| τὸ μετ ' ἐπιτάσεως ἐπιτάσει ἀθρῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀθρῶ . . . . ἀθροίζω : ἐκ τοῦ θροῦς | ||
| . . . ἀθρῶν : τὸ μετ ' ἐπιτάσεως ἐπιτάσει ἀθρῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀθρῶ . . . . |
| ' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . εἰπών , ὅτι τοῦτον ἐπὶ λόγοις δεῖ κολάσαι | ||
| κέχρηται τῷ ὀνόματι καὶ Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . καὶ ἄλλοι . . , . . ̈ |
| ' Ἀρχ . . Ϲτειριεύϲ : Ὑπ . κατ ' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ | ||
| ἱερά : τὰ τῶν τεθνηκότων ὀστᾶ . Ὑπ . κατὰ Ἀρχ . . . . . , , . π |
| τοῦ φλοιοῦ τῆϲ ῥίζηϲ πινόμενον ϲπλῆναϲ τήκει . καὶ ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ κρατύνει μετ ' οἴνου ἑψόμενον καὶ πινόμενον . Ξιφίου | ||
| κέραϲ μετ ' οἴνου λειούμενον , εἶτα περιπλαϲϲόμενον , ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ ἵϲτηϲι , μετὰ τὸ καυθῆναι δὲ πλυθὲν δυϲεντερίαϲ τε |
| . θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω . [ στʹ . Πρὸς αἱμοῤῥαγίαν ἐκ τοῦ στόματος | ||
| πότιζε ἢ ὄξος μετὰ θύμου δριμύ : μετὰ δὲ ταῦτα ἀναγαργαριζέσθω θερμῷ ὕδατι . Κεφ . ιγʹ . [ Πρὸς |
| “ ἀρνῶν πρωτογόνων . ” ἀρτεμέα ὑγιῆ . ἀράβησεν οἷον ἐψόφησεν . ἀργειφόντης ἢ ὁ ἀργὸς φόνου καὶ καθαρός . | ||
| μάτην . κλαυσιᾷ : Ἠχεῖ . Θ . . ματαίως ἐψόφησεν . . . σέ τοι λέγω : Τὸ λέγω |
| χάλκανθον λεάναϲ ἔγχεε : καὶ καθαίρει κάλλιϲτα , μάλιϲτα τοὺϲ ἰκτερικούϲ . Ἄλλο . μελανθίου λείου ⋖ η ἀφρονίτρου ⋖ | ||
| δὲ αὐτοῦ εἰϲ ὀξυωπίαϲ ἐϲτὶ χρήϲιμοϲ , ἡ δὲ ῥίζα ἰκτερικούϲ τε ϲὺν οἴνῳ ἐκφράττει καὶ ἀνίϲῳ πινομένη , μαϲωμένη |
| καὶ ἀλαζονικά . Ξ βάζους ' ] λέγουσι . Ξ βάζους ' ] βοῶσι . βάζους ' ] βοῶσιν , | ||
| ὑπέρκομπα . θ ὑπέραυχα ] ἐπηρμένα καὶ ἀλαζονικά . Ξ βάζους ' ] λέγουσι . Ξ βάζους ' ] βοῶσι |
| . μελαμπαγὲς ] τὸ μετὰ τὸ πεπηγέναι μελαινόμενον . θ μελαμπαγὲς ] τὸ μεμελανωμένον . Ξ αἷμα φοίνιον ] τὸ | ||
| ' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον , τίς ἂν καθαρμοὺς πόροι , τίς |
| πήγανον ὡς πολέμιον αὐτῷ ὑπάρχον . Ἐκ τοῦ Τιμοθέου . Πονηρόν τι ζῷον καὶ κακοῦργον ἡ ἰκτίς , ἐπίβουλόν τε | ||
| , ὥσπερ τινές . Κραταιὸν ] Πιθανόν . Δόλιον ] Πονηρόν . Φίλον εἴη φιλεῖν ] * Λέγει ὅτι ὁ |
| . παρὰ τὸ παίζω , ὡς παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ἀλαπαδνός . Πάσσαλος . παρὰ τὸ πήσσω . Πρόφρασσα . | ||
| δεινοπαθήσας : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστήσω . . . . ἀλαπαδνός : ἀσθενής : παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ὃ σημαίνει |
| [ Ὀθρωνοῦ πέλας ” ] . ὁ οἰκῶν Ὀθρώνιος . Οἰάνθη , πόλις Λοκρῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Ἑλλάνικος δὲ | ||
| δὲ Λοκροί : ἐν δὲ Χάλαιον πόλις , ἐν δὲ Οἰάνθη πόλις . . Οἰάνθη : πόλις Λοκρῶν . Ἑκαταῖος |
| Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα | ||
| Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα |
| οἴμοι , τίς ἦν ; οὐκ εἰς κόρακας ἀποφθερεῖ , ἐπιλησμότατον καὶ σκαιότατον γερόντιον ; οἴμοι . τί οὖν δῆθ | ||
| . τὴν κάρδοπόν φησιν . ὥσπερ ἐπιλαθόμενος ταῦτα λέγει . ἐπιλησμότατον : ἔδει εἰπεῖν ἐπιλησμονέστατον . Ἄλεξις δὲ “ ἐπιλήσμη |
| τι χολῶδες . ] Τραγορίγανον λεάνας ἐν ὕδατι ἴσα δίδου καταῤῥοφεῖν γαλακτῶδες ποιῶν τὸ κρᾶμα . [ δʹ . Πρὸς | ||
| ἢ γʹ . ῥοᾶς γλυκείας χυλῷ καὶ ὄξει ἀναζέσας δὸς καταῤῥοφεῖν . ἄλλο . ἀκτέος τὰ ἁπαλὰ φύλλα καθαρίως διὰ |
| , χώρει εἰς τὸν ἀγῶνα . καὶ τότ ' ἐγὼ θάρσησα . εἰσῆλθε δέ ποτε εἰς θέατρον διδάσκων κωμῳδίαν λίθων | ||
| βδελυρὴ χώρ ' εἰς τὸν ἀγῶνα . Καὶ τότε δὴ θάρσησα καὶ ἤειδον πολὺ μᾶλλον . Πεποίηκε δὲ παρῳδίας καὶ |
| . κράμβης ζωμὸν ἕψει μόνον , μετὰ δὲ ὀξυμέλιτος πότισον νηστικῷ , ἢ βάτου ῥίζαν μετ ' ὄξους ἀποτριτώσας δίδου | ||
| εἰς ἄκρατον οἶνον Αἰγύπτιον καὶ δὸς ἴσον καὶ δίδου πίνειν νηστικῷ ἐπὶ ἡμέρας γʹ . [ Πρὸς τὰς ἐκ μέθης |
| , κατὰ τὸ αἰθύσσω αἴθυγμα , πτύσσω πτύγμα , νύσσω νύγμα , ἐξ οὗ καὶ ἡ νυγμὴ , ὡς πτύγμα | ||
| πλήξῃ χλοεροῦ δένδρου τὸ κέντρον . Μάθε τοῦ ῥόδου τὸ νύγμα , μάθε τῶν πόνων τὸ κέντρον , ἵνα τοῖς |
| λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων . Γυμνότερος παττάλου : ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀπορωτάτων . Γύγου δακτύλιος | ||
| ἡ πτῆσις τῆς γλαυκὸς νίκης σύμβολον τοῖς Ἀθηναίοις ἦν . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἐπὶ τῶν πάνυ πτωχῶν . Ἀντὶ τοῦ |
| πόλις θηλυκῶς ὡς Εὐφορίων βουκολέων Τρηχινῖδα Τυμφρηστοῖο αἰπῆς . . Τυφρηστὸς καὶ πόλις καὶ ὄρος Τραχῖνος ἀπὸ Τυμφρηστοῦ τινος βασιλέως | ||
| τῶν Μαγνήτων ἀπὸ πόλεως Εὐρυάμπου λεγομένης . * καὶ * Τυφρηστὸς ὄρος Μηλιέων * . . καὶ τὸν δυναστὴν : |
| χοροῖσιν ἐμπαίζει τε καὶ κλῇδας γάμου φυλάττει . ἤγουν ἡ Γαμηλία . Ἀργεῖον τέμενος ] Ἡ πόλις τὸ Ἄργος . | ||
| Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ νεώτερος ἐν πέμπτῳ Μακεδονικῶν . Γαμηλία : Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Εὐβουλίδην ἐφέσει καὶ Ἰσαῖος |
| αὐτῆς , πρὸς ὄλεθρον τοῦ Πηλέως τοῦτον ⌈ δὲ ⌈ ἠρέθιζεν : [ ἠρέθισεν : ] ⌈ μαθὼν γὰρ οὗτος | ||
| Ῥωμαῖοι ταχέως αὐξανόμενον τὸν Περσέα ὑφεωρῶντο : καὶ μάλιστα αὐτοὺς ἠρέθιζεν ἡ τῶν Ἑλλήνων φιλία καὶ γειτνίασις , οἷς ἔχθος |
| ἡ συστροφὴ τοῦ ἀνέμου . Δέπας : τὸ ποτήριον . Δόρυ : τὸ κοντάριον . Καταχρηστικῶς : παρὰ συνήθειαν . | ||
| τῶν περιφερομένων . Δοίδυκος σκιά : ἐπὶ τοῦ μηδενός . Δόρυ κηρυκείου μᾶλλον δάκνει : ἐπὶ τῶν αὐστηρότερον προσιόντων τοῖς |
| ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι | ||
| καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος |
| ὄνομα ῥηματικὸν ὄρτος , καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ | ||
| Ζεύς ” , ἀφ ' οὗ ὄνομα ῥηματικὸν ὀρτὸς καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω |
| καὶ λυπήσῃ δι ' αὐτὰ καὶ πολλὰ πονήσεις μάτην καὶ διατελέσεις ἅπαντα τὸν βίον φροντίζων ἐκείνων , ὀνήσῃ δὲ οὐδ | ||
| γυμνάσιον ἐλέγετο ὁ τόπος , ἔνθα ἠγωνίζοντο . διατρίψεις ] διατελέσεις . στωμύλλων ] πολυλογῶν , ποικιλολογῶν . , ὑθλῶν |
| πρόχειρα , χέρνιβας , θυλήματα ποιεῖτε . ποῖ κέχηνας , ἐμβρόντητε σύ ; κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε . ποιοῦσίν γε με | ||
| ἐστι ; * * * * * οὐκ οἶδας , ἐμβρόντητε σύ ; μὰ Δία . τί φής ; οὐκ |
| ἤτοι τὰ μέλλοντα μεριμνάν . Μάχαιρα : διὰ τὸ μάχεσθαι ῥᾶον : ἢ διὰ τὸ μάχεσθαι πάσῃ φύσει καὶ τόπον | ||
| ἡ κορύνη πληρεστέραν τὴν ἐντεριώνην ἕξει , καὶ τὸ ξεσθῆναι ῥᾶον ὑπομένει , καὶ ἐντιθεμένη κρατεῖ . Γυμνὰ κάρυα δίχα |
| πολλάκιϲ ξηραντικὴν ἱκανῶϲ αὐτῷ δύναμιν ἐναποτίθεται : πινόμενον γοῦν ἁρμόττει ϲπληνικοῖϲ . εἰ δὲ εἰϲ οἶνον ἀποϲβεϲθείη , κοιλιακοῖϲ τε | ||
| β ἐν μελικράτῳ πινόμεναι ὕδωρ ἄγουϲιν : τινὲϲ δὲ τοῖϲ ϲπληνικοῖϲ αὐτὸ μετ ' ὀξυκράτου διδόαϲιν . Ἀκτῆϲ τοῦ φλοιοῦ |
| παραχέας χρῶ , ἢ ταῖς ἰσχάσι μίξας ῥητίνην ἐπιτίθει . Σέλινον μετ ' ἀλφίτου τρίψας κατάπλασσε . κράμβης φύλλα τρίψας | ||
| Ἄνηθον θερμὸν καὶ στατικὸν , καὶ πταρμὸν παύει ὀσφραινόμενον . Σέλινον οὐρέεται μᾶλλον ἢ διαχωρέει , καὶ αἱ ῥίζαι μᾶλλον |
| , οἱ δὲ τὰς πλείστας λέγοντες ἐν ταῖς ἑπτά φασιν ἀπανθεῖν . ἀλλὰ τῶν χεδροπῶν χρόνιος ἡ ἄνθησις : χρονιωτάτη | ||
| ' ἄλλα αἰσχυνούσας τὸ κάλλος , ὡς καὶ μόνον φθεγξαμένων ἀπανθεῖν αὐτὸ καὶ ἀπομαραίνεσθαι ἐλεγχόμενόν τε καὶ ἀσχημονοῦν καὶ παρ |
| ' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους | ||
| ' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους |
| ὠφελεῖ . Παραπλησίως δὲ ποιεῖ καὶ ἡ προβατεία φύσα . Δίδου δὲ τὴν τέφραν μετ ' ὀξυκράτου . Ἄλλο : | ||
| καὶ σιλφίου ῥίζῃ τρίβων εἰς ποτὸν τοῖς δηχθεῖσιν δίδου . Δίδου δέ ποτε μὲν αὐτὰ μετ ' ἀλλήλων μιγνύς , |
| δὲ Ἀκεγχήρης δώδεκα καὶ μῆνας πέντε . Τοῦ δ ' Ἀκεγχήρης ἕτερος δώδεκα καὶ μῆνας τρεῖς . Τοῦ δὲ Ἄρμαϊς | ||
| μετὰ δὲ ταύτην Ῥαθῶτις ἔτη θʹ . μετὰ δὲ τοῦτον Ἀκεγχήρης ἔτη ιβʹ , μῆνας εʹ . μετὰ δὲ τοῦτον |
| ῥηματικὸν ὄνομα κάβη καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ κακκάβη . ἀναλογώτερον δὲ θέλουσι λέγειν ἡ κάκκαβος θηλυκόν : | ||
| . κάκκαβος ἐπὶ ἀρσενικοῦ . . . . . . κακκάβη , , : κακκάβη : σκεῦος πρὸς ἕψησιν ἐπιτήδειον |
| ὁ Τειρεσίας . οὗτος ] ὁ μάντις . τοιῶνδε ] ἀληθεστάτων . θ δεσπότης ] ἐξουσιαστής . δεσπότης ] ἄρχων | ||
| τὸ ἐπιχειρούμενον γίγνεσθαι , μηδὲν ἀπολείπειν τῶν καλλίστων τε καὶ ἀληθεστάτων , ᾧ δὲ ἀδύνατόν τι συμβαίνει τούτων γίγνεσθαι , |
| τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . | ||
| ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ |
| τῶν γνωρίμων καὶ ἐν Ἐρετρίᾳ παρ ' Ἀμφικρίτῳ . “ Ἐτελεύτησε δέ , ὥς φησιν Ἕρμιππος , ἄκρατον ἐμφορηθεὶς πολὺν | ||
| μάχην ἐν τοῖς ἐπιλέκτοις , εἶτ ' ἐστεφανώθη μαχόμενος . Ἐτελεύτησε δ ' Αἰσχίνης ἀναιρεθεὶς ὑπὸ Ἀντιπάτρου καταλυθείσης τῆς πολιτείας |
