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσβάλανος |
. εἰσὶν οὖν αἱ μὲν πολλαὶ στιγμαὶ ταῖς ὑλικαῖς ἀναλόγον μονάσιν , ὥστε ἔχουσιν αἰτίαν μὲν τὴν ὑλοποιόν , ἴνδαλμα | ||
συντεθέντες ἀριθμοὺς ποιοῦσι δύο λείψει μονάδων ε . Ταῦτα ἴσα μονάσιν ξε . Ὁ γὰρ δεύτερος μονάδων ἐτάχθη κε : |
, καὶ ἐξ αὐτοῦ γίνεται παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός | ||
νηυσὶν ἀκηχέδαται : παρὰ τὸ ἀχῶ ἀχάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , ἤχακα , ὁ μέσος ἤχαδα , ὁ παθητικὸς |
σπονδειασμὸς δὲ ἡ ταὐτοῦ διαστήματος ἐπίτασις , ἐκβολὴ δὲ ε διέσεων ἐπίτασις : ταῦτα δὲ καὶ πάθη τῶν διαστημάτων διὰ | ||
καλεῖται μαλακὸν χρῶμα : τὸ δὲ τρίτον χαρακτηρίζεται μὲν ἐκ διέσεων ἡμιολίων τῆς ἐναρμονίου διέσεως , καλεῖται δὲ ἡμιολίου χρώματος |
Τὰ εἰς ΑΡ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν εἴτε ἀρσενικὰ εἴτε οὐδέτερα βαρύνεται : μάκαρ δάμαρ ὄναρ οὖθαρ . Ἔτι τὰ εἰς | ||
δὲ προπετής ἀκρατής τριετής σύνθετα . Τὰ εἰς ΟΙΤΗΣ ἰσοσύλλαβα βαρύνεται : Δαμοίτης Μενοίτης Θυμοίτης . Ἔτι τὰ διὰ τοῦ |
κειμένου διὰ τῆς οι διφθόγγου ὀξύνεται : ὁμοίως καὶ τὸ φοινὸς , ἀφ ' οὗ τὸ δαφοινὸς ὁ ἄγαν φόνιος | ||
παρώνυμον . παρὰ τὸ φονὸν , δηλοῦν τὸ πυρόν . φοινὸς , φοῖνιξ . Φάρυγξ . ὁμοίως παρὰ τὸ φέρω |
θρυαλίδας ἔχοντα . τὸν πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' | ||
ταχέως ἀναλίσκων τὸ ἔλαιον λύχνος . τὸν πότην λύχνον : πότης λύχνος παρ ' Ἀττικοῖς ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίσκων . |
ὅμως πρεσβυτέρα καὶ προφερεστέρα . ΔΡΑΚΟΝ . Τὸ θέμα , δέρκω τὸ βλέπω , ὁ μέλλων δέρξω , ὁ ἀόριστος | ||
δέος , ὡς νείφω νέφος . . . . . δέρκω : δέρκω : τὸ ὁρῶ . παρὰ τὸ δρῶ |
, πάνυ ἀκριβέστατον ὄντα , καὶ καθὸ ἐν ταῖς ἄλλαις πλαγίαις τὰ τοῦ μερισμοῦ ἀναμφίλεκτά ἐστιν , ὁπότε καὶ κατὰ | ||
τὰ τούτοις ὅμοια . . Εἰκός τινα φήσειν καὶ ἐν πλαγίαις σύνθεσιν ἐπινοεῖν , βόλου περιβόλου , δρόμου καταδρόμου καὶ |
, παρὰ τὸ ἀΐσσω , ἀΐξω , ἀκτός . καὶ παρώνυμον ἀκτίς . ἡ ἀΐσσουσα πανταχόθεν . Ἀκῶ , τὸ | ||
φοινὸν δηλοῦν τὸ ἐρυθρόν , ἤγουν τὸ πυρρόν , γίνεται παρώνυμον φοῖνιξ : „ τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἔην |
