| ἀνθρώπου σῶμα τὰς ἐπιτετειχισμένας αὐτῷ νόσους ὀδυρόμενον , καὶ τὸ ἀκροσφαλὲς τῆς σωτηρίας , καὶ τὸ ἄδηλον τοῦ βίου . | ||
| ' ] πολλά ἐπιτλάς ] ὑπομένων ἤμασιν ] ἡμέραις καὶ ἀκροσφαλὲς τὸ ἄκρως σφαλερόν ἰήλαι ] γράφεται ἐρείσαι ἰήλαι ] |
| ἡμέραις καὶ ἀκροσφαλὲς τὸ ἄκρως σφαλερόν ἰήλαι ] γράφεται ἐρείσαι ἰήλαι ] ἐπικάμψαι πτοιητόν ] περίφοβον ἑτεροπλανές ] διεστραμμένον ἑτεροπλανές | ||
| δέ κε μυρί ' ἐπιτλάς ἤμασιν ἐν πολέεσσιν ἀκροσφαλὲς ἴχνος ἰήλαι ἀσφαλέως πτοιητὸν ἔχων ἑτεροπλανὲς ὄθμα . τῷ μὲν Γερραῖοι |
| ἔχει ὁ Καύκασις , τὰ πολλὰ πάντα ἀπ ' ὕλης ἀγρίης ζώοντα . Ἐν τοῖσι καὶ δένδρεα φύλλα τοιῆσδε ἰδέης | ||
| , ἐπιπλάστῳ χρῆσθαι . Ἐπὶ νεῦρα δὲ διατμηθέντα ἐπιδεῖν μυῤῥίνης ἀγρίης ῥίζας κόψας καὶ διαττήσας , φυρήσας ἐλαίῳ . Καὶ |
| ἢ τῷ ἐπομφάλῳ ἢ τῷ ὑπογαϲτρίῳ καὶ ὀϲφύι . Ἄλλο ἐπομφάλιον . Μεϲπίλων χωρὶϲ γιγάρτων Γρʹ ιη ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ ιβ | ||
| δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ δὲ ὑπὲρ αὐτὸν ἐπομφάλιον . καὶ μεσόμφαλοι καλοῦνται πλακούντων τι εἶδος . καὶ |
| δαιταλεὺς πανήμερος ] δαιτυμὼν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας . . κελαινόβρωτον ] τὸ μελαινόμενον ὑπὸ τῆς βρώσεως . διὰ τὸ | ||
| ] Τὸ δέρμα . : ἄκλητος ] Ἄκλειστος . : κελαινόβρωτον ] Τὸ μελαινόμενον ἐκ τῆς βρώσεως . : κελαινόβρωτον |
| λίμνῃ νήξασθαι , καὶ ἐνταῦθά τοι καὶ τροφὴν ἴσχει , τεθηλός τε ἀεὶ θρύον καὶ κύπειρον δειπνεῖ . οὐκοῦν καὶ | ||
| καὶ εὐθαλὲς ἐρεῖς καὶ εὐανθές , εὐβλαστές , εὐερνές , τεθηλός , ἀειθαλές : ἐπὶ δὲ τῶν ἐναντίων ἀνανθές , |
| χώρα σίτου καὶ ὀρύζης καὶ ἐλαίου σησαμίνου καὶ βουτύρου καὶ καρπάσου καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς Ἰνδικῶν ὀθονίων τῶν χυδαίων : | ||
| . [ Περὶ ὀποῦ καρπάσου . ] Καὶ ὁ τῆς καρπάσου ὀπὸς ποθεὶς κάρον ἐπιφέρει καὶ πνιγμὸν ὀξύν : βοηθοῦνται |
| οὐκ ἐκτανύουϲιν τὴν ἰγνύαν οὔτε τὸ γόνυ , οὔτε δὲ ἐπικάμψαι δύνανται , πρὶν ἢ τὸν βουβῶνα ἐπικάμψωϲιν : καὶ | ||
| καὶ τοὺς σὺν Νεάρχῳ ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς πλέοντας , πρὶν ἐπικάμψαι ἐς τὸν κόλπον τὸν Περσικόν , οὐ πόρρω ἀνατείνουσαν |
| περιαιρέσεις τὸν αὐτὸν τρόπον θεραπεύσομεν καὶ τὰς μεγάλας διαιρέσεις . Μέλι μετ ' ἴσης τερεβινθίνης καὶ ῥοδίνου , ὀρόβινον μετὰ | ||
| λευκός , ὀμφάκιον , πράσιον , φύλλα κισσοῦ ἁπαλά . Μέλι , ὕσσωπον , ἔλαιον παλαιόν , ἀναγαλλίς , δάφνινον |
| τις ὑλοτόμος ἐργάτηςἀπὸ κοινοῦ τὸ ῥήσσει καὶ κόπτειπεύκης πρέμνον ἢ στύπος δρυὸς καὶ ἐπιπλήσει καὶ πληρώσει τὸν θυμὸν αὐτῆς γέμοντα | ||
| ' Ἀδρήστειαν εἶχον . ἔσκε δέ τι στιβαρὸν στύπος : στύπος τὸ πρέμνον καὶ στέλεχος , ἐξ οὗ καὶ Ἀρχίλοχος |
| , εἰς ὃ πᾶν συρρεῖ τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δυσαλθές . κἂν μή τις θᾶττον ὡς χρέος ἀποδιδῷ τὸ | ||
| : πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων οὔτε δυσαλθές : οὔτε δυσίατον οἴδημα ἐπιφλεγμαίνεται . γ * οἶδος |
| ὀνομάτων οὐ διαφυλάττει . εἰκάσειε δ ' ἄν τις τὸ κισσύβιον τὸ πρῶτον ὑπὸ ποιμένων ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου . | ||