| πλάσσε τροχίσκους . δίδου ὕδατι ⋖ α ἢ τριώβολον . Ἡπατικόν . Ἀλόης ⋖ β , γλαυκίου ⋖ δ . | ||
| πλάσσε τροχίσκους . δίδου ὕδατι ⋖ α ἢ τριώβολον . Ἡπατικόν . Ἀλόης ⋖ β , γλαυκίου ⋖ δ . |
| τὰ πνεύματα δυναμένοιϲ ἔϲωθέν τε καὶ ἔξωθεν χρηϲτέον καὶ ϲικύαϲ κούφαϲ κολλητέον ϲυνεχῶϲ κατὰ πάϲηϲ τῆϲ γαϲτρόϲ . τοὺϲ δὲ | ||
| δὲ κολλᾶν προϲήκει βουβῶϲι καὶ ὑπογαϲτρίῳ μετὰ πολλῆϲ φλογὸϲ καὶ κούφαϲ καὶ μετὰ καταϲχαϲμοῦ . μηκυνομένου δὲ τοῦ παρ - |
| σημεῖα ὡς ἐπὶ τραύματι κινδυνεύειν τὸν τρωθέντα ἐπὶ γερόντων . ρπδʹ . Ἐπιγεγονότα δὲ τῶν ἐπιγεγονότων ὡς ὁ ἐπὶ τραύματι | ||
| : Τεσσαρεσκαιδεκάτη δυναστεία Ξοϊτῶν βασιλέων οϚʹ , οἳ ἐβασίλευσαν ἔτη ρπδʹ . : Τεσσαρεσκαιδεκάτη δυναστεία Ξοϊτῶν βασιλέων οϚʹ , οἳ |
| . οὐ συμβατά , οὐ συγκρίσεως ἄξια . κυνόσβατος : φυτάριον ὅμοιον ῥοιδίῳ ἔχον τὸν καρπόν . ἔστι δὲ μεταξὺ | ||
| ' ὀλισθαίνει : δεῦσαι γὰρ τὸ βρέξαι . χελιδόνιον : φυτάριον πλατύφυλλον , μέλαν ὡς ἡ χελιδών , ἢ ὃ |
| . αἷμα δὲ ζῶντος ὄνου μετὰ κροκοδειλίας βοτάνης καὶ ἐλαίου συγχριόμενον τεταρταΐζοντας ἰᾶται . Τὸ δὲ κρίκιον τοῦ χαλινοῦ αὐτοῦ | ||
| καὶ ἀποπαύειν πυρετούς . ] Κάχρυος σπέρμα μετ ' ἐλαίου συγχριόμενον , ἢ πύρεθρον μετ ' ἐλαίου θερμανθὲν καὶ ἐπιχρισθὲν |
| ὦμεν . κατὰ τοῦτο δ ' , οὔ φημι οὐδὲ συναινῶ . Τὰ ἐξ ἁμαξῶν : ἐπὶ τῶν ἀπερικαλύπτως σκωπτόντων | ||
| γενικὴν εὕρηται σπανίως . 〛 ὁμολογῶ σοι : Ἀντὶ τοῦ συναινῶ σοι . . συμφωνῶ σοι , ὅμοιά σοι λέγω |
| πρὸς ὑπόχυσιν ποιεῖ . ὡσαύτως καὶ ἡ τέφρα σὺν μέλιτι ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . διαχριομένη δὲ ὡσαύτως ἕλκη τὰ ἐν | ||
| μέλιτι ἄκρως ἰᾶται . Ἡ δὲ χολὴ σὺν ἀκάπνῳ μέλιτι ἐγχριομένη θεραπεύει ἀχλύν , ἄργεμα καὶ πτερύγια . ὁ δὲ |
| . ιγʹ Ὀδύνη δὲ λύπη εἰσδύνουσα καὶ ὀξεῖα . ιδʹ Ἀνία δὲ λύπη ἐξ ἀναλογισμῶν . ιεʹ Μεταμέλεια δὲ λύπη | ||
| ' ὃν ἀμπαύεται Λύπα , δι ' ὃν εὐνάζετ ' Ἀνία . τὸ μὲν οὖν πῶμα κερασθέν ἁπαλοὶ φέρουσι παῖδες |
| . χειμῶνα ] κλύδωνα . ἐλθεῖν ] ἐνταῦθα τὸ δαιμόνων κότωι . τελευτῆσαι ] λῆξαι . δαιμόνων ] τῶν θεῶν | ||
| ἔδωκαν ἀθάνατοι ἀνθρώποισι φωναῖς λιγυραῖς ἀεῖσαι : Φοῖβος δέ σε κότωι ἀναιρεῖ , Μοῦσαι δέ σε θρηνέουσιν . † ἐκκορὶ |
| διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ | ||
| βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα |
| Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην , καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ | ||
| Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , καὶ |
| , ἡ μετοχὴ ὁ ᾠδήκας τοῦ ᾠδήκαντος , ἡ δοτικὴ ᾠδήκαντι . ᾠδήκαντι : ἐξωγκωμένοι ἦσαν : τοιοῦτοι γὰρ οἱ | ||
| μετοχὴ ὁ ᾠδήκας τοῦ ᾠδήκαντος , ἡ δοτικὴ ᾠδήκαντι . ᾠδήκαντι : ἐξωγκωμένοι ἦσαν : τοιοῦτοι γὰρ οἱ κοπιῶντες . |
| κινήϲεωϲ οὕτωϲ : μέγαϲ μὲν καὶ ϲφοδρὸϲ καὶ ταχὺϲ καὶ πυκνὸϲ ὁ ϲφυγμὸϲ ὀξείαϲ ἂν εἴη νόϲου δηλωτικόϲ , ὁ | ||
| δὲ αὐτοῖϲ ἐϲχάτωϲ καρφαλέον ἐϲτίν , ὁ ϲφυγμὸϲ ἰϲχνὸϲ καὶ πυκνὸϲ καὶ ϲκληρόϲ . ἡ δὲ θερμαϲία κατὰ μὲν τὴν |