γενικήν . ταῖς κτητικαῖς τὰ ὑπακουόμενα ὁμοιόσχημα , ταῖς δὲ γενικαῖς ἀδιαφορεῖ τὸ ὑπακουόμενον . τοῦ μὲν οὖν προτέρου ἐμὸς | ||
: τὸ μὲν γὰρ τ σύνηθες πλεονάζειν καὶ ἐνδεῖν ταῖς γενικαῖς , πλεονάζει μέν , ὡς ἐν τῷ νυκτός ἄνακτος |
ἀπὸ τῆς εἰς ος , ὡς φοίνιξ : ἀπὸ τοῦ στροφάλιγξ στροφαλίζω , ὡς καναχὴ καναχίζω , ὀργὴ ὀργίζω , | ||
πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς σταλάσσω . . . , : στροφάλιγξ : παρὰ τὸ στρέφω . εἰς ιξ γίνεται παρώνυμα |
ὀνόμηνεν , ὅ μιν κύθε φώριον ἄγρην : ἐκ τοῦ φωριαμὸς κικλῄσκεται ἀνθρώποισι . Λάδωνος περὶ χεῦμα Αἱ δὲ πέρην | ||
ὀνόμηναν , ὅ μιν κύθε φώριον ἄγρην : ἐκ τοῦ φωριαμὸς κικλήσκεται ἀνθρώποισιν . ῥαιστήρια : φθαρτικά . ἀσταγές : |
ἀπὸ προθέσεως ἐσχημάτισται , ἰσοσυλλαβεῖ μὲν [ μάλιστα ] ταῖς προθέσεσιν , ἐὰν ὦσι δισύλλαβοι , μιᾷ δὲ πλεονάζει , | ||
ὡς οὐ τὸ αὐτὸ ἀπαιτεῖ ὁ λόγος ταῖς οὕτω συντεθειμέναις προθέσεσιν . τί οὐχὶ παραιτούμεναι τὴν ἔξωθεν κλίσιν ἐγγινομένην ἀποδιδοῦσιν |
μᾶλλον τὴν ὁμοιότητα , οἱ δὲ τελευταῖοι τὴν ἀνομοιότητα . Πάσαις δὲ σχεδὸν ταῖς τομαῖς ἐχρήσατο ὁ Πλάτων : καὶ | ||
, ψηφοφορήσατε , ἀνάστητε : καὶ ἄλλοις χρὴ δικάζειν . Πάσαις ἡ Ἀκαδήμεια κρατεῖ πλὴν μιᾶς . Παράδοξον οὐδέν , |
θῆμα , ἐπίθημα καὶ ἀνάθημα . Ἐπίμιξ . παρὰ τὸ μίγω ῥῆμα , μίξω , μίξ , ἐπίμιξ : ὡς | ||
, παρὰ τὸ αἴρω ἄρδην : ὡς φύρω φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , |
; † Φοίνισσαν βοὰν κλύουσα ὦ νεάνιδες γηραιῶι ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν . † ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν | ||
ῥήματα κατὰ τονικὴν παραγωγὴν περισπώμενα , οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν |
. . . + Ἀΐλιον : κακοΐλιον : οὐ γὰρ πλεονασμός , . Ἄϊστος : ὁ ἄδηλος καὶ ἄγνωστος [ | ||
τοῦτο δὲ μόνον , τὸ δὲ αἴτιον τοῦ τόνου ὁ πλεονασμός : ἀλλ ' ἢ ὀξύνονται , ὡς ἐπὶ τοῦ |
ἐστίν . ἔτι σφηκίον χαρτίον ὠτίον . τὸ δὲ φρούριον προπαροξύνεται : οὐ γὰρ ὑποκοριστικόν . Τὰ διὰ τοῦ ΙΟΝ | ||
, οἷον Αἴαντος Αἴαντι : ἄμφω βραχέα τὰ λήγοντα καὶ προπαροξύνεται ἑκάτερα : τὸ δὲ Ξ Αἴαντι δὲ δαΐφρονι ποιητικὴ |
. ὑπὸ τῶν πολλῶν . ὅτι πολιτεῖαι ἐπαινεταὶ ἥ τε Κρητικὴ καὶ ἡ Λακωνική . καὶ ἀνθρώπων εἴδη . ὅτι | ||