| κίρκος ἱέραξ : “ κίρκος Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος . ” κισσύβιον ἐκ κισσίνου ξύλου ποτήριον . κιχείω καταλάβω , καὶ |
| φησι , τὸν κλιβανίτην ἄρτον ἰσχνῶς πεπλασμένον καὶ ἐν ἡλίῳ ἐξηραμμένον , εὔπεπτον εἶναι : τὸν δὲ ἐν τοῖς ἰπνοῖς | ||
| περὶ τῷ στόματι πεπηγὼς ἀφρός , καὶ τὸ περιπεπηγὸς καὶ ἐξηραμμένον ὀπῶδες δάκρυον , οἷον λιβανωτός , κόμμι , καὶ |
| εἰ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ . τὸ γὰρ ἰνῶδες καὶ διαφύσεις ἔχον ἐρυθρὰς ἢ σαρκοειδεῖς ἄπεπτον . πήξεως | ||
| τοῦ ἡλίου θεωρῆται . ἐὰν μὲν γάρ τι φαίνηται διατρέχον ἰνῶδες καὶ ὕφαιμον , γόνιμόν ἐστι τὸ ἐνόν . ἐὰν |
| Ξυρόν , κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , | ||
| τῆς δὲ περιθετῆς κόμης τὸ μὲν ἔντριχον , τὸ δὲ προκόμιον , τὸ δὲ πηνήκην ἐκάλουν . πιππίζειν καὶ τιτίζειν |
| ἀκρεμόσιν : αἰεὶ δὲ πλείων καὶ βελτίων ἡ εἰς τὸ στέλεχος συρρέουσα τῆς εἰς τοὺς ἀκρεμόνας . Διαφέρουσι δὲ καὶ | ||
| μὲν κρανείᾳ : ὁ μὲν Ἴδας κρανείῳ δόρατι τὸ κοῖλον στέλεχος τῆς δρυὸς οὐτάσας τῶν διπτύχων ἤτοι τῶν Διοσκούρωνδίδυμοι * |
| , ἐς καλὸν στείχει , βρόχοισι δ ' ἀρκύων κεκλήισεται ξιφηφόροισι , τοὺς πέλας δοκῶν κτενεῖν ὁ παγκάκιστος . εἶμι | ||
| ἥ τε σύννομον τῆς κυφονώτου σῶμ ' ἔχουσα σηπίας , ξιφηφόροισι χερσὶν ἐξωπλισμένη τευθίς , μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς |
| οὐκ ἂν κατέσχε δῆμον , οὐδ ' ἐπαύσατο πρὶν ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα : ἐγὼ δὲ τούτων ὥσπερ ἐν μεταιχμίωι | ||
| καὶ πιότατον . ὁ δὲ Ἀπίων πεῖαρ ἀναγράφων καὶ τὸ πῖαρ , ὅ ἐστι πέρας , διὰ τοῦ ε καὶ |
| βαῦνος ὄνομα . ἐν ᾧ αὔουσι καὶ φρύγουσιν ἢ κριθὴν κρίμνον . Κλοιός . παρὰ τὸ κλείω . περικλείει γὰρ | ||
| ἀλεύρῳ ὀρόβου ἢ καὶ κριθίνῳ ἀλεύρῳ μετὰ ἐλαίου κρίμνοισι ] κρίμνον , τὸ παχὺ τοῦ ἀλεύρου ψαφαροῖσιν ] ξηροῖς ψαφαροῖσιν |
| ἄλλους δέ τινας κόσμους ὀνομάζουσιν οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι , λῆρον , ὀχθοίβους , ὄλεθρον , ἑλλέβορον , πομφόλυγας , βάραθρον , | ||
| κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν |
| . ἐπί τε γὰρ τῶν παροινούντων ἔφη καί τι ἔπος προέηκεν ὅ πέρ τ ' ἄρρητον ἄμεινον . καὶ τῷ | ||
| ἐξ ὑψηλῶν προτείνωσι , καί τι ἔπος , φησὶ , προέηκεν ὅπερ ἄρρητον οὐ φορητὸν ἦνφέρει γὰρ ὁ καιρὸς πόλλ |
| μέτρ ' ἐνέχευεν , ἀνέμισγε δ ' ἅμα βακχεῖα νεορρύτοις δακρύοισι πηγᾶν . ἔστι δὲ παρὰ τὸ Ὁμηρικόν : ἓν | ||
| ' αὐθέντην ἐμῶν . δὸς τούσδε τύμβωι καὶ περίστειλον νεκροὺς δακρύοισι τιμῶν πρὸς στέρν ' ἐρείσας μητρὶ δούς τ ' |
| τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν . Σκιμπόδιον ἓν καὶ κώδιον καὶ ψιαθίον ἴσως παλαιστῆς . Χαλεπὸν τὸ ποιεῖν , τὸ δὲ | ||
| πλῆθος οὐδὲ λέγω ] παρατρέχω πεινήσεις ] μὴ φορμὸν ] ψιαθίον . ψίαθον τάπητος ] ἐπευκίου σιτεῖσθαι ] ἐσθίειν πτόρθους |
| ' ἀγγέων ἐλάσειας ἀράχνια , καί σε ἔολπα γηθήσειν βιότου αἰρεύμενον ἔνδον ἐόντος . εὐοχθέων δ ' ἵξεαι πολιὸν ἔαρ | ||
| , αἴροντα : Ἡσίοδος : καί σε ἔολπα γηθήσειν βιότου αἰρεύμενον ἔνδον ἐόντος . παρὰ τὸ αἱρῶ τὸ σημαῖνον λαμβάνω |
