Δείξας δ ' οὖν ὁ Ἀριστοτέλης , ὅτι τῆς καταφάσεως ἀληθευούσης τὴν ἀπόφασιν ἀληθεύειν οὐχ οἷόν τε , παραπλησίως ,
τῆς ἀνθρωπίνης γνώμης χρῆται μαντικῇ , μήθ ' ὅπως , ἀληθευούσης τῆς μαντικῆς , δύναταί τι καὶ ἀνθρώπου γνώμη :
7260632 ἀμφιβαλλων
, δόξαν δὲ οἷον τάχα τοίνυν ἴσως ἐρεῖ , ὡς ἀμφιβάλλων περὶ τῆς προτάσεως , ἀκοὴν δὲ ὡς ἀκούων περὶ
πρὸς μελαμπεταλοχίτωνα Ματρὸς οὐρείας δεσπόσυνα γόνατα πεσεῖν εὐωλένους τε χεῖρας ἀμφιβάλλων † λίσσων † χρυσοπλόκαμε θεὰ Μᾶτερ ἱκνοῦμαι ἐμὸν ἐμὸν
7251621 στερητικη
ἡ μὲν καθόλου καταφατικὴ ὑπάρχουσα , ἡ δὲ ἐν μέρει στερητικὴ ἀναγκαία , οὐκ ἔσται τὸ συμπέρασμα ἀναγκαῖον ἀλλ '
τὸ δὲ ἄδικον ἀοριστία καὶ στέρησις τοῦ εἴδους , διὸ στερητικὴ πρότασις ἡ λέγουσα Σωκράτης ἄδικός ἐστι : λέγω γὰρ
7213190 στρυφνης
πέφυκεν , ἔξωθεν δ ' οὔ , σύνθετον ὑπάρχον ἐκ στρυφνῆς καὶ πικρᾶς δυνάμεως . ὅσα οὖν ἀνευρίσκεται λιτρώδη καὶ
οὔσης ἐπιρροῆς , μετρίως στυφούσης , σφοδροτέρας δέ , τῆς στρυφνῆς . διακλύσματα μὲν οὖν μέτρια τά τε διὰ τῶν
7121153 Σκοτουσσαιος
Ἀνητοῦσσα , πόλις Λιβύης . Ὁ πολίτης Ἀνητουσσαῖος , ὡς Σκοτουσσαῖος , ὡς ὁ Πολυΐστωρ φησίν . Θύνη , πόλις
. Ἀνητοῦσσα , πόλις Λιβύης . ὁ πολίτης Ἀνητουσσαῖος ὡς Σκοτουσσαῖος , ὡς ὁ πολυΐστωρ φησίν . Ἀνθάνα , πόλις
7114608 πτερωτος
μοι , ἂν μὴ παράβυστός που γένηται Χαιρεφῶν . Ὁ πτερωτὸς ἰξὸς ὀμμάτων Ἔρως , ὁ Κύπριος κυναγός , ἡ
: ὦ ἀθλία Ἄλκηστι : ἄγει με νεκύων ἐς αὐλὰν πτερωτὸς Ἅιδης : προβαίνεις εἰς ὁδὸν τοῖς φίλοις οἰκτρὰν ,
7058406 Πειρατεον
, περὶ τούτων ἔστι μοι νῦν ἅπασα ἡ σπουδή . Πειρατέον δὲ καὶ περὶ τούτων λέγειν , ἃ φρονῶ .
πειρῶ περὶ αὐτοῦ τό γε τοσοῦτον φράζειν ὡς σαφέστατα . Πειρατέον . οὐ γάρ ἐστι τοῦτο , ὦ ἄριστοι ,
6923357 παλιμβακχειου
αἰσθάνει ] πλεῖστα ” ἀντισπαστικὸν δίμετρον καταληκτικὸν ἐκ διτροχαίου καὶ παλιμβακχείου , καὶ ἔστιν [ ἑφθημιμερὲς ] φερεκράτειον : τὸ
κρητικοῦ . τὸ ξεʹ χοριαμβικὸν δίμετρον καταληκτικὸν ἐκ χοριάμβου καὶ παλιμβακχείου . τὸ ξϚʹ τροχαϊκὸν ἰθυφαλλικὸν ὅμοιον τῷ νζʹ .
6918543 Πλακεντινος
, πόλις Ἰταλίας . ὁ πολίτης Ἀρρεντῖνος , ὡς Πλακεντία Πλακεντῖνος . Ἀρρήτιον , πόλις Τυρρηνίας . τὸ ἐθνικὸν Ἀρρητῖνος
. Φαβεντία , πόλις Ἰταλίας . τὸ ἐθνικὸν Φαβεντῖνος ὡς Πλακεντῖνος . Φάγρης , πόλις Θρᾴκης . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ καὶ
6902765 ἐπικεκριται
γὰρ τῶν ἀμφισβητουμένων χωρὶς κρίσεώς ἐστι πιστόν . εἰ δὲ ἐπικέκριται , πάλιν τὸ κρῖναν αὐτὸ ἤτοι ἀνεπίκριτόν ἐστιν ἢ
: εἰ δὲ ἐπικέκριται , πάλιν τὸ ἐπικρῖναν αὐτὸ ἤτοι ἐπικέκριται ἢ οὐκ ἐπικέκριται , καὶ οὕτως εἰς ἄπειρον .
