| . * . Ἀλαίνω : τὸ πλανῶμαι : παρὰ τὸ ἄλη ἀλῶ , παράγωγον ἀλαίνω , ὡς δρῶ δραίνω , | ||
| πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν , ἦ ἤδη μοι ὄλεσσεν ἄλη τ ' ἀκομιστίη τε . ” ὣς ἔφαθ ' |
| κώπης . παρὰ τὸ τρέπειν ὅπου δεῖ τὴν κώπην . τρέπω τροπός , ὡς πέμπω πομπός . . . , | ||
| τὸ ὁμοιῶ , γίνεται εἴκελος , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ τρέπω ἔτραπον τράπελος καὶ εὐτράπελος . . . . . |
| πλεονασμὸν , ὡς οὗτος ὁ ποιητής , τὸ δὲ ῥηθὲν καίνω καὶ τοιαύτην σκευωρίαν ἔχει : κῶ τὸ κεῖμαι , | ||
| : κτῶ κταίνω , τὸ φονεύω , ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω καὶ μεταθέσει κναίω . . . α . ἀποδέκται |
| . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονεν ἐκ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἄση . . . | ||
| . Ἀεσίφρων : ὁ μὴ διεγηγερμένας ἔχων τὰς φρένας : ἄω , τὸ κοιμῶμαι , ὁ μέλλων ἀέσω , ὅθεν |
| τῆς αι διφθόγγου : πένω : ψένω τὸ τύπτω : φένω τὸ φονεύω , ἐπὶ γὰρ τοῦ λάμπω διὰ τῆς | ||
| γράφει τὴν παραλήγουσαν : οἷον , μένω , μονή : φένω , φονή : ἐξ οὗ τὸ φονῶ , φονᾶς |
| : σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : Φαίναξ ὄνομα κύριον : | ||
| στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ : φονῶ τὸ φονεύω : κορῶ : φθονῶ : τονῶ : λοχῶ , |
| . . , , , : κνήμη : ἀπὸ τοῦ κινῶ κινήσω κινήμη καὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ ι κνήμη . | ||
| Ἐρεχθεὺς ὁ Ποσειδῶν ἢ ὁ Ζεὺς παρὰ τὸ ἐρέχθω τὸ κινῶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τὴν Λαίτριναν , ἥτις ἐστὶ χωρίον |
| , ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω | ||
| δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , |
| βέβαιος : φέριστος : φέναξ ὁ ἀπατεών : σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ | ||
| ἕω ἐλάμβανε τὸν πλακοῦντα . ἐγὼ δείκνυμι : ἐνδείκνυμι καὶ φαίνω . ἐνδεικνύναι δὲ ἔλεγον τὸ καταγγέλλειν τινὰ κακουργοῦντα περὶ |
| ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ | ||
| , τὸ δὲ αἰτοῦμαι ἐπὶ τοῦ χρήσασθαι εἰς ἀπόδοσιν . ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μὲν γάρ ἐστιν ἄνεμος |
| διάφοροι δέ εἰσιν αἱ σικελικαί : Ἄλεξις : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν πάνυ κομψάς . ὅτι ἐν νήτταις μείζων | ||
| εἴρηκε καὶ ὅτι αἱ Σικελικαὶ διάφοροί εἰσι : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν τούτων πάνυ κομψάς . Φερεκράτης ἐν Γραυσί |
| στάχυας ἀντὶ τοῦ ταῖς χερσὶ συντρίβοντες . καὶ ψῶ τὸ καίω , ἐξ οὗ καὶ ψωλὸς δαλὸς ὁ κεκαυμένος καὶ | ||
| μέλλων μαρῶ καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ μαυρῶ , ὡς καίω καύσω καὶ κλαίω κλαύσω , καὶ ἐξ αὐτοῦ ῥηματικὸν |
| ἀκριβῶς ἐσταλμένοι , καὶ ταῖς τριήρεσιν ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τοῦ χώ - ματος ἐπιπλέοντες οἱ Τύριοι , ἅτε δὴ θαλασσοκρατοῦντες | ||