Μούσαισι ποθεινόν Τιμόθεον κιθάρας δεξιὸν ἡνίοχον . [ ἔστι καὶ Κρητικὴ πόλις Μίλητος . λέγεται δὲ καὶ τὴν Καλυψοῦς νῆσον |
τούτων τῶν νόμων καὶ τεκμήρια ἐξευρημένα πολλὰ ἐφεξῆς καὶ οὐ δύσφραστα , ὧν χρὴ ἐχομένους ἰχνηλατεῖν τοὺς μαστεύοντας τὸν σοφιστήν | ||
ἴσασιν ἐκ τῶν ὀνομάτων οἷς κέχρηνται , ἀλλ ' ἕτερα δύσφραστα καὶ δυσάρεστα καὶ τῷ μύθῳ ἐνδεδυκότα ὥσπερ χιτωνίῳ , |
παραληγόμενα Υ μακρῷ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : δύνω θύνω πλύνω φύνω μηκύνω πλατύνω ταχύνω τραχύνω . σεσημείωται | ||
ω καθαρὸν λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε |
αὔξονται ἐν τῷ παρατατικῷ , οἷον ἄγω ἦγον , αἴρω ἀρῶ ᾖρον , αἰτῶ ᾔτουν . δεῖ προσθεῖναι χωρὶς τῶν | ||
παρὰ τὴν ἄγραν ἐν ᾧ γίνεται : ἢ παρὰ τὸ ἀρῶ , ἀρὸς καὶ ἀγρὸς , πλεονασμῷ τοῦ γ . |
ἐσθ ' , ἡ δ ' ἐξ ἁλίοιο γέροντος : σεσημείωται πρὸς τοὺς ἑξῆς ἄκαιρον γενεαλογίαν ἔχοντας : καὶ ὅτι | ||
: μενὸς ὄνομα ἐπίθετον : τὸ καινὸς ἐπὶ τοῦ νέου σεσημείωται διὰ τῆς αι διφθόγγου . Τὰ διὰ τοῦ ηνος |
καὶ ἀπὸ τοῦ πείθω πιστός , καὶ ἀπὸ τοῦ λείφω συναλοιφή . Ξέστης : διὰ τὸ ἀπεξεσμένον τοῦ εἴδους . | ||
ξύμβολον λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύμβολον . Τούτων ἐστὶ καὶ ἡ συναλοιφή : θοἰμάτιον λέγοντες ἀντὶ τοῦ τὸ ἱμάτιον . Τούτων |
ἐκεῖνα . θ λέγοιτ ' ] λέγετε . Ξ ὧν ἄνη τις : ἀνύσιμα καὶ τελεσθῆναι δυνάμενα . ἄνυτις ] | ||
ὀξύνεται . Τὰ διὰ τοῦ ΑΝΗ δισύλλαβα μονογενῆ βαρύνεται : ἄνη πλάνη Κάνη Σάνη . Τὰ διὰ τοῦ ΑΝΗ μονογενῆ |
, σύννομοι , σύντροφοι , ἑταῖροι . καὶ τὰ λοιπὰ μετοχαῖς ἂν εἴποις καὶ οὐκ ὀνόμασιν , οἷον οἱ συμφοιτήσαντες | ||
καὶ νωθρότερον εὑρήκαμεν . ἀπὸ μέντοι τῶν ἄλλων ἀντὶ ὀνομάτων μετοχαῖς χρηστέον . τὰ δ ' ἐπιρρήματα πάντα φαῦλα . |
Οὐχὶ οὖν ἄπορον ἔσται πῶς τὰ μὲν ὀνόματα μετὰ ἄρθρων ἐκφέρεται , αἱ δὲ ἀντὶ τούτων παραλαμβανόμεναι ἀντωνυμίαι ἀπεώσαντο τὴν | ||
ἕκτης τῶν βαρυτόνων γίνονται , ἥτις διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , ἐρεύνα μοι ταύτην τὴν ἕκτην : εἰ μὲν |
ἀναλωτικός : τοῦτο παρὰ τὸ ἀναλῶ . . . . ἀνάρσιος : ὁ ἀνάρμοστος ὁ μέλλων ἀρῶ , Αἰολικῶς ἄρσω | ||
ι γράφονται , οἷον διπλάσιος ἀσπάσιος Ταράσιος ἀμβρόσιος ἱκέσιος Ἐφέσιος ἀνάρσιος Συρακόσσιος διὰ δύο σσ γράφει τὸ ὄνομα ) διαπρύσιος |