6884387 Καπνιος
, ἔχουσι δέ τι καὶ στυπτικὸν ἐκ ψυχρᾶς γεώδους . Κάπνιος δριμεῖα καὶ πικρὰ καὶ στύφει . Καππάρεως ῥίζης ὁ
ὡς , εἰ πλείων βρωθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . Κάπνιος δριμείας ἅμα καὶ πικρᾶς μετέχει ποιότητος : οὐκ ἀπήλλακται
6862981 ἐπισχεθησεται
παραδεχομένων , ψιλῇ φάσει χρωμένῳ , ἀλλὰ διὰ τῆς ἀντικειμένης ἐπισχεθήσεται φάσεως , εἰπόντος τινὸς εἶναι ἀπόδειξιν . εἰ δὲ
τὸ πρὸς τὴν φύσιν , ἢ ἐξ ὑποθέσεώς τι λαμβάνων ἐπισχεθήσεται . ἔστιν οὖν καὶ διὰ τούτων ἐλέγχειν ἴσως τὴν
6834820 ἐρξω
γοεδνά . ἀύτει δ ' ὀξύ . καὶ τάδ ' ἔρξω . πέπλον δ ' ἔρεικε κολπίαν ἀκμῇ χερῶν .
] λαξωπ [ ⸐ ἕως ἂν εὖ κρύψῃ τ [ ἔρξω τὸ π ! [ . . . [ ]
6824925 στυρακινου
. Ἐλαίου παλαιοῦ λι βʹ , ἰρίνου γο Ϛʹ , στυρακίνου γο Ϛʹ , δαφνίνου γο Ϛʹ , τερεβινθίνης ,
μυελοῦ ἐλαφείου γο δʹ , στύρακος γο αʹ , ἐλαίου στυρακίνου γο δʹ , ἐλαίου ἰρίνου γο Ϛʹ , πεπέρεως
6821512 ὡρικως
πιθανῶς ἢ κατὰ καιρόν . πυνθάνῃ : Ἤγουν ἐρωτᾷς . ὡρικῶς : Νεωτερικῶς . . ὡρικῶς : ἀντὶ τοῦ νεωτερικῶς
πυνθάνῃ : Ἤγουν ἐρωτᾷς . ὡρικῶς : Νεωτερικῶς . . ὡρικῶς : ἀντὶ τοῦ νεωτερικῶς . παίζουσι γὰρ τῇ γραῒ
6817199 ἀληθευσει
τῆς ἀντιφάσεως . ὥστε καὶ ὁ λέγων εἶναι ἢ μὴ ἀληθεύσει ἢ ψεύσεται , ὁ δὲ λέγων τὸ μεταξὺ οὔτε
πάλιν τὴν ἐπιχείρησιν : πάντων μὲν γὰρ ἀνθρώπων ἀδίκων ὄντων ἀληθεύσει καὶ ἡ πάντας λέγουσα εἶναι μὴ δικαίους : ὁ
6809300 βραχυκαταληκτει
ἔχει τὸ προφήτης : Νικόδημος : Δημοσθένης . Πᾶσα πρόθεσις βραχυκαταληκτεῖ ἀνεπέκτατος οὖσα δηλονότι πλὴν τῆς ἐξ καὶ εἰς :
παραλήγει , μακροκαταληκτεῖ , πήρα . εἰ δὲ διφθόγγῳ , βραχυκαταληκτεῖ : πλὴν τοῦ αὔρα , καὶ Φαίδρα παρ '
6796358 Νωλανος
, πόλις Ἰταλίας . τὸ ἐθνικὸν Ἀπιολανός , ὡς Νῶλα Νωλανός . Ἀποδωτοί , ὡς Βοιωτοί , ἔθνος Αἰτωλίας .
πόλις ἐν Σαρδοῖ τῇ νήσῳ . τὸ ἐθνικὸν Νωρανός ὡς Νωλανός . Νώρακος , πόλις Παννονίας . ὁ πολίτης Νωράκιος
6788013 Πενθεσιλειας
τῶν Ἀμαζόνων , τροφὸς Πενθεσιλείας . αὕτη μετὰ θάνατον τῆς Πενθεσιλείας ἔπλευσε ζητοῦσα αὐτὴν καὶ ἦλθεν ἐν Ἰταλίᾳ καὶ ἐκεῖ
. ἡ δὲ δούλης Κλήτη μία τῶν Ἀμαζόνων , τροφὸς Πενθεσιλείας . αὕτη μετὰ θάνατον τῆς Πενθεσιλείας ἔπλευσε ζητοῦσα αὐτὴν
6784765 θορη
' ἐπὶ κνηϲμοῖϲι τῶν μορίων καὶ ἡδονῇ προχέεται τῇϲι ἡ θορή , ἀτὰρ καὶ πρὸϲ ἄνδραϲ ὁμιλίῃ ἀναιϲχύντῳ : ἄνδρεϲ
καὶ γόνιμα μέρεα , ὅκωϲ δι ' ἀψύχων ῥέει ἡ θορή , οὐδὲ ἐπιϲχεῖν ἔϲτι αὐτέην οὐδὲ ἐν ὕπνοιϲι :
6762180 ἀψευδους
ἢ τὸν πλαστὸν καὶ φένακα τῦφον ἀντὶ τῆς ἀπλάστου καὶ ἀψευδοῦς ἀτυφίας ἐπαινεῖσθαί τε καὶ θαυμάζεσθαι ; παγκάλως δὲ προσδιέσταλται
πολυχρηματίαν ἢ ὅσα ὁμοιότροπα , νομίσαντα εἶναι ἀγαθά , τῆς ἀψευδοῦς τῶν ἀγαθῶν μερίδος οὐδενὶ φαύλῳ συνταττομένης : ἀκοινώνητον γὰρ
6746120 ἀντιστραφεισης
ἐλάττονα μερικὴν καταφατικὴν ἀναγκαίαν : αὕτη γὰρ τῆς μερικῆς καταφατικῆς ἀντιστραφείσης , τῆς ἐλάττονος λέγω ἀναγκαίας , ἀνάγεται εἰς τὸν
δὲ μείζων καθόλου καταφατικὴ ἐνδεχομένη , ὁ αὐτὸς ἔσται συλλογισμὸς ἀντιστραφείσης τῆς ἀποφατικῆς ὑπαρχούσης . καὶ τέως δεικτέον τὴν ἐκ