| ἅτε τῇ ἀπορρήτῳ ἀρχῇ καὶ τἀγαθῷ , ὥς φησι , περιπεπηγός , ἀποπληρωτικὸν δὲ τοῦ νοῦ καὶ γεννη - τικόν | ||
| ἅτε τῇ ἀπορρήτῳ ἀρχῇ καὶ τἀγαθῷ , ὥς φησι , περιπεπηγός , ἀποπληρωτικὸν δὲ τοῦ νοῦ καὶ γεννη - τικόν |
| αἰτίαν νέμει . Καί μοί τις ὀπτὴρ αὐτὸν εἰσιδὼν μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει φράζει τε κἀδήλωσεν : εὐθέως | ||
| οἱ τὸν Ἀλέξανδρον βαλλόμενόν τε ἐπὶ τῷ τείχει ἰδόντες καὶ πηδῶντα ἔσω ἐς τὴν ἄκραν , ὑπὸ σπουδῆς τε καὶ |
| κάρα . κρόταφος : ἀπὸ τοῦ κηρύσσειν τὸν τάφον . φενάκη : τὸ προκόμιον , οἷον τοῦ φαινομένου κρανίου τὸ | ||
| νᾶπυ ] δριμὺ καὶ ὀργίλον . φενακισμοῖσιν ] ἀπατήμασι . φενάκη γάρ ἐστι προσθετὴ κόμη . Γ φενακισμοῖσιν ] ἀπατήμασι |
| ῥύσιν , ἐγκατέχει δὲ τῇ εὐρυχωρίᾳ τὸ ἀποκριθέν . ὁπότε τρυφερὸν καὶ καθαρὸν σπογγάριον ἐπίμηκες [ προστίθεται ] ὡσαύτως διάβροχον | ||
| ἐμβρέχων εἰς ὕδωρ ἡμέρας ηʹ . εἶτα βρέχε ἔριον τεθυωμένον τρυφερὸν τῷ ἀποβρέγματι καὶ μὴ ἐκπιέζων ἔα ξηρανθῆναι καὶ πεσσὸν |
| ἠὲ καὶ ἰρινέοιο : μόλις δέ κε μυρί ' ἐπιτλάς ἤμασιν ἐν πολέεσσιν ἀκροσφαλὲς ἴχνος ἰήλαι ἀσφαλέως πτοιητὸν ἔχων ἑτεροπλανὲς | ||
| Τοξευτῆρα διοιχνεύοι κερόεσσα , ἢν μὲν ἐνὶ πρώτοις πέντ ' ἤμασιν αἰσυλοεργὸν δμῶ ' ἀνάγῃ , δοίη κε δίκην δρησμοῖο |
| ῥίζης , ἐλλεβόρου μέλανος ῥίζα . ἀντὶ στυπτηρίας , ἅλας ὀρυκτόν . ἀντὶ στυπτηρίας σχιστῆς , σίδιον . ἀντὶ στύρακος | ||
| : ἔχει δ ' , ὥς φασι , τὸ ναύσταθμον ὀρυκτόν : εἶθ ' ὁ Εὐρώτας ἐκδίδωσι μεταξὺ Γυθείου καὶ |
| τοι , Μενέλαε , θεοὶ ποίησαν ἄριστον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἀποσκεδάσαι μελεδῶνας . ὁ τῶν Κυπρίων τοῦτό φησι ποιητής , ὅστις | ||
| ψυχρὸν ὕδωρ ἐπάγων . τοῦ πίνων ἀπὸ μὲν χαλεπὰς σκεδάσεις μελεδῶνας , θωρηχθεὶς δ ' ἔσεαι πολλὸν ἐλαφρότερος . Εἰρήνη |
| καὶ αἴγλην ἀφιεῖσαν , καὶ κατελάμπετο ὁ οἶκος ὡς ἐσκομισθείσης δᾳδός : τοσοῦτον ἄρα ἐκ τῆς βώλου τὸ σέλας ἀνῄει | ||
| διὰ τοῦ χάσματος καὶ πῦρ τι ὑπέλαμπεν , ἀπὸ τῆς δᾳδός μοι δοκεῖν . “ κἀγὼ ἐγέλασα ἐπιμετρήσαντος τοῦ μάρτυρος |
| τότ ' ἠμύουσι χαλινοῖς , ἐνθλίβοις , μαλλὸν δὲ βαθὺν κεκορημένον ἕλκοι . αἶψα δὲ τόν γ ' ἑκάτερθε διὰ | ||
| χρὴ παρὰ δαιτὶ δεδεγμένον εὔφρονι θυμῷ πίνειν , μηδὲ βορῆς κεκορημένον ἠύτε γῦπα ἧσθαι πλημύροντα , λελασμένον εὐφροσυνάων . πρώτην |
| , ὁ δραχμαῖος τροχίσκος δύο κοτύλους καὶ πινέσθω . * χαδεῖν : φαγεῖν φαγεῖν , δέξασθαι καί κεν Ὁμηρείοιο : | ||
| πλάστιγγι διακριδὸν ἄχθος ἐρύξας , οἴνης δ ' ἐν δοιῇσι χαδεῖν κοτύλῃσι ταράξας . Καί κεν Ὁμηρείοιο καὶ εἰσέτι Νικάνδροιο |
| τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , | ||
| , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' , ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , |
| τὸν Σαυνιτικὸν πόλεμον ὑπὲρ ἁπάσης Καμπανίας ἡ τῶν Ῥωμαίων πόλις ἀραμένη καὶ τρισὶ νικήσασα μάχαις τοὺς ἀντιταχθέντας ἐβούλετο μὲν ἁπάσας | ||
| ᾠκισμένη οὐκ ἀγαπᾷ , ἀλλ ' ἑτέρας ἰσομετρήτους ὑπὲρ αὑτὴν ἀραμένη φέρει ἄλλας ἐπ ' ἄλλαις . ὣς ἄρα ἐπώνυμον |
| μιαρὸς φάσκωλος εὐθὺς λυόμενός μοι τοῦ μύρου καὶ βακκάριδος . ξυρόν , κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , | ||
