' ἀμαυρότερον τεύχουσιν : πρὸς δ ' ὄμματ ' ἀχλὺς ἀμβλωπὸς ἐφίζει : λῆστις δ ' ἐκτήκει μνημοσύνην πραπίδων :
' ἀμαυρότερον τεύχουσι : πρὸς δ ' ὄμμ ' ἀχλὺς ἀμβλωπὸς ἐφίζει : λῆστις δ ' ἐκτήκει μνημοσύνην πραπίδων :
9492376 ἐφιζει
πίμπραται , ἀμφὶ δὲ μήλοις ἄνθε ' ἅτε βρυόεντα κυλοιδιόωντος ἐφίζει . δὴ γὰρ ἐφωμάρτησεν ὀλιζοτέρη ῥύσις οὔρων , ἄλλοτε
ἀμαυρότερον τεύχουσιν : πρὸς δ ' ὄμμ ' ἀχλὺς ἀμβλωπὸς ἐφίζει , λῆστις δ ' ἐκτήκει μνημοσύνην πραπίδων , νοῦς
9372806 ληστις
† ψαῦσαι χεροῖν λειμῶνος ὀρχηστύς θ ' ἅμα κακῶν τε λῆστις . εἶτ ' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα ,
: πρὸς δ ' ὄμμ ' ἀχλὺς ἀμβλωπὸς ἐφίζει , λῆστις δ ' ἐκτήκει μνημοσύνην πραπίδων , νοῦς δὲ παρέσφαλται
9038048 τευχουσιν
βιότου τεύχουσι πρὸς οἴκους . ταῦτα δὲ καὶ δοιοῖς ἑτέροις τεύχουσιν ἐόντες ἀστέρες ἐν κέντροισιν , ὅς ' αὐτίκα δὴ
ποθεῖσαι , δηγμὸν ἐμποιοῦσιν πλαδόωντι ] καθύγρῳ δηγμόν ] δῆξιν τεύχουσιν τότε ] ποιοῦσιν ποτέ περὶ στόμα νείατα ] παρὰ
8821271 ἐκτηκει
διὰ τοῦτο δύϲλυτον ἔχειν τὴν καταϲκευήν . πρῶτον μὲν γὰρ ἐκτήκει καὶ ἐξικμάζει καὶ ἐκδαπανᾷ ἡ παρὰ φύϲιν θερμότηϲ τὴν
πιαίνει , ἀλλὰ τοὐναντίον μᾶλλον καὶ ψυχὴν σκοτοῖ καὶ σῶμα ἐκτήκει . ἡμεῖς δὲ πρὸς ἀλήθειαν τὴν φύσιν ἐπείγοντες †
8795908 μνημοσυνην
καὶ σωφροσύνης καὶ τοῦ καρτερεῖν ὀρθῶς , ἐπεὶ δὲ καὶ μνημοσύνην ἐν αὐτῷ εἶδον , πολυμαθέστατόν τε καὶ φιλομαθίας ἥττω
τῶν χειρῶν , ἤτοι τὴν νίκην , ἐγείροντα τοῖς Βλεψιάδαις μνημοσύνην καὶ ἐνθύμησιν αὐτῶν : τουτέστιν εἰ καὶ οἱ Βλεψιάδαι
8656207 ἀγελῃσι
περ ἀμύνων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἀμφ ' ἀγέλῃσι νεηγενέεσσιν ἰώπων ἠὲ φάγροι ἢ σκῶπες ἀρείονες ἠὲ καὶ
καὶ Νίκανδρος : ὡς δ ' ὁπότ ' ἀμφ ' ἀγέλῃσι νεηγενέεσσιν ἰώπων . ὅτι τοὺς εἰς τὸ ἀπανθρακίζειν ἐπιτηδείους
8559876 τευχεων
Ὀρέστης , κἂν ἰσόψηφος κριθῇ . ἐκβάλλεθ ' ὡς τάχιστα τευχέων πάλους , ὅσοις δικαστῶν τοῦτ ' ἐπέσταλται τέλος .
' αὖ θύννου κεφαλὴ θαλαμηιάδαο νόσφιν ἀφειστήκει , κεχολωμένη οὕνεκα τευχέων αἰρομένων : τὸ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισι .
8550294 ἐπεισπιπτει
δὲ παρέσφαλται : δμῶες δ ' ἀκόλαστον ἔχουσιν ἦθος : ἐπεισπίπτει δ ' οἰκοτριβὴς δαπάνη . οἱ Λακεδαιμονίων δὲ κόροι
καὶ ὅκως καὶ ὁκοίης ἐξ ἀνάγκης ὁ πυρετὸς μετὰ τοῦτο ἐπεισπίπτει , καὶ αἵτινες αἱ ἀρχαὶ τῶν νούσων εἰσὶ ,
8466503 βρυχη
βιάζων , κατεπείγων , σπεύδων . Βρύχει : βοᾷ . βρυχή : βοή ἀπὸ τοῦ βρύχω : λείπει τοῦ βοός
ὀξὺ κελεύων βουτύπος , ὀτρηρῇσιν ἐπισπέρχων ὀδύνῃσι : πάντῃ δὲ βρυχή , πάντῃ δέ οἱ ἅλματα χηλῆς εἱλεῖται : τοίη
8451064 λοχειης
καταντίον ἄρσενος αἴγλης μαρμαρυγὴν ἥρπαξεν : ἀπ ' αὐτογόνου δὲ λοχείης πλησιφαὴς ἥβησεν ἐϋτροχάλοισι προσώποις . καὶ Φαέθων μαίωσε καὶ
πυριτρεφέων ἀπὸ κόλπων ξανθοφαὲς μαίωσε φάος νέον : ἐκ δὲ λοχείης ὄρθριος ἀντέλλων ἀναπάλλεται ὠκὺς ὁδίτης , καὶ πάλιν ἡβήσαντα
8436202 γενυεσσι
αἰχμάζων : κόπτων . δαχμάζων : δάκνων , τρώγων . γενύεσσι : στόμασιν . παθῶν : ἕνεκα . ἀπετίσατο :
ἀλόχοισιν : αἶψα δ ' ἐπιθύσας ὁ μὲν ἔλπεται ἐν γενύεσσι τίνυσθαι καρῖδος ἐπήλυσιν , οὐδ ' ἐνόησεν ὃν μόρον
8426507 ἑσασθαι
τ ' ἐφύπερθε τάπητας χλαίνας τ ' ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι . αἱ δ ' ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ
, καί νύ κέ οἱ θηητὰ καὶ ἄμβροτα τεύχε ' ἕσασθαι δώσω , ἃ καὶ μακάρεσσι μέγ ' εὔαδεν ἀθανάτοισιν
8423790 στοματεσσι
ἔνερθε γλῶσσα παχύνεται , ἀμφὶ δὲ χείλη οἰδαλέα βρίθοντα περὶ στομάτεσσι βαρύνει , ξηρὰ δ ' ἀναπτύει , νεόθεν δ
: εὖτε γὰρ ἐς φιλότητα θοαὶ τρήρωνες ἴωσι , μιγνύμεναι στομάτεσσι βαρυφθόγγοις ἀλόχοισι , δὴ τότε μῆτιν ὕφαινε κλυτὴν τιθασοτρόφος
8420967 ὠκυπετα
. Ὣς εἰπὼν ὑπ ' ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ ' ἵππω ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε , χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε
αὐτῷ καὶ τὸ ἅρμα ζεύγνυται , καὶ οἱ ἵπποι θέουσιν ὠκυπέτα χρυσέῃς ' ἐθείρησιν κομόωντες . Ζεύγνυται δὲ καὶ Ποσειδῶνι
8416773 ἀμφαγερονται
' ἱππῆες , πολλοὶ δέ μιν ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀμφαγέρονται . Ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας : τόσσον
πεφρικὼς αὐτοῖσιν ἐνὶ γναθμοῖσιν ὀδόντας . ὀψὲ δὲ θαρσήσαντες ἀολλέες ἀμφαγέρονται , θάμβεϊ παπταίνοντες ἐρείπιον ὠμηστῆρος . ἔνθ ' οἱ
8411155 διαστροφοι
ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας , ἄστομοι , νωθροί , ἄθυμοι ,
περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί . καὶ οὐλοὸς αἶα
8395682 πυκιναι
αὐτοῦ ἔργα κατήριπε κάλ ' αἰζηῶν : ὣς ὑπὸ Τυδεΐδῃ πυκιναὶ κλονέοντο φάλαγγες Τρώων , οὐδ ' ἄρα μιν μίμνον
' ὅτ ' ὀπωρινὸς βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας ἂμ πεδίον , πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται . ὣς τὴν ἂμ πέλαγος
8390686 ἰαινετο
μὲν οὖν τηκόμενον πάντως καὶ ἰαίνεται : αἶψα δ ' ἰαίνετο κηρός , ἐπεὶ κέλετο μεγάλη ἴς ἠελίοιο . οὐ
. ἐπὶ δὲ τοῦ ἐθερμαίνετο “ ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ , ἰαίνετο δ ' ὕδωρ . ” ἰαύων κοιμώμενος . ἰάψῃ
8387155 ἐβραχεν
ἦσαν ταῖς ψυχαῖς , εὐειδεῖς δὲ καὶ εὔσαρκοι ; . ἔβραχεν ἄξων ; . ἤτοι ὁ μὲν Περίφαντα πελώριον ἐξενάριζεν
. ἑά βʹ : τὰ ἑαυτοῦ . καὶ ἀγαθά . ἔβραχεν βʹ : ἤχησεν . ἐφώνησεν . . βράχε .
8386149 περιαλλα
χοὸς δεκάτῃ ἐνὶ μοίρῃ . ἀλλ ' ἤτοι γερύνων καναχοὶ περίαλλα τοκῆες βάτραχοι ἐν χύτρῃσι καθεψηθέντες ἄριστοι βάμματι : πολλάκι
μηδὲ κατόπτρῳ χειρὶ διακρίνουσα τεὴν αὐγάζεο μορφήν , μηδὲ κόμης περίαλλα πολυσχιδέας πλέκε σειράς , μηδὲ μέλαινε τεοῖσιν ὑπὸ βλεφάροισιν
8385487 ἑους
τοὐπίσω . Συνοίσεσθαι : γενήσεσθαι . Κῆρας : θανάτους . ἑούς : σούς . Τεκμαίρεται : ζητεῖ . Διδύμοισιν :
: δυϊκὸν γάρ ἐστιν ἐπὶ ἑνικοῦ . ἔδει οὖν εἰπεῖν ἑούς . ἄμφω : ἀμφότεροι δὲ ἐπέτρεψαν τῇ κόρῃ τὴν
8378031 βαθειης
σφισι γόμφος ἄρηρε . καί κέν τις παλάμῃσιν ἅτε ψαμάθοιο βαθείης ἀντιάσας κείνῃσιν ἐπ ' ἰχθύσιν ἀμήσαιτο . τὰς δ
. . προπάροιθε δὲ Φοῖβος Ἀπόλλων ῥεῖ ' ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει χερσίν
8374323 κελαινη
κρυεροῦ διὰ χώρου , ἀργυροειδὲς ὕδος προρέων , λίμνη τε κελαινή ἀνδέχεται : παταγεῖ δὲ παρ ' ὄχθαισιν ποταμοῖο δένδρεα
, οὐδ ' ἐπὶ μῶλον δηθύνει , θαλάμης δὲ διαΐξασα κελαινή , αὐχένα γυρώσασα , χόλῳ μέγα παιφάσσουσα ἀντιάᾳ :
8366201 κομαων
. Κύπρις μὲν δολόμητις ἀναπτύξασα καλύπτρην καὶ περόνην θυόεντα διαστήσασα κομάων χρυσῷ μὲν πλοκάμους , χρυσῷ δ ' ἐστέψατο χαίτην
νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη [ ] ς βρεκτῶν τε κομάων : [ πολυνείκεος ] αἰθύσσηισιν [ θαλασσογενῆ ] ?