ὁ πλεονασμὸς τοῦ ν καθὰ καὶ ἐν τῷ δύνω καὶ θύνω . . . , : πεποίηται δὲ , φασί | ||
λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε γὰρ ἀμ |
τῆς θερμασίας , ἢ αὐτὸ παρ ' ἐκείνων λαμβάνει . Πᾶσα μὲν γὰρ ἡ λεπτομερὴς οὐσία ῥᾷον ἀναλλοιοῦται τῆς παχυμεροῦς | ||
: κιχάνω : σεσημείωται διὰ μακροῦ τοῦ α ἐκφερόμενα . Πᾶσα μετοχὴ εἰς ων λήγουσα , ὀξύτονος , ἢ βαρύτονος |
, σὺν αὐτοῖς δὲ καὶ τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν ὥς τι παραπλήρωμα τάττοντες . δεῖ γὰρ καὶ αὐτῆς ἐνίοτε τῷ εὐδαίμονι | ||
τὰ παραπληρώματα : περιέχεται γὰρ τὸ μὲν ἀπὸ τῆς ΑΓ παραπλήρωμα , τὸ δὲ ἀπὸ τῆς ΓΒ ἤτοι τῆς ΗΚ |
ἁλμυρόν : ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρόν καὶ ἅλμη ἁλμυρός , ὡς τηρός τυρός . ἢ κυρίως κατὰ Ἀπολλώνιον | ||
ποταμοῦ : Μάνθυρος : ἑκυρός : ἰσχυρός : βδελυρός : ἁλμυρός . Τὰ παρὰ τὸ ὁρῶ συγκείμενα ὀξύτονα διὰ τοῦ |
τῶν ἄλλων μορίων . ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπιρρέοντες ἐν ταῖς ποδαγρικαῖς φλεγμοναῖς χυμοὶ ἄσηπτοί εἰσιν , καὶ τὰ προσαγόμενα δὲ | ||
ἔστιν γο καʹ . τοῦτο τὸ φάρμακον ἀρχομέναις ἁρμόζει ταῖς ποδαγρικαῖς φλεγμοναῖς , ἀρκοῦν καὶ μόνον ἐπὰν μὴ πολὺ πλῆθος |
τὰ ὑποτακτικὰ κλίνουσιν , ἐὰν βοῶ βοᾷς βοᾷ , ἐὰν χρυσῶ χρυσοῖς χρυσοῖ . ἐὰν τύπτῃ : ἀπὸ τοῦ ἰδίου | ||
λέγω ἐὰν λέγωμαι , ἐὰν βοῶ ἐὰν βοῶμαι , ἐὰν χρυσῶ ἐὰν χρυσῶμαι : [ ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ἐνεργητικοῖς |
, κἀκτυπωμάτων πρόσωπα , τραγέλαφοι , λαβρώνια . καὶ θάλαττα βορβορώδης , ἣ τρέφει θύννον μέγαν . ἀναπετῶ τουτὶ προσελθὼν | ||
καὶ βάλλειν ἀραῖς . βιβλιοπώλης καὶ βιβλοπώλης καὶ βιβλιαγράφος . βορβορώδης : παρὰ τὸν βόρβορον καὶ τὸν ὀδόντα , τὸν |
, στίμμι , κοράλλιον , ὕαλος ἀργὴ , χαλκὸς , κασσίτερος , μόλυβδος , οἶνος οὐ πολὺς , ὡσεὶ δὲ | ||
προσεχής , ὡς Διονύσιος ἐν Βασσαρικοῖς . ἐξ ἧς ὁ κασσίτερος . Κασσώπη , πόλις ἐν Μολοσσοῖς , ἐπώνυμος τῇ |
Διονύσου : τὸ γλυκερά : φοβερά : πενθερά : οὐ μονογενῆ , ὅμως καὶ οὕτως περὶ τόνον οὐ περὶ τὴν | ||
: Μενέα ἡ πόλις . Τὰ διὰ τοῦ εια δισύλλαβα μονογενῆ ἔχοντα τὸ α μακρὸν , ὀξύτονα ἐπὶ οὐσίας τιθέμενα |
, ἀποηρής ἀπηρής : οὐ γάρ ἐστι τῶν διὰ τοῦ ηρης , ἐπεὶ ἐβαρύνετο ἄν , ὡς κωπήρης ξιφήρης . | ||