| τέρψιν [ νῦν ? [ ! ] ! σκοποῦμαι ? χώ ! [ ὡς ἄσμενός ς ' ἐσεῖδον ? ! |
| Ἐπαφρόδιτος . Πόνος . ἐπὶ τοῦ πολέμου , ἀπὸ τοῦ πένω . Πότμος . ὁ θάνατος , καὶ ἡ ἐσχάτη | ||
| , ἐπὶ γὰρ τοῦ ὀργίζομαι διὰ τῆς αι διφθόγγου : πένω : ψένω τὸ τύπτω : φένω τὸ φονεύω , |
| ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ ὑπάρχω . ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀρ , ὡς θένω θέναρ , ἔβω ἔβαρ | ||
| κάζω ῥῆμα : ὅθεν κέκασμαι , κέκασται , κεκασμένος ὄνομα ῥηματικὸν κασμὸς , καὶ μεταθέσει τοῦ α εἰς ο , |
| εἶναι καὶ μὴ χαίνειν κατὰ στέρησιν . . , : ἄχραντος : ὡς παρὰ τὸ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος καὶ | ||
| καὶ ὡς φαίνω φαντὸς καὶ ἄφαντος καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω ταίνω ταντὸς καὶ τὸ οὐδέτερον ταντόν , |
| θῆμα , ἐπίθημα καὶ ἀνάθημα . Ἐπίμιξ . παρὰ τὸ μίγω ῥῆμα , μίξω , μίξ , ἐπίμιξ : ὡς | ||
| , παρὰ τὸ αἴρω ἄρδην : ὡς φύρω φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , |
| καὶ διέχειαν ἢ χωρισμὸν καὶ διακοπὴν μὴ ὑφιστάμενον , καὶ συγκοπῇ τοῦ ι καὶ ἐκτάσει τοῦ ε εἰς η καὶ | ||
| . Κῦμα . κύω , κυήσω , κύημα , καὶ συγκοπῇ κῦμα . οἱ δὲ παρὰ τὸ κυκῶ , κυκήσω |
| τὰ ἄχυρα λικμώμενα ἐπιφέρονται , οἱονεὶ ἀχυριαί τινες οὖσαι , πλεονασμῷ τοῦ μ ἀχυρμιαί , . , . . , | ||
| . : δάπτομαι : Καὶ κατὰ ἀναδιπλασμὸν δαδάπτομαι , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ δαρδάπτομαι . : Κέαρ παρὰ τὸ κεκρᾶσθαι |
| . . . , : ἀκτίς : παρὰ τὸ ἀΐσσω ἀΐξω ἀκτός : καὶ παρώνυμον ἀκτίς : ἡ ἀΐσσουσα πανταχόθεν | ||
| τὸ ζῷον . παρὰ τὸ ἀΐσσω , τὸ ὁρμῶ , ἀΐξω , ἀποβολῇ τοῦ ω γίνεται ἄϊξ καὶ κατὰ συναίρεσιν |
| αὔξονται ἐν τῷ παρατατικῷ , οἷον ἄγω ἦγον , αἴρω ἀρῶ ᾖρον , αἰτῶ ᾔτουν . δεῖ προσθεῖναι χωρὶς τῶν | ||
| παρὰ τὴν ἄγραν ἐν ᾧ γίνεται : ἢ παρὰ τὸ ἀρῶ , ἀρὸς καὶ ἀγρὸς , πλεονασμῷ τοῦ γ . |
| ἀντὶ τοῦ ἐπορεύοντο ἐλθεῖν . ἐκ τοῦ βῶ , τὸ βαίνω , παράγωγον βῆμι , ὁ παρατατικὸς βῆν : οἱ | ||
| συγκοπὴν γίνεται πτῶ , οὗ παράγωγον πταίνω , ὡς βῶ βαίνω , ἀναδιπλασιασμὸς παπταίνω . Παφλάζων . παρὰ τὸ φλέω |
| καὶ ἄβροτος , ἡ βρῶσις . Βορά , παρὰ τὸ βῶ τὸ τρέφω , οὗ μέλλων βώσω , ἀφ ' | ||
| . παρὰ τὸ πλέκω πλοχμός . Πρόμος . παρὰ τὸ βῶ , πρόβος , καὶ πρόμος . οἷον παρὰ τὸ |
| ζωὴ διὰ τοῦ ω μεγάλου : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ ῥέω ῥοὴ , καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ | ||
| βριθὺς , οὕτω παρὰ τὸ ἔω ἐΰς . Ἐϋῤῥεῖος . ῥέω ῥεεὺς καὶ εὐρεύς ἐϋῤῥεέος , καὶ κράσει τῶν δύο |
| βρέχω , μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀΰω καὶ κατὰ συναίρεσιν αὔω , τὸ ἐξ ἀνομβρίας γινόμενον ' . . . | ||
| δρῦς καὶ ἄλλα τινὰ φυτά . Ἐπαφρόδιτος δὲ παρὰ τὸ αὔω , τὸ σημαῖνον τὸ καίω : ἵνα μή ποθεν |