| ὀξύτονα μονογενῆ διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , ξυρόν : πυρόν : στυρόν : τὸ μύρον τὸν τόνον |
| ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ τεκεῖν ἐπιμίσγεται . ἢ οὕτως | ||
| κέρας ἐλάφειον , ἢ ὄνυχας αἰγὸς θυμιάσῃς . πᾶν δὲ ἑρπετὸν ἀπελάσεις , εἰ ὀπόν , καὶ μελάνθιον , καὶ |
| τερπομένην καὶ ἀεὶ θάλλουσαν ἰάμνοις : πῖνε δ ' ἐνιτρίψας κοτυλήρυτον ὄξος ἀφύσσων ἢ οἴνης : ῥέα δ ' αὖτε | ||
| , ὡς καὶ τὸ τῶν χειρῶν κοῖλον : ὅθεν καὶ κοτυλήρυτον αἷμα τὸ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δυνάμενον . καὶ |
| ἑκατὸν θύσανοι . ἀμίτρους : ἀζώστους , μὴ διαπεπαρθενευμένας . μίτρας γὰρ ἐζώννυντο , ἃς ἔλυον ὅταν ἔμελλον διαπαρθενεύεσθαι , | ||
| κατάστειλόν με τὰ περὶ τὼ σκέλει . Κεκρυφάλου δεῖ καὶ μίτρας . Ἡδὶ μὲν οὖν κεφαλὴ περίθετος , ἣν ἐγὼ |
| γυνή . [ Πρὸς ὑστέρας . ] Ὄρνιθα σφάξας καὶ καρφίον τυλίξας πανὴν λινοῦν καὶ βάλλε ἔσωθεν τῆς ὄρνιθος καὶ | ||
| περίχριε , καὶ ἐντὸς ἡμερῶν ἓξ ἀφανεῖς ἔσονται . Ὀριγάνου καρφίον ἅψον ἐν λίχνῳ καὶ πρόσαγε τῇ μυρμηκίᾳ , ὥστε |
| ' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα | ||
| , ⚔ – – ˘ – εἴτ ' ἄκρον ἐπὶ γύαλον ἐναλίῳ Ποσειδαονίῳ θεῷ βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων , ἱκοῦ . |
| μὲν ὅμοιον καὶ σχεδὸν ἴσον τῷ τῆς [ δάφνης ] ἀνδράχλης καὶ καρύας , ἀκάνθας δ ' οἵας ἄπιος ἢ | ||
| δένδρον τοῦτο φύλλον μὲν ὅμοιον καὶ σχεδὸν ἴσον τῷ τῆς ἀνδράχλης , ἀκάνθας δὲ οἵας ἄπιος ἢ ὀξυάκανθος , λείας |
| , ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφι ' , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα | ||
| βαθύν , ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , |
| αἰών . ἀλλ ' ἔχετ ' αὐτοῦ νῆα θελήμονες ἐκτὸς ἐρωῆς πετράων , εἵως κεν ἐμοὶ εἴξειε δαμῆναι . ” | ||
| πάλιν γενύεσσιν ἀπηνέος ὡς ἀπὸ πέτρης παλλόμενοι κάμνουσι καὶ ἀμβλύνονται ἐρωῆς . τῆς δὲ μέγα φλεγέθει καὶ ὀρίνεται ἄγριον ἦτορ |
| Κελτικῆς ξυλʹ . . . ἴρεως ξυλʹ δ ⊂ μελιλώτου βράθυος κασσίας κρόκου λιβάνου νίτρου πάνακος ῥίζης ἀνὰ ξυλʹ δ | ||
| αʹ , δαφνίδων κόκκους ρʹ , κυπαρίσσου σφαιρία κʹ , βράθυος , λιβανωτίδος , ἐλαίου γλυκέος ἢ παλαιοῦ , κηροῦ |
| μεγάλου σώματος ἄκλητος ] † αὐθόρμητος ἕρπων ] † ἐρχόμενος δαιταλεὺς ] δαιτυμών πανήμερος ] ἤγουν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας | ||
| ἀκέραια τεμμαχίζων . . ῥάκος ] τὸ δέρμα . . δαιταλεὺς πανήμερος ] δαιτυμὼν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας . . |
| , ἀνελόμενός τε χρῶ . τὸ δ ' οὕτως σκευασθὲν σάνδυξ ὑπό τινων προσαγορεύεται . πλύνεται δὲ τὸ ψιμύθιον ὁμοίως | ||
| μολύβδαινα μετρίως , μόλυβδος ἄκαυστος καὶ κεκαυμένος , ψιμύθιον , σάνδυξ μετρίως , τυρὸς ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς μετρίως . |
| καὶ ᾤετο δήπου μέγα εἶναι αὐτῷ ἀγαθὸν τὴν εὐστοχίαν τῆς βελόνης , οὐχ ἧττον ἢ ὁ Ἀχιλλεὺς τὴν τῆς μελίας | ||
| ἔχεται τοῦ προειρημένου , συμπλέκουσα δὲ καὶ ἀθροίζουσα τὰς τῆς βελόνης ἀκάνθας , δεσμῷ τινι ἀπορρήτῳ τῆς εὐθημοσύνης περιλαμβάνει τὸ |