τοῦτο ὀξύνεται : οὐ γάρ ἐστιν τύπου τῶν διὰ τοῦ ηρης . ὁ τόνος οὖν ἐλέγχει τὸ σχῆμα , ὅτι |
συγκριτικόν ἐστι συγκριτικοῦ τὸ χειρότερον , καὶ τὸ χεῖρον γὰρ συγκριτικόν . Ἔστι δὲ τὸ τοιοῦτον οὐδέποτε ἐν χρήσει παρὰ | ||
ὀρέστερος : ἀπὸ γὰρ τῶν εἰς ος οὐδετέρων οὐδέποτε γίνεται συγκριτικόν . Φιλόξενος . , , . . , . |
ἕνεκα τίθεμεν . γράμμα σύμφωνον ἡμίφωνον ὑγρὸν καὶ προτάσσεται καὶ ὑποτάσσεται , ὡς τό . ὁμοίως συμφώνοις ὑποτάσσεται , ὡς | ||
κέκληται ὑποτακτική , καθότι , ὡς εἶπον , ἀεὶ συνδέσμοις ὑποτάσσεται . Σημαίνει δὲ πράγματα ἢ γινόμενα , ἅ ἐστιν |
εἰς δα παρακείμενα τοῖς εἰς δον ὀξύνεται , τά τε ὁμοφωνοῦντα ὀνομαστικῇ πληθυντικῇ οὐδετέρᾳ , καὶ ὥς τινα τῶν εἰς | ||
. τὸ Τευκρός ὡς τριγενὲς ὠξύνθη . εὑρίσκεται καὶ πόλεσιν ὁμοφωνοῦντα τὰ τῶν κτιστῶν ὀνόματα : Καμικός καὶ ὁ κτιστὴς |
ὄντα βαρύνεται : Φοίβη Βοίβη . προσηγορικὰ δὲ ὀξύνεται : λοιβή στοιβή ἀμοιβή . Τὰ εἰς ΒΗ δισύλλαβα φύσει μακρᾷ | ||
, κἂν ὀξύτονα : οἷον , Φοίβη : Βοίβη : λοιβή : στοιβή : οἷς ὅμοιον καὶ τὸ ἀμοιβὴ τρισύλλαβον |
τὸ ὅρμος : ⌊ τὸ δὲ ὅρμος ⌋ ἀπὸ τοῦ εἵρω εἵρμος ⌊ ἕρμος ⌋ καὶ ὅρμος , τροπῇ τοῦ | ||
ἕζω τὸ καθέζομαι . ἐνέρσει : συμπλοκῆ : παρὰ τὸ εἵρω , τὸ συμπλέκω : ἐξ οὗ καὶ σειρὰ , |
ἥσυχα δηλονότι . ὅταν μὲν ὡς ἐπίρρημα κέηται , ὀφείλομεν προπερισπώμενον ποιεῖν : ὅταν δὲ προστακτικῶς ἐκδιδῶται , ὡς μακρῶν | ||
Τὸ δὲ εἴθε καὶ αἴθε παροξύνεται . τὸ χαμάζε δὲ προπερισπώμενον εὗρον , ἀλλ ' ἡ συνήθεια παροξύνει . Τὰ |
τὰ κρέα ἀττικῶς . ὦ κρέατα κοινῶς , ὦ κρέαα ἰωνικῶς , ὦ κρέα ἀττικῶς . Ἑνικά . Τὸ τεῖχος | ||
ὅτε δὴ κείρασθαι , καί τινα ἐπιστολὴν ἀνέπλασαν ξυγκειμένην μὲν ἰωνικῶς , τὸ δὲ μῆκος ἄχαρι , ἐν ᾗ βούλονται |
πλανῶ , γίνεται ἀλύω , ὡς πλήθω πληθύω καὶ ὀρῶ ὀρύω καὶ ὀρούω : οἱ γὰρ λυπούμενοι ἐν πλάνῃ εἰσίν | ||
. Ὀρνυμένας : διεγειρομένας : ἐκ τοῦ ὄρω τὸ διεγείρω ὀρύω , καὶ πλεονασμῷ δωρικῷ τοῦ ν ὀρύνω , καὶ |
πρὸ τοῦ γ οὐχ εὑρίσκεται πλὴν τῶν γεγονότων παρὰ τὸ ἀΐσσω , ὡς ἔχει τὸ αἰγίς : αἴγειρος : Αἴγυπτος | ||
φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω : κατὰ συναίρεσιν αἴξω , ὄνομα αἴγλη |
πενία ξενία . Τὰ διὰ τοῦ ΙΑ παρὰ μελλόντων γενόμενα παροξύνεται : ὀρέξω ἀνορεξία πέψω ἀπεψία προδώσω προδοσία . Τὰ | ||