6740178 Τεχνης
αʹ , Ἄλλη τέχνη αʹ βʹ , Μεθοδικὸν αʹ , Τέχνης τῆς Θεοδέκτου συναγωγὴ αʹ , Πραγματεία τέχνης ποιητικῆς αʹ
σημεῖον καὶ τεκμήριον διαφέρει . [ Ἀντιφῶν ] ἐν πρώτῳ Τέχνης : τὰ μὲν παροιχόμενα σημείοις [ ] πιστοῦσθαι ,
6734458 μωριαις
πρὸς τοὺς ἀνθρώπους . γόναι : γεννήματα . ἀφραδίῃσι : μωρίαις , ἀβουλίαις . Ὅσον : σχῆμα ἀποστροφή . λαιμάργοις
τὸ δίκαιον . ἀλλ ' ὦ Κρονικαῖς λήμαις : ἀρχαίαις μωρίαις ἐσκοτισμένοι τὸ φρονεῖν . παροιμία δ ' ἐστὶν ἀπὸ
6731345 νεωτερικως
παράπαν ] παντελῶς ἡμαρτήκαμεν ] ἠστοχήσαμεν ὡρικῶς ] τρυφηλῶς : νεωτερικῶς εἶπε διότι ἦν τεθρυμμένη ἀλλ ' ὅ τι ]
νεωτερικῶς . παίζουσι γὰρ τῇ γραῒ οἱ γέροντες . . νεωτερικῶς , ἤγουν ὡς πυνθάνονται αἱ ἐν ὥρᾳ οὖσαι γυναῖκες
6722239 ΦΣ
, ἔτι ἐλάσσονα περιφέρειαν τῆς ΦΡ διελεύσεται . Διεληλυθέτω τὴν ΦΣ : πρὸς τῷ Σ ἄρα ὢν ὁ ἥλιος φανήσεται
ἡμέρας ἄρα χρόνος ἐστίν , ἐν ᾧ ὁ ἥλιος τὴν ΦΣ περιφέρειαν διαπορεύεται : ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ ἡ
6722129 ἐπιβοητος
ἐκ διαδοχῆς οὖσα . διαβόητος ὁ ἐν ἀρετῇ ἐγνωσμένος , ἐπιβόητος ὁ μοχθηρὰν ἔχων φήμην . δικαστὴς ὁ κατὰ νόμον
, διέφθορας , διεφθάρης τὰς σαυτοῦ φρένας . διαβόητος καὶ ἐπιβόητος διαφέρει . διαβόητος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐπ '
6719445 εὐσωματει
ἐκτρέπω τὸ μεταποιῶ καὶ μεταβάλλω ἐκ τούτου εἰς τοῦτο . εὐσωματεῖ ] ἰσχυρός ἐστιν , γενναῖον σῶμα , πιαίνει τὸ
λέγειν . ἐπιτρέπεις ] ἀντὶ τοῦ “ συγχωρεῖς ” . εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ : ἐκ τοῦ ἐναντίου συγκατατίθεται :
6717810 παραφρονεις
πρᾶγμα ; θερμούς , ὦ τέκνον . ἀλλ ' ἦ παραφρονεῖς ; κριβανίτας , ὦ τέκνον , λευκοὺς δὲ πάνυ
ἔλαχε κληρουμένη , μὴ ' γώ ς ' ἀφήσω . παραφρονεῖς , ὦ γρᾴδιον . ληρεῖς : ἐγὼ δ '
6717240 προεληλυθας
δοκῶ συνιέναι τὴν αἰτίαν δι ' ἣν εἰς τοσοῦτον θράσος προελήλυθας . εὖ κατὰ ξένου : οἱ γὰρ κατὰ ξένου
. Μένανδρος : τί τοῦτο , παῖ ; διακονικῶς γὰρ προελήλυθας . ναί : πλάττομεν γὰρ πλάσματα τὴν νυκτ '
6711792 διαϲτοληϲ
τινὰϲ δὲ μή . καὶ κατὰ τὸ ποϲὸν δὲ τῆϲ διαϲτολῆϲ ἡ ἐν πλείοϲι μορίοιϲ ἀνωμαλία ϲαφήϲ ἐϲτιν , ἐξ
ϲυϲτολῆϲ , ἑτέραν δὲ τὴν μετὰ τὴν ϲυϲτολὴν πρὸ τῆϲ διαϲτολῆϲ , ἥτιϲ καὶ ἀνεπαίϲθητοϲ εἶναι τοῖϲ πολλοῖϲ ἔδοξεν :
6711213 προσποιουμαι
εὐφημισμὸν , ἀντὶ τοῦ πόῤῥωθέν σε ἀσπάζομαι , οἷον οὐ προσποιοῦμαι ὅτι πάρει . Χάλαζα . παρὰ τὸ χαλᾶσθαι ἄνωθεν
οὐδὲν εἰδὼς φιλοσοφεῖς , ” ἔφη , “ εἰ καὶ προσποιοῦμαι σοφίαν , καὶ τοῦτο φιλοσοφεῖν ἐστι . ” πρὸς
6708501 ἐνδικωτερος
τούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαι αὐτός : τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτερος ; ἄρχοντί τ ' ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις ,
. ξυστήσομαι ] συμπαρατάξομαι . . συστάδην μαχεσθήσομαι . . ἐνδικώτερος ] ἢ ἐγώ . . ὡς ] λίαν .
6708438 ὑβριζομαι
ἐρωτᾷ τί φησί : τάλαιν ' ἐγὼ τῆς ὕβρεως ἧς ὑβρίζομαι . . διὰ τοῦ ἀρχαία ὡς γραῦν σκώπτει .