| οὕτως καλούμενος , ὡς λέγει ὁ Χοιροβοσκός , ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλέσω Ἀλείσιον : πέτρης τ ' Ὠλενίης καὶ Ἀλεισίου | ||
| ἔχειν τὸ σ ἐγκεχαραγμένον / . ⌈ ἁλῶ / [ ἀλῶ ] ] συντρίψω . τὸν σειραφόρον ] τὸν τοὺς |
| πρὸ τοῦ γ οὐχ εὑρίσκεται πλὴν τῶν γεγονότων παρὰ τὸ ἀΐσσω , ὡς ἔχει τὸ αἰγίς : αἴγειρος : Αἴγυπτος | ||
| φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω : κατὰ συναίρεσιν αἴξω , ὄνομα αἴγλη |
| Ἀήτης : ὁ ἄνεμος : παρὰ τὸ ἀῶ , τὸ πνέω , ὁ μέλλων ἀήσω , ὄνομα ῥηματικὸν ἀήτης , | ||
| δηλοῦντος : ἔστι γὰρ πνύω , ἐξ οὗ γέγονε τὸ πνέω , ὁ μέλλων πνεύσω , ἐξ οὗ τὸ πνευστός |
| φθόγγων τάσεις ἑπτὰ εἶναι συμβέβηκεν , ὀξύν , βαρύν , περισπώμενον , δασύν , ψιλόν , μακρόν , βραχύν . | ||
| : ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον οὐκ ἐπίῤῥημα ἀλλὰ ῥῆμα , καθὰ φησὶν ὁ τεχνικὸς |
| γρώνη : . . . παρὰ τὸ γῶ , τὸ χωρῶ , γώνη καὶ προσθέσει τοῦ ρ γρώνη : ἡ | ||
| . διὸ πιστεύω καὶ μαρτυρῶ : εἰς ζωὴν καὶ φῶς χωρῶ . εὐλογητὸς εἶ , πάτερ . ὁ σὸς ἄνθρωπος |
| χαλῶ , γυμνάζω , νύσσω , κνήθω , ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , | ||
| σεσημείωται τὸ σμώνη ἡ τοῦ ἀνέμου πλήγη , ἀπὸ τοῦ σμῶ ῥήματος γενόμενον , καὶ διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον |
| πω λῴονι θνητῶν : Αἴαντος , ὅτ ' ἦν τόδε φωνῶ . Ἦ πολλὰ βροτοῖς ἔστιν ἰδοῦσιν γνῶναι : πρὶν | ||
| . , : κλύω : παρὰ τὸ κλῶ , τὸ φωνῶ , πλεονασμῷ τοῦ υ κλύω . οὕτως Φιλόξενος . |
| η , καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀγκύλον καὶ τοῦ μήδω μήσω τὸ βουλεύω , ὁ παρακείμενος μέμηκα , ὁ παθητικὸς | ||
| μερίζω , ὁ μεμερισμένος ἑκάστῳ . Μήλη . παρὰ τὸ μήσω μέλλοντα . μήδω δὲ , οὗ παθητικὸν μήδομαι , |
| . καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ , φράζω . τὸ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω , καὶ ὄνομα βάξις . Βάβαξ | ||
| ἀνιῶ ἀνιάζω , ἀτιμάζω , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ |
| ἀπὸ τοῦ πέμπω πέμπομαι , ἕλκω ὁλκὸς , οὕτω καὶ ἕπω ὀπὸς ὀξύτονον . τούτου ῥῆμα παράγωγον ὀπάζω , ὡς | ||
| συφορβός , καὶ ἕλκω ὁλκός , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἕπω , τὸ ἀκολουθῶ , γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ |
| σαφὲς ὅτι ἐγένετο ἐπίρρημα εἰς α περατούμενον , ὅμοιον τῷ ἀντῶ ἄντα , ἠρεμῶ ἠρέμα : ἀφ ' οὗ σύνθετον | ||
| ἀντίοι ἔσταν ἅπαντες : παρὰ τὸ ἄντω ῥῆμα βαρύτονον γίνεται ἀντῶ περισπώμενον , ἀφ ' οὗ ἄντην ἐπίρρημα καὶ ἀντίος |
| δορκάς : ἀπὸ τοῦ δέρκω δορκάς , λάμπω λαμπάς , νείφω νιφάς . . , : δεῖν : συναλιφῇ τοῦ | ||
| : ὡς παρὰ τὸ λάμπω γίνεται λαμπὰς καὶ παρὰ τὸ νείφω νιφάς , οὕτως καὶ παρὰ τὸ δέρκω δερκὰς καὶ |
| , ἑκάς , ἑκηβόλος , ἑκών , κἂν ἀπὸ τοῦ εἴκω ἐνεστῶτος ἐσχηματισμένον ᾖ : τοῦ δὲ δευτέρου ἐκάλουν , | ||