: Μύσκελλος Μάρκελλος Κύριλλος Σόφιλλος δόριλλος . τὸ δὲ ὀπτίλλος παροξύνεται . καὶ τὸ νεογιλλός ἔχει θηλυκόν . Τὰ διὰ |
, καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ ζέω ζοὴ , καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς ω ζωή : | ||
, καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ ζέω ζοὴ , καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς ω ζωή : |
ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα ὀξύνεται : σοφός κυφός κωφός . τὸ δὲ κοῦφος προπερισπᾶται | ||
ἀΐσσω ῥήματος . τὸ δὲ ἀϊκάς καὶ προπαροξύνεται [ καὶ ὀξύνεται : ἀπὸ μὲν γὰρ τοῦ ἀϊκή ὀξυτόνου ] ἀϊκάς |
καὶ ὁ καταγέλαστος καὶ παρὰ τοῖς ποιηταῖς τὸ τῆς θαλάττης γέλασμα . Κλαίειν δ ' ἐρεῖς ἀποκλαίειν ἀνακλαίειν , δακρύειν | ||
γελᾷ καὶ διαχέεται συχνὸν ἐρχόμενον καὶ ἐπάλληλον . . ἀνήριθμον γέλασμα ] ἄπειρον χῦμα , πλάτος , ἐκ μεταφορᾶς τῶν |
ἔφανα : τὸ προστακτικὸν κράνον , ὡς φάνον , καὶ Ἰωνικῶς τροπῇ τοῦ α εἰς η κρῆνον , καὶ ἐν | ||
λέγει φʃ ἑστὸς μικρὸν γράφουσιν , ἀλλὰ καὶ μέγα : Ἰωνικῶς μικρὸν μέν , Ἀττικῶς μέγα τοὺς γὰρ ἀφισταμένους : |
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός | ||
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ |
ἔτι βραχεῖα μένει : τρίτον ἔτι γράμμα τῇ αὐτῇ συλλαβῇ προστεθήτω τὸ σ , καὶ γενέσθω Στρόφος : τρισὶν αὕτη | ||
μονάδων ι καὶ τετμήσθω εἰς ε καὶ ε , καὶ προστεθήτω αὐτῇ ἡ ΒΔ εὐθεῖα μονάδων οὖσα δ . τὸ |
σεσημείωται τὸ οἶσθα : οἶσε , φέρε : οἴστη , μαλλός : οἰσυπηρόν : οἰσύδρα , ὑδροχέα : οἶσον , | ||
συστέλλεται , σκάλλω , θάλλω , σφάλλω , ἄλλος , μαλλός , φάλλος : ἐδείχθη καὶ κατὰ τοῦτο τὸ μᾶλλον |
καὶ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους ΟΡ : πυκνός κραιπνός τερπνός στρυφνός ἰσχνός : σεσημείωται τὸ λίχνος βαρύτονον , ὡς | ||
. Ἐμοὶ πικρὸς τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς , αὑτῷ δὲ τερπνός : ὧν γὰρ ἠράσθη τυχεῖν ἐκτήσαθ ' αὑτῷ , |
εἶναι . λοιπὸν ἐκ τοῦ δοάσσω Δωρικῶς τροπῇ τῶν δύο σσ εἰς ζ δοάζω , ὡς νίσσω νίζω : δοάζω | ||
ἀρουμένη καὶ ἐπιμελείας τυγχάνουσα . ΝΕΙΣΣΟΝΤΑΙ διὰ διφθόγγου καὶ δύο σσ , τὸ μὲν ὅτι ἀπὸ τοῦ νέομαι , τὸ |
καὶ ἀκαλήφη , ἡ κνίδη , σεσημείωται διὰ τοῦ η γραφόμενα . οὕτως Θεόγνωστος . . . . ἀκαλανθὶς : | ||