, ἀλλ ' ἐγὼ τὴν σὴν κεκινηκέναι γνώμην . ἔπειτα ὑβρίζομαι ταῖς ὑποψίαις . ἀλλὰ σὺ τοῦτο ἄνελε καὶ δεῖξον
6706116 ἀδηκτου
εἰρημένων . ἐϲτὶ δὲ καὶ ἡ ῥίζα τοῦ φυτοῦ ξηραντικῆϲ ἀδήκτου δυνάμεωϲ , μετέχουϲα καὶ ϲτύψεωϲ . Φοῦ . Τούτου
αὐστηρὰν ἐπικρατοῦσαν ἔχει ποιότητα , ὡς εἶναι δυνάμεως ξηραντικῆς ἱκανῶς ἀδήκτου . Πράσιον πικρόν ἐστιν : διόπερ ἐκφράττει , ῥύπτει
6701668 Μελησαγορου
Φιλόχορος , Φύλαρχος . . . . , , : Μελησαγόρου γὰρ ἔκλεψεν . . . καὶ Ἀνδροτίων καὶ Φιλόχορος
. . . . , . , ̈ . : Μελησαγόρου γὰρ ἔκλεψεν Γοργίας . . . καὶ Εὔδημος .
6700599 Σμικρινη
κακῶν . αὖθις δ ' ὅπως μὴ λήψομαί σε , Σμικρίνη , προπετῆ λέγω σοι : νῦν δὲ τῶν ἐγκλημάτων
τὸ κακὸν καὶ τἀγαθὸν καθ ' ἡμέραν νέμειν ἑκάστωι , Σμικρίνη ; λέγεις δὲ τί ; σαφῶς διδάξω ς '
6688817 Αἰαιος
πόλις Θρᾴκης προσεχὴς τῇ Παλλήνῃ . Αἰσαῖος , ὡς Αἶα Αἰαῖος . Αἰσύμη , πόλις Θρᾴκης . Ὅμηρος ” τόν
πόλις Ἰβηρίας πλησιόχωροι Καρχηδόνος . τὸ ἐθνικὸν Ἀλθαῖος , ὡς Αἰαῖος , ἢ Ἀλθαιάτης , ἢ Ἀλθαιανός . . .
6682226 ἀναδυσις
βούλῃ . Ὡμολόγηκα , ἔφην : οὐκ ἔστιν γάρ μοι ἀνάδυσις , ὦ Εὐθύδημε . Ἴθι δή μοι εὐθύς ,
τὰ ὀνόματα : τὰ δὲ πράγματα ἄρνησις , ἐξωμοσία , ἀνάδυσις , ἀναφυγή , ἀναχώρησις , ἀντιλογία , παραίτησις .
6681299 Ἀπολεις
ἔτι : εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός . Ἀπολεῖς μ ' . Ἰδού σοι . Φροῦδά μοι τὰ
γὰρ εἰπάτω . Ζεύς , ὡς λέλεκται τῆς ἀληθείας ὕπο Ἀπολεῖς : ἐρεῖ γὰρ ληκύθιον ἀπώλεσεν . Τὸ ληκύθιον γὰρ
6678315 Κινησις
, ἐπὶ δὲ τῶν κατὰ τοὺς ἄλλους τρόπους μεταβαλλόντων . Κίνησις δὲ διχῶς διαιρετή , ἕνα μὲν τρόπον τῷ χρόνῳ
ἡ δὲ εἰς τὸ μὴ ὂν ἐκ τοῦ ὄντος . Κίνησις μὲν οὖν κινήσει ἐστὶν ἐναντία , κινήσει δὲ στάσις
6676406 ἐνθετο
μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει : παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ . ἐς δ ' ὑπερῷ ' ἀναβᾶσα σὺν
τοι οὐκ ἐθέλησα Ποσειδάωνι μάχεσθαι πατροκασιγνήτῳ , ὅς τοι κότον ἔνθετο θυμῷ , χωόμενος ὅτι οἱ υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας .
6675175 δεκαπους
ΑΒ . τετμήσθω δὴ καὶ ἡ ΒΓ ὁ κῶνος ἡ δεκάπους κατὰ τὸ Δ , καὶ ἔστω ἡ ΒΔ ἑπτάπους
ὅλη ἄρα ἡ ΒΚ δεκάπους ἐστίν . πενταπλασία ἄρα ἡ δεκάπους ἐστὶ τῆς ΖΚ τῆς δίποδος . ἔστι δὲ τὸ
6672550 ἐψοφηκεν
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς
6672117 πειραθειη
, οὐδὲν δὲ ἀρχαιότερόν ἐστι τῆς ἀντιφάσεως . εἰ οὖν πειραθείη τις ἀποδεῖξαι αὐτήν , τὸ ἐν τῇ ἀρχῇ αἰτεῖται
θεοὶ καὶ μάλιστα τῇ τελευτῇ τιμῆσαι , ὡς ἂν μηδενὸς πειραθείη τῶν χαλεπῶν . ἀνάγκη γὰρ αὐτῷ ἦν προβαίνοντι ἀντὶ
6672040 ἐπιτυχες
ὁ Τύλλος , καὶ τὸ δραστήριον τοῦ ἀνδρὸς εἰδὼς καὶ ἐπιτυχὲς ἐπέτρεψεν ἐκείνῳ τῆς ἔξω στρατιᾶς ἄρχειν . Καὶ ὁ
ἡμῖν τοῖς ἀνθρώποις . Ἐναίσιμον : ἐνδεχόμενον , μεμοιραμένον , ἐπιτυχὲς , πρέπον , ἐνδεχόμενον . Φράζεο : περὶ ἡμεροκοίτου
6671609 δαμασω
ὄντα λέγει τῇ γυναικί ” κυρία , ὑποκρίθητί μοι ἵνα δαμάσω τὸν Αἴσωπον . καὶ ἀναστᾶσα , βαλοῦσα ὕδωρ εἰς
Ἄφορβος κύριον . . . , . : ζυγώσω : δαμάσω , κλείσω , καθέξω . Αἰσχύλος Κίρκηι σατυρικῆι .