| βότρυς ἐυκνήμοιο μίγα βρεχθέντος ἐν οἴνῃ : ἐν καί που ταμίσοιο ποτὸν διεχεύατο θρόμβους , καὶ χλοεραὶ μίνθης ἄπο φυλλάδες | ||
| ὄντος . νέας ταμίσοιο : προσφάτου πιτύας πνέον . νέας ταμίσοιο : ἡ πιτύα εἴρηται παρὰ τὸ θαμίζειν , ὅ |
| ἀλλήλοις ἐπὶ ῥαβδίων μικρῶν λεπτῶν καὶ στρυφνῶν ὑπομελάνων . Αἰγίλωψ βοτάνιόν ἐστι φύλλα ὅμοια ἔχον πυρῷ , μαλακώτερα δέ , | ||
| καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ καὶ ἀναπλάττεται . Χελιδόνιον τὸ μικρόν βοτάνιόν ἐστιν ἐκ μόσχων ἀνηρτημένον , ἄκαυλον , φύλλοις κισσοειδέσι |
| ῥινὶ τρίχες μύσταξ καὶ ὑπορρίνιον , καὶ προπωγώνιον ἡ πρώτη βλάστη : αἱ δὲ πρὸς τῷ κάτω χείλει πάππος , | ||
| : γράφεται καλχαίνεται βλάστη δ ' ὡς ἔχιος : ἡ βλάστη δὲ τὸ στέλεχος : ἔχις δὲ εἶδος βοτάνης . |
| ἐνὶ πώματι ] ἐν τῷ μέλιτι θολερῷ ] ἐν θολῷ θολερῷ ] τεταραγμένῳ πώματι ] πῶμα τὸ σκέπασμα , πόμα | ||
| ἤγουν τοῦ ἀσημίου θολερῷ ἐνὶ πώματι ] ἐν τῷ μέλιτι θολερῷ ] ἐν θολῷ θολερῷ ] τεταραγμένῳ πώματι ] πῶμα |
| ἀριστολοχίας στρογγύλης ἀνὰ γο αʹ ςʹʹ , χαμαίδρυος γο δʹ ςʹʹ καὶ ναρδοστάχυος τὸ διπλοῦν . Ἄλλη ἀντίδοτος ποδαγρικὴ διὰ | ||
| εʹ , ἡδυσάρου τοῦτ ' ἔστι πελεκίνου σπέρματος λι βʹ ςʹʹ , ἀρτεμισίας λι βʹ ςʹʹ , κυπέρου , πεπέρεως |
| λαγωοῦ τῆς πιτύας ὅσον τριώβολον ἐν οἴνῳ , καὶ πράσου χύλισμα ὅσον ἡμικοτύλιον ἐν ἀκράτῳ : καὶ μελισσοφύλλου τῶν φύλλων | ||
| καταπλάσσεται δὲ μάραθον , μελάνθιον , σμύρνα , κριθῶν βεβρεγμένων χύλισμα , μυὸς ἄφοδος , ἀνδράχνη , στέαρ χήνειον , |
| κύκλον , ὡς ἀκάμας ἐν αὐτῷ καὶ τὸ τῆς πανσελήνου φαιδρόν . ἀλλά μοι δοκεῖς περὶ τῶν καθ ' ἕκαστον | ||
| τῆς ἑορτῆς τὸ σεμνὸν βουλομένου , τοῦ δὲ λαμπροῦ καὶ φαιδρόν τι προσαπαιτοῦντος . Ἔστι τοίνυν τῆς αὐτῆς εὐσεβείας τεμένη |
| πλυνούς . ἀφ ' οὗ καὶ τὸ λοιδορεῖν πλύνειν καὶ πλυνόν με ποιεῖς ἡ κωμῳδία φησίν , ἤγουν ἐξονειδίζεις καὶ | ||
| . Ταλάντατ ' ἀνδρῶν , οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς , πλυνόν με ποιῶν ἐν τοσούτοις ἀνδράσιν . Ὄναιο μέντἄν , |
| : πικρότατον γάρ ἐστιν : ἔνιοι δὲ καὶ μαράθου καὶ σεσέλεως σπέρμα μίσγουσιν αὐτῷ . Λιθόσπερμον φύλλα ἔχει ὅμοια ἐλαίᾳ | ||
| κέγχρυος , μαράθρου σπέρματος , λινοσπέρμου , κνίδης σπέρματος , σεσέλεως , κυμίνου αἰθιοπικοῦ , ἀνίσου , εὐζώμου σπέρματος ἀνὰ |
| πεύκην καὶ τὴν ἐλάτην ἀντωθεῖν . τὸ δὲ τῆς Εὐβοϊκῆς καρύας , γίνεται γὰρ μέγα καὶ χρῶνται πρὸς τὴν ἔρεψιν | ||
| καὶ σχεδὸν ἴσον τῷ τῆς [ δάφνης ] ἀνδράχλης καὶ καρύας , ἀκάνθας δ ' οἵας ἄπιος ἢ ὀξυάκανθος , |
| βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον | ||
| δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε : |
| δέ τι καὶ ῥυπτικόν . Δορύκνιον ὅμοιόν ἐϲτι τῇ κράϲει μήκωνι καὶ μανδραγόρᾳ ψῦχον ἀμέτρωϲ : ναρκοῖ μὲν γὰρ ὀλίγον | ||
| μέλανα καθάπερ σηπία ἀλλ ' ὑπέρυθρον , ἐν τῷ λεγομένῳ μήκωνι . ὁ δὲ μήκων κεῖται ἐπάνω τῆς κοιλίας οἱονεὶ |
| σμικρὸν καὶ ἐκ τοῦ σμικροῦ ἐπὶ τὸ μέγα οἷον ὄγκον διατρέχει : καὶ ἡ ἀοριστία αὐτῆς ὁ τοιοῦτος ὄγκος , | ||
| τῆς θαλάσσης , ἐξαπλοῖ , ἄνω ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : |
| οἷον , εἰρήνη : σαγήνη : Ἀρήνη : ἀθήνη εἶδος μελίσσης : Μεσσήνη : Πελλήνη : πυλήνη : γαλήνη : | ||