8365176 ἑλεειν
μητρὸς ἐμῆς ψυχὴν ἑλέειν κατατεθνηυίης . τρὶς μὲν ἐφωρμήθην , ἑλέειν τέ με θυμὸς ἀνώγει , τρὶς δέ μοι ἐκ
καρποφόροιο παρθενικῆς ἀφελόντας ἐλαίης : ἀμφὶ δὲ κόρσαις σφωϊτέραις πέπλους ἑλέειν οἶκόνδε κιόντας : μηδὲ μεταστρωφᾶσθαι , ἐπεί κ '
8364468 μηκαδες
οὐδέ σφιν θανάτοιο πέλε στονόεντος ἄλυξις , ἀλλ ' ἅτε μηκάδες αἶγες ὑπὸ βλοσυρῇσι γένυσσι πορδάλιος κτείνοντο . Ποθὴ δ
Χαλκίδι δύο ποταμοί , Κέρων καὶ Νηλεύς , ὧν αἱ μηκάδες ἐὰν περὶ τὸ συλλαμβάνειν οὖσαι πίωσιν , ἐὰν μὲν
8363615 ὀπιπευων
ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα τάνυσσε περίσσυτον ἠέρι πέμπων ,
πλησσομένας ἀπὸ τῆς ἁλός . παραβλῶπες παραβλέπουσαι . παρθενοπῖπα παρθένους ὀπιπεύων , ὅ ἐστι περισκοπῶν . παρέξ παρεκτός . παρήπαφεν
8356321 πετρῃσιν
ὀϊστοῖς αὐτοὺς βαλόντων . . πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν πέτρῃσιν ἠράσσοντο ] ἤγουν λίθοις ἐβάλλοντο καὶ συνετρίβοντο λιθολευστούμενοι :
ἀτάλαντον , ἐνὶ μυχάτοισι δὲ πάντῃ λαΐνεοι κρητῆρες ἐπὶ στυφελῇσι πέτρῃσιν αἰζηῶν ὡς χερσὶ τετυγμένοι ἰνδάλλονται : ἀμφ ' αὐτοῖσι
8355305 λεχεα
βαρβάρωι πλάται ὃς ἔμολεν ἔμολε μέλεα Πριαμίδαις ἄγων Λακεδαίμονος ἄπο λέχεα σέθεν , ὦ Ἑλένα , Πάρις αἰνόγαμος πομπαῖσιν Ἀφροδίτας
, ὅσοι δυσκελάδοισιν κατὰ μοῦσαν ἰόντες ἀείδεθ ' ὕμνοις ἁμέτερα λέχεα καὶ γάμους Κύπριδος ἀθέμιτος ἀνοσίους , ὅσον εὐσεβίαι κρατοῦμεν
8352691 παρθενικη
ἴδοι : ἀττικῶς . πάροιθεν : ἐκτός . Γαμήλιος : παρθενική . αἴθεται : ἐκκαίεται , αὔξεται , ἐκπυροῦται ,
: τὴν δ ' ὧδε προσεφώνεεν ἠύκερως βοῦς : θάρσει παρθενική : μὴ δείδιθι πόντιον οἶδμα . αὐτός τοι Ζεύς
8350033 ἑλικεσσιν
μέλανας βότρυας μεγάλων ἀπὸ ὄρχων , βριθομένων φύλλοισι καὶ ἀργυρέῃς ἑλίκεσσιν . ] οἳ δ ' αὖτ ' ἐς ταλάρους
ἀμετάτροπον ἀμφιπολεύων , ἐνδοπαγῆ ξύμπαντα λαχὼν ἔντοσθεν ἀείρει , κυκλώσας ἑλίκεσσιν ὅλην φύσιν . Ἔξοχα δ ' ἄλλων ἀμφιθαλῆ χαρίεσσαν
8346210 ἀταρβεος
βεβόλητο κατὰ φρένας , ὡς ἐτεόν περ αὐτοῦ ἔτι ζώοντος ἀταρβέος Αἰακίδαο . Τρῶες δ ' αὖτ ' ἀπάνευθε γεγηθότες
ἀεξόμενος Διὸς ὄμβρῳ . Υἱὸς δ ' αὖτ ' Ἀχιλῆος ἀταρβέος ἵκετο πατρὸς τύμβον ἐπ ' εὐρώεντα : κύσεν δ
8345148 Θρηικιος
τέκεν Ὠρείθυια ἐσχατιῇ Θρῄκης δυσχειμέρου : ἔνθ ' ἄρα τήνγε Θρηίκιος Βορέης ἀνερείψατο Κεκροπίηθεν , Ἰλισσοῦ προπάροιθε χορῷ ἔνι δινεύουσαν
οὐδεμίαν κατάκοιτος ὥραν . † τε † ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος Βορέας ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς ἐγκρατέως
8344068 ὀπωπας
ὀρθῶνται , πεπυκνῶνται , ἐξέχουσιν . οὐτάζουσιν : τιτρώσκουσιν . ὀπωπάς : ὀφθαλμοὺς , ὄψεις . Ἀμήχανα : μάταια ,
ἔρειδον αἰδόμενοι , ὁτὲ δ ' αὖτις ἐπὶ σφίσι βάλλον ὀπωπάς ἱμερόεν φαιδρῇσιν ὑπ ' ὀφρύσι μειδιόωντες . ὀψὲ δὲ
8340220 ἐρυθηνε
οὔνομα Κόλχων . ” Ὧς φάτο : τῆς δ ' ἐρύθηνε παρήια , δὴν δέ μιν αἰδώς παρθενίη κατέρυκεν ,
δὲ Μηδείας ὁ Ἄψυρτος ἀποθνήσκων τὴν καλύπτραν καὶ τὸν πέπλον ἐρύθηνε τῷ ἑαυτοῦ αἵματι . τάμνε θανόντος : οἱ δολοφονοῦντες
8334415 ὀπωπαι
οὐδέ τι μῆχος ἔστ ' ὀπίσω , κενεαὶ γὰρ ὑποσμύχονται ὀπωπαί : ἀντὶ δὲ τοῦ θάνατόν μοι ἄφαρ θεὸς ἐγγυαλίξαι
, δυσχείμερον οἶτον ἑλόντες . αὐτὰρ ἐπὴν ἔαρος πρῶται γελάσωσιν ὀπωπαί , ἄνθεά τ ' ἐν λειμῶσι νέον γε μὲν