6670541 Ἀπαιολη
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
6668447 Διοσκοροιν
. ἀπωλόμην , φίλαι . [ ὣς τὴν Λάκαιναν σύγγονον Διοσκόροιν Ἑλένην ἴδοιμι : διὰ καλῶν γὰρ ὀμμάτων αἴσχιστα Τροίαν
δὴ καλῶ καὶ ὑπήκουσε . τοῦ δὲ πλοῦ μελήσει τοῖν Διοσκόροιν . Ἐλπίζω σε τὴν Ῥαδαμάνθυος δόξαν ἐν τῷ δικάζειν
6667916 ἑξουσα
δ ' ἁδελφὴ ' ποιήσει τοῦτό σοι ἀντάλλαγόν γ ' ἕξουσα τούτῳ διδομένη . Μάγειρ ' , ἀηδής μοι δοκεῖς
τὸν ὅρμον ἔσχε Λάβδακος . [ ἐδέξατ ] ' οὖν ἕξουσα δύσφημον [ κλέος ; [ ἐδέξαθ ] ' ,
6653260 ὀνειροπολος
δὲ ὀνειροκρίτην ὑπείληφεν , οὐκ ὀρθῶς . . . οἰωνοπόλος ὀνειροπόλος . ὀνειροπόλος , . Ε . εἴ ταρ ὅ
πρὸς τὸ Αἴθρη Πιτθῆος θυγάτηρ . . ὀνειροπόλοιο : ὅτι ὀνειροπόλος ὁ διὰ τῶν ἰδίων ὀνείρων μαντευόμενος , οὐχ ὁ
6653011 ἐγρηγορα
, ἐπειδὰν δέ τις περὶ Ὁμήρου μνησθῇ , εὐθύς τε ἐγρήγορα καὶ προσέχω τὸν νοῦν καὶ εὐπορῶ ὅτι λέγω ;
] τάλαντα πένθ ' ἅμα [ ] κόσμον . οὐκ ἐγρήγορα . [ τοὺς γάμους ] γ ' ἤδη ποεῖ
6651851 ὠνθρωπε
. ἢ καὶ ὡς ἀλεξίκακον Ἡρακλέα καλεῖ . μ ' ὦνθρωπε : εὐλαβεῖται δὲ καταφανὴς γενέσθαι ὁ Διόνυσος . τοῦτό
' , ἀδικεῖς ἐμποδὼν καθήμενος . Οὐδὲν δεόμεθ ' , ὦνθρωπε , τῆς σῆς μορμόνος . Οὐδ ' οἵδε γ
6650728 σιγηλος
Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία κάναστρα κορδακισμός κωδωνοφορῶν σιγηλός σταφυλήν ὦ ' τάν Ἅπερ ἐσθίει ταυτὶ τὰ πόνηρ
Τὰ διὰ τοῦ ΗΛΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἁπλᾶ ἔχοντα θηλυκὰ ὀξύνεται : σιγηλός μιμηλός ἀπατηλός ὑψηλός ὑδρηλός . Τὰ διὰ τοῦ ΙΛΟΣ
6650143 ἀναλγηϲ
τοῖϲ ἐν θαλάϲϲῃ διατρίβουϲιν . ἡ μὲν οὖν εὐήθηϲ ἐγκανθὶϲ ἀναλγήϲ ἐϲτι ὑπόϲομφοϲ μαλακή : ἡ δὲ κακοήθηϲ ϲκληρὰ ἀνώμαλοϲ
δέρματοϲ καὶ περικρανίου ὑμένοϲ παρέπεται ὄγκοϲ εὐαφήϲ , ὁμόχρουϲ , ἀναλγήϲ , εἰϲ ὕψοϲ κεκυρτωμένοϲ , δι ' ὀλίγου ϲώματοϲ
6644846 Γερασα
ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως .
. . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . .
6643645 ἐρυσιπελατωδεις
ἐμβροχῶν χρήσεως . ἔτι καταχρίομεν τὰς πυρώδεις φλεγμονὰς καὶ τὰς ἐρυσιπελατώδεις , ἐρεθιζομένας ὑπό τε τῶν καταπλασμάτων καὶ τῶν ἐμβροχῶν
εἰ δ ' ἀγανακτοίη πρὸς τὰς θερμασίας ἡ φλεγμονὴ διαθέσεις ἐρυσιπελατώδεις ἔχουσα , τούτων μὲν τῶν καταπλασμάτων ἀποχωρεῖν προσήκει ,
6643445 παρελειπεν
κατὰ Ῥωμαίων ὁδὸν ἐς ἐπιχείρησιν , οὐδ ' ἡττώμενος , παρέλειπεν , ὃς καὶ Σαυνίταις καὶ Κελτοῖς συνετίθετο καὶ ἐς
σχεδὸν ἀχρόνως αἰσθανόμεθα . διὰ δὲ τὸ ἐναργῆ αὐτὰ εἶναι παρέλειπεν . ἑξῆς δὲ ὅταν λέγῃ “ τὰ δὲ γεννώμενα
6639265 ἐλυπησα
ἰδιωτῶν μόνον , ἀλλὰ πολλῶν καὶ φιλοσόφων καλουμένων σωφρονέστερος : ἐλύπησα δὲ ἐν τοῖς ἔργοις τὴν πόλιν . περὶ δὲ
εἰμὶ ἄξιος ἐμαυτὸν λυπεῖν : οὐδὲ γὰρ ἄλλον πώποτε ἑκὼν ἐλύπησα . Εὐφραίνει ἄλλον ἄλλο : ἐμὲ δέ , ἐὰν
6637698 ποδανιπτρον
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους
6634931 περιπτωσιν
τὸ δὲ ὄφελον ῥῆμα . ἑτερόφθαλμος μέν ἐστιν ὁ κατὰ περίπτωσιν πηρωθεὶς τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν , μονόφθαλμος δὲ ὁ