| ἀέκοντα κορέσκοις . ναὶ μὴν ῥητίνη τε καὶ ἱερὰ ἔργα μελίσσης ῥίζα τε χαλβανόεσσα καὶ ὤεα θιβρὰ χελύνης ἀλθαίνει τότε |
| ἐστὶν , ἢ τὸ κλεπτικὴν ἔχον δύναμιν . Ὡς γὰρ ἔνδροσον ταυτὸν τῷ δροσερῷ μετουσιαστικῷ ὄντι , οὕτω καὶ ἐπίκλοπον | ||
| ζεφύρια . καὶ εἰ ἐπαινεῖς χωρίον , ἐρεῖς εὔυδρον , ἔνδροσον , ὑδρηλόν , μαλακόν , βαθύ , κατάρρυτον , |
| χειρῶν ἠδὲ ποδῶν ἀκινάγματα . ἇχι Λίχα μέγα σᾶμα , ἇχι ὁ κλεινὸς Ἀμφιτρυωνιάδας . ἅδον φίλον , ὅς κεν | ||
| ἀχνύϊ εἴβεται αἰών † ἐπηετανοῖο ποτισμοῖο παρείκοντες † Ἥρακλες χαλκεόζωνε ἇχι Λίχα μέγα σᾶμα ἇχι ὁ κλεινὸς Ἀμφιτρυωνιάδας † ὅταν |
| συνουσίας . κῶας κώδιον : “ κώεσσι μαλακοῖσιν . ” κώδειαν ἰδίως ἡ τῆς μήκωνος κεφαλή . ὅταν δὲ λέγῃ | ||
| Ὅμηρος δὲ κώδειάν φησι τὴν κεφαλήν : ὁ δὲ φὴ κώδειαν ἀνασχών . ἄλλως : καὶ γάρ φησιν ἐνίοτε πλησιάζοντος |
| μετὰ δὲ τὴν τετράδα λεπτυνόμενον . Πλευ - ριτικοῖσιν οὖρον αἱματῶδες , ζοφῶδες , μεθ ' ὑποστάσιος ποικίλης ἀδιακρίτου , | ||
| τῆς χρόας ἀνδρικόν , τοῦτο δὲ ὅτι τὸ τοῦ χρώματος αἱματῶδες τῆς τοῦ αἵματος ῥύσεως ἐθίζει καταφρονεῖν . ἐν τάξει |
| κεκραμένον , ἀλλὰ μᾶλλον ὠφελήσειεν ἂν ἐν οὐθενὶ λόγωι ὂν ὑδαρὲς δὲ ἢ ἐν ἀριθμῶι ἄκρατον ὄν , ἔτι οἱ | ||
| , λούειν θερμῷ ἑκάστης ἡμέρης , καὶ πίνειν διδόναι μελίκρητον ὑδαρὲς πολλὸν , καὶ ῥοφάνειν τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης ψυχρὸν |
| . Γύλων ἦν ἐκ Κεραμέων . Οὗτος προδοὺς τοῖς πολεμίοις Νύμφαιον τὸ ἐν τῷ Πόντῳ , τότε τῆς πόλεως ἐχούσης | ||
| Φαναγορέων ἀφίστατο τοῦ Μιθριδάτου , Χερρόνησός τε καὶ Θευδοσία καὶ Νύμφαιον , καὶ ὅσα ἄλλα περὶ τὸν Πόντον ἐστὶν εὔκαιρα |
| ἀλλ ' ἔτι καὶ νῦν ] [ ἱστοβοῆι γέροντι νέην περίβαλλε κορώνην ] : ὁ δὲ Πίνδαρος | [ ! | ||
| , ἄλειφε τὸ βρέγμα τῆϲ κεφαλῆϲ καὶ τοὺϲ πόδαϲ καὶ περίβαλλε αὐτὸ ἱματίοιϲ . Περὶ τῆϲ ἐν ϲτόματι ἄφθηϲ καὶ |
| , φώκης δ ' ὀσμήν , Λαμίας δ ' ὄρχεις ἀπλύτους , πρωκτὸν δὲ καμήλου . Τοιοῦτον ἰδὼν τέρας οὐ | ||
| , φώκης δ ' ὀσμήν , Λαμίας δ ' ὄρχεις ἀπλύτους , πρωκτὸν δὲ καμήλου . τοιοῦτον ἰδὼν τέρας οὔ |
| Ζηνὸς βωμός . ὁ μέντοι γε Πηλεὺς καταλαμβάνεται αὐλῆς ἐν χόρτῳ : ἔχε δὲ χρύσειον ἄλεισον , σπένδων αἴθοπα οἶνον | ||
| ἀνδροφάγοι ἦσαν , γελοίως : τὸ γὰρ ζῷον τοῦτο μᾶλλον χόρτῳ καὶ κριθῇ ἥδεται ἢ κρέασιν ἀνθρωπίνοις . τὸ δ |
| βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον χάλκεον , αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε : κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην | ||
| δὲ γέντο πυράγρην . Ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε πάντοσε δαιδάλλων , περὶ δ ' ἄντυγα βάλλε |
| , τὸ δὲ γαῦρον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν . στόμα δὲ ἁπαλὸν καὶ ἀνάμεστον ὀπώρας ἐρωτικῆς , φιλῆσαι μὲν ἥδιστον , | ||
| αἰγλάεντος [ ] ἀστήρ ὠρανῶ διαιπετής ἢ χρύσιον ἔρνος ἢ ἁπαλὸν [ ψίλον ] [ ! ῀ν ! ] [ |
| βʹ , ὀποβαλσάμου δρ . βʹ , τῆς ῥίζης τοῦ περιστερεῶνος κεκομμένης καὶ σεσησμένης δρ . Ϛʹ , χολῆς αἰγείας | ||
| , ὀποβαλσάμου δρ . βʹ ⌋ , τῆς ῥίζης τοῦ περιστερεῶνος κεκομμένης καὶ σεσημένης δρ . Ϛʹ , χολῆς ὑαίνης |