| ὄνομα εἴη : ῥέγκω δέρκω πλέκω τέκω πέκω ἕλκω δείκω εἴκω . τοιαῦτα καὶ τὰ ὑπερδισύλλαβα τῷ Ε παραληγόμενα : |
| ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός | ||
| ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ |
| , ἐξ οὗ τὸ ” ἀπέκτατο ” , οὗ παράγωγον κταίνω καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω : καὶ μεταθέσει τοῦ | ||
| κτῶ ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ φονεύω . οὗ παράγωγον κταίνω , καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ , καίνω , καὶ |
| ἐρέω τυραννίδος : ἀπόπροθεν γάρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν . ” κλαίω τὰ Θασίων , οὐ τὰ Μαγνήτων κακά . ἥδε | ||
| : „ ἀλλ ' ἔγωγε οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τοῖς τέκνοις κλαίω , ὅσον ὅτι ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ ἠδίκημαι , |
| λογίζω , Ὅμηρος ὁμηρίζω . τὸ δὲ ὀρτίζω προσελθόντος τοῦ αλ ἐποίησεν ὀρταλίζω . . . . Γ . , | ||
| . ἢ ἀπὸ τοῦ τηρὸς ταρός , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς τάλαρος , ὁ εἰς τυρὸν ἐπιτήδειος . . |
| ᾠδή . ἀπὸ τούτου τὸ ἀοιδῶ , εἶτα ὡς τὸ κνήθω κνηθιῶ , ἀτῶ ἀτιῶ , μείδω μειδιῶ , οὕτως | ||
| τῶν ἀφροδισίων ἢ παρὰ τὸ ψῶ , τὸ ἅπτομαι καὶ κνήθω : κνησμός ἐστι τὰ τῆς ἡδονῆς . σηραγγῶδες νεῦρον |
| ἀποβολῇ τοῦ ν καίω καὶ τὸ κνήθω , ὡς ἀλῶ ἀλήθω , καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ | ||
| ὡς πρῶ πρήθω , νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ αὐτὸ † σημαῖνον τῷ πρωτοτύπῳ . οὕτως Μεθόδιος |
| Οὕτως οὖν καὶ ὀρέγω ὀρίγνω . Τοῦτο γοῦν τὸ ὀρίγνω μετάγεται εἰς βʹ συζυγίαν τῶν περισπωμένων , καὶ γίνεται ὀριγνάω | ||
| ὅτι ἐντεῦθεν μετάκεινται ἄνω οὐχ ὑγιῶς . . ἐν διαφορᾷ μετάγεται . ἐς διαφοράν . σημασίας . ἀπὸ τῆςστυγνότητος . |
| ; † Φοίνισσαν βοὰν κλύουσα ὦ νεάνιδες γηραιῶι ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν . † ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν | ||
| ῥήματα κατὰ τονικὴν παραγωγὴν περισπώμενα , οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν |
| βραγχιᾶν : τὸ πάθος , καὶ τὸ τόσον ἔβραχεν Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἀφ ' οὗ βαρεῖαν ἰαχήν , τουτέστι | ||
| μὴ κεκορεσμένος : καί νύ κεν ἔνθ ' ἀπόλοιτο Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἔστι δὲ τοιοῦτον περὶ τοῦ Ὤτου καὶ |
| ἰθαίνω , ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω | ||
| ὄνομα γεγόνασι : φαίνω φαίνομαι , μαίνω μαίνομαι , ῥαίνω μιαίνω . τὸ μέντοι αἰνῶ περισπώμενον ἔχει τὸ αἶνος , |
| τὸ βλάπτω , γίνεται ἀτέμβω , τὸ 〚 οὐ 〛 βλάπτω στερῶν : οὕτως Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ : οὐ γὰρ | ||
| Ἰπνὸς λέγεται ὁ φοῦρνος : ἐκ γὰρ τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω οὐ μόνον τὸ ἰάπτω γίνεται , ἀλλὰ καὶ ιπτος |
| διπλασιασμὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , ὡς χῶ , χαλῶ , καὶ καχαλῶ , καγχαλῶ . παρὰ τὸ ἐν | ||
| Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . Μάχλος . παρὰ τὸ χαλῶ , μαχαλὸς , πλεονασμῷ καὶ συγκοπῇ μάχλος , ὁ |
| ἀντίξουν ἐμοί , λιποῦσα γαῖαν εἰς μυχοὺς εἶμι χθονός , ἄϊστος , ἀφανής , πύματα Ταρτάρου βάθη . Ἰδού , | ||
| ἴσα ἐστὶ καὶ ὅμοια τοῖς πᾶσι . δαίμων δ ' ἄϊστος : τουτέστιν οὐκ ἔστι προφανὴς ὁ δαίμων τοῖς ἀνθρώποις |
| ἐκεῖνα . θ λέγοιτ ' ] λέγετε . Ξ ὧν ἄνη τις : ἀνύσιμα καὶ τελεσθῆναι δυνάμενα . ἄνυτις ] | ||
| ὀξύνεται . Τὰ διὰ τοῦ ΑΝΗ δισύλλαβα μονογενῆ βαρύνεται : ἄνη πλάνη Κάνη Σάνη . Τὰ διὰ τοῦ ΑΝΗ μονογενῆ |
| ὅμως πρεσβυτέρα καὶ προφερεστέρα . ΔΡΑΚΟΝ . Τὸ θέμα , δέρκω τὸ βλέπω , ὁ μέλλων δέρξω , ὁ ἀόριστος | ||
| δέος , ὡς νείφω νέφος . . . . . δέρκω : δέρκω : τὸ ὁρῶ . παρὰ τὸ δρῶ |
| οὕτω Φιλόξενος . . , : ξυρόν : παρὰ τὸ ξύω ξυρόν . . . . . ὀβολός , , | ||
| παρὰ τὸ κνάπτω , ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ κνῶ τὸ ξύω . ξύουσι γὰρ τὴν τῶν ἀκνάπτων ἱματίων κροκίδα . |
| μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρέμω νέμω δέμω τέμω γέμω χρέμω βρέμω . σεσημείωται τὸ κρεμῶ περισπώμενον , ὁμοίως | ||
| ἡμῖν δεδήλωται . μετά γέ τοι τὴν τεκνοκτονίαν Ἡρακλῆς φησι γέμω κακῶν δὴ κοὐκέτ ' ἔσθ ' ὅποι τεθῇ . |
| ἐν Ἀκαδημίᾳ φυόμενον . . . § . : Καὶ γόμος , ὁ φόρτος . . . . , : | ||
| τριγενῆ βαρύνεται , ἀρχόμενα ἀπὸ συμφώνου ἢ συμφώνων : βρόμος γόμος τρόμος δρόμος ῥό - μος τόμος . Τὰ εἰς |
| : ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία | ||
| , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος , |
| γίνεται καρπνὸς καὶ ἐν ὑπερθέσει κραπνὸς καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι κραιπνός . Φιλόξενος . Ὠρίων . . . , : | ||
| ὄντα καὶ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους ΟΡ : πυκνός κραιπνός τερπνός στρυφνός ἰσχνός : σεσημείωται τὸ λίχνος βαρύτονον , |
| τοῦ Ἀσκληπιάδου λέγει αὐτὴν παρὰ τὸν ἀΐξω μέλλοντα εἶναι ὡς τεύχω τέχνη ἀποβολῇ τοῦ ι , . , , . | ||
| , . . α . * . Ἀτυχθείς : ἔστι τεύχω , τὸ ἐπιτυγχάνω , ὁ μέλλων τεύξω , ὁ |
| γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ παράγωγον ὀπάζω , ὡς γυμνὸς γυμνάζω , μόνος μονάζω , ἵππος ἱππάζω , οἷον ” | ||
| ἀντιπεριποιούμενον τῶν διαθέσεων . ἔστι γοῦν μοναδικὴ μὲν διάθεσις ἡ γυμνάζω σέ , ἀντιπεριποιουμένη δὲ ἐκ τοῦ ἴσου ἡ γυμνάζομαι |
| : καὶ τροπὴ μὲν παραγωγῆς ἐστιν , ὡς ἐπὶ τοῦ νέμω νόμος , λέγω λόγος , ἐπιστέλλω ἐπιστολή : διαλέκτου | ||
| ο , καὶ αὖθις ἔκτασις τοῦ ο εἰς ω : νέμω , νωμῶ : λέγω , λωγῶ : τρέχω , |
| σπῶ παράγωγον σπάζω , ὡς βῶ βάζω . τούτῳ τῷ σπάζω ἡ α ἐπίτασις ἐπῆλθε καὶ ἐποίησεν ἀσπάζω καὶ ἀσπάζομαι | ||