κατὰ τὴν ἀπὸ τῆς περιπτώσεως μετάβασιν . οὔτε δὲ κατὰ περίπτωσιν θεωρεῖται οὔτε κατὰ τὴν ἀπὸ τῆς περιπτώσεως μετάβασιν :
6629322 ΤΟΙΣΙ
καὶ εἰς μερίμνας ἐμβάλλεσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙ ΜΕΜΙΞΕΤΑΙ . Τοῦτο δέ φησι , πρὸς τὸ μὴ
ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις τοῖς κατὰ δίκην ζῶσιν ,
6626739 σιωπᾳς
. Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς
; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη
6626714 εὐπετεος
] ὃς γὰρ ταχύτατός ἐστιν ἅλλεσθαι πηδήματος εὐπετοῦς ἄρχει . εὐπετέος ] συντομωτάτου . ἀντὶ μιᾶς . ἀνάσσων ] κρατῶν
, συντόμῳ . ταχεῖ . τοῦ τῆς βλάβης ὁρμήματος . εὐπετέος ] ἄτης . συντόμου συντομωτάτου . εὐκινήτου . κυριεύων
6626227 ἡρμοσθη
. ὁ μὲν γὰρ βαρύτατος τῶν εἰλημμένων φθόγγων διὰ τεσσάρων ἡρμόσθη σύμφωνον τῷ τὸ βαρύτερον δίτονον ἐπὶ τὸ ὀξὺ ὁρίζοντι
] ὁ Ἥφαιστός φησιν ὅτι οὗτος ὁ σιδηροῦς δεσμὸς ἀσφαλῶς ἡρμόσθη καὶ ἐνεπάγη , τὸ δὲ τοῦ Διὸς Κράτος φησὶ
6625883 ποδιαιας
τοῦ τεσσαρακοστοῦ μέρους τῆς κεγχριαίας διαμέτρου πρὸς τὸ ἀπὸ τῆς ποδιαίας ὅμοιον στερεόν , μείζονα λόγον ἕξει ἢ τὸ ἀπὸ
μέγα τοῦτο ἔχοι κατὰ μέσον κατὰ πλάγιον φλιὰς δύο ὡς ποδιαίας , ὕψος δὲ ὅπως δοκοίη συμφέρειν , τὴν μὲν
6625689 καταφατικης
κατὰ τοῦ ὑπάρχοντος κατηγορεῖσθαι . δέδεικται δὲ καὶ ὅτι τῆς καταφατικῆς ἀναγκαίας λαμβανομένης οὐ γίνεται συλλογιστικὴ ἡ συζυγία . ἀλλ
ἕκαστα καὶ τὴν μάχην τῆς μερικῆς πρὸς τὴν καθόλου εἴτε καταφατικῆς εἴτε ἀποφατικῆς εἰπὼν ἀντιφατικῶς μάχεσθαι , ταῦτα οὖν πάντα
6624366 ἑτεροιωσεως
οὖν τὴν τύπωσιν εἰρῆσθαι ὑπὸ τοῦ Ζήνωνος ὑπενόει ἀντὶ τῆς ἑτεροιώσεως . . . . , , , , .
οὖν τὴν τύπωσιν εἰρῆσθαι ὑπὸ τοῦ Ζήνωνος ὑπενόει ἀντὶ τῆς ἑτεροιώσεως , ὥστ ' εἶναι τοιοῦτον τὸν λόγον ” φαντασία
6622288 Ἀμαθια
βέλτιον αἱρεῖσθαι , μηδὲ σφαλέντας μεταμέλειαν ἔχειν τοῦ γνωσθέντος . Ἀμαθία γὰρ οὐκ ἐπαινεῖται , διότι καὶ σφάλλεται : εὐβουλία
ἂν λανθάνοι . Τί δὴ τοῦτο φράζεις τὰ νῦν ; Ἀμαθία τις μάλα χαλεπή , δοκοῦσα εἶναι μεγίστη φρόνησις .
6622137 νεογαμου
δυσμενὴς ἐμοί . μή , πρός σε γονάτων τῆς τε νεογάμου κόρης . λόγους ἀναλοῖς : οὐ γὰρ ἂν πείσαις
. ἡττηθεὶς οὖν τῷ πολέμῳ ἔφυγεν εἰς Ἔφεσον μετὰ τῆς νεογάμου . ἐν δὲ τῇ δευτέρᾳ ὁ αὐτὸς Πολύβιος ἱστορεῖ
6620631 Ἐλυμος
καὶ διετέλεσαν Ἔλυμοι καλούμενοι . προεῖχε γὰρ κατὰ τὴν ἀξίωσιν Ἔλυμος ἀπὸ τοῦ βασιλικοῦ γένους ὢν , ἀφ ' οὗ
αὐτῆς μετὰ ῥοδίνου πρὸς ὤτων ἀλγήματα φλεγμαινώδη μετρίως ποιεῖ . Ἔλυμος ἡ μελίνη ξηραντική ἐστιν : ἵστησι γοῦν καὶ τὰ
6616902 δεκαζεσθαι
δεκάς ” . ἐξ οὖν τῆς δεκάδος τὸ δεκάζειν καὶ δεκάζεσθαι . καὶ Φίλιππος μέντοι παρὰ Θετταλοῖς δεκαδάρχην κατέστησεν ,
ἐν τῷ τῆς φύσεως αὐτῆς δικαστηρίῳ , ἣν οὐ θέμις δεκάζεσθαι ; καὶ μὴν σφαλλομένων γε τῶν καθ ' ἡμᾶς
6616892 Κυνθος
Νικάνωρ φησί . : Δῆλος . . . ἐκαλεῖτο δὲ Κύνθος ἀπὸ Κύνθου τοῦ Ὠκεανοῦ . . . καὶ Ἀστερία
καθ ' Ἡρακλέα . οἱ οἰκοῦντες Κύνητες καὶ Κυνήσιοι . Κύνθος , [ ὄρος Δήλου , ] παρ ' Ἀντιμάχῳ
6614928 ΤΜ
ΚΛ δύνει ἤπερ ἡ ΛΞ . πάλιν , ἐπεὶ ἡ ΤΜ τῆς ΗΞ μείζων ἐστὶν ἢ ὁμοία , ἔστω τῇ