8324714 Αἰψα
ῥα καὶ αὐτὸς φθεῖσθαι ὁμῶς ἤμελλε παρὰ Πριάμοιο πόληι . Αἶψα δ ' ἄρ ' ἀμφοτέρωθε συνήλυθον εἰς ἕνα χῶρον
κραταιῇ χειρὶ τιταίνων λαοφόνον δόρυ μακρὸν ὑπαὶ Χείρωνι πονηθέν . Αἶψα δ ' ὑπὲρ μαζοῖο δαΐφρονα Πενθεσίλειαν οὔτασε δεξιτεροῖο ,
8323517 μυχοιο
καὶ πέτρῃσιν ἐπηρεφές , ἔνθεν ἀυτμή πηγυλίς , ὀκρυόεντος ἀναπνείουσα μυχοῖο , συνεχὲς ἀργινόεσσαν ἀεὶ περιτέτροφε πάχνην , οὐδὲ μεσημβριόωντος
ἀγκοίνῃς τε μένουσιν . ἄδμωες δ ' ὁρόωντες ἔσω κοίλοιο μυχοῖο ἀγρομένους τάχα πάντες ἐπί σφισιν ὡρμήθησαν , δαιτὸς ἐελδόμενοι
8312445 ὀλοαι
ἅλλομαι τὸ πηδῶ , ἡ ἐν τῷ ἅλλεσθαι πέρδουσα : ὀλοαί : ὀλεθρίαι , ὀλέθριοι . φύσαλοι : εἶδος κήτους
ἅλλομαι τὸ πηδῶ , ἡ ἐν τῷ ἅλλεσθαι πέρδουσα : ὀλοαί : ὀλεθρίαι , ὀλέθριοι . φύσαλοι : εἶδος κήτους
8309172 ἀτειρεα
: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἄσσον πάντ ' ἐφόρει , χρυσὸν καὶ ἀτειρέα χαλκὸν εἵματά τ ' εὐποίητα , τά οἱ Φαίηκες
σωματικῶν τούτων λέγων ἐπήγαγεν : ἐξ ὧν ὄμματ ' ἔπηξεν ἀτειρέα δῖ ' Ἀφροδίτη . . , καὶ μετ '
8308965 πνοιῃσι
τόρνωσε : κατεσκεύασεν . τὰ μέν : τὰ ἱστία . πνοιῇσι : τοῦ ἀνέμου δηλονότι , καὶ ἀναπνοαῖς τῶν ἀνέμων
ἐξόπιθε ῥιπῇσιν ἐλαυνόμενοι μογέουσιν . ἀλλ ' ἁλιεὺς στέλλοιτο λίνον πνοιῇσι πετάσσας οὔριον , ἐς Βορέην μέν , ἐπὴν Νότος
8302912 ὑπεξ
' ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε πανημέριοι πονέονται τοῖς ἴκελοι ἥρωες ὑπὲξ ἁλὸς εἷλκον ἐρετμά . Ἦμος δ ' οὔτ '
δήμωι τρέψας οὔτ ' ἀδίκοις ' ἀνδράσι πειθόμενος . Νεβρὸν ὑπὲξ ἐλάφοιο λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς ποσσὶ καταμάρψας αἵματος οὐκ
8302085 κυρτοιο
φιλοτησίῃ ἀμφαγέρονται , ἀμφί τε λιχμάζουσι καὶ ἐξερέουσιν ἁπάντῃ μαιόμενοι κύρτοιο κατήλυσιν : αἶψα δ ' ἵκοντο εἰσίθμην εὐρεῖαν ἀνέκβατον
ἐφίμερον ἀνδράσιν ἄγρην . Ἄλλοι δ ' αὖ θήλειαν ἔσω κύρτοιο κελαινοῦ ζωὴν ἐγκαθιέντες ὑπὸ σπιλάδεσσι τίθενται κείναις , ᾗσι
8297893 ἐμμι
πλῆον ἐπασχαλλ ! [ ! ! ] δ ' αἴματός ἐμμι τὼ σκ [ ! ! ] ιν οὐδὲν ἐπαίτιος
βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ θεός ἐμμι καὶ οὐ δύναμαί σε διώκειν . λάμβανε , Περσεφόνα
8296793 αἰθοπι
μάλα θυμὸν ἀποκταμένοιο χολώθη , βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ , στῆ δὲ μάλ ' ἐγγὺς ἰὼν καὶ
πλοκάμους ἔστεψε καὶ αὐχένα λευκὸν ἐόντα ὅρμος ἕλιξ φοίνιξε πεπαρμένος αἴθοπι κόσμωι . καὶ φρενὶ κωμάζουσα φιλεύδιος Εἴαρος Ὥρη ,
8288399 ἀσθμασι
Τυρσηνοῦ πόντοιο μέση πορθμοῖο διαρρὼξ εἰλεῖται , λάβροισιν ὑπ ' ἄσθμασι Τυφάωνος μαινομένη , δειναὶ δὲ τιταινόμεναι στροφάλιγγες κῦμα θοὸν
ἠχοῦντος . Διαῤῥώξ : σχίσις . Λάβροισιν : μεγίστοις . ἄσθμασι : πνοαῖς , φυσήμασιν . Τυφαῶνος : ἀνέμου .
8285509 ἀπειρεσιων
τάλας , ἔμελλες χρόνῳ στερεόφρων ἄρ ' ἐξανύσσειν κακὰν μοῖραν ἀπειρεσίων πόνων . Τοῖά μοι πάννυχα καὶ φαέθοντ ' ἀνεστέναζες
δὲ δαίνυται ὅν κ ' ἐθέλῃσι , κρινάμενος τὸν ἄριστον ἀπειρεσίων παρεόντων . Ἀλλ ' ἔμπης καὶ τοῖσιν ἀνάρσιοι ἀντιφέρονται
8284152 βεβηκει
κάλυψε , ψυχὴ δ ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδος δὲ βεβήκει ὃν πότμον γοόωσα λιποῦς ' ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην .
κατένευσε σιωπῇ . ἦ τοι ὁ καννεύσας κοίλην ἐπὶ νῆα βεβήκει , ἡ δ ' ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε
8278703 χανουσα
ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν
' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν
8276206 οὐασιν
δ ' ἀνὰ νύκτα καὶ ἠῶ ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή . Ὣς φαμένη ῥοδέην ὑπὸ φάρεϊ κρύπτε παρειὴν
ἴῃ , ὧδε χρονιωτέρη ἡ νοῦσος γίνεται : τοῖσί τε οὔασιν οὐκ ὀξέως ἔστι τὸ ἀκούειν ἐκ τῆς νούσου :
8275198 ἀμερδεν
πάσης νήσου . ἄμερδεν ἠμαύρου : “ ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη . ” ἀμφιπολεύεις περιέπεις : “ κεῖνός
ἐγχείῃσι μακρῇς , ἃς εἶχον ταμεσίχροας : ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων
8272508 καταϊγδην
ἐκεῖσε . ἰφθίμοις : ἰσχυροτάτοις . Δούρασι : κοντοῖς . καταΐγδην : συντόμως . Πέφνουσι : βάλλουσιν . Κεφαλῇφιν :
ἐξερύσωσιν ἐπ ' ᾐόνας : ἔνθα δὲ δούροις ἄνδρες ἐπασσυτέροισι καταΐγδην ἐλόωντες κρᾶτα συνηλοίησαν , ὁ δ ' ὄλλυται ἄφρονι
8271634 τοκηος
κρατερόφρονος Αἰακίδαο ἵππους ἠδὲ καὶ υἷα πελώριον , οὔ τι τοκῆος μείονα : τοῦ δ ' ἄρα θυμὸς ὑπὸ φρεσὶν
τμηθεὶς οὐχὶ στονύχεσσι λεόντων , ἀλλ ' ἐχθραῖς γενύεσσι λεοντείῃσι τοκῆος . τοῖά τις ἂν πανάποτμον ἑὸν περὶ νήπιον υἷα
8264765 χαιταν
ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων . ὁ δ ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω
κάλαθον εἰς τιμὴν τῆς Δήμητρος . μηδ ' ἃ κατεχεύατο χαίταν : μηδ ' ἥτις ἄγαμός ἐστιν . μηδὲ ὅταν
8263789 περισσειοντο
, κόρυθι δ ' ἐπένευε φαεινῇ τετραφάλῳ : καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι χρύσεαι , ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς
ἔχων , οὐχ ὡς Φιλητᾶς ὄμματα . . καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι Χρύσεαι : νῦν καταχρηστικῶς αἱ χαῖται τῆς κόρυθος
8258943 ἀολλεις
ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ '
κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας
8258345 χρυσειοι
ἡγήτορες ἑδριόωντο πίνοντες καὶ ἔδοντες : ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον . χρύσειοι δ ' ἄρα κοῦροι ἐϋδμήτων ἐπὶ βωμῶν ἕστασαν αἰθομένας
δ ' ἐφ ' ὑπερθύριον , χρυσέη δὲ κορώνη . χρύσειοι δ ' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς
8258186 Οἱη
μαινομένου , δεινὸν δ ' ἦλθον ὑφ ' ἡνίοχον . Οἵη μὲν Σάμιον μανίη κατέδησε Θεανοῦς Πυθαγόρην , ἑλίκων κομψὰ
πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο δέμας : ἔχουσιν .
8257021 ὠκυ
ἀπὸ ἐλαχίστου εἰς δεκάμετρον προῆλθεν . θοῶς δ ' ὕπερθεν ὠκὺ λέχριον : ἐπειδὴ τὸ μέτρον πλάγιον καὶ οὐκ ὀρθόν
Δόρκιον ἡ φιλέφηβος ἐπίσταται ὡς ἁπαλὸς παῖς ἕσθαι πανδήμου Κύπριδος ὠκὺ βέλος ἵμερον ἀστράπτουσα κατ ' ὄμματος , † ἠδ
8256799 λαθρη
. . αἶρα : ἡ † σφαῖρα : Καλλίμαχος : λάθρη δὲ παρ ' Ἡφαίστοιο καμίνοις † ἔτρεφον αἰράων ἔργα
Πρηξῖνος . κατ ' οἰκίην δ ' ἐργάζετ ' ἐνπολέων λάθρη , τοὺς γὰρ τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει .
8256059 ὀτοβον
⋮ – ˘ – × – ˘ × . . ὄτοβον ] ? ὠ [ [ ] πνευμα ? [
τὸν τῶν χνοῶν κτύπον . . τῶν καρουχῶν . . ὄτοβον ] κτύπον . ἁρμάτων ] τῶν πολεμίων . .