| τὰ μέλη ἐσθίειν ; . : Ὅμηρος κνίσσην μελδόμενος ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις | ||
| λέβης ζεῖ ἔνδον , ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο . ἡ διπλῆ ὅτι οἶδεν ἕψησιν κρεῶν , χρωμένους |
| λιτάων , ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ μειλίσσετο μύθῳ μὴ ταμέειν πρέμνον δρυὸς ἥλικος , ᾗ ἔπι πουλύν αἰῶνα τρίβεσκε διηνεκές | ||
| ῥίζας , ἢ μίλτον ὕδατι διείς , καὶ περιχρίων τὸ πρέμνον . Ὅτε τὴν συκῆν φυτεύεις , ἔμβαλλε εἰς ἄκρας |
| ' ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο χειρὶ παχείῃ κείμενον ἐν πεδίῳ μέλανα τρηχύν τε μέγαν τε : τῷ βάλεν Αἴαντος δεινὸν σάκος | ||
| * ἐρυμνός : ἄκρος , ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * |
| οὖλον ἡ συνέχουσα τοὺς ὀδόντας σάρξ φατνώματα ἤγουν ὁλμίσκους * κατείβεται : καταστάζει καταρρεῖ ἀσταγὲς δὲ ἤτοι ἄστακτον , ἢ | ||
| τὰ μὲν ἀθρόα πίμπραται οὖλα ῥιζόθεν , ἐξ ὀνύχων δὲ κατείβεται ἀσταγὲς αἷμα , οἱ δὲ φόνῳ μυδόεντες ἀναπλείουσιν ὀδόντες |
| κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν βαθύν , ψιμύθιον , | ||
| οἱ κριταί , καὶ τῷ νικήσαντι μὴ ταινίας ἀλλὰ φιλήματα ἀναδήματα παρὰ τῶν κριτῶν γενέσθαι . ἐπεὶ δὲ ἐξέπεσον αἱ |
| λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , μονόθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λέπας δὲ δίθυρον καὶ λειόστρακον , μονοφυὲς δὲ | ||
| καὶ λειόστρακον , συμφυὲς δὲ μῦς , μονοφυὲς δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν |
| τὸ εἶδος τοῦ Κυνικοῦ λόγου σαίνοντι ἅμα ἔοικέ τῳ καὶ δάκνοντι . Χρήσονται δ ' αὐτῷ καὶ οἱ ῥήτορές ποτε | ||
| . . οὐκ εἰκῆι δέ , ἀλλὰ συνπαρατιθεὶς ἐντέχνως τῶι δάκνοντι τὸ γλυκύ , οἷον μίσγων ἔπαινον ἁδρότερον ἐλάττονι ψόγωι |
| , ἐλάταν , σχῖνον , . . . ῥαφανίδας , κάκτους . . . καὶ πάλιν : ὃ δέ τις | ||
| ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες : καλοῦσι δὲ τοὺς καυλοὺς τούτους κάκτους : ἐδώδιμοι δέ εἰσι περιλεπόμενοι μικρὸν ἐπίπικροι , καὶ |
| εἰς ὑμέναιον ἄγω . Εἶπεν . Ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον , ἀείρας : Ἠνίδε , κεῖνοι σοὶ πᾶν | ||
| νοῆσαι γραμμῶν ἀμφοτέρων ἅγιον σέλας . Ὧν ἀποβαίνων Οὐρανὸς ἐστήρικτο γεροντικὸν εἶδος ἀείρων , λεπταλέοις νεφέεσσιν ἐπαμβλύνων τύπον αἰδοῦς , |
| γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ | ||
| τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες |
| , τουτέστι μέρος καὶ ἀπόκομμα , ἐρχόμενος ἀκάλεστος εὐωχητής : ἐκθοινήσεται δὲ καὶ φάγεται τὸ ἧπαρ τὸ ἐκ τῆς βρώσεως | ||
| ἡμέρας κελαινόβρωτον ] ἤγουν τὸ μέλαν ἧπαρ ] τὸ σὸν ἐκθοινήσεται ] καταφάγοι τοιοῦδε μόχθου ] τῆς τοιαύτης δυστυχίας τέρμα |
| μανίας καὶ πλά - νης καὶ κακοπαθείας τῆς ἐκ τοῦ τοξικοῦ τοῦτον δυνήσεται τὸν ἄνθρωπον . Ἐπαλείφουσι δὲ τούτῳ μὲν | ||
| ἀποδέων τριπήχεος , οὐδέ τι ἀντέχει τοξευθὲν πρὸς Ἰνδοῦ ἀνδρὸς τοξικοῦ , οὔτε ἀσπὶς οὔτε θώρηξ οὔτε εἴ τι τὸ |
| τὴν παραλήγουσαν τὴν αὐτὴν φυλάττει τῷ ἐνεστῶτι : τύπτω τέτυμμαι τύμμα : λήβω λέλημμαι λῆμμα : τοῦτο συστέλλουσι τινὲς , | ||