| καὶ χλιάνας ἐπίχριε παχύτατα καὶ ἐπιτίθει φύλλα τινὸς λαχάνου . Μάλαγμα τὸ Ἀμυθάονος πρὸς ἀγκύλας καὶ ἐσπασμένα ἄρθρα . Ἀμμωνιακοῦ | ||
| μίσγειν δὲ τὸ διὰ τῶν τηκτῶν ἐπὶ σκληρῶν ὄγκων . Μάλαγμα ποδαγρικοῖς ἀρθριτικοῖς σφόδρα γενναῖον : ἀπαλλάττει τῆς ὅλης διαθέσεως |
| γίνεται . γελασίνην λῆμμα καὶ ἀνάλωμα καὶ συμπαίζει καριδαρίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων , καὶ ψητταρίοις μετὰ κωθαρίων , καὶ | ||
| παρ ' οὐδενὶ τῶν Ἀττικῶν . Ἀναξανδρίδης : κορακινιδίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων . Ἀντιφάνης : θρᾷτταν ἢ ψῆττάν τιν |
| . ἡ βασίλεια , ἡ βασιλίς καὶ ἡ βασίλισσα . ἀπαιόλη ] σοφιστικὴ δύναμις καὶ παραλογιστική . τὸ “ ὥστε | ||
| ] : ἰστέον δὲ ὅτι ἀπὸ τοῦ ῥηθέντος αἰόλλω καὶ ἀπαιόλη γίνεται ἡ ἀπάτη καὶ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος : τέθνηκεν |
| γίνονται ιθʹ : τοσούτων ἔσται ποδῶν στερεῶν τὸ μάρμαρον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν Ϛʹ , πλάτος ποδῶν εʹ , πάχος | ||
| μετρήσεως τῶν μαρμάρων καὶ ξύλων καὶ λοιπῶν ἐλθεῖν ἀναγκαῖον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν ιγʹ , πλάτος ποδῶν δʹ , πάχος |
| . θέλει δὲ εἰπεῖν : τὴν πρὸς σὲ διάθεσιν καταλιποῦσα ἐξεβακχεύθη : τὸ σὸν λιποῦσα : ἀντὶ τοῦ φίλτρον . | ||
| ἐκεῖσε τίνι τρόπωι κατήραμεν ; ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις . Διόνυσος ἡμᾶς ὤλες ' , ἄρτι μανθάνω |
| ἀτιμάσαι προελθεῖν περαιτέρω . τὸ δὲ ἔτι θαυμασιώτερον προσετίθει . μέροπάς τινας οὕτω καλουμένους ἀνθρώπους οἰκεῖν παρ ' αὐτοῖς ἔφη | ||
| ἀτιμάσαι προελθεῖν περαιτέρω . τὸ δὲ ἔτι θαυμασιώτερον προσετίθει . μέροπάς τινας οὕτω καλουμένους ἀνθρώπους οἰκεῖν παρ ' αὐτοῖς ἔφη |
| πρότερον , ἀλλὰ νῦν τίς εἶ . πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ ' ἁρμόζου τύχην . } Ἀνὴρ γυναικὸς λαμβάνων συμβουλίαν | ||
| ζῆν τὸ μὴ ζῆν ἐστιν αἱρετώτερον . Τὸν καιρὸν εὔχου πάντοθ ' ἵλεων ἔχειν . Τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ ' |
| ' ἵππου ἁρμόζουσά πως τῷ πάθει τούτῳ καὶ ἀναφώνησις . Ἰσχιαδικὸν ἐπίθεμα . Πίσσης ξηρᾶς # δ , θείου ἀπύρου | ||
| καὶ ἐλαίου γο βʹ καὶ τὰ λοιπὰ ὡς προείρηται . Ἰσχιαδικὸν θαυμάσιον . Λιβάνου , εὐφορβίου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , |
| κακός . ! ! ! σοι φρ ! ! [ Σοφοῦ παρ ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν . μὴ πᾶσιν εἰκῆ | ||
| τὸ σοφὸν οὐκ αἰνῶ τόδε . Ἐκ τοῦ Ῥήσου : Σοφοῦ παρ ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν . Ἐκ |
| οἰκόσιτος ἡδὺ γίγνεται . Καὶ συμπαίζει καριδαρίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων , καὶ ψητταρίοις μετὰ κωθαρίων , καὶ σκινδαρίοις μετὰ | ||
| Λυκούγρῳ λέγων οὕτως : καὶ συμπαίζειν κορακινιδίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων . καὶ Ἀντιφάνης ἐν Τυρρηνῷ : δήμου δ ' |
| αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι . | ||
| πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν |
| δηλοῖ δὲ καὶ τὸ λακτίζειν , ὡς τὸ “ ἀπεπυδάρισα μόθωνα , περιεκόκκυσα ” παρὰ τοὺς πόδας . μόθωνα : | ||
| ] ἀπέπαρδον : δεῖ δὲ καὶ τῇ ἀληθείᾳ αὐτόν . μόθωνα ] φλυαρόν , ὑβριστήν . Γ περιεκόκκυσα ] ὑπερεῖδον |
| καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι τὴν Σελήνην κενοδρομοῦσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ | ||
| καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , |
| κατ ' ἀλλήλων ἄμφω τὼ ἀδελφὼ ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα | ||
| . Ξ ἀντροπαίᾳ ] ἀλλοιώσει . ἀντροπαίᾳ ] ἀνατροπῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ , ἀνατροπῇ . |
| . παρέπεται δὲ καὶ τοῖς τρυφῶσι καὶ πολλὰ ἐσθίουσι τὸ πέρδεσθαι . ἢ ὡς εὐρύπρωκτον αὐτὸν , ἢ ὡς τοῦτο | ||
| οὐρὰν ἐστραμμένον , καὶ τὸν ὄνον ἀλγεῖν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ πέρδεσθαι . Δημόκριτος δέ φησι , τὸν πληγέντα ὑπὸ σκορπίου |
| ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως . | ||
| . . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . . |
| τι κωλυθείημεν κενῶϲαι διὰ φλεβοτόμου , τοῖϲ ἄλλοιϲ δεῖ χρῆϲθαι βοηθήμαϲι τοῖϲ ἐκφράττουϲι καὶ τὸ πλῆθοϲ κενοῦϲι καὶ πραΰνουϲι τὸ | ||
| ϲυνουϲία ἐμποδίζεται . χρὴ μὲν οὖν τοῖϲ ἐπὶ τῆϲ κύϲτεωϲ βοηθήμαϲι χρῆϲθαι , ἐξαιρέτωϲ δὲ νῦν καὶ κατὰ τῶν ἰϲχίων |
| , ἀνειλκυσμένη . τὰ δὲ μέρη τούτων προείρηται . καὶ σάκον μὲν καὶ σακίον ἡ κωμῳδία , Ὑπερείδης δὲ ἐν | ||
| Χαλυβδικὸν στόμωμα . εἰ δὲ καὶ πλέγμα τι σπάρτινον ἢ σάκον σπάρτινον ἐθέλοις καλεῖν , καὶ πρὸς τοῦτο Κρατῖνός σοι |
| λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „ | ||
| δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς |
| Τοῦ κλέμματος . . τοιχωρύχε : Ὦ κλέπτη . . κλέπτα . . κλέπτα , κατ ' ἀστεϊσμόν . Θ | ||
| . σοφώτατε ] καὶ τοὺς κλέπτας σοφοὺς ἔλεγον . σοφώτατε κλέπτα ] περιττὸν τὸ κλέπτα : καὶ τοὺς κλέπτας σοφοὺς |
| ἂν πράγματος μὴ τὸ δυνατὸν ἡγῆται , τό γε λοιπὸν ὕθλοι καὶ σκιαί . νὴ Δί ' αἰσχρὸν γὰρ φυγεῖν | ||
| : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα πολὺν |
| κέαρ ὃ σημαίνει τὴν ψυχήν : καὶ τὸ τέμνω : κερτομεῖν οὖν , τὸ κέαρ τέμνειν . εἰσήρρησεν εἰσεφθάρη : | ||
| ' αἰεὶ τῶι θανόντι γίνεται . οὐ γὰρ ἐσθλὰ κατθανοῦσι κερτομεῖν ἐπ ' ἀνδράσιν . [ ] ρα [ ] |
| τοῦ Νέου Βόλου . περὶ τοῦ Κανώπου καὶ Κύβου καὶ Κρηνίδων . περὶ τοῦ * * ἐν τῷ καλουμένῳ Βαθεῖ | ||
| τοῦ Πόντου . Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου |
| τὸ νομίζω , ἄγω τὸ τιμῶ : καὶ ἄγω τὸ συντρίβω , ἀφ ' οὗ τὸ κατέαξαν , ἀντὶ τοῦ | ||
| αὐτόν . ἁλῶ ] κρατήσω . σε , νικήσω , συντρίβω . γρ . καὶ ” ἐπὶ ἅλω “ ἤγουν |
| καὶ πρόσωπα τύπτει καὶ [ ] πλοκαμοὺς ? ? ? σπαράσσει . νῦν ἔμαθον ἀληθῶς , ὅτι [ πλεῖον ] | ||
| με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] λόγον . |