8254821 πετρινα
δυσήλατα , τραχέα , δύσπορα , λιθώδη , πετρώδη , πέτρινα , ἄλιθα , ὀρεινά , βαθέα , ἔγκοιλα ,
ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ δὲ πέτρινα γύαλα κλαγγαῖσι Πανὸς ἀναβοᾶι γάμους . ὦ θήραμα βαρβάρου
8254517 στενεται
ὀδύνῃσιν ἠχήεις ὀρυμαγδὸς ἀπόπροθι τειρομένοιο ἔρχεται , ἀμφὶ δέ οἱ στένεται δρίος : ἡ δ ' ἀΐουσα πόρδαλις ἰάνθη τε
δέ οἱ : περὶ δὲ τῷ κυνὶ , πανταχοῦ . στένεται : ἠχεῖ , ἠχεῖται , ἀντηχεῖ . δρίος :
8253425 ἐθειραις
ἄρ ' ἐκ φλοίσβου Ἀσβώτιοι ὦκα φέροντες ὑστάτιον ῥύσαντο κονισαλέῃσιν ἐθείραις ἵπποι καλὰ νάουσαν ἐπορνύμενοι Φυσάδειαν . Ἀνέρος ἀρράτοιο φόωσδ
, θήρεσσι πανέξοχος , ὅντε καλεῦσι χρύσεον , ἀστράπτοντα περισσοκόμοισιν ἐθείραις , οὐ λύκος , ἀλλὰ λύκου προφερέστατος αἰπύτατος θήρ
8251690 ἐπισπειρει
ἀλλ ' ὃ κόσμιον πεφύκει : ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . τόδ ' ἀνατίθημί σοι ῥόδον , καλὸν ἄνθημα
, ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ Ἀριστοτέλης δὲ ἔφη τοὺς ἐραστὰς εἰς
8251564 ἀθαναται
κάλλεος , οὕνεκα Κύπριν , ὅτ ' εἰς ἔριν ἠέρθησαν ἀθάναται , κόσμησεν ἐν Ἰδαίοισιν ὄρεσσι τῆς σύ γ '
Διὸς αἰγιόχοιο , ὅσσαι δὴ θνητοῖσι παρ ' ἀνδράσιν εὐνηθεῖσαι ἀθάναται γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα . Δημήτηρ μὲν Πλοῦτον ἐγείνατο
8246509 ἰμεναι
“ ξεῖν ' , ἐπεὶ ἂρ δὴ ἔπειτα πόλινδ ' ἴμεναι μενεαίνεις σήμερον , ὡς ἐπέτελλεν ἄναξ ἐμός : ἦ
δ ' ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος βῆ ῥ ' ἴμεναι μεθ ' ὕας , λίπε δ ' ἕρκεά τε
8246148 ἀκωκην
κάρη θείνοντες ἐς οὖδας ὠτειλὴν ἔρρηξαν , ἀποπτύουσι δ ' ἀκωκήν . Ἀλλ ' ὁπόταν καθέτοισι πελώριοι ἀμφιχάνωσιν ἰχθύες ,
γὰρ δὴ πέπρωτο μιγήμεναι αἵματι κείνου δυσμενέων στονόεσσαν ἐνὶ πτολέμοισιν ἀκωκήν . Αἴας δ ' οὐκ ἀλέγιζεν Ἀμαζόνος , ἀλλ
8246056 φορευμενος
ὁπλῆς ὠκὺν ἀερσιπόδην ἀνεσείρασε πῶλον ὀρούσας . Ἀλλὰ Νότος μόχθησε φορεύμενος αἴθοπι κέντρωι : καὶ γὰρ ἀγηνορέων τροχαλὸν σκίρτημα τινάξας
βρόμον ἠχήεντα περιπτώσσοιμι θαλάσσης . ἀλλ ' αἰεὶ κατὰ νύκτα φορεύμενος ὑγρὸς ἀκοίτης νήξομαι Ἑλλήσποντον ἀγάρροον . οὐχ ἕκαθεν γὰρ
8242984 δειμ
γε , τοῦτ ' ἐγὼ σαφῶς ἔξοιδα , μὴ οὐχὶ δεῖμ ' ἐμοὶ φέρουσά τι . Ἐγὼ τὰ μὲν παθήμαθ
ἔσαν κρυεροῦ τε φόβοιο : αἰδὼς γὰρ κατέρυκεν ὁμῶς καὶ δεῖμ ' ἀλεγεινόν . Ὡς δ ' ὅτε παιπαλόεσσαν ὁδὸν
8242360 περιμηκεα
: οὐδέ τι πρόσσω νίσσεται , ἀλλ ' ὀρέγοντα πέλας περιμήκεα δειρὴν γλώσσῃσιν μεμάασι περισσαίνειν , σκύλακες ὥς . πολλάκι
. Ὡς δ ' ὅτ ' ἀπ ' ἠλιβάτου σκοπιῆς περιμήκεα λᾶαν λάβρος ὁμῶς ἀνέμοισιν ἀπορρήξῃ Διὸς ὄμβρος , ὄμβρος
8237284 δοιοι
ὅτι τῶν κακῶν ἄλλα αἴτια , οὐχ ὁ θεός . δοιοί τε πίθοι . περὶ τῶν παρ ' Ὁμήρῳ δύο
: τῶν ἐντέρων , ὅκωϲ τῆϲ κοιλίηϲ , χιτῶνεϲ ἔαϲι δοιοί , ἀτὰρ καὶ ἀλλήλοιϲι ἐπιβάλλουϲι οἵδε λοξοί . ἢν
8236244 παννυχιος
τοῦδε τάφου , ὡς ὁ φιλάκρητός τε καὶ οἰνοβαρὴς φιλόκωμος παννύχιος κρούων τὴν φιλόπαιδα χέλυν κἠν χθονὶ πεπτηὼς κεφαλῆς ἐφύπερθε
θυμῷ , ὄφρ ' ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν . παννύχιος φερόμην , ἅμα δ ' ἠελίῳ ἀνιόντι ἦλθον ἐπὶ
8235347 θασσεις
' Ἀχιλλεῦ , δοριλυμάντους Δαναῶν μόχθους , οὓς σὺ προπίνων θάσσεις εἴσω κλισίας . . . . . . .
μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων ἀδύτων
8230678 μυκημα
ἕως κάμῃ , ποτὲ δὲ ἑστήκει . τὸ δέ ἵησι μύκημα , ὅτι καὶ οὗτός ποτε ἐβόα καλῶν τὸν Ὕλαν
δὲ καὶ ὑισμὸν εἶπον καὶ ὑίζειν ὑίζοντες . βοῶν δὲ μύκημα μυκηθμὸς μυκᾶσθαι μυκώμενοι . ὀίων δὲ βληχὴ βληχᾶσθαι βληχώμεναι
8228591 δοκευων
οὔρεα μαιμώσσων ἐπινίσσεται ὀκριόεντα αἵματος ἰσχανόων καὶ ἐπὶ κτίλα μῆλα δοκεύων , ἢ Σάου ἠὲ Μοσύχλου ὅτ ' ἀμφ '
' ὀλοὸς Φαίνων μετόπισθεν ἕπηται νωθρὸν ἐπαντέλλων ἢ καὶ κατέναντα δοκεύων , ἐξ ἕδρης πιναροῖο τέγους ξυνῆς τ ' ἀπὸ
8228586 ἀειρων
αὐτοβαφὴς ὑψοῦτο κερασφόρος : ἀσμαράγωι δὲ χείλεϊ σιγαλέωι τανυηκέα πῆχυν ἀείρων , πήξας δάκτυλον ἄκρον ἐθέλγετο θαῦμα κεράσσας . κεκλιμένος
ὑποστῶ ] ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρων καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχων κατὰ πάντα λογισμὸν μήσομαι ἔρδειν
8228453 ἀλληκτον
ἀλλά σφιν τότ ' ἀνέβραχε διψάδος αὔτως ἐκ κορυφῆς , ἄλληκτον : Ἰησονίην δ ' ἐνέπουσιν κεῖνο ποτὸν Κρήνην περιναιέται
θάρσος περὶ καρδίαν ἀποφαίνει ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι . τὸ δὲ ἐπιθυμητικὸν ὅπως περὶ
8225945 κειτ
χλαῖναν βάλε κοιμηθέντι . ἔνθ ' Ὀδυσεὺς . . . κεῖτ ' ἐγρηγορόων . , κοιμηθῆναι ὑπνῶσαι , . Η
δὲ κατῃωρεῦντο φαεινοὶ χρύσειοι : δεινὴ δὲ περὶ κροτάφοισι ἄνακτος κεῖτ ' Ἄιδος κυνέη νυκτὸς ζόφον αἰνὸν ἔχουσα . αὐτὸς
8225916 φαεινων
Ἠελίοιο , προάγγελος αἴθοπος Ἠοῦς , ἀστερόεις ἀνέτειλεν Ἑωσφόρος ἡδὺ φαείνων , λαμπάδα λαμπομένην Ὑπερίονι χειρὶ κομίζων , ἐγγὺς ἔχων
ὕδατι μίσγεται αὐγή , ὄρφνης ἠΰτε πυρσὸς ἀνὰ κνέφας ὄμμα φαείνων : πέτραις δ ' ἐμπελάσας σπόγγους ἴδεν : οἱ
8225340 δαϊζων
ἦεν ἐπ ' αὐτῷ . ἓξ δὲ διὰ πτύχας ἦλθε δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής , ἐν τῇ δ ' ἑβδομάτῃ ῥινῷ
γόον εἶναι χωρὶς δακρύων . θ δαΐφρων ] τὰς φρένας δαΐζων ὁ γόος . δαΐφρων ] διακόπτων τὰς φρένας .
8225225 ταμος
. τὸ ἐθνικὸν Βισάλτης . ἔστι καὶ Βισάλτης πο - ταμός . τὸ ἐθνικὸν Βισάλτιος , ἀφ ' οὗ Βισαλτία
συμβαίνει τὴν Τουρδητανίαν , ἣν ὁ Βαῖτις διαρρεῖ πο - ταμός . ἀφορίζει δὲ αὐτὴν πρὸς μὲν τὴν ἑσπέραν καὶ
8225083 πυκινῃσιν
: τοὶ δ ' ἄρ ' ἐϋτροχάλοισι περίδρομα δαιδάλλονται σφραγῖσιν πυκινῇσιν ὁμοίϊα πορδαλίεσσι : τοὺς ἔτι νηπιάχους γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες
δ ' ἤντησαν ἐδωδῆς : γλῶσσα γὰρ ἐν σχοίνοισιν ἐρειδομένη πυκινῇσιν οἰδάνεται , στείνει δὲ λύγων βρόχος , οὐδ '
8223599 βαλλετο
. . . . . πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεί καὶ φάλαρ ' εὐποίηθ ' .
δεινὴν δὲ περὶ κροτάφοισι φαεινὴ πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεὶ κὰπ φάλαρ ' εὐποίηθ ' :
8221775 Ἀδωνι
λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα ἡμιθέων , ὡς φαντί
, πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο , μεῖνον Ἄδωνι , δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι , πανύστατον ὥς σε κιχείω , ὥς σε περιπτύξω
8220879 ὁσσοις
καὶ ἴδμονα μαντοσυνάων . ὣς δ ' αὕτως σκέψαιο καὶ ὅσσοις ἀστράσι Μήνη συμφέρετ ' , ἢ ὅσσοισι μέχρις φάσιος
, ἄφνω ἀπενόσφισαν ὄλβον . ἐν πενίῃ δὲ μογεῦσι καὶ ὅσσοις φῶτα δύ ' ὥρην μὴ λεύσσῃ , πάμπαν δέ
8220559 κεχαρημενος
ἱκνεῖται φόρτον γενύεσσιν ἀγινῶν . αὐτὰρ ὅ γ ' ἀντιάᾳ κεχαρημένος ὠκὺς ἐπακτήρ , ἄμφω δ ' ἀείρας ἀπὸ μητέρος
τραπέζῃ τέρπονται κρητῆρος ἀμοιβαίοις δεπάεσσιν : ὣς ὁ μὲν ἀσπαλιεὺς κεχαρημένος ἐλπωρῇσι μειδιάᾳ , δείπνοις δὲ νέοις ἐπιτέρπεται ἰχθύς .