| σπῶ παράγωγον σπάζω : ὡς βῶ βάζω : τούτῳ τῷ σπάζω ἡ α ἐπίτασις ἐπῆλθε , καὶ ἐποίησεν ἀσπάζω καὶ |
| καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο . ἢ παρὰ τὸ α τὸ ἐπιτατικόν . μεταβέβληται εἰς ο , ἄτλος καὶ ὄτλος . | ||
| κυρίως ἐπὶ τοῦ ἀδδηφαγεῖν . Λαγώς . ἔγκειται τὸ λα ἐπιτατικόν . παρὰ τοῦτο οὖν καὶ τὸ ὦς Δώριον , |
| τοῦ Ν γινόμενα : κυνῶ καὶ ἐν συνθέσει προσκυνῶ , πλανῶ σινῶ . τὸ δὲ τιῶ τίνω κατ ' ἐπένθεσιν | ||
| ἀλείτης ἀλοίτης : τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ ἢ ὀλοθρεύω , . , . . . + |
| μὴ τὰ πράγματα ἡμῶν διακναίσῃ ” . παρὰ δὲ τὸ κνῶ μονοσύλλαβον γέγονεν καὶ κνημῶ : „ ἀλλ ' ἔστιν | ||
| , ὡς στῶ στίζω , πρῶ πρίζω : τὸ δὲ κνῶ σημαίνει τὸ ξύω καὶ λεπτύνω , λεπτὸς γὰρ ὁ |
| . ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα : | ||
| ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε |
| οὕτως καὶ παρὰ τὸ εἴκω , τὸ ὁμοιῶ , γίνεται εἴκιος : καὶ ἐπειδὴ πολλάκις τὰ τοιαῦτα διὰ χρείαν μέτρου | ||
| ε : εἴκελος ἀστεροπῇ : οὕτω καὶ παρὰ τὸ εἴκω εἴκιος ἐνείκιος , καὶ χωρὶς τοῦ ε , καὶ προσιόντος |
| ἄνεμος , παρὰ τὸ ἀεῖν καὶ πνεῖν . ἀῶ , ἀήσω , ἀήτης . οὕτως Ἡσίοδος φησίν : διασκιδνᾶσιν ἀέντος | ||
| , ἡ ἄγαν ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω |
| : ἔστιν ἀρῶ , τὸ ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ἐξ οὗ ἄρσιος καὶ ἀνάρσιος κατὰ στέρησιν τοῦ | ||
| παρὰ τὸ ἄρω , τὸ ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ὁ ἀόριστος ἦρσα , ἡ μετοχὴ ἄρσας , |
| ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω | ||
| , , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα |
| σφάλλω ἀσφαλής , . , . Ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ σπῶ γίνεται σπάλαξ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀσφάλαξ κατὰ | ||
| ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ παθητικὸν σπῶμαι , καὶ τοῦ σπῶ παράγωγον σπάζω : ὡς βῶ βάζω : τούτῳ τῷ |
| : μαυροῦσι : κατὰ ἀντίφρασιν ἀπὸ τοῦ μαίρω δηλοῦντος τὸ λάμπω . . . . . . μαυροῦσι : μαυροῦσι | ||
| ἀλαμπὲς καὶ μὴ ὁρώμενον : παρὰ τὸ μαίρω , τὸ λάμπω , ἐξ οὗ καὶ μάρμαρον , ὁ μέλλων μαρῶ |
| τῆς θερμασίας , ἢ αὐτὸ παρ ' ἐκείνων λαμβάνει . Πᾶσα μὲν γὰρ ἡ λεπτομερὴς οὐσία ῥᾷον ἀναλλοιοῦται τῆς παχυμεροῦς | ||
| : κιχάνω : σεσημείωται διὰ μακροῦ τοῦ α ἐκφερόμενα . Πᾶσα μετοχὴ εἰς ων λήγουσα , ὀξύτονος , ἢ βαρύτονος |
| μὴ ψόφει , πρὸς τῶν θεῶν . ἀλλ ' οὐ ψοφῶ μὰ τὴν Γῆν . εἰς δεξιάν . ἰδού . | ||
| . . ἀψοφητί : ἀντὶ τοῦ ἀψόφως : ἐκ τοῦ ψοφῶ ψοφήσω . διαφέρει δὲ ψοφεῖν κόπτειν καὶ κλαυσιᾶν : |
| μὴ χωρούμενος διὰ τὴν λύπην , γίνεται δ ' ἄχω ἀχύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνύω καὶ ἄχνυμι ἀχνύμενος | ||
