μύλης , εἶτα ἤλαυνον . ἐγὼ δὲ ἠπιστάμην ὅπως χρὴ ἀλεῖν πολλάκις παθών , προσεποιούμην δὲ ἀγνοεῖν : ἀλλὰ μάτην
τὸ τοὺς ἅλας τρίβειν , οἱ δὲ ψιλῶς παρὰ τὸ ἀλεῖν . συμβαίνει γὰρ τοῖς νεωστὶ εἰσῳκισμένοις μὴ εὐπορεῖν πάντων
6868839 μυρον
τρίπουν τράπεζαν λήψομαι ; οἴνου τε Χίου στάμνον ἥκειν καὶ μύρον . ὡς δὴ τίς ἂν ὤν , ἢ τί
ἐσκευάσθη τὸ παρ ' οὐδενί πω γεγονὸς λιβανώτινον μύρον . μύρον δὲ χρηστὸν μύρῳ εὐτελεῖ ἐπιχεόμενον ἐπιπολῆς μένει . χείρονι
6581346 στρουθιον
θέλοιμεν , πέπερι καστορίῳ συμπλέξομεν : εἰ δὲ μᾶλλον , στρούθιον πυρέθρῳ ἢ σταφίδι ἀγρίᾳ μετὰ πεπέρεως : εἰ δὲ
. Ὦ μάκαρ ἥτις ἔχους ' ἐν δώματι * * στρούθιον ἀεροφόρητον λεπτότατον περὶ σῶμα συνίλλεσται τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον
6538938 μυροις
διηνέχθη τισὶ περὶ τῆς ἐκλογῆς τῶν τριῶν γυναικῶν . καὶ μύροις ἐλούετο καὶ ἔφασκεν ὅτι : κἀν βακχεύμασιν οὖς '
, οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγανοῖς χαίτην θεράπευε , καὶ σμύρνην λίβανόν τε πυρὸς
6526070 ὀπτον
ὑπὸ τοῦ τοιοῦδε γάλακτος : ἑσπέρην δὲ δειπνείτω κρέας ὄρνιθος ὀπτὸν ὀλίγον , καὶ ἄρτον σμικρὸν ἐγκρυφίην : ἐπιπίνειν δὲ
σίζον ἐπισείων φέρω . Τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον : ὀπτὸν θερμὸν εὔχυλον τέρεν ὅταν ᾖ , προσφέρων . Ἐναλείφεται
6525027 τυρον
κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ κρόμμυα . ἔστι δὲ καὶ ζῷον
οἱ δ ' ἐφόρουν τὰ χρήματα , καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον τούς τ ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο :
6398591 τεμαχος
ὥς τινα πραγματείαν βιωφελῆ καταβαλλόμενος . ὀρφώς . Κρατῖνος : τέμαχος ὀρφὼ χλιαρόν . καλεῖται δὲ καὶ ὀρφός . Πλάτων
ἀφίκῃ κλεινοῦ Βυζαντίου εἰς πόλιν ἁγνήν , ὡραίου φάγε μοι τέμαχος πάλιν : ἔστι γὰρ ἐσθλὸν καὶ μαλακόν . .
6381750 κυπριον
ἐπίβαλε ἐκ τοῦ ξηρίου τούτου δρ . αʹ ἐπὶ χαλκὸν κύπριον κεκαθαρμένον , καὶ ἔχε . Λαβὼν ὑδραργύρον μέρος αʹ
, ἵνα γένηται ξανθόν . ΧΑΛΚΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν κύπριον , καὶ δεῖ κροτεῖν : εἶτα πυρώσας βάπτε ἢ
6371357 ἐσθιε
καὶ ἀφετῆρος τῆς μολόχης ὡρμημένος . οὐ μόνον οὖν μὴ ἔσθιε μηδὲ ἀφάνιζε τὰς τοιαύτας παρατηρήσεις , ἀλλὰ καὶ αὖξε
νῷν . Τί δὲ δὴ ' γώ ; Τὴν Σίβυλλαν ἔσθιε . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ταῦτα κατέδεσθον μόνω ,
6356196 προβατειον
Μυελὸν αἴγειον περίχριε καὶ ἰᾶται : ἢ στέαρ αἴγειον ἢ προβάτειον ἀποβρέχων εἰς ὕδωρ θερμὸν ἐπιτίθει , ἢ λινοσπέρμου χυλὸν
μίξας εἰς τὰ αὐτὰ λείοις χρῶ . ἄλλο . ἀστράγαλον προβάτειον καύσας ὁμοίως χρῶ . ἄλλο . κριθὰς ὀπτήσας μεθ
6346479 ὀξος
] τῆι Τροίαι . πρέπειν ] ἁρμόζειν , γίνεσθαι . ὄξος ] λείπει τὸ ὡς . ἄλειφα ] ἔλαιον .