μὲν γράμματα διὰ τὸ τούτοις πάντα παρ ' Αἰγυπτίοις τὰ γραφόμενα ἐκτελεῖσθαι : σχοίνῳ γὰρ γράφουσι καὶ οὐκ ἄλλῳ τινί |
τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω : | ||
ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , |
μανιάσιν λυσσήμασιν : ταῖς μανιώδεσι λύσσαις . σχῆμα δέ ἐστι περίφρασις : μανιάσιν λυσσήμασιν : ὡς τὸ φοίνικι λίνῳ , | ||
δὲ διὰ πλειόνων λέξεων τὸ σημαινόμενον ἀποδίδωσιν , ὃ καλεῖται περίφρασις , ὡς ὅταν λέγῃ υἷας Ἀχαιῶν τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ |
δυνήσεται ; μέτα : ἀντὶ τοῦ σύν . ἔστι δὲ ἀναστροφὴ Ἰωνική . γριπεύς : ὁ ἁλιεύς , καὶ γρῖπος | ||
Ἀναστρέψαντι ἄρα . , ] διὰ τοῦ ὅρου τοῦ εου ἀναστροφὴ λόγου ἐστὶ λῆψις τοῦ ἡγουμένου πρὸς τὴν ὑπεροχήν , |
τὸ σημαῖνον τὸ πλανῶ , καὶ ἐξ αὐτοῦ γίνεται παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ | ||
ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός , ὡς σκευάζω σκευαστός , καὶ ἐξ αὐτοῦ |
δευτέροις ὑμέων , οὐδ ' ὀλίγοις , πατρὶς δέ μοι Κῶς , ἣν ὅπως ὑμῖν οἰκείη ἐστὶν ἐξ ἀρχαίων , | ||
, τοῖς δὲ ποσὶν Ἀρμενία , Καππαδοκία , Ῥόδος , Κῶς , Κυκλάδες νῆσοι , τοῖς δὲ μέσοις Ἀσία Μικρά |
ὅθεν καὶ λῷον τὸ ἐπωφελές , ὃ πάντες θέλομεν . Δωρικῶς δὲ τὸ λῇς κατ ' ἀφαίρεσιν τῆς θε συλλαβῆς | ||
ΩΝ εἰς μίαν μακράν . ΝΟΕΥΝΤΕΣ , νοοῦντες Αἰολικῶς καὶ Δωρικῶς : ἄλλη ἀλλαχοῦ . . ΠΑΡΑΚΛΙΝΟΥΣΙ . Τὸ ΠΑ |
ἔχειν . καὶ ἴσως συνέδραμε τῷ μάγειρος , αἴγειρος , πέπειρος , ὄνειρος . . Ψ : καλαύροπα παρὰ τὸ | ||
πέπειρος καρπός , γλυκυσίδης ἡ ῥίζα , ἐλαίας καρπὸς ὁ πέπειρος , ζύμη , ἠρύγγιον , ῥητῖναι πᾶσαι , σόγχος |
ἀττικήν : αὕτη γὰρ τὰ παθητικὰ ἐνεργητικῶς λέγει καὶ τὰ ἐνεργητικὰ παθητικῶς . ἄλλως . ὁ Ἑρμῆς ἐστάλη παρὰ τοῦ | ||
ο μικρόν , πάντως ἂν ἀπ ' ἐκείνων τὰ εὐκτικὰ ἐνεργητικὰ ἐκανόνισεν : ἐπεὶ δὲ οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς ὁριστικοῖς |
: δαϲὺ ҅ καὶ ψιλόν ҆ . πάθη τρία : ἀπόϲτροφοϲ ' , ὑφέν ͜ , ὑποδιαϲτολή ⸒ . Ἡ | ||
α ε η ι ο υ ω . Ἡ δὲ ἀπόϲτροφοϲ τίθεται , ὅτ ' ἂν διὰ τὴν καλλιφωνίαν κουφίζηται |
τῶν ἀκόσμων : ὕσδει , ὄζει : ὕσκλοι ἀγκύλοι : ὑσμίνη , μάχη : ὕσπληξ , πάσσαλος : ὕσπελθος , | ||