8220159 ποιησεν
Διὸς νεφεληγερέταο ξεστῇς αἰθούσῃσιν ἐνίζανον , ἃς Διὶ πατρὶ Ἥφαιστος ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν . Ὣς οἳ μὲν Διὸς ἔνδον ἀγηγέρατ
μακάρεσσι θεοῖσιν . τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ ' ἀιδὲς ποίησεν Ἄναυρος ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων : τὼς γάρ μιν Ἀπόλλων
8219078 ἀμαθοιο
ψαμάθοις ἁλίῃσιν : ἄμαθον δὲ τὴν κόνιν : τύχε γὰρ ἀμάθοιο βαθείης . ὥρα δασέως τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἡμέρας
. Ἄμαθος : ἡ ψάμμος : τύχε γάρ ῥ ' ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ
8218014 θαλερον
ἐκ τῆς ὑπερβολῆς . Ἐριθηλές : ἄγαν θάλλον , ἄγαν θαλερόν . ἀεξόμενον : αὐξανόμενον κατὰ τροπὴν τοῦ υ εἰς
” θαλαμηπόλος ἡ περὶ τὸν θάλαμον πολουμένη ἤτοι ἀναστρεφομένη . θαλερόν θάλλον , οἷον ἀκμάζον . καὶ οἱ ἀκμάζοντες νεανίαι
8217818 κεκορυθμενος
, παντοφυὲς θηεῖτο σέβας Κόσμοιο φανέντος . Καὶ πυρὶ θερμοτέρωι κεκορυθμένος ἄσπετος Αἰθὴρ θερμὸς ἐὼν ὑψοῦτο , καὶ ἀννεφέλων ὑπὲρ
πεσόντ ' ἐλέησεν ἀρηΐφιλος Μενέλαος , βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ σείων ἐγχείην : τοῦ δ ' ὄτρυνεν
8217539 κεραεσσιν
ὦ τᾶς ἑπταφθόγγου μέλπων κιθάρας ἐνοπάν , ἅτ ' ἀγραύλοις κεράεσσιν ἐν ἀψύχοις ἀχεῖ μουσᾶν ὕμνους εὐαχήτους , σοὶ μομφάν
ἀγέλης κριοί , ἄλλοι δὲ καὶ ἀμνοὶ εἰνόδιοι παίζωσιν ἐρειδόμενοι κεράεσσιν : ἢ ὁπότ ' ἄλλοθεν ἄλλοι ἀναπλίσσωσι πόδεσσιν τέτρασιν
8216731 ἱστατ
καὶ νεκύεσσι . πορφύρεον δ ' ἄρα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο ἵστατ ' ἀειρόμενον , κατὰ δ ' ᾕρεε Πηλεΐωνα :
Αἰακίδαο ῥώοντ ' : ἐν δ ' ἄρα τοῖσιν ἀρήϊος ἵστατ ' Ἀχιλλεύς , ὀτρύνων ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας
8214088 ἰανθη
: τῆς δ ' ἄρα θυμὸς ὑπὸ κραδίῃ μέγ ' ἰάνθη . Αὐτίκα δ ' αἰγίδα θοῦριν ἐδύσετο παμφανόωσαν ,
ὕπνος , μνήσατο πατρὸς ἑοῖο , νόος δέ οἱ ἠὺς ἰάνθη . Ἀλλ ' ὅτ ' ἐς οὐρανὸν εὐρὺν ἀνήιεν
8213559 τοξοισιν
οὕτω “ καὶ αἰγανέας δολιχαύλους ” “ καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες τόξοισίν τε . ” ἀϊκῶς αἰκιστικῶς : “ ἑλκήσους '
λαοὶ δὲ παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες τόξοισίν θ ' : ἵπποι δὲ παρ ' ἅρμασιν οἷσιν
8213287 νιφετοιο
πέπλοισι δέμας φρίσσουσα καλύπτει Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ προχόου νιφετοῖο κρυμαλέον πέμπουσα πολυσταγὲς ἔβλυσεν ὕδωρ . καὶ δέμας ἀγκλίνασα
, καὶ παλάμην ἐδίηνε χυτὸς ῥόος ἐκ νεφελάων δίψιον ἐκ νιφετοῖο διάβροχον ἄνθος ἀέξων . Καὶ χθονίου γυάλοιο θεμείλια νέρθεν
8211427 βοεσσι
δριμεῖα θύελλα . καὶ τὸ μὲν ἰχθύσιν ἄλγος ὁμοίϊον ἠδὲ βόεσσι . Δελφῖνες δ ' ἀγέλῃσιν ἁλὸς μέγα κοιρανέουσιν ,
. Τρωσὶ δ ' ἄρ ' ἐσσυμένοισι συνήντεον , εὖτε βόεσσι πόρτιες ἐκ ξυλόχοιο ποτὶ σταθμὸν ἐρχομένῃσιν ἐκ νομοῦ εἰαρινοῖο
8210810 κερασσας
θοώκους . Πόθεν ἦλθε Φοῖβος , ἄνδρες , κράτος Ἄρεος κεράσσας ; ὁ δὲ Φοῖβος ἄλλος ἐγγύς πάλιν εἴκελος φαάνθη
χορδῆς : φέρε μοι κύπελλα θεσμῶν , φέρε μοι νόμους κεράσσας , μεθύων ὅπως χορεύσω , ὑπὸ σώφρονος δὲ λύσσης
8210069 τανυσσας
πένθος ἀποκταμένου ἑτάροιο , καὶ βάλεν ὠκὺν ὀιστὸν Ἀγήνορος ἄντα τανύσσας : ἀλλά οἱ οὔ τι τύχησεν ἀλευαμένου μάλα τυτθόν
νομῆες . ὦκα δ ' ὑπὸ φλιὴν προδόμῳ ἔνι τόξα τανύσσας , ἰοδόκης ἀβλῆτα πολύστονον ἐξέλετ ' ἰόν . ἐκ
8209860 ποδεσσιν
κὰτ ἰψήλων ὀρέων Κρῆσσαί νύ ποτ ' ὦδ ' ἐμμελέως πόδεσσιν ὤρχηντ ' ἀπάλοις ' ἀμφ ' ἐρόεντα βῶμον πόας
ἀθανάτοισιν ἀρίθμιος εἰλαπινάζῃ . Ἡ δ ' Ἄτη ἁπαλοῖσι μετατρωχῶσα πόδεσσιν ἄκρῃς ἐν κεφαλῇσιν ἀνώϊστος καὶ ἄφαντος ἄλλοτε μὲν γραίῃσι

Back