μείζων ἐστὶν ἡ μὲν ΛΤ τῆς ΝΧ , ἡ δὲ ΤΜ τῆς ΧΞ , ὅλη ἄρα ἡ ΛΜ ὅλης τῆς
6614014 ὑπηλθες
ἀφεῖναι . πρῶτα δ ' ἄρξομαι λέγειν ὅθεν μ ' ὑπῆλθες πρῶτον ὡς διαφθερῶν οὐκ ἀντιλέξοντ ' . εἰσορᾶις φάος
ὄχλῳ φαῦλοι ἐν σοφοῖς μουσικώτεροι λέγειν : ὅθεν μ ' ὑπῆλθες : ὅθεν με κατέβαλες πρῶτον ὡς διαφθερῶν ἀπολογίαν οὐκ
6611255 τοὐξημβλωμενον
οἰκῶν τῶν ἀγρῶν . ἀλλ ' εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον . ἀλλ ' οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν
, ὅπερ οὕτως ἔχει τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην . τοὐξημβλωμένον ] τὸ ἀπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον . ἀλλ ' οὐ
6609935 ΟΥΤΕ
πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει
εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ
6609091 σακον
, ἀνειλκυσμένη . τὰ δὲ μέρη τούτων προείρηται . καὶ σάκον μὲν καὶ σακίον ἡ κωμῳδία , Ὑπερείδης δὲ ἐν
Χαλυβδικὸν στόμωμα . εἰ δὲ καὶ πλέγμα τι σπάρτινον ἢ σάκον σπάρτινον ἐθέλοις καλεῖν , καὶ πρὸς τοῦτο Κρατῖνός σοι
6609034 ΖΕΒ
ὑπὸ ΕΖΗ γωνία δοθεῖσα : ὥστε καὶ λοιπὴ ἡ ὑπὸ ΖΕΒ γωνία δοθεῖσά ἐστιν . εἰ δὲ οὔ , συμπιπτέτωσαν
ὑπὸ ΔΖΚ ἴση τῇ ὑπὸ ΖΕΒ , αἱ δὲ ὑπὸ ΖΕΒ , ΘΕΒ δύο ὀρθαῖς ἴσαι , καὶ αἱ ὑπὸ
6608533 Ἀνια
. ιγʹ Ὀδύνη δὲ λύπη εἰσδύνουσα καὶ ὀξεῖα . ιδʹ Ἀνία δὲ λύπη ἐξ ἀναλογισμῶν . ιεʹ Μεταμέλεια δὲ λύπη
' ὃν ἀμπαύεται Λύπα , δι ' ὃν εὐνάζετ ' Ἀνία . τὸ μὲν οὖν πῶμα κερασθέν ἁπαλοὶ φέρουσι παῖδες
6605987 Βαδιζε
ὅπως τῷ φθέγματι γυναικιεῖς εὖ καὶ πιθανῶς . Πειράσομαι . Βάδιζε τοίνυν . Μὰ τὸν Ἀπόλλω οὔκ , ἤν γε
. Ποῦ Ξανθίας ; Ἤ , Ξανθία . Ἰαῦ . Βάδιζε δεῦρο . Χαῖρ ' , ὦ δέσποτα . Τί
6604696 ὑπομονητον
θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα
. εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα .
6603628 καμπτω
Ῥωμαίων διαλέκτου . λέγει δὲ ὅτι δύναται καὶ παρὰ τὸ κάμπτω κάμψω κάμψα εἶναι : ἐπειδὴ ἐκ κεκαμμένων ξύλων αὐτὴν
τοῦ Ἀντιγόνου φρονῶ . Ἀνύω : πράττω . Νύσσω : κάμπτω : ἐξ οὗ καὶ Νύσσα , ὁ καμπτήρ .
6602197 Οὐδενι
ἥκιστα προσήκουσαν ἔχον διαίρεσιν εἰς διαφορὰν τῶν κρειττόνων γενῶν . Οὐδενὶ γὰρ αὐτῶν ἡ τοῦ δρᾶν καὶ πάσχειν ἔνεστιν ἐναντίωσις
βαίνετε χώρας . Ἃ δ ' ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις ; Οὐδενὶ μοιριδία τίσις ἔρχεται ὧν προπάθῃ τὸ τίνειν : ἀπάτα
6601714 ΔΗΖ
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν
6599933 ἀκριτομυθε
. ” ἀκράαντα ἀτελείωτα : “ αὕτως ἀκράαντον . ” ἀκριτόμυθε ἄκριτα καὶ ἀδιάστατα λαλῶν : “ Θερσῖτ ' ἀκριτόμυθε
γὰρ νῦν ὁ ὀξύς . καὶ Ὅμηρος : Θερσῖτ ' ἀκριτόμυθε , λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής , ἴσχεο . οὐ
6599733 ὀρτω
ὄνομα ῥηματικὸν ὄρτος , καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ
Ζεύς ” , ἀφ ' οὗ ὄνομα ῥηματικὸν ὀρτὸς καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω
6597463 στεναις
στενωτάτοις μέρεσι τῆς θαλάσσης καὶ τοῖς αἰγιαλοῖς διατρίβοντες καὶ οἰκοῦντες στεναῖς καταδύσεσι καὶ χωρήμασι τῶν πετρῶν , οὗτοι δ '
ζητῶν ἑαυτὸν καὶ γένους φυτοσπόρον . εὑρὼν δὲ τλήμων ἐν στεναῖς ἁμαξιτοῖς ἄκων ἔπεφνε Λάιον γεννήτορα . Σφιγγὸς δὲ δεινῆς
6596998 Ἰσχει
εἶπον , καὶ μεθυσθεὶς ἀνὴρ τυραννικόν τι φρόνημα ἴσχει ; Ἴσχει γάρ . Καὶ μὴν ὅ γε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς
ὧν οὗτος τείνεται . τένοντος : τοῦ ἐξηπλωμένου νεύρου . Ἴσχει : κρατεῖ . ἐμπεφυώς : ἐμπλακεὶς , περιπλακεὶς ,
6595750 σβεσιν
δὲ κατάντης ἀπὸ κεφαλῆς , συνίζοντος μὲν πυρὸς κατὰ τὴν σβέσιν εἰς ἀέρα , συνίζοντος δ ' ὁπότε συνθλίβοιτο εἰς
. ὅτι δ ' ἡ ἀρχὴ φθειρομένη κυριωτάτη πρὸς τὴν σβέσιν , κἀκεῖθεν φανερόν . τὴν γὰρ πίτταν καιομένην τὸ
6595003 διατελεσεις
καὶ λυπήσῃ δι ' αὐτὰ καὶ πολλὰ πονήσεις μάτην καὶ διατελέσεις ἅπαντα τὸν βίον φροντίζων ἐκείνων , ὀνήσῃ δὲ οὐδ
γυμνάσιον ἐλέγετο ὁ τόπος , ἔνθα ἠγωνίζοντο . διατρίψεις ] διατελέσεις . στωμύλλων ] πολυλογῶν , ποικιλολογῶν . , ὑθλῶν
6594506 ἀναβλυσαι
μεταφοφᾶς τῆς πεύκης : πικρὰ γὰρ αὕτη . ἀνέηκε : ἀναβλῦσαι ἐποίησεν , ἀνέδωκεν , ἀνέπεμψεν . ἐξέστεψε : ὑπερχειλῆ
. , . . . . † ἀναβλυσθωνῆσαι : τὸ ἀναβλῦσαι . Εὔπολις Δήμοις . πάντα τὰ τοιαῦτα οἱ κωμικοὶ
6590596 Ὀλυμπιακης
ἐν εἰρήνῃ καταστήσασθαι τὴν πολιτείαν . ἔοικε δὲ καὶ τῆς Ὀλυμπιακῆς ἐκεχειρίας ἡ ἐπίνοια πρᾴου καὶ πρὸς εἰρήνην οἰκείως ἔχοντος
τοῦ Κρόνου παῖδα Δία ὑμνεῖν . πιθανώτερον γὰρ τῆς νίκης Ὀλυμπιακῆς οὔσης τὸν Ὀλύμπιον Δία παρὰ τῷ Ὀλυμπιονίκῃ ὑμνεῖσθαι .
6590224 πιπτοντι
στέρνα χαλεπῶς καὶ ἐς τὸν τράχηλον ὑπέρῳ βαρυτάτῳ , καὶ πίπτοντι ἤδη καὶ περισωθέντι μόλις ὑπὸ τῶν Μακεδόνων ἀναρρηξάντων τὰς
τότε φασὶν ἀληθὲς ὑπάρχειν , ὅταν τῷ ὑπὸ τὴν δεῖξιν πίπτοντι συμβεβήκῃ τὸ κατηγόρημα , οἷον τὸ καθῆσθαι ἢ τὸ
6589812 βαρειης
οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος : οὐδ ' ἅλιόν ῥα βαρείης χειρὸς ἀφῆκεν , ἀλλ ' ἔβαλ ' Ἱππασίδην Ὑψήνορα
τὴν διάνοιαν καὶ οὕτω τὸν λογισμόν . μέμνηται οὖν ὀδύνης βαρείης . Τὸ τοῦ βαρέος ὄνομα ὁμώνυμόν ἐστι . λέγεται
6587594 πολυπλασιαζομενος
πέντε λήγει . τετράγωνον δὲ λέγεται , ἐπειδὴ πᾶς ἀριθμὸς πολυπλασιαζόμενος τετράγωνον ἀριθμὸν ἀποτελεῖ , οἷον τρὶς τρεῖς ἐννέα ,
τὸν τετραγωνισμόν . πᾶς δὲ ἀριθμὸς ὁ ὑφ ' ἑαυτὸν πολυπλασιαζόμενος τετράγωνος λέγεται , ὡς τὸ τρὶς τρεῖς ἐννέα .
6584887 ΛΟΕ
πρὸς τὸ τοῦ ΑΒΓΔ κύκλου ἐπίπεδον , ἡ δὲ ὑπὸ ΛΟΕ γωνία ἡ κλίσις , ἐν ᾗ κέκλιται τὸ ΖΛΘ
πρὸς τὸ τοῦ ΑΒΓΔ κύκλου ἐπίπεδον , ἡ δὲ ὑπὸ ΛΟΕ γωνία ἡ κλίσις ἐστίν , ἐν ᾗ κέκλιται τὸ
6581815 ἀποσοβησον
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος
6579265 τοιχωρυχε
[ . ] : ἐκ γειτόνων οἴκων γὰρ , ὦ τοιχώρυχε : ὡς κακοδαιμονοῦντας , δαίμονι ἀπανθρώπῳ καὶ σκληρῷ κατεχομένους
[ . ] : ἐκ γειτόνων οἴκων γὰρ , ὦ τοιχώρυχε : ὡς κακοδαιμονοῦντας , δαίμονι ἀπανθρώπῳ καὶ σκληρῷ κατεχομένους
6579012 τραυλισαντι
βαρέως Ἀττικοί . οὕτως Ἀττικοὶ βαρύνουσιν “ ἑξέτει ” . τραυλίσαντι : ψελλίσαντι , ἄσημον ἀφέντι φωνήν . τραυλίσαντι :
σφάλλου . κἀγώ τοί ] “ γάρ ” ἔξωθεν . τραυλίσαντι ] ἄναρθρα παρακεκομμένα εἰπόντι . ἀπὸ τοῦ “ Ἡλιαία
6577971 ῥᾳδιουργος
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ

Back