| . ἄλλο . φύλλα μήκωνος καὶ σιδία σὺν παιπάλῃ κριθίνῃ ἐπιτίθετι . ἄλλο . ῥόδα ἑψήσας καὶ τρίψας κατάπλασσε . | ||
| ἐπιτίθει . ἄλλο . ἄρτον μετὰ περδικιάδος χλωρᾶς ἅμα κηρωτῇ ἐπιτίθετι τὴν ἡμέραν . ἄλλο . ἄρτον σὺν μελικράτῳ ἢ |
| μ ' ἀπόκτειν ' : ἅλις ὑπ ' Ἀργείας χερὸς τέθνηχ ' ὁ τλήμων : τὰ δὲ παρόντ ' ἔα | ||
| ὡς ? οἰκτρά , πάππα φίλτατε [ ] ! ! τέθνηχ [ ] ' ; ὑφ ' οὗ θ ' |
| α : ὀπτήϲαϲ ϲυμμέτρωϲ δίδου εἰϲ κονδῖτον # α . Ϲκαμμωνίαϲ # α , πεπέρεωϲ # α , ἐπιθύμου , | ||
| τὸ ἥμιϲυ . Ἄλλο καθαῖρον μέλαιναν χολὴν καὶ ξανθήν . Ϲκαμμωνίαϲ # αϲ ἐπιθύμου # αϲ πετροϲελίνου ζιγγιβέρεωϲ ἡδυόϲμου ἀνὰ |
| . ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό τινων καὶ μεθύων . Σύμμαχος τὸ “ βρύλλων | ||
| Γ εὐπαράγωγος ] εὐπειθής . εὐπαράγωγος ] εὐκόλως πιθόμενος καὶ ἐξαπατώμενος . καὶ παράγεται ἀντὶ τοῦ ἐξαπατᾶται . Γ εὐπαράγωγος |
| ὡϲ κἂν μόνον προϲθίγῃ τῷ ἄϲθματι , βλάπτειν τοὺϲ πληϲίον γινομένουϲ . πλείονα δὲ περὶ τοῦ ζῴου ἱϲτορούμενα παραπέμπομαι , | ||
| . πρὸϲ δὲ τοὺϲ χρονίουϲ ἤχουϲ ἐπὶ πάχεϲι καὶ γλίϲχροιϲ γινομένουϲ χυμοῖϲ ὄξει καὶ νίτρῳ καὶ μέλιτι κλύζε . Ἄλλο |
| ' ὅτι χαίρω πόλλ ' ἀκούων καὶ κακά ; ὦ λακκόπρωκτε . πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις . τὸν πατέρα τύπτεις | ||
| : καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα |
| Ἐχίνου θαλασσίου ἡ σὰρξ ἐσθιομένη κοιλίαν μαλάσσει καὶ νεφροὺς καὶ λιθουρίαν ἄκρως θεραπεύει σὺν κονδίτῳ λαμβανομένη . αὐτὸς δὲ ὁ | ||
| . τῆς νόσου . τοῦ Ἱέρωνος νοσήσαντος . ὅτι διὰ λιθουρίαν φορείῳ φερόμενος ἐνίκα τὰς μάχας ὁ Ἱέρων . παραβάλλων |
| , καὶ τὸ ερι , καὶ τὸ ζα . τὰ λάπτω οὖν δηλοῖ τὸ λίαν ἅπτεσθαι . λάπτοντες , οἷον | ||
| , τινὰς γὰρ ἡμέρας τοῦ μηνὸς ἱερὰς εἶχον Ἕλληνες . λάπτω . τὸ ἀναρροφῶ : κυρίως ἐπὶ κυνός . τὸ |
| ὁ χορὸς , στέναζε καὶ δακνάζου : παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] | ||
| Σαλαμῖνος : ἐκαλεῖτο γὰρ οὕτω . . δακνάζου ] ἤτοι δάκνου κατὰ παραγωγήν . . οὐράνια ] μεγάλα , ὑπερβολικά |
| ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν | ||
| αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς . |
| ἀνήθου καὶ τήλεωϲ καὶ ἀλθαίαϲ ῥίζηϲ κλύϲμαϲί τε μαλακοῖϲ καὶ ἐνέμαϲι δι ' ἐλαίου καὶ μήκωνοϲ καὶ ϲτέατοϲ χηνόϲ : | ||
| ἀμιγὴϲ ἡ κόπροϲ διεξέρχοιτο , τῶν παχέων ἐϲτὶν ἐντέρων τοῖϲ ἐνέμαϲι μᾶλλον πειθομένη . ὅταν δὲ πολλοῦ κατὰ μόναϲ ἔκκριϲιϲ |
| τοῖς θηριοδήκτοις δυνάμενα τὴν χρῆσιν παρέχειν . Σέρις τοίνυν καὶ ἐρείκη καὶ ἀστράγαλος πινόμενα μετ ' ὄξους , πᾶσι τοῖς | ||
| . κατασχίζουσαι . κατασχίζουσαι , κατακόπτουσαι : ἔστι δὲ φυτὸν ἐρείκη εὔσχιστον . σχίζουσαι , διακόπτουσαι . σχίζουσαι καὶ ἀποκόπτουσαι |
| μιαρώτατ ' ἀνθρώπων ; Ἐγώ ; ἔκρινα νικᾶν Αἰσχύλον . Τιὴ γὰρ οὔ ; Αἴσχιστον ἔργον προσβλέπεις μ ' εἰργασμένος | ||
| μαγειρικῶς σφάξεις τὸν οἶν . Ἀλλ ' οὐ θέμις . Τιὴ τί δή ; Οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς , |
| σοί ἐστιν ἡ δύναμις ; ὅτι ξύεις τοῖς ὄνυξι καὶ δάκνεις τοῖς ὀδοῦσι ; τοῦτο καὶ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ μαχομένη | ||
| ὧν ἴσμεν οὐχ ὅτι ῥᾳθυμεῖς , ἀλλ ' ὅτι μὴ δάκνεις , ἐγκαλῇ . σὲ δὲ μηδὲν μεταβαλλέτω μηδὲ λυπείτω |
| καμάτου ἐπιδεύεται , ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος | ||
| δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργειφόντῃ , ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον , ὅτε μνησαίατο κοίτου . * ) ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἔθος . |
| καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι | ||
| χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι . |
| λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Ἀθηναίαις αὐταῖς τε καὶ ταῖς ξυμμάχοις . πάλιν | ||
| λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . Ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Εὐθὺς γὰρ ὡς ἐβαδίζομεν ἐν Ἄγρας . Ἀθηναίαις |
| ' ἀρχὰϲ μὲν οὖν ἐντυχόντεϲ τῷ κάμνοντι μετὰ τὴν τῶν ϲκυβάλων διὰ κλυϲτῆροϲ κένωϲιν φλεβοτομίαν ἀπ ' ἀγκῶνοϲ παραλάβωμεν μετὰ | ||
| ἐλάχιϲτον καὶ γίγνεται χρήϲιμον ἐπὶ τῶν διὰ ἕλκωϲιν ἐντέρων κατεχομένων ϲκυβάλων καὶ ἐπὶ τῶν ῥυπαρῶν ἑλκῶν ἐν τοῖϲ ἐντέροιϲ . |
| , ἐπικρατήσαντος δὲ τοῦ Καίσαρος ἀνεβόησαν ἥδιστον καὶ αὐτὸν ἅμα εὐφήμουν οὐ προσέμενον . Ὁ δέ , εἴτε ἀπογνούς , | ||
| μετὰ Φαμέου : καὶ ὁ στρατὸς ἐπὶ τὴν ναῦν καταθέοντες εὐφήμουν τὸν Σκιπίωνα καὶ ηὔχοντο ὕπατον ἐς Λιβύην ἐπανελθεῖν ὡς |
| ἀποκρύψας συνέταξεν , ὅταν ἴδωσι πέλτην χαλκῆν ἀρθεῖσαν , ἐκδραμόντας ἀναιρῆσαι πάντας τοὺς ἠθροισμένους . ἀνεδείχθη μὲν ἡ πέλτη , | ||
| γυναι - κείας φύσεως . ἔδει γὰρ πρῶτον λογισμῷ τινι ἀναιρῆσαι τὸ εἶναι αὐτὰς , εἶθ ' οὕτως ἄρξασθαι τῶν |
| χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀπερισκέπτως τι ποιούντων , καὶ | ||
| ἂν ῥηθείη . Ἄρεος νεοττόν : ἐπὶ τῶν φιλοπολέμων . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ |
| δ ' ἁδελφὴ ' ποιήσει τοῦτό σοι ἀντάλλαγόν γ ' ἕξουσα τούτῳ διδομένη . Μάγειρ ' , ἀηδής μοι δοκεῖς | ||
| τὸν ὅρμον ἔσχε Λάβδακος . [ ἐδέξατ ] ' οὖν ἕξουσα δύσφημον [ κλέος ; [ ἐδέξαθ ] ' , |
| πληϲίον τόπουϲ τῶν ὀφθαλμῶν . θεραπευτέον δὲ καὶ τὰϲ τοιαύταϲ νομὰϲ τῇ προειρημένῃ διαίτῃ χρωμένουϲ , πλὴν τοιαῦτα διδόναι ὅϲα | ||
| διδόντεϲ . καὶ μέντοι καὶ πρὸϲ τὰϲ δυϲεντερικὰϲ ἑλκώϲειϲ καὶ νομὰϲ χρώμεθα ἐνιέντεϲ δι ' ἀρνογλώϲϲου χυλοῦ καὶ μάλιϲτα ἐπὶ |
| προϲαντλούμενοι ὠφελοῦνται καὶ γυναιξὶ ῥοώδεϲι καὶ κιττώϲαιϲ ἁρμόζει καὶ τοῖϲ λύζουϲι καὶ τοῖϲ ϲτόμα δυϲῶδεϲ ἔχουϲι ψυχρὸν πινόμενον , χλιαρὸν | ||
| κάτω : ὅτε δὲ καὶ εὐφορωτέρα ἡ κάθαρϲιϲ γίγνεται , λύζουϲι κούφωϲ καὶ τὸ πρόϲωπον ἐνερευθὲϲ ἔϲται . εὐκόλωϲ δὲ |
| Μίδας ” . πέμπτον κατὰ ὑποκορισμόν , ὡς τὸ “ Σωκρατίδιον ” , “ Εὐριπίδιον ” . ἕκτον κατὰ ἐναλλαγήν | ||
| . ἀντὶ τοῦ μεγάλως . ἀττικὴ ἡ φράσις . ὦ Σωκρατίδιον : ἀπὸ τοῦ ὑποκοριστικοῦ διαβάλλει τοῦτον . ὦ ' |