θυίαν ἠφάνισαν ἐκ τοῦ μέσου , οἷον λέγω κύμινον , ὄξος , σίλφιον , τυρόν , κορίαννον , οἷς ὁ
6340317 κατεπινεν
Ῥέᾳ γενόμενος σύνοικος , ἅπερ ἔτικτεν αὐτῷ παιδία , λαμβάνων κατέπινεν . καὶ οὕτως ἐπὶ πολλῶν τούτου γινομένου , ἄτεκνος
κατὰ τὰ ἀριστερὰ πεσούσης , συχνότερον ἐῤῥύη : μελίκρητον χαλεπῶς κατέπινεν : ῥέγκος : πνεῦμα πυκνὸν , ὡς τῶν θνησκόντων
6333643 τρωγων
κλῆρον : ὥστε χρὴ σκάπτειν πέτρας ὀρείας , σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα , δούλιον χόρτον . οὐκ ἀτταγέας
μητρῴη . ” τότε δὴ τὸν ἄρνα συλλαβών τε καὶ τρώγων “ ἀλλ ' οὐκ ἄδειπνον ” εἶπε “ τὸν
6314672 χλωροις
ἄλλως : τὸ παλαιὸν ἐφυλλοβόλουν τοὺς νικηφόρους τοῖς τῆς γῆς χλωροῖς . αὐτίκα δ ' Ἀελίου : εὐθέως δὲ ὁ
αὐτὸν δεῖπνα παραιτεῖσθαι . ἔχαιρε δέ , φασί , σύκοις χλωροῖς καὶ ἡλιοκαΐαις . Διήκουσε δέ , καθάπερ προείρηται ,
6298132 μαζας
οὕτως ἅμα τῇ ὠμῇ λύσει μίξας , καὶ προσβαλὼν ἔλαιον μάζας ποιήσας ἐκ τούτων , πρόσφερε τὴν τροφὴν εἰς τὸ
. Αἰσώπειος φόρτος : * * Αἴσωπος γὰρ φρυκτὰς αἴρων μάζας εἰς ὁδὸν καὶ φόρτον ἐξογκώσας οὐκ εὐάγκαλον , ἀλλὰ
6290306 ὀϊος
ὑστέρης . Καὶ ἢν τεκούσῃ ἡ ὑστέρη ἐξανεμωθῇ , ἧπαρ ὄϊος ἢ αἰγὸς ἐς τέφρην κρύψαι , καὶ μετέπειτα ἑψεῖν
, καὶ νεοσσοῦ ἀλεκτορίδος κρέας ἢ πελειάδος ἢ τρυγόνος ἢ ὄϊος ἢ ὑὸς πίονος τρωγέτω . Τὸν δὲ ἐλλέβορον δι
6285881 ἑφθον
ἢ ὄρυζα ἢ ὠὰ ἁπαλὰ ἐμπαϲϲομένου ῥοὸϲ μαγειρικοῦ λειοτάτου ἀρνόγλωϲϲον ἑφθὸν ϲέριϲ φακὸϲ ἠρτυμένοϲ τούτοιϲ ἢ ὀξυλαπάθῳ . ἐφ '
ἐσῆλθε καὶ ὀσφῦς καὶ μινυρίγματα θερμὰ καὶ κεφάλαιον ὅλον διαπτυχὲς ἑφθὸν † ἁπερπευθηνος ἀλεκτοτρόφου † πνικτᾶς ἐρίφου παρέθηκε . εἶτα
6283186 κρομυον
ὁ φλοιὸϲ ϲὺν ὄξει , κρίνου ῥίζα μετὰ μέλιτοϲ , κρόμυον ϲὺν ὄξει καταχριόμενον ἐν ἡλίῳ , κροκοδείλου χερϲαίου κόπροϲ
ἔστι δὲ καὶ πολύλοπον ἡ ἐλάτη , καθάπερ καὶ τὸ κρόμυον : ἀεὶ γὰρ ἔχει τινὰ ὑποκάτω τοῦ φαινομένου ,
6269720 ἁλσι
αἷμα θρομβῶδες ἐκθλίβειν καὶ ἀποσπογγίζειν ἐρίῳ ἐστραμμένῳ , ἔπειτα συμμέτροις ἁλσὶ καθ ' ἕνα τοῖς λεπτοτάτοις περιπαττόμενον σπαργανούσθω , ὅπως
γῆρας . χρώμεθα δ ' ἐπ ' αὐτῶν καὶ τοῖς ἁλσὶ τῆς θηριακῆς καὶ τῇ καλαμίνθῃ : ἀγαθὸν γὰρ καὶ
6260815 καθαρτηριον
. Χολῆϲ καὶ φλέγματοϲ καὶ μελαγχολίαϲ καὶ τῶν λοιπῶν κοινὸν καθαρτήριον . Λαθυρίδων κολοκυνθίδοϲ ἐντεριώνηϲ χαμελαίαϲ φύλλων ξηρῶν ϲκαμμωνίαϲ ἐπιθύμου
οἴνῳ τε καὶ μέλιτι δεύσας , προστιθέναι . Ἐκ τόκου καθαρτήριον λοχείων : πυροὺς τριμηνιαίους ἐρείκειν ὅσον ἥμισυ χοίνικος ,
6254722 πινε
' οὖν ἀκούσας καὶ μαθὼν ἐμοῦ πάρα εὔφραινε σαυτὸν , πίνε , τὸν καθ ' ἡμέραν βίον λογίζου σὸν ,
Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . σὺ δ ' ἔσθιε , πίνε , ὄχευε , ὡς τά γε ἄλλα οὐδὲ τούτου
6221887 συκοις
τρυγῶσι , τῷ ἀπὸ τῶν βοτρύων γλεύκει καὶ τοῖς χλωροῖς σύκοις : μορύξαι γὰρ τὸ μολῦναι . Καταγνωσθῆναι δὲ αὐτοῦ
ἄνδρες . Κυθηρίων : Κυθήριοι δὲ ὄψῳ τυρῷ χρῶνται καὶ σύκοις . φέρει γὰρ ἡ νῆσος πολλὰ καὶ μέλι καὶ
6208092 ὀχθοιβους
ἄλλους δέ τινας κόσμους ὀνομάζουσιν οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι , λῆρον , ὀχθοίβους , ὄλεθρον , ἑλλέβορον , πομφόλυγας , βάραθρον ,
κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν
6187899 βολβιτον
Ἀττικοὶ οὕτω λέγουσι βόλιτον χωρὶς τοῦ β , ὅπερ ἡμεῖς βόλβιτόν φαμεν . ἔστι δὲ ἡ κόπρος τῶν βοῶν .
Ἀττικοὶ οὕτω λέγουσι βόλιτον χωρὶς τοῦ β , ὅπερ ἡμεῖς βόλβιτόν φαμεν . ἔστι δὲ ἡ κόπρος τῶν βοῶν .
6187423 τιλλειν
οἱ δὲ τὰ εἰρηνικὰ ἱλαροί . τίλλονθ ' ἑαυτὸν : τίλλειν ἑαυτὸν λέγεται τὸ τῶν ἑαυτοῦ τριχῶν ἐπιλαμβάνεσθαι καὶ σπαράττειν
ἐν ταῖς φάτναις . Σιλλοί . τιλλοί τινες εἰσί . τίλλειν δὲ τὸ κόπτειν , ὡς λέγει Ἀνακρέων . Σωρός
6185955 χορια
ἀμελχθέντος γάλακτος , ἐσθίουσι δὲ θέντες ὑπὸ τὸ πῦρ . χόρια ζεῖ : χόρια τὰ ἀγγεῖα τῶν ἐμβρύων ἢ αἱ
κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πῦον , χόρια , χελιδόνια , τέττιγας , ἐμβρύεια . ὑριχοὺς δ
6177570 τρυβλιον
μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν τοῦ χυμοῦ ἐς ἑσπέρην , φακῆς τρυβλίον ῥοφεέτω ψυχρῆς ἀνάλτου , σίλφιον δὲ ἐπιξύσθω πουλὺ ,
ἀνθηρὸν ἦν , γλαφυρὸν σφόδρα : φακῆς κατ ' ἄνδρα τρυβλίον μεστὸν μέγα . πρώτιστον οὐκ ἀνθηρόν . ἐπὶ ταύτῃ
6154678 Ληροις
Παρμενίσκωι . ἀπὸ τῶν ἐκείνου καὶ τὰ κυντερώτατα . Φερεκράτης Λήροις ) : ἔπειτα ἕτερα τούτων ποιοῦντα πολλὰ κυντερώτερα .
: τήγανον δέ , ὦ βέλτιστε , εἴρηκεν ἐν μὲν Λήροις Φερεκράτης οὕτως : ἀπὸ τηγάνου τ ' ἔφασκεν ἀφύας
6153071 σφακον
καὶ πρὸς τούτοισί γε θαλλόν , κύτισόν τ ' ἠδὲ σφάκον εὐώδη , καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον , κότινον ,
. Κᾆθ ' ὁ μὲν ἔτριβε κεδρίδας , ἄννηθον , σφάκον : ἐγὼ δὲ καταχέασα τοῦ στροφέως ὕδωρ ἐξῆλθον ὡς
6146753 μαξαι
πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , αἵνειν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , τὸ τελευταῖον παραθεῖναι . ὁ δὲ
πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , ἁνεῖν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , τὸ τελευταῖον παραθεῖναι . καὶ ἐκ
6141675 πτισανην
: ἐὰν δὲ δίεφθος ᾖ , τορυνᾶν κρεῖττον κατὰ τὴν πτισάνην καὶ ἀποχυλίζειν . τοῦτο καὶ τὴν κοιλίαν ἧσσον ἂν
τῷ φαρμάκῳ χρῆσθαι παραπλησίως ἁλσίν : ἔξεστι δὲ καὶ εἰς πτισάνην ἐμβαλεῖν ἢ εἰς ὄξος ἤ τι τοιοῦτον ἀντὶ πεπέρεως
6136528 σιλφιῳ
λείψανα συντιθείς , οἴνῳ διαίνων , ἔντερ ' ἁλὶ καὶ σιλφίῳ σφενδονῶν , ἀλλᾶντα τέμνω , παραφέρω χορδῆς τόμον ,
κύκλῳ , παράσχισον χρηστῶς , διαπτύξας θ ' ὅλον τῷ σιλφίῳ μάστιξον εὖ τε καὶ καλῶς , τυρῷ τε σάξον
6133968 ἑφθας
ἐπίχριε ἐλαίου πρωτείου καὶ ἀνακόπτων πρόστριβε μάλιστα ἀνδράσιν . Κηκίδας ἑφθὰς τρίψας κατάπλαττε τὰς τρίχας νύκτα καὶ ἡμέραν . ἐκ
διὰ λινοσπέρματος , τήλεως καὶ κριθίνου , περιπλέκοντας καὶ ἰσχάδας ἑφθὰς , καὶ ἀλ - θαίας ῥίζαν , καὶ τερεβινθίνην
6127910 ἑψειν
τῆς μολυβδαίνης τρίψας ὡς λειότατον , διαττήσας , ξυμμίξας , ἕψειν , καὶ κυκᾷν τὸ πρῶτον , ἑψεῖν δὲ ἕως
κεγχραμίϲιν ὁμοίαϲ : δεῖ οὖν θρύπτειν αὐτὴν εἰϲ ἁδρὰ καὶ ἕψειν ἐν ὄξει μὴ κινοῦντα , ἕωϲ μηκέτι πομφολυγίζῃ .
6123336 ὀπτησας
ἄρνας : τὸ τελευταῖον δ ' ὁ μάγειρος ὅλον τέρας ὀπτήσας μεγάλῳ βασιλεῖ θερμὴν παρέθηκε κάμηλον . Ἀριστοφάνης δὲ Ἀχαρνεῦσιν
εὗσέ τε μίστυλλέν τε καὶ ἀμφ ' ὀβελοῖσιν ἔπειρεν . ὀπτήσας δ ' ἄρα πάντα φέρων παρέθηκ ' Ὀδυσῆϊ θέρμ
6114009 ὀπισθοσφενδονην
, ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφι ' , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα
βαθύν , ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα ,
6111079 ὀψον
. καὶ χιόνα μὲν πίνειν παρασκευάζομεν , τὸ δ ' ὄψον ἂν μὴ θερμὸν ᾖ , διασύρομεν . καὶ τὸν
, ἐξ οὗ παιδίον αὐτῷ γεννᾷ , τρεῖς χαλκοῦς εἰς ὄψον δίδωσι καὶ τῷ ψυχρῷ λούεσθαι ἀναγκάζει τῇ τοῦ Ποσειδῶνος
6110847 προστιθει
καὶ μέλι ἐπιχέας καὶ ἀναζέσας , βάλανόν τε ποιήσας , προστίθει . Ἢ ὀπὸν σιλφίου μετὰ σύκων μαλάσσειν , καὶ
ἢ τῇ τῶν Μουσῶν φωνῇ τὴν αὑτοῦ φῆσαι προσεοικέναι ; προστίθει δὲ κἀκεῖνο , ὅτι αὐτῆς τῆς Μούσης δεηθεὶς κατ
6106872 τρυγαν
ἐπέχουσι τὸν τρυγητὸν ἕως ἂν ἡ αὔξησις προβαίνῃ . Δεῖ τρυγᾶν τῆς σελήνης οὔσης ἐν καρκίνῳ ἢ λέοντι ἢ ζυγῷ
μέντοι τις παρὰ τὸν καιρὸν καὶ τὴν ὥραν τοῦ ἔτους τρυγᾶν ἢ θερίζειν ὑπολάβῃ , ἐάν τε ἀγαθὸν ἐάν τε
6096361 Φερεκρατης
ὧν καὶ ὠνόμαστο . ἀποπροσωπίζεσθαι δὲ τὸ καθαίρειν τὸ πρόσωπον Φερεκράτης εἶπεν : οὐδ ' ἀποπροσωπίζεσθε κυάμοις . τοῦ δὲ
δ ' ἂν εἴη τῶν τὸν οἶνον πιπρασκόντων . καὶ Φερεκράτης μὲν εἴρηκε μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην ,
6085380 κισσυβιον
ὀνομάτων οὐ διαφυλάττει . εἰκάσειε δ ' ἄν τις τὸ κισσύβιον τὸ πρῶτον ὑπὸ ποιμένων ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου .
κίρκος ἱέραξ : “ κίρκος Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος . ” κισσύβιον ἐκ κισσίνου ξύλου ποτήριον . κιχείω καταλάβω , καὶ
6084425 ἀναδηματα
κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν βαθύν , ψιμύθιον ,
οἱ κριταί , καὶ τῷ νικήσαντι μὴ ταινίας ἀλλὰ φιλήματα ἀναδήματα παρὰ τῶν κριτῶν γενέσθαι . ἐπεὶ δὲ ἐξέπεσον αἱ
6081863 ποτηριοις
καὶ ὃ μέν , ὡς πρόκειται , παραιτεῖται πίνειν μεγάλοις ποτηρίοις , ὃ δὲ τὸν Σωκράτην παράγει τῷ ψυκτῆρι πίνοντα
ἄξιον δ ' ἐστὶ ζητῆσαι εἰ οἱ ἀρχαῖοι μεγάλοις ἔπινον ποτηρίοις . Δικαίαρχος μὲν γὰρ ὁ Μεσσήνιος , ὁ Ἀριστοτέλους
6067260 κρεας
. . ἐμοὶ μελήσει τὸ εἰσενέγκαι , φησὶ , τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον ,
εἰσὶ βαρύτονα ἀλλ ' ὀξύτονα : πρόσκειται ἀρσενικά διὰ τὸ κρέας : τοῦτο γὰρ βαρύτονον ὂν συνεσταλμένον ἔχει τὸ α
6065848 φυρων
ἐνομήρεα ] σύν , ὁμοῦ συνομήρεα ] ἐνομήρεα , σύν φύρων ] μιγνύων ῥοδέοις δὲ τοῖς ῥόδοις , ἢ ῥοδίνου
ἀνθρωπίνων μήτε | τῶν θείων αἰδώς τις εἰσέρχεται , πάντα φύρων καὶ συγχέων διά τε τὰς ἀμετρίας τῶν παθῶν καὶ
6061563 ὑπογραμματα
στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ '
, ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ '
6054247 ῥακεσι
πολλὰς αἰτίας τοιοῦτοι γίνονται : ἢ γὰρ ἥλοις κατιωμένοις ἢ ῥάκεσι σεσηπόσιν ἢ ἑρπετῶν φωλεοῖς παραφύονται ἢ δένδρεσιν ἰδίως βλαπτικοῖς
μεταβληθείσης σαρκὸς εἰς εἶδος ἕτερον . ἔνιοι δὲ καὶ τραχέσι ῥάκεσι τρίψαντες , εἰ μὲν ἐρυθραινόμενον τὸν τόπον ἴδωσι ,
6050206 καλαμῳ
' ἐκείνων μὲν τοῖς πλείστοις πάμπολυ λεπτομερὲς ὑπάρχει , τῷ καλάμῳ δ ' οὐ πολύ . Καλάμου φραγμίτου ἡ ῥίζα
ἐνεργεστέραν τὴν Χρυσίππου ἢ τὴν Ἀντιπάτρου , οἳ δὴ ἐν καλάμῳ καὶ μέλανι τὸν ἅπαντα χρόνον τὴν ἀνδρείαν ἐπεδείξαντο καὶ
6047904 τριπτον
συνκατάμισγε : ὅταν δὲ ψυγῇ , εὑρήσεις αὐτὸν θραυστὸν καὶ τριπτόν . Τοῦτον λειώσας , ἐπίβαλε αὐτῷ χαλκίτεως # #
φαρμάκου # γʹ κατὰ μικρὸν , ἕως ἂν γένηται ὑπόλευκον τριπτόν . Καὶ λαβὼν ἀπὸ τῆς χώνης , μίξον αὐτῷ
6046199 σικυον
τέκνον γενέσθαι . Ἔχει δὲ οὕτως , ὥσπερ εἴ τις σίκυον ἤδη ἀπηνθηκότα , ἐόντα δὲ νεογνὸν καὶ προσεόντα τῷ
αὐτῶν ἢ τὰ ἐνδύματα αὐτῶν ζητῶν , εἴ που εὕροι σίκυον ἤ τι τῶν ἑξῆς . σίκυον ] ἀπὸ εὐθείας
6038772 πτερῳ
μικρός , σπιθαμιαῖος καὶ μείζων , ἔχων τὰ φύλλα ὅμοια πτερῷ νεοττοῦ : εἰσὶ δὲ καὶ ἐκφύσεις τῶν φύλλων σφοδρῶς
παρακειμένου , ἀνασκιρτῆσαι χορείᾳ τὸν Ἔρωτα , καὶ συσσεῖσαι τῷ πτερῷ τοῦ κρατῆρος τὴν βάσιν , καὶ περιτρέψαι μὲν αὐτόν
6026599 περικαθαρας
τῆς τοιαύτης φύσεως ὑποκειμένης . Οὕτως οὖν οὗτος ὁ σηλαγγεὺς περικαθάρας τὰ ψήγματα τοῦ χρυσοῦ παραδίδωσι τοῖς ἑψηταῖς . Οἱ
βεβρωμένους ὀδόντας κηκῖδα λείαν λυκίῳ ἢ τερμινθίνῃ ἀναλαβὼν περίπλαττε , περικαθάρας πρότερον πεπέρει : ἢ κάχρυ ὀπίῳ ἀναλαβὼν ἐντίθει εἰς
6023812 μελι
γ μέλιτοϲ λιτρʹ γ : τῷ ἀφεψήματι τριτωθέντι ἐπιβαλὼν τὸ μέλι , ἕψε μέχρι καλῆϲ ϲυϲτάϲεωϲ , εἶτα ἐπίπαϲϲε τὰ
, μηδὲ βαθεῖα περὶ τοῖς σώμασιν ἡ διάθεσις ᾖ : μέλι δ ' οὐ μίγνυμεν : παραμονώτερον γὰρ ὑγραίνει καὶ
6023067 αἰγειον
ἐπιληπτικοὺϲ ὑποθυμιώμενα καὶ καταπίπτειν αὐτοὺϲ παραϲκευάζει ἄϲφαλτοϲ γαγάτηϲ λίθοϲ κέραϲ αἴγειον καὶ ἡ ὀϲμὴ τοῦ αἰγείου ἥπατοϲ ὀπτωμένου καὶ αὐτὸ
[ Λάκωνες δὲ ξυήλην λέγουσι μόνον . ἐπὶ δ ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ οἱ μὲν οὖν Ἀττικοὶ ]
6021431 λεκιθον
χλωρὰ ἐν γλυκεῖ βρέξας ὕδατι λέαινε , μίξας ὠοῦ λευκοῦ λέκιθον καὶ κρόκου τὸ ἀρκοῦν κατάπλασσε : ἢ κρίθινα ἄλευρα
, καταπλάσσειν μελιλώτῳ ἐν γλυκεῖ ἑφθῷ , μιγνύντα καὶ ὠοῦ λέκιθον ὀπτὴν καὶ ἄρτον ἐν οἴνῳ βεβρεγμένον , βραχὺ δέ
6016040 ὑοσκυαμον
δηλοῖ , οὔτε λογισμῷ τινι τὸ συμφέρον εὕρηται ἐπὶ τῶν ὑοσκύαμον εἰληφότων , ἤ τι τοιοῦτον δηλητήριον προσενεγκαμένων , κα
τελμάτων , σταφυλῖνον ἑφθόν , οἱ δὲ φύλλα Περσικῶν , ὑοσκύαμον , μήκωνα , βολβούς , σίδια , ψύλλιον ,
6014852 ἡδυνειν
εὐοσμότερα καθάπερ τὴν σμύρναν . Δοκεῖ δὲ καὶ τὸ μύρον ἡδύνειν τοὺς οἴνους , διὸ καὶ οἱ μὲν ἐν τῇ
μὴ ἁπαλὴ ᾖ λίην , ξυνεψεῖν χρὴ κράμβην , καὶ ἡδύνειν , καὶ προσηνὲς εἶναι , καὶ ἢν ἐν γαστρὶ
6011825 προσισχων
σπάθῃ κολούων φασγάνου μελανδέτου . ἢ κύαθον ἢ χαλκήλατον ἡθμὸν προσίσχων τοῖσδε τοῖς ὑπωπίοις πιστὸν μὲν οὖν εἶναι χρὴ τὸν
δάκνον : ὡς οἰσυπωδέστατα εἴρια ἐπ ' ὀστράκου κατακαῦσαι δαιδίῳ προσίσχων ἕως ἂν πάντα κατακαύσῃς : τοῦτο λεῖον τρίβων ,
6008705 ἰρινον
αὐτὸ γίνεται . μετὰ δὲ τὴν ἐκμύζησιν καὶ ἔλαιον θερμὸν ἴρινον ἢ ἀμυγδάλινον ἔνσταζε . Λιθαριδίου ἢ κυάμου ἢ ἄλλου
ἔλαιον ἐπὶ τῶν ἀπὸ ψυχροῦ συνισταμένων παρωτίδων καὶ σκληροτέρων ἢ ἴρινον ἢ σικυόνιον , ὥσπερ πάλιν ἐπὶ τῶν θερμοτέρων τὸ
6002439 σιραιῳ
λοπάδα νεανικήν τὸ τρῖμμ ' ἐπιπολῆς εὐρύθμως διειμένον ὄξει , σιραίῳ χρωματίσας καὶ σιλφίῳ πυκνῷ πατάξας . Σηπίας τόσας δραχμῆς
σφοδρῶν τι φαρμάκων , οἷόν ἐστι τὸ Ἄνδρωνος , ἀνιέντες σιραίῳ ἄχρι γλοιώδους συστάσεως . παυσαμένης δὲ τῆς φλογώσεως ,
6001401 λιτρον
. εἰ δ ' ἐπιμένει , κατακλίνας τὸν πάσχοντα καὶ λίτρον ὠμὸν λεῖον ἐμπλάσας εἰς τὸ οὖς , ὄξος δριμὺ
καθαρῷ , δίδου προστίθεσθαι . Ἄλλο : κυκλάμινον ἡμίξηρον , λίτρον , κανθαρίδας , στέαρ , σανδαράκην . Περὶ παρθένου
5998703 ὀριγανον
ἑρπύλλου ἀπόζεμα , τριφύλλου σπέρμα ἢ φύλλων ⋖ α , ὀρίγανον Συριακόν , ἠρυγγίου ῥίζα ⋖ α μετὰ σταφυλίνου σπέρματος
: τουτέστι γλήχωνα μετὰ ὕδατος γληχώ ] βλησκούνιον γληχώ ] ὀρίγανον ποταμίησι ] ποτίμοις ἐμπλήδην δὲ ἀντὶ τοῦ πληρώσας ἐμπλήδην
5995873 τομον
' οὓς Ἀμμεμένης ἔτη ιϚʹ . Μέχρι τοῦδε τὸν πρῶτον τόμον καταγήοχεν ὁ Μανεθῶ . Ὁμοῦ βασιλεῖς ρϘβʹ , ἔτη
Ἀμφιδρομίων ὄντων , ἐν οἷς νομίζεται ὀπτᾶν τε τυροῦ Χερρονησίτου τόμον ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαισμένην πνίγειν τε παχέων
5993814 ἀνηθον
ἀγγεῖον οἶδα . Ἄλεξις δὲ ἡδυσμάτων ποιούμενος κατάλογον λέγει : ἄνηθον , μάραθον , ἀσταφίδα κεκομμένην , νᾶπυ , σέσελι
ἰδιωτέρως : γυμνοσπέρματα δὲ τῶν τε λαχάνων πολλά , καθάπερ ἄνηθον κορίαννον ἄννησον κύμινον μάραθον καὶ ἕτερα πλείω . τῶν
5991589 μυρμηξ
. καὶ ἐν τοῖς Καλλιμάχου γὰρ ἀναγέγραπται κέβλη . εἶτα μύρμηξ Ἑρμίππου τετραμέτροις . καὶ Θεμιστοκλέους τὸν πρωνός τις ὢν
. ἴδρις ⌊ σωρὸν ἀμᾶται ⌋ : νῦν ὁ ἔμπειρος μύρμηξ : σωρὸς δὲ ὁ θησαυρός . * μηνὸς δ
5990841 πλυνον
πλυνούς . ἀφ ' οὗ καὶ τὸ λοιδορεῖν πλύνειν καὶ πλυνόν με ποιεῖς ἡ κωμῳδία φησίν , ἤγουν ἐξονειδίζεις καὶ
. Ταλάντατ ' ἀνδρῶν , οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς , πλυνόν με ποιῶν ἐν τοσούτοις ἀνδράσιν . Ὄναιο μέντἄν ,
5984179 πριω
” πρίῃ “ ἤγουν μὴ σχίζε , κανονίζεται οὕτως : πρίω καὶ τὸ παθητικὸν πρίομαι πρίῃ . εἰ δέ ἐστι
. ⌈ πρίω / [ πρίῃ ] ] ἀγόραζε . πρίω ] πρίῃ πρίῃ ] πρίω . παῖ ] δοῦλε
5983729 Δημιοπρατοις
σικιέσσιν , ὑποθέτοισιν . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς Δημιοπράτοις εὑρίσκομεν λουτήριον καὶ ὑπόστατον . κείσθωσαν δ ' ἐν
ὡς ἐν Ἀριστοφάνους Δράμασιν ἢ Κενταύρῳ : ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις κλιμάκιον , ἐν δὲ Ἀμειψίου Κόννῳ κλιμακίδα . ἦ
5982066 προμαλον
βρῶμά τι πολτῶδές φασιν εἶναι . | πρόμαλον φώξας : πρόμαλόν ἐστιν εἶδος φυτοῦ , οὗ μέμνηται καὶ Εὔπολις ἐν
βρῶμά τι πολτῶδές φασιν εἶναι . | πρόμαλον φώξας : πρόμαλόν ἐστιν εἶδος φυτοῦ , οὗ μέμνηται καὶ Εὔπολις ἐν
5977536 Μενδαιον
μόνον Πρωταγόραν ἐθεράπευε καὶ περιεῖπεν , ἀλλὰ καὶ Ἀντίμοιρον τὸν Μενδαῖον καὶ τοὺς ἄλλους μαθητὰς Πρωταγόρου , καὶ ἐκκενώσας τὸ
. . . πέπωκ ' ἐγώ , μὰ Δία τὸν Μενδαῖον . ὅτι τὸ ἀναπίπτειν κυρίως ἐπὶ ψυχῆς ἐστιν ,
5975718 ῥοφησαι
Κεδρίας κοχλιάρια δύο , ἐλαίου ὠμοτριβοῦς κύαθον ἴσα μίξας δὸς ῥοφῆσαι . τοῦτο πάντα πόνον παντελῶς ἀποθεραπεύει . ἔστι δὲ
τέσσαρσιν : ὁκόταν δὲ ζέσῃ , δοῦναι δὶς ἢ τρὶς ῥοφῆσαι . Λοχεῖα καθῆραι : τῆς ἀκτῆς τὰ φύλλα ἑψήσας
5975021 τρωγειν
: ἢ γὰρ θαλαττοκρατεῖν ἡμᾶς φησι Πάτροκλος ἢ τῶν σύκων τρώγειν . . : ἐν δὲ τῆι τρίτηι ὁ αὐτὸς
θέλει γὰρ ὑπὸ χεῖρα κλάνειν τοὺς ἄρτους καὶ πλέον πάντων τρώγειν . ἐπιθῶμεν αὐτῷ τὸν γούργαθον . “ καὶ πάντες
5971047 καυσον
ἐπὶ δὲ τὰ σπλάγχνα [ ] οἰσθεῖσα ? [ ] καῦσον ἀπεργάζεται : τοιαῦτα [ δὲ πολλὰ ] καὶ διάφορα
γ , στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ δ . τὴν ἡμίσειαν κηκῖδα καῦσον καὶ σβέσον οἴνῳ . Χάρτου κεκαυμένου # Ϛ ,
5963448 γλαυκου
ἰχθύσι μὲν ῥίνης ἢ φάγρου ἢ γαλεοῦ τοῦ μεγάλου τοῦ γλαυκοῦ , ἢ τῶν ἀλλῶν τῶν τοιούτων , πᾶσιν ἐν
οὔλην ἕρπυλλον , λευκὸν κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον / πορφυρέην γλαυκοῦ τε χελιδονίοιο πέτηλα / καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν
5962273 ξηρανας
λείωσον ἄχρις ἂν καταποθῇ ἡ ὑδράργυρος εἰς ὄξος : καὶ ξηράνας ἀνένεγκαι αἰθάλας ἄχρις ἂν λευκανθῇ : καὶ ἐπίβαλε ἐκ
γάρ ἐστιν ἢν ὁ ἥλιος ἀνασπάσας τὴν ἰκμάδα καὶ τάχιστα ξηράνας τὴν χώραν ὑπερζέσῃ , ἀκμαιοτέραν τὴν ἀκτῖνα προσβαλὼν ἅτε
5961061 ἑψων
βραχέωϲ ἀναγραφεῖϲιν ἐπὶ τῶν διὰ πάχοϲ χυμοῦ ὀδυνωμένων , ἕκαϲτον ἑψῶν ϲὺν ὄξει καὶ μέλιτι προϲπλέκων . ποιεῖ δὲ πρὸϲ
διδόναι πίνειν νήστει τοῦ ἀσφοδέλου τὰς ῥίζας , ἀποκαθαίρων , ἑψῶν ἐν οἴνῳ ὅσον πέντε ῥίζας , καὶ σέλινα συμμίξας
5958145 κνη
ἤγουν ἔκνεεν ἔκοπτεν ] εἰς τὸ η συναιρεθὲν οἷον ” κνῆ τυρόν ” ἐν Ἰλιάδι οὐκέτι σὺν τῷ ν ἐξηνέχθη
. . , : μνεία δὲ τοῦ καθ ' Ὅμηρον κνῆ κείσεταί που καὶ ἐν τοῖς εἰς τὴν Ὀδύσσειαν ,
5953231 σχαδονας
. αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πύον , χόρια , χελιδόνια ,
. αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν , χόρια , χελιδόνια ,
5951184 ἐλλυχνιον
χαλκῷ ϲκεύει καὶ ὅταν μελιτώδη ϲύϲταϲιν λάβῃ ἀνελόμενοϲ χρῶ , ἐλλύχνιον βάπτων καὶ ἐντιθεὶϲ ταῖϲ ῥιϲὶν ἐϲωτάτω . Ξηρίον πρὸϲ
βραχὺ τῆς στυπτηρίας μιγνύειν . ἐπιτήδειον δὲ καὶ τὸ ἁπαλώτατον ἐλλύχνιον ὑγρότητι τοιαύτῃ δευόμενον καὶ ἐπιτιθέμενον . κάλλιον δὲ καὶ
5948845 ἀλειφα
θοῶς εὐώδεϊ οἴνῳ . Ὀστέα δ ' ἀλλέξαντες ἄδην ἐπέχευαν ἄλειφα ἡδὺ καὶ ἐς κοίλην χηλὸν θέσαν : ἀμφὶ δ
μήτρην : κύμινον αἰθιοπικὸν τρίψας καὶ μελάνθιον καὶ ῥητίνην καὶ ἄλειφα καὶ μέλι καὶ οἶνον γλυκύν : ταῦτα μίξας καὶ
5948808 χοιριδιον
χοιροκτόνος , ἢ ἐπεὶ οἱ μυούμενοι χοῖρον ἔθυον . ἐς χοιρίδιον : ὅτι ἡ Δημήτηρ χοιροκτόνος ἦν , ἢ ὅτι
' Ἑρμῆ , μηδαμῶς , μηδαμῶς , εἴ τι κεχαρισμένον χοιρίδιον οἶσθα παρ ' ἐμοῦ γε κατεδηδοκώς , τοῦτο μὴ
5946106 πλακουντας
οἷον σεμίδαλιν καὶ ἴτριον καὶ τὸν καλούμενον πόλτον καὶ τοὺς πλακοῦντας καὶ τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ ὀστρακόδερμα πλὴν ἐχίνου καὶ
ἐγίνοντο , καὶ δημιουργοὶ ἔπλαττον . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : πέμψω πλακοῦντας ἑσπέρας χαρισίους . χαυλιόδων : κεχαλασμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας
5941527 καρυ
Ἐπίχαρμος δὲ κατ ' ἐξοχὴν ὡς ἡμεῖς : καπυρὰ τρώγων κάρυ ' , ἀμυγδάλας . Φιλύλλιος : ᾠά , κάρυ
Θετταλὸν λέγεις κομιδῇ τὸν ἄνδρα . Νήττας , σχαδόνας , κάρυ ' ἐντραγεῖν , ᾤ ' , ἐγκρίδας , ῥαφανῖδας
5940676 φακην
ταλαντεύεται : ἀντὶ τοῦ φόβος ἡμᾶς ἔχει διηνεκής . Ὅταν φακῆν ἕψητε , μὴ ἐπιχεῖν μύρον : Στράττις ἔφησε σκώπτων
ζωμὸς μέλας ἐγένετο πρώτῳ Λαμπρίᾳ . ἀλλᾶντας Ἀφθόνητος , Εὔθυνος φακῆν , ἀπὸ συμβολῶν συνάγουσιν ἀρίστων πόρους * * *
5937384 ὑσσωπον
φλεγματῶδες ἀνακογχυλιζόμενον νάπυ μετ ' ὀξυμέλιτος ἢ σίραιον ὀρίγανον ἢ ὕσσωπον ἀφηψημένον ἔχον : ἐγὼ δὲ μίγνυμι τοῦτο τῷ μετ
δυνάμεις , εἶθ ' οὕτω καὶ τῶν συνθέτων μνημονεύσομεν . ὕσσωπον τοίνυν μετὰ μέλιτος καλῶς ποιεῖ , ὁμοίως δὲ καὶ
5932834 τετριμμενον
τιθυμάλλου ὀπῷ τοῦ μεγάλου δεύσας , καταπάσσων ἄνθος χαλκοῦ ὀπτὸν τετριμμένον , στροβίλην ποιήσας ἴσην τῇ σύριγγι τὸ μῆκος ,
ἄνω καθαίρει : ἡ πόσις , ἡμιόλιον δραχμῆς ἐν ὀξυμέλιτι τετριμμένον : ξυμμίσγεται δὲ καὶ τοῖ - σιν ἐλλεβόροισι ,
5930365 Γανυμηδει
ἔστενε καὶ ὑπεδάκρυε , καὶ εἴ ποτε πιοῦσα παραδοίην τῷ Γανυμήδει τὸ ἔκπωμα , ὁ δὲ ᾔτει ἐν αὐτῷ ἐκείνῳ
. Γανυμήδεα : εὔχεται , φησίν , ὁ κριτὴς τῷ Γανυμήδει , ἵν ' ἐπιτήδειον ἔχῃ τὸ στόμα πρὸς τὸ
5922717 λιπαινων
τὰ ἐκ τοῦ Ἀναξίλα Λυροποιοῦ : ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων ,
ἐγχρίων ἐπιτίθει δὶς θεραπεύων τῆς ἡμέρας καὶ ἐπιδέων , μὴ λιπαίνων μηδὲ βρέχων τοὺς τόπους : ἐὰν δ ' ὑγρὸν
5922142 ταριχος
δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη πευκίνοισι κύμασιν , καρκίνοι ποδήνεμοί
τοὺς ἀκροατάς : ἀγανακτοῦντος δέ τὴν Ἀναξιμένους ἔφη διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . . . : Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον
5921938 ἐγκαρπον
πρὸς τὸν τῶν καλῶν ζῆλον , ἅμα δὲ τὴν ἱστορίαν ἔγκαρπον καὶ πᾶσι χρησίμην ἐφ ' ὅσον ἡμῖν δυνατὸν κατασκευάζομεν
καὶ λυμαίνεται καὶ σπαράττει . Καλὸν σῶμα ὁρᾷς ἀνθοῦν καὶ ἔγκαρπον : μὴ χράνῃς , μὴ μιάνῃς , μὴ προσάψῃ
5919396 φακον
ψύχοντα καὶ ξηραίνοντα : μήτε οὖν θριδακίνην προσαγέτω τις μήτε φακὸν τὸν ἐπὶ τῶν τελμάτων μήτε ἀνδράχνην ἢ ἀείζῳον ἤ
ῥήματι τὸ πέρας ἔχει . Ὁ πέπερι ἔχων καὶ εἰς φακὸν βάλλει . Ἑρμηνεία . Ἀφθονίαν χρημάτων ἄνθρωπος λαχὼν Ἀλλοκότοις
5910973 ἀρτεμισιαν
μετὰ δὲ τὰ μαλακὰ εἴδη καὶ τὰ ἰσχυρότερα προσάγειν , ἀρτεμισίαν , κόνυζαν , καλαμίνθην , γλήχωνα , ἀμάρακον ,
χρῖσον καὶ θέρμανον καὶ δὸς ῥοφῆσαι νήστει . ἄλλο . ἀρτεμισίαν ἑψήσας μετὰ μελικράτου δὸς πιεῖν . ἄλλο . ὁ
5909706 ταγηνιας
μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . γενναῖος ἴσθ ' , ὦ οὗτος , ὀλίγον
μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . Πάμφιλος δὲ τὸν ΑΤΤΑΝΙΤΗΝ καλούμενον ἐπίχυτόν φησι καλεῖσθαι
5907411 μυρῳ
μέλανι αὐστηρῷ , ὑποθυμιῇν . Χαλβάνην , μάννην , ῥητίνην μύρῳ δεύσας , ὑποθυμιῇν . Αἰγὸς κέρας καὶ κηκίδα καὶ
ὀφθαλμοὺς καὶ ὕδατι προσαντλοῦντας τὸ πρόσωπον καὶ χρίοντας τὴν κεφαλὴν μύρῳ τινὶ θερμαίνοντι , ὑπαλείφειν δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀραιοῦντι δριμυτέρῳ
5904583 κατακειμενον
θύραν τοῦ δωματίου οἱ μὲν πρῶτοι εἰσιόντες ἔτι εἴδομεν αὐτὸν κατακείμενον παρὰ τῇ γυναικί , οἱ δ ' ὕστερον ἐν
λίθον , ἔπειτα κελεύειν οὐρεῖν ὕπτιον ὄντα καὶ ἔτι ἀνάῤῥοπον κατακείμενον . Εἰ δὲ μηδὲ οὕτως οὐρεῖν δυνηθείη , διὰ
5902249 κυμινον
οἰκίαν , ἢ χαλβάνην θυμιῶν , ἢ θεῖον , ἢ κύμινον . εἰ δὲ καννάβεως ὑγρᾶς κλῶνα ἀνθοῦντα παραθήσεις καθεύδειν
δὲ δηγμοῦ ἐνοχλοῦντος , πηγάνινον ἔστω τὸ ἔλαιον , καὶ κύμινον λεῖον ἐμπασσέσθω τοῖς πιλήμασι , καὶ μάλισθ ' ὅτε
5899066 σερφους
τοῦ σέρφου καὶ ἐν Ὄρνισιν : εὕδει καταφαγὼν μύρτα καὶ σέρφους ἐξηγοῦνται καρπὸν τὸν σέρφον : ἔστι δὲ θηρίδιόν τι
Ἀλλ ' ἀρτίως νὴ τὸν Δία εὕδει καταφαγὼν μύρτα καὶ σέρφους τινάς . Ὅμως ἐπέγειρον αὐτόν . Οἶδα μὲν σαφῶς
5894790 εὐτριχι
ἀνθεμόεσσαν ἐρείκην . δήποτε δ ' ἢ ῥοδέοιο νέον θύος εὔτριχι λήνει , ἠὲ καὶ ἰρινόεν , τοτὲ δ '
μετὰ τοῦ ἐρίου τὸ ῥόδινον ἔλαιον ἐπιβάλλων θύος ] μύρον εὔτριχι γὰρ λίνῳ , τῷ ἁπαλῷ καὶ εὐτρίχῳ ἐρίῳ ὀχλίζων
5894576 ζεσας
, κρεῖσσον ὠφελήσεις . Τοῦ δὲ φοινικοπτέρου τὸν ἐχῖνον ἐὰν ζέσας δώσῃς λάθρα , κρεῖσσον ποιήσεις . Ἡδονὶς δὲ ἡ
μείξας ἔκμασσε . β . ὠιὸν ὅμοιον μήλωι γενέσθαι : ζέσας τὸ ὠιὸν χρῖε κρόκωι μείξας μετ ' οἴνου .
5891183 τριψαντα
εἴκοσιν . ἀφελεῖν δὲ τὰ περικάρπια καὶ διδόναι τὰ ἐντὸς τρίψαντα μετὰ μέλιτος καὶ ἀλφίτου ἢ ἐν μελικράτῳ πιεῖν :
καθαρτήριον : κνίδης καρπὸν καὶ μαλάχης χυλὸν ἐν στέατι χηνὸς τρίψαντα προσθεῖναι . Ἢν μὴ καθαρθῇ , τῆς πάλης τοῦ
5890213 δερειν
προτέρου ἐστὶν τὸ γυμνάζω σέβούλομαι γυμνάζειν ἐμαυτόν , δέρω σέβούλομαι δέρειν ἐμαυτόν : τοῦ δὲ δευτέρου ἐστὶ πλουτῶ ἀδιαβίβαστον ,
' ὅλην τὴν νύκτα . καττύομαι τοὺς καρκίνους . κύνα δέρειν δεδαρμένην . κάδους ἀνασπῶν ἀβυρτάκην τρίψαντα καὶ Λυδίαν καρύκην

Back