ταῦρον ἐδηδώς . Ἂψ δ ' ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη ἀργαλέη πολύδακρυς , ἔγειρε δὲ νεῖκος Ἀθήνη οὐρανόθεν καταβᾶσα |
θροῦ . Ὅμηρος [ Δ ] οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος οὐδ ' ἴα γῆρυς . ἢ διαλεγομένη , | ||
ἴος ἴου ἴα , οἷον Δ οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος οὐδ ' ἴα γῆρυς , καὶ τοῦ μίος |
προήκει ἡ γένυς , καὶ εὐθεῖά ἐστι καὶ αὐξά - νεται κατ ' ὀλίγον ἐς μῆκός τε καὶ πάχος , | ||
τὸ τῶν ἐρίδων γένος , ἀλλὰ δύο . Λαμβά - νεται δὲ ἑαυτοῦ , ἐπειδὴ ἐν τῇ Θεογονίᾳ μίαν γέννησιν |
τῶν κεφαλῶν . Δᾴδων : τῶν δᾳδίων . ἡ εὐθεῖα δαΐς , δαΐδος : ἡ γενικὴ τῶν πληθυντικῶν δαΐδων , | ||
: ἢ ἀντὶ τοῦ πολεμική , ἵν ' ἔγκειται ἡ δαΐς , τουτέστιν ἡ μάχη : ἢ ἡ προσπελάζουσα ταῖς |
βαδίζων ” θλασθείη τὴν κεφαλήν . τῆς κεφαλῆς Ὀρέστης : Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ τὴν κεφαλήν . ὁ δὲ Ὀρέστης οὗτος | ||
, ἀλυκτῶ : ὁ παθητικὸς παρακείμενος , ἠλύκτημαι : καὶ Ἀττικῶς ἀλαλύκτημαι . ἀλειπὴς πηγὴ ἐν Ἐφέσω : οὕτω καλουμένη |
καὶ ὑμνῶ σέ . κιθαρίζω σοι , τραγῳδῶ σοι , ἀναγινώσκω σοι , φαίνω σοι , κιρνῶ σοι , στορνύω | ||
οὐκ ἐμὸν ἴδιον μόνου . ὅταν μέν τινα τῶν Ἰσοκράτους ἀναγινώσκω λόγων , εἴτε τῶν πρὸς τὰ δικαστήρια καὶ τὰς |
ἀρχὴ καὶ ἐπὶ τοῦ ὑπερσυντελίκου , οἷον λέλεχα ἐλελέχειν , ἔφθαρκα ἐφθάρκειν . ἐτετύφεις : πᾶν πρῶτον πρόσωπον εἰς ν | ||
τῆς αὐτῆς ἄρχεται ὁ παρακείμενος , ἠγόραζον ἠγόρακα , ἔφθειρον ἔφθαρκα : ἐὰν δὲ ἀπὸ βραχείας ἄρχηται ὁ παρατατικός , |
καὶ οὐ πάντως δεῖ παρὰ τὸ γάλα λαμβάνειν τοῦτο τὸ ΓΑΥΛΟΣ : λέγεται γὰρ καὶ τριήρης γαῦλος διὰ τὸ πλεῖστα | ||
: παρὰ τὸ γῶ γάζω γαλὸς καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ ΓΑΥΛΟΣ : ἀγγεῖον γάλα - κτος δεκτικόν . καὶ οὐ |
ἐλευθερίας πορίσας ἀτραπόν . Σχέτλια πεπόνθαμεν : τοῖς γὰρ ἄλλοις οὖθαρ καὶ μῆτραι καὶ ἧπαρ δρόσῳ προσεοικὸς [ διὰ τὴν | ||
ἐπιψαύουσα σὰρξ καὶ ἐπιπολῆς τοῖς ὀστέοις ὑπάρχουσα . ὅτι τὸ οὖθαρ σπανίως ἔστιν εὑρεῖν ἐπὶ τῶν ἄλλων ζῴων λεγόμενον : |
: ῥόπτρον πάγη θηρίων , τὸ ἐπιπίπτον τῆς πάγης : ῥοχθεῖ , ψοφεῖ : πόστος : τὸ ὦχρος τό τε | ||
γὰρ πέτραι ἐπηρεφέες , προτὶ δ ' αὐτὰς κῦμα μέγα ῥοχθεῖ κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης : Πλαγκτὰς δή τοι τάς γε θεοὶ |