| τῶν ἀραχνῶν ἄκμητον , ἤτοι μὴ ἔχον κάματον καὶ ὀδύνην τύμμα ἐπιφέρει τῷ ἀνδρί . * ἄκμητον : ἄπρακτον μεταμώνιον |
| δ ' ἕταροι σφάξαν τε θοῶς δεῖράν τε βοείας , κόπτον δαίτρευόν τε καὶ ἱερὰ μῆρ ' ἐτάμοντο , κὰδ | ||
| Ἄργος λῦσεν ὑπὲκ πέτρης ἁλιμυρέος : ἔνθ ' ἄρα τοίγε κόπτον ὕδωρ δολιχῇσιν ἐπικρατέως ἐλάτῃσι . ἑσπέριοι δ ' Ὀρφῆος |
| μὴ τύχοιμι δίδωμι τήνδε σοῖσι προσπολεῖν δόμοις . πολλῶι δὲ μόχθωι χεῖρας ἦλθεν εἰς ἐμάς : ἀγῶνα γὰρ πάνδημον εὑρίσκω | ||
| τιταίνων , φόρτον ἐλαφρίζων πεφυλαγμένος . ὡς δ ' ἐπὶ μόχθωι γυμνὸς ἐὼν ζωστῆρι καλύπτετο , καὶ σφυρὰ τείνων δεξιὸν |
| . σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον , σισύρα δὲ | ||
| ἥντινα Σιμωνίδης ὑποκοριστικῶς εἶπε σίσυν παχείην . σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται |
| ἀλλ ' ὃ κόσμιον πεφύκει : ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . τόδ ' ἀνατίθημί σοι ῥόδον , καλὸν ἄνθημα | ||
| , ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ Ἀριστοτέλης δὲ ἔφη τοὺς ἐραστὰς εἰς |
| τὴν ἅλω καλεῖ δεῖνον , Κυριναῖοι δὲ τὸν ποδονιπτῆρα . δακτυλωτόν : Ἴων : ἔκπωμα δακτυλωτόν , ἄχραντον πυρί , | ||
| μήποτ ' αἴρεσθαι βροτούς οἴσῃ δὲ δῶρον ἄξιον δραμήματος ἔκπωμα δακτυλωτόν , ἄχραντον πυρί , Πελίου μέγ ' ἆθλον , |
| τέλειον σκεδαιομένη . * κορθύεται : ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * | ||
| ' ἑνὸς μέρους , τῆς κόρυθος , τὸ καθοπλίζεσθαι . κορθύεται διεγείρεται καὶ εἰς ὕψος αἴρεται . κόρσην κεφαλήν . |
| : χιτώνιον : τριβώνιον : πετώνιον : τὸ ὀθόνιον : Ἰκόνιον : εἰκόνιον : ἀκόνιον , διὰ τοῦ ο μικροῦ | ||
| καὶ ζῶντα ἀποτελέσαι . διὰ οὖν τὰς εἰκόνας ἐκεῖ διαγραφῆναι Ἰκόνιον κληθῆναι . καὶ ἔδει διὰ διφθόγγου . ὁ πολίτης |
| . . . . . . . δραχ . βʹ λιβυστικοῦ . . . . . . . δραχ . | ||
| στεμφύλοις ἀποτιθεμένη σταφυλή . Πισσοί , φασίολοι , κύμινον , λιβυστικοῦ ἡ ῥίζα καὶ τὸ σπέρμα , ἄγνου σπέρμα : |
| ταχυρρόους . φλέγειν ] φλέγεσθαι ὑπὸ τῆς ἀνάγκης . . ἐκκαίειν , δαμάζειν . . μέλει , φόβῳ δ ' | ||
| φλέγειν ] ἀνάπτειν . φλέγειν ] κινεῖν . φλέγειν ] ἐκκαίειν , δαμάζειν . θΞ φλέγειν ] ἐκκαίειν , διεγείρειν |
| ἐσήκασθεν κατὰ σηκοὺς ἠλάσθησαν , ἐπὶ τῶν προβάτων . ἔσθος ἔσθημα , ἱμάτιον . ἔσκε ἦν . ἕσπερος ὁτὲ μὲν | ||
| βεβηκέναι . ἐνῆφθαι δὲ αὐτὸν καὶ δορὰς λύκων , ῥαπτὸν ἔσθημα , ἄθλους τε ποιεῖσθαι τοὺς ἀγρίους τῶν συῶν καὶ |
| λέγεται τὸ εὐυφὲς ἱμάτιον καὶ ἀραιὸν , ὅπερ φαίνεται μὲν εὐυφὲς , τῷ δὲ κατανοοῦντι διεστηκός ἐστι καὶ ἀραιὸν καὶ | ||
| Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : εὕδοντι πρωκτὸς αἱρεῖ . εὐήτριον : ἱμάτιον εὐυφὲς ἢ τὸ ὁμαλὸν ὕφασμα . Εὔνοστος : θεὸς ἐπιμύλιος |
| γέροντες , οὐ σῖγα σῖγα τὸν ὕπνωι παρειμένον ἐάσετ ' ἐκλαθέσθαι κακῶν ; κατὰ σὲ δακρύοις στένω , πρέσβυ , | ||
| λήθη γὰρ νόσος μνήμης . ἀνάγκη δὲ τὸν ὑπομνήσει χρώμενον ἐκλαθέσθαι πρότερον ὧν ἐμέμνητο . τὴν μὲν οὖν μνήμην Ἐφραΐμ |
| τό τε μύρσινόν ἐστι καὶ τὸ ῥόδινον σχῖνός τε καὶ κύπερος καὶ οἱ φακοί : ἔνια δὲ . . . | ||
| ἡ μαστίχη , ἅλες , ἔλαιον , χρῖσμα ναρκίσσου , κύπερος , ἀφρὸς νίτρου , ὄστρακον Ἀττικόν , μυῶν ἄφοδος |