| ὅσα τοιαῦτα . οὕτω δέ , φασί , καὶ ἄχω ἀχύω καὶ Δωρικῶς ἀχύνω καὶ μεταθέσει ἀχνύω , ἐξ οὗ |
| βάσκε ἀπὸ τοῦ βάσκω , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ βῶ βήσω , πλεονασμῷ τοῦ κ βήσκω καὶ τροπῇ τοῦ η | ||
| , ὡς τὸ ἀπεβήσετο παρατατικὸς ἐκ τοῦ βήσω , ἐνεστὼς βήσω καὶ βήσομαι : καὶ ἐκ τοῦ νίω νίσω , |
| τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω : | ||
| ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , |
| καὶ τὸ αρι , καὶ τὸ ερι , καὶ τὸ ζα . τὰ λάπτω οὖν δηλοῖ τὸ λίαν ἅπτεσθαι . | ||
| οὗ σημαίνει τὸ ἐγκοτεῖν . ὅθεν κρεῖττον νοεῖν ἐκ τοῦ ζα καὶ τὸ ὀφέλλειν ἐπὶ τοῦ αὔξειν τίθεται . μεγάλως |
| . ὄρνυται ] ὁρμᾶται . ὄρνυται ] ὁρμᾷ . θ τρέμω δ ' αἱματοφόρους : τρέμω δὲ ἰδέσθαι καὶ ἰδεῖν | ||
| , ἤγουν ἀκούουσα τὸν Παρθενοπαῖον τοιαῦτα καθ ' ἡμῶν φρονοῦντα τρέμω καί μοι δέος εἰσέρχεται . θΞ διὰ στηθέων ] |
| . . . . ἀμύμων : ἄψογος : παρὰ τὸ μύω , τὸ καμμύω , ὁ μέλλων χελύνη . ἢ | ||
| βαρύνονται δίχα ὡς εἴρηται τῶν παραληγομένων τῷ ο , οἷον μύω , κλύω , πλέω , νάω , τίω ” |
| , καὶ ἐξ αὐτοῦ γίνεται παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός | ||
| νηυσὶν ἀκηχέδαται : παρὰ τὸ ἀχῶ ἀχάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , ἤχακα , ὁ μέσος ἤχαδα , ὁ παθητικὸς |
| ἔχων οἰκοδεσποτίας παρεκτικὸς τῶν προκειμένων γενήσεται , τῶν δὲ περικτηθέντων ἀποβολὴ καὶ δόξης καθαίρεσις ἢ ἀτιμία γενήσεται . τὸ δ | ||
| τὴν πόλιν ψιλώσαντα ξυνωρίδος τοιαύτης . εἶτα δύο μὲν οἰκητόρων ἀποβολὴ διικνεῖται μέχρι κοινῆς ἀκοσμίας , ἅλωσις δὲ καὶ τὰ |
| . Τὸ μὲν οὖν Ἀφθόνιος ὄνομα ἔστι μὲν κύριον καὶ παραγωγόν , τὰ μάλιστα δὲ οἰκειότατον τῷ ῥήτορι πέφυκε τῷ | ||
| ἀμφοῖν . Οὔτε ἄρα ἡνωμένου τινός , οὔτε διωρισμένου ἐστὶ παραγωγόν , ἀλλὰ πάντων ἁπλῶς τῶν κατὰ πάντα τρόπον ὑφεστηκότων |
| βαρύτονα διὰ τοῦ ε γράφονται : οἷον , λέγω : φλέγω : στέγω : οἷς ὅμοιον τὸ ἀλέγω : ὀρέγω | ||
| παραγωγὴν τελέθω , ὡς ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω , καὶ φλέγω φλεγέθω , καὶ θάλλω θαλέθω : ὃ τρέπει τὸ |
| τοῖς τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . θ πάταγος ] ἀπὸ τοῦ πατῶ καὶ τοῦ ἄγω τὸ συντρίβω . πάταγος ] ἦχον | ||
| . “ οἱ δέ φασι τὸν Διογένην εἰπεῖν , ” πατῶ τὸν Πλάτωνος τῦφον “ : τὸν δὲ φάναι , |
| γὰρ ὁ μέλλων : ὁμοίως μείνω , μενῶ γάρ : κτείνω , κτενῶ : θείνω τὸ τύπτω , θενῶ γάρ | ||
| , ἐπὶ γὰρ τοῦ γεννῶ διὰ τῆς ει διφθόγγου : κτείνω δὲ καὶ τείνω τὸ ἁπλῶ , διὰ τῆς ει |
| . ξυνεδεδέατο : συνδεδεμένοι ἦσαν : ἀπὸ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω : ὁ παθητικὸς ὑπερσυντελικὸς , ἐδεδέμην : τὸ τρίτον | ||
| τοῦ ι , γίνεται δ ' ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω δοὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι δοιὸς , ἡ |
| , ἑννύω , ἕννυμι , καὶ ἀμφιέννυμι , ἄχω , ἀχνύω , ἄχνυμι , ῥῶ , ῥωννύω , ῥώννυμι , | ||
| καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω . καὶ ἀχνύομαι , καὶ ἄχνυμαι . συγκοπῇ καὶ |
| . . Ἀπολλόδωρος διὰ τοῦ σ φησί : παρὰ τὸ δαίω δαστὸς , καὶ ῥῆμα δαστῶ : ὁ παρακείμενος δεδάστηται | ||
| τοῦ δ παρ ' Ὁμήρῳ „ αἵμονα θήρης „ . δαίω οὖν καὶ δαίνεα καὶ δήνεα . . . , |
| ἰδοὺ γὰρ τοῦτο πάντα ἔχει τὰ τοῦ κανόνος , τουτέστι βαρύτονον ἰαμβικὸν καὶ μὴ ἔχον ἐπ ' εὐθείας τὸ τ | ||
| σ , Τρύφων δὲ διὰ δύο : Ῥωσός : Κρῶσος βαρύτονον καὶ μόνως ἀρσενικὸν τῷ τόνῳ παραλλάξαν κατὰ τὴν γραφὴν |
| , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμενηνὸς , ὡς τὸ πέτω πετεηνὸς καὶ πετεεινὸς , ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα : | ||
| . Ἄλλως ΚΑΙ ΕΠΙΤΝΟΝ ἉΛΩΗΝ . Τὸ πίτνω ἀπὸ τοῦ πέτω , πλεονασμῷ τοῦ νʹ : ἔστι δὲ καὶ πίτνω |
| χεύσω : καὶ τρέπει τὸ ε εἰς ι ἐν τῷ χοὴ καὶ προχοή : σημειωτέον τὸ κέω , ἐξ οὗ | ||
| βαρύνεται , ἐξ ἑτέρας ἐστὶν εὐθείας , ἥτις ἐστὶν ἡ χοὴ θηλυκῶς , καὶ κλίνεται τῆς χοῆς . τὸ ” |
| ἐν ὑπερβιβασμῷ τοῦ ν ἀχνύω . ἐκ δὲ τούτου παράγωγον ἄχνυμι , ὁ παθητικὸς ἄχνυμαι καὶ ἀχνύμενος , ὥσπερ ὀρῶ | ||
| , ἕννυμι , καὶ ἀμφιέννυμι , ἄχω , ἀχνύω , ἄχνυμι , ῥῶ , ῥωννύω , ῥώννυμι , πήγω , |
| ῥήματα βαρύτονα πολλάκις μεταβάλλουσι τὸ παρατέλευτον ε εἰς ω : δέμω δωμῶ , νέμω νωμῶ : ἐκ δὲ τοῦ δωμῶ | ||
| τὸ λεπτόν . ἢ παρὰ τὸ ἀράσσω ἀράχνιον , ὡς δέμω δέμνιον , παίζω παίγνιον : ἤγουν τὸ εὔσχιστον . |
| θαλάμης δὲ διαΐξασα κελαινή , αὐχένα γυρώσασα , χόλῳ μέγα παιφάσσουσα ἀντιάᾳ : τὸν δ ' οὔτι περισπέρχουσά περ αἰνῶς | ||
| κυκλώσασα . χόλῳ : ὀργῇ . μέγα : μεγάλως . παιφάσσουσα : ἐνθουσιῶσα , ὁρμῶσα , εἰς φόνον ὁρμήσασα : |
| , . . . + . ἀσπασίως : ἀπὸ τοῦ ἀσπάζω ἀσπάσω ἀσπάσιος καὶ ἀσπασίως . ἀσπαστόν : τοῦ ἀσπάζω | ||
| . . Ἀσπασίως : προσηνῶς , φιλοφρόνως : ἀπὸ τοῦ ἀσπάζω , ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός καὶ τὸ |
| κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω ] φέρω . . δοκίμως ] ὀξέως καὶ μεγάλως | ||
| καὶ ἀκαταπαύστοις . κἀγὼ δὲ διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο |
| μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε . | ||
| ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ |
| διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , βαρύνεται : οἷον , χέω , χώω : ζέω , ζώω : τρέω , | ||
| καλύψω Καλυψώ : καὶ εἰς ων : τέρπω τερπών , χέω χεών καὶ χιών . οὕτως οὖν καὶ ἀρήγω ἀρηγών |
| παραλήγεται , γελῶ γελάσω : τιλῶ τιλάσω καὶ τιλήσω καὶ συλῶ συλήσω : εἰ δὲ πρὸ τοῦ ρ ἢ τοῦ | ||
| αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ συλῶ , ὁ πολλὰ συλῶν . Τὰ εἰς ΥΛΟΣ τρισύλλαβα |
| ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς | ||
| : γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης |