, συνίστορας ἡγούμενος αἰσχροῦ φόβου καὶ ἑτέροις ἐξαγγελεῖν , ἀπέκτεινεν ἀθεμίστως , καὶ ἀπὸ τοῦδε εὐθὺς ἐκ μεταβολῆς ὠμὸς καὶ
καὶ ἔστι : τὸ γὰρ πᾶν τοῦ Διὸς σέβας παρεξέβησαν ἀθεμίστως οἱ περὶ τὸν Αἴγισθον . παρεκβάντες ] ἀντὶ παρεξέβησαν
6368810 ΗΔΚ
τῇ ὑπὸ ΔΚΜ , ἡ δὲ ὑπὸ ΗΒΚ τῇ ὑπὸ ΗΔΚ : μείζονα ἄρα λόγον ἔχει καὶ ἡ ΔΘ πρὸς
ἤπερ ἡ ὑπὸ ΗΘΚ γωνία πρὸς τὴν διπλῆν τῆς ὑπὸ ΗΔΚ , τουτέστιν τὴν ὑπὸ ΗΕΚ . λόγος δὲ τῆς
6272942 δερηι
: οὐδὲν σοῦ ξίφει λελείψομαι : ἀλλ ' ἀμφιθεῖναι σῆι δέρηι θέλω χέρας . τέρπου κενὴν ὄνησιν , εἰ τερπνὸν
σωτηρία . ] ἔχεσθ ' ἔχεσθε , φάσγανον δὲ πρὸς δέρηι βαλόντες ἡσυχάζεθ ' , ὡς εἰδῆι τόδε Μενέλαος ,
6239934 ἁρπαγηι
τῆς χώρας εἰς ὃν βούλεται τόπον : ἐπακολουθοῦσι δὲ τῆι ἁρπαγῆι οἱ παραγενόμενοι : ἑστιαθέντες δὲ καὶ συνθηρεύσαντες δίμηνονοὐ γὰρ
ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῆι σώματος , ὧι κέχρηται Ἠὼς ἁρπάζουσα τὸ σῶμα τὸ
6149352 εὐρυβιαν
κατὰ τὴν Ἐπίδαυρον , τὸν Ποσειδῶνα τὸν ἑαυτοῦ πάππον τὸν εὐρυβίαν , ἤγουν τὸν κατὰ πολὺ ἰσχυρόν , καὶ τὸν
ἔν θ ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον , ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν . ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνήρ
6142260 ἀτρεστον
τριετῆ παῖδα δόμῳ λιπόμαν . * Ἀμύντου † τασπσαρος ! ἄτρεστον Λακεδαίμονα , τᾶς χέρα μούνας πολλάκισανποσι ? ! !
σαφῆ : καὶ ὁ Εὐφορίων ἀτρέα δῆμον Ἀθηνῶν ἀντὶ τοῦ ἄτρεστον καὶ ἄφοβον . ὅλως τε πολὺς ὁ κίνδυνος ἐν
6097367 ἀειζων
. . γίνεται ἡ αἰτιατικὴ ζών , καὶ κατὰ σύνθεσιν ἀείζων , ὡς Αἰσχύλος Γλαύκωι Ποντίωι : ὁ τὴν ἀείζων
δ ' ἐστὶ τοῦ θυμοῦ τροφή . ἐν βροτοῖς αὐδώμενος ἀείζων πένθος ἀντίον δορὸς ὀρνύμενος Ἀχιλλέως μισῶ παρ ' ἐχθρῶν
6074991 φωσφορους
, θυμοῦ πνέοντες ὥσπερ ἄκριες ζάλης . Ὁ λαμπάδας δὲ φωσφόρους κακοχρόους καιροῖς ἀνίσχων καὶ καταστέλλων πάλιν λουτροῖς κατημαύρωσε τὰς
ὄντως γλυκύτερον τῶν ἰσχάδων . Ἐκφέρετε πεύκας κατ ' Ἀγάθωνα φωσφόρους . Ἐχθρὸν νέᾳ γυναικὶ πρεσβύτης ἀνήρ . Βέβαιον ἕξεις
6041668 Ἀτα
. καλείσθω δὲ κυβερνήτης . . . καὶ κατ ' Ἀτα ὁ ποδοχῶν ἢ μᾶλλον κατ ' ἐμὲ ὁ ποδηγῶν
τοῦ ἔντιμον . οὕτως Ἀ . . μεθέορτοι ἡμέραι κατὰ Ἀτα . καλείσθω δὲ κυβερνήτης . . . καὶ κατ
6037015 πεμπεις
τοιαύτης δέομαι μαντικῆς , ᾗ πεισθεὶς βιώσομαι ἀσφαλῶς . Ποῖ πέμπεις τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος ; τίνας ὁδούς ; ἐπὶ
προσπόλους φέρειν τάδε . τί δ ' οὐχὶ θυγατρὸς Ἑρμιόνης πέμπεις δέμας ; ἐς ὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλόν .
6033457 δικᾳ
τίκτ ' ἐπὶ ῥ̄ηγμῖνι πόντου . αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον , πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον
: τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ , καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι , ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς , λυτηρίοις μηχαναῖς
6020892 κατακοπεντα
' ἧς ἔπλεε Πυθέης ὁ Ἰσχενόου , τὸν οἱ Πέρσαι κατακοπέντα ἀρετῆς εἵνεκα εἶχον ἐν τῇ νηὶ ἐκπαγλεόμενοι : τὸν
μὲν δὴ παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες οὐκέτι περιεόντα ἀλλὰ πρῶτον κατακοπέντα , αὐτὸν δὲ Ψαμμήνιτον ἀναστήσαντες ἦγον παρὰ Καμβύσην :
6010357 ἐρεμνον
ξίφος , ἔσχε δ ' ἐρωήν : τοῦ γὰρ ζῆλον ἐρεμνὸν ἀπώσατο καί οἱ ἔνερθεν ἡδὺν ἐφ ' ἵμερον ὦρσε
, ἐν δ ' ἑλίκεσσι βουσὶ καὶ κλυτοῖς πεσὼν αἰπολίοις ἐρεμνὸν αἷμ ' ἔδευσα . Τί δῆτ ' ἂν ἀλγοίης
6004544 ἡσται
Σώπατρος λέγων φησί : δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . καὶ
ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων . δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . βαυκαλὶς
5967157 ἐλσας
τρόπιδι . . . . . . . . Ζεὺς ἔλσας . † ) Ζηνόδοτος ἐλάσας γράφει . οἱ δὲ
, οὕτω λοιπὸν κατεσκεύαζε τὸ θεῖον τοῦ Διὸς ἄλσος . ἔλσας ὅλον στρατόν : ὁ Ἡρακλῆς . συνδήσας . συγκλείσας
5961851 ἐνοπας
, πουλυσθενές , ὀβριμόθυμε θεά , κλύε σῶν ἱερῶν μερόπων ἐνοπάς . μέγα σὸν κράτος , ὀλβιόφρον Ποδάγρα , τὰν
λατρεύματα σχεῖν : ἐπὶ δ ' ἔσεισεν κόμαν παῦσαι νυχίους ἐνοπάς , ὑπὸ δ ' ἀλαθοσύναν νυκτωπὸν ἐξεῖλεν βροτῶν ,
5960925 τοξοφορον
ἐπ ' Αἰγαῖον θαμά : τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο μιχθείς τοξοφόρον τελέσαι γόνον [ [ ! [ α [ !
στῆσαι βάσιν . Πρόβαινε ποσὶ τὸν Εὐλύραν μέλπουσα καὶ τὴν τοξοφόρον Ἄρτεμιν , ἄνασσαν ἁγνήν . Χαῖρ ' , ὦ
5959610 χθονιον
. τοῖς γὰρ θανοῦσι χρὴ τὸν οὐ τεθνηκότα τιμὰς διδόντα χθόνιον εὐσεβεῖν θεόν . βέβηκ ' ἀδελφὴ σὴ δόμων ἔξω
μὲν οὐράνιον , τὸν δὲ χθόνιον . καὶ τὸν μὲν χθόνιον ἀνιέναι τὴν γένεσιν ἐκ τῆς γῆς , εἶναι δὲ
5955086 ἀπτολεμον
Νεῖλος ἄνακτα καὶ δάμαρ ἡ χρυσέοις ? ? πήχεσι λουομένη ἀπτόλεμον καὶ ἄδηριν ἐλευθερίου Διὸς ὄμβρον , ἀτρεκὲς ? ἐσβέσθη
ἀλκὴν μέν μοι πρῶτον ὀνείδισας ἐν Δαναοῖσιν , φὰς ἔμεν ἀπτόλεμον καὶ ἀνάλκιδα . ταῦτα δὲ πάντα ἴσας ' Ἀργεῖοι
5932941 ὀχημ
καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα . Ὦ Θρασύβουλ ' , ἐρατᾶν ὄχημ ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω μεταδόρπιον . ἐν ξυνῷ
ἀπειρηκὸς σῶμ ' ἀναπαύσω . ἒ ἔ : ὦ στυγνὸν ὄχημ ' ἵππειον , ἐμῆς βόσκημα χερός , διά μ
5932001 παρθενωσι
παρθένον Πισάτιδα ἐκτήσαθ ' Ἱπποδάμειαν , Οἰνόμαον κτανών , ἐν παρθενῶσι τοῖσι σοῖς κεκρυμμένην . ὦ φίλτατ ' , οὐδὲν
χρανθεῖς ' ἄλεκτρος ἀνδρός : πατὴρ δέ μιν κλῄσας ἐν παρθενῶσι σφραγῖσι δέμας φυλάσσει . ταῦτ ' ἐτήτυμα μαθεῖν θέλω
5929690 ἀναγκᾳ
ἀλλ ' ᾧτινι μὴ λιπότεκˈνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ , ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν : τὸ γὰρ πρὶν
Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτˈρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ : ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί , ἴσαις δ '
5928363 Δικας
Βρύας , Ἕλανδρος , Ἀρχέμαχος , Μιμνόμαχος , Ἀκμονίδας , Δικᾶς , Καροφαντίδας Συβαρῖται Μέτωπος , Ἵππασος , Πρόξενος ,
] , Ἕλανδρος , Ἀρχέμαχος , Μιμνόμαχος , Ἀκμονίδας , Δικᾶς , Καροφαντίδας [ ? ] . Συβαρῖται Μέτωπος [
5904032 θαητον
ἐμάν τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις , νέαισίν τε
ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας δρυός , αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος , καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ '
5902390 ἀμαρ
εἶπεν ὑπέρ μευ , καὶ ταῦτ ' ἆμαρ ἐπ ' ἆμαρ ὁρεῦσά με λεπτύνοντα . φασῶ τὰν κεφαλὰν καὶ τὼς
ἀλλοδαπαῖς σπέρμ ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες : τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν
5895768 Τροιαι
ποίων ὕπο ; ἄγετε τὸν ἁβρὸν δή ποτ ' ἐν Τροίαι πόδα , νῦν δ ' ὄντα δοῦλον , στιβάδα
ἐπεὶ σὺ μὲν πέφυκας ἐν Σπάρτηι μέγας , ἡμεῖς δὲ Τροίαι γ ' . εἰ δ ' ἐγὼ πράσσω κακῶς
5887057 εὐρυχορῳ
πόλιν τε : οἳ πρὶν μέν ποτ ' ἔναιον ἐν εὐρυχόρῳ Ὑπερείῃ , ἀγχοῦ Κυκλώπων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων , οἵ σφεας
καλέεσκον : ἀγειρομένη δὲ γέροντας ἠέ που εἰν ἀγορῇ ἢ εὐρυχόρῳ ἐν ἀγυιῇ , δημοτέρας ἤειδεν ἐπισπέρχουσα θέμιστας . Οὔπω
5876216 κλεινοτατον
τὸν δὲ τροχὸν γαίας τε καμίνου τ ' ἔκγονον εὗρεν κλεινότατον κέραμον , χρήσιμον οἰκονόμον , ἡ τὸ καλὸν Μαραθῶνι
μειχθεὶς ἐν φιλότητι Κορωνίδι τῇ Φλεγύαο Ἰὴ Παιᾶνα Ἀσκληπιὸν δαίμονα κλεινότατον , ἰὲ Παιάν . Τοῦ δὲ καὶ ἐξεγένοντο Μαχάων
5873040 ἐντιμοις
ἀποκρίσεσι : τιμᾷ δὲ καὶ δώροις αὐτὸν φιλοτίμοις τε καὶ ἐντίμοις , καὶ τέλος πατριάρχην καθίστησι καὶ ἀρχιερέα Χριστιανοῖς πολλαῖς
χαῦνοι εἰς μέσον φέρουσιν αὑτῶν τὴν ἠλιθιότητα , ἐπιχειροῦντες τοῖς ἐντίμοις , ὧν οὐδὲν αὐτοῖς μέτεστι . καὶ γὰρ λέγειν
5869797 ἐδοξ
Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν , ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν . ἔδοξ ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις , ἐσλόν γε φῶτα καὶ
ξένῳ πατήρ με τῷδ ' ἔδωκεν εὐνέτιν . * * ἔδοξ ' ὄρους κατ ' ἄκρα Σιναίου θρόνον μέγαν τιν
5869272 στρατηλατην
Σκιρωνίσιν , δεσμοῖς τε δήσας χεῖρας ἀκροθίνιον κάλλιστον ἥκει τὸν στρατηλάτην ἄγων τὸν ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι
ἄνδρ ' ἀπόντ ' ἐκ δωμάτων πάσης ὑπὲρ γῆς Ἑλλάδος στρατηλάτην προύδωκε κοὐκ ἔσως ' ἀκήρατον λέχος : ἐπεὶ δ
5863770 διαπρεπον
τὴν ψυχὴν εἶναι ἐράσμιον : τί τὸ ἐπὶ πάσαις ἀρεταῖς διαπρέπον οἷον φῶς ; Βούλει δὴ καὶ τὰ ἐναντία λαβών
. ἔθετ ' ] ἐποιήσατε . ἄελπτον ] ἀνέλπιστον . διαπρέπον ] μέγα . δέδορκεν ] ἐθεάσατο . ἄτα ]
5835165 γεγωνε
βαρύτονον Αἰολικῶς κλίναντες γεγώνειν ὡς ἀκούειν , γινώσκειν ἐκφέρουσι : γέγωνέ τε πᾶν κατὰ ἄστυ . εἰσὶ δὲ οἳ ἀπὸ
χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει : σμερδαλέον δ ' ἐβόησε γέγωνέ τε πᾶσι θεοῖσι : “ Ζεῦ πάτερ ἠδ '
5832122 Ἀλφεῳ
. τερπνᾶς δ ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας , Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον
ἀπὸ γὰρ τοῦ ποταμοῦ τὸ χωρίον ἀκουστέον . Παρ ' Ἀλφεῷ ] * . . . σημαίνει τὸ ὃ ἄρθρον
5824449 καλεω
ἀτρεκέως Φαέθοντος ἐράσσατο , τίκτε σε μήτηρ . τούνομά σευ καλέω παναοίδιμον Ἀφρογενείην : ῥηιδίως Παφίης πολυήρατος [ ] ἔπλεο
, ἐλθεῖν εὐάντητον ἐπ ' εὐιέρωι σέο μύστηι . Θεσμοφόρον καλέω ναρθηκοφόρον Διόνυσον , σπέρμα πολύμνηστον , πολυώνυμον Εὐβουλῆα ,
5823433 φειδεο
αὐτὰρ ὁ πρέσβυς μειδιάων κίνησε κάρη καὶ ἀμείβετο παῖδα : φείδεο τᾶς θήρας , μηδ ' ἐς τόδε τὤρνεον ἔρχευ
, ὤ , ἰὴ Παιὼν [ ὦ ] ἄναξ Ἄπολλον φείδεο κούρων φείδεο [ [ ] . . [ ]
5823287 ἐκυκα
, ἀπόλωλ ' Ἀθηναίοισιν ἁλετρίβανος , ὁ βυρσοπώλης , ὃς ἐκύκα τὴν Ἑλλάδα . Εὖ γ ' , ὦ πότνια
, ἐκ δ ' ἀφάντοις [ [ ] ! ! ἐκύκα θυέλλαις [ ] φ ? [ . . .
5823051 φρουρον
: εἰ δὲ δίκην βλάπτοι , πουλὺ χερειοτέρη . τὸν φρουρὸν φρουρεῖν χρή , τὸν ἐρῶντα δ ' ἐρᾶν .
, καὶ τὸν Αἰακόν , ὅσπερ ἐν Αἵδου λέγεται , φρουρὸν ἡγεῖσθαι τουτωνὶ τῶν πυλῶν εἶναι , τεθνεῶτι γὰρ δὴ
5822525 γᾳ
] κατά . πρῶν ' ] ἐξοχήν . . τᾷδε γᾷ ] τῇ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι
ἀνδρῶν , εἰ θεοὶ θεοί , τούσδ ' ὀλέσειαν ἐν γᾷ . ἕκτον λέγοιμ ' ἂν ἄνδρα σωφρονέστατον ἀλκήν τ
5821107 ἀμειλικτον
περὶ τῶν λοιπῶν διεξίω , ἱκανῶν καὶ ὡσαύτως ὄντων καὶ ἀμείλικτον διαθρύψαι καρδίαν , μή τί γε τὴν σήν ,
πρὸς Ἀθηναίους , διὰ σίτου ἀποπομπῆς ἀμοιβαῖον αἰτοῦντες , καὶ ἀμείλικτον ἄρχοντα τοῦτον ἐκβαλόντες . Ἄλλως . ὅτε Ξέρξης ἐπ
5820402 Ἐρυμανθιον
θηλυκὸν Ἐρυμανθίς , ὡς Βοιωτός Βοιωτίς . ἔστι καὶ οὐδέτερον Ἐρυμάνθιον . Ἐρυμναί , πόλις Λυκίας . Ἀλέξανδρος ἐν πρώτῃ
ἐκόμισεν ἔμπνουν εἰς Μυκήνας . τέταρτον ἆθλον ἐπέταξεν αὐτῷ τὸν Ἐρυμάνθιον κάπρον ζῶντα κομίζειν : τοῦτο δὲ τὸ θηρίον ἠδίκει
5813658 πατρωιαι
ὦ τεκοῦσα , καὶ σύ , σύγγονε , ἐν γῆι πατρώιαι , καὶ πόλιν θυμουμένην παρηγορεῖτον , ὡς τοσόνδε γοῦν
: . . . . δημιουργὸν γὰρ γενέσθαι τὸν Σωκράτην πατρώιαι τέχνηι χρώμενον τῆι λατυπικῆι Ἀριστόξενος ἱστορεῖ : καὶ Τίμαιος
5812999 εὐιππου
Θήρῃ , ” τοτὲ δὲ τῆς Θήρας μνησθείς ” μήτηρ εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης „ . „ ἔστι δὲ μακρὰ ἡ
τοῦ σώματος ἐπαρκοῦμεν , ὅταν ὦμεν ἀνώδυνοι . τὸν μὲν εὐίππου θυγάτηρ : τὸν Ἀσκληπιὸν οἱ μὲν Ἀρσινόης , οἱ
5809956 ἰφθιμη
μακρὴν ἧστο κάτω ὁρόων , ποτιδέγμενος εἴ τί μιν εἴποι ἰφθίμη παράκοιτις , ἐπεὶ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν . ἡ δ '
οἱ ἔριφοι , καὶ ἡ αἲξ ἀπὸ τούτου ὠνομασμένη . ἰφθίμη ἀγαθή . ἔστι δὲ καὶ ὄνομα κύριον Ἰφθίμη ,
5808259 λοιβαισι
ῥείθροις δέξεται τέγγων χθόνα . οὗ σῆμα δωμήσαντες ἔγχωροι κόρης λοιβαῖσι καὶ θύσθλοισι Παρθενόπην βοῶν ἔτεια κυδανοῦσιν οἰωνὸν θεάν .
ἑστάτω . Ἡμεῖς δὲ πατρὸς τύμβον , ὡς ἐφίετο , λοιβαῖσι πρῶτον καὶ καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες , εἶτ ' ἄψορρον
5794601 τινασσων
δίφροι πεπονήατο δηριόωντε : καὶ τοῦ μὲν προπάροιθε Πέλοψ ἴθυνε τινάσσων ἡνία , σὺν δέ οἱ ἔσκε παραιβάτις Ἱπποδάμεια :
κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων , εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ , ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης βαθὺ χεῦμα
5788062 δυνασιν
Ἀρετᾶς σθένει τι πρόσωπον , ὁπότε τὸ μὲν ἄσεπτον ἔχει δύνασιν , ἁ δ ' Ἀρετὰ κατόπισθεν θνατοῖς ἀμελεῖται ,
ἀνήρ μέτˈρον . ἴυξεν δ ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει δύνασιν Αἰήτας ἀγασθείς . πρὸς δ ' ἑταῖροι καρτερὸν ἄνδρα
5780365 νεφεληγερεταο
καὶ πίσεα ποιήεντα . ἐλθόντες δ ' ἐς δῶμα Διὸς νεφεληγερέταο ξεστῇς αἰθούσῃσιν ἐνίζανον , ἃς Διὶ πατρὶ Ἥφαιστος ποίησεν
! ! ! ! ! ! ] Διὸς ? ? νεφεληγερέταο ! ! ! ! ! ] ! ιαυηφράσσασθαι ?
5777215 ἀωτεις
ἄνθος δηλοῖ ἱμάτιον , δέρμα ' . . . . ἀωτεῖς : Ὅμηρος : τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς ; ἀντὶ
. . . ἀωτεῖς : Ὅμηρος : τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς ; ἀντὶ τοῦ τὸ κάλλιστον τοῦ ὕπνου ἀπανθίζῃ καὶ
5768109 Σεμελας
! ? φθονερ [ δόξα τ ' ἀεικής ! [ Σεμέλας ] ? δ ' ε [ χόμεθ ? ?
ἆ , πῦρ οὐ λεύσσεις , οὐδ ' αὐγάζηι τόνδε Σεμέλας ἱερὸν ἀμφὶ τάφον ἅν ποτε κεραυνοβόλος ἔλιπε φλόγα Δῖος
5762142 κλυταν
ἐστιν ἀρχή : Δεῦτ ' ἐν χορὸν Ὀλύμπιοι ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν θεοί , πολύβατον οἵ τ ' ἄστεος
οὕτως ἀποδοτέον : σὺ Ἄπολλον ἐρωτᾷς με , εἰ ὅσια κλυτὰν χεῖρά οἱ προσενεγκεῖν , ὁ πᾶν τὸ ἐσόμενον εἰδώς
5758507 φερηι
θεῶν , Ὁσία δ ' ἃ κατὰ γᾶν χρυσέαι πτέρυγι φέρηι , τάδε Πενθέως ἀίεις ; ἀίεις οὐχ ὁσίαν ὕβριν
γενναίοισι δούλοις εὐκλεέστατον θανεῖν . ἐπίσχες ὀργὰς αἷσιν οὐκ ὀρθῶς φέρηι , Θεοκλύμενε , γαίας τῆσδ ' ἄναξ : δισσοὶ
5749205 δηιοτητα
ἐφανδάνει , οὔτι μεγαίρω , κτεῖνέ τε καὶ Κόλχοισιν ἀείρεο δηιοτῆτα . ” Ὧς τώγε ξυμβάντε μέγαν δόλον ἠρτύναντο Ἀψύρτῳ
πάις ξανθοῦ Ἀχιλῆος : Ὦ γέρον , ἡμετέρην ἀρετὴν ἀνὰ δηιοτῆτα Αἶσα διακρινέει κρατερὴ καὶ ὑπέρβιος Ἄρης . Ὣς εἰπὼν
5748072 ἀργαλεῳ
ἀμφὶ δ ' ἑταῖροι εἵαθ ' , ὃ δ ' ἀργαλέῳ ἔχετ ' ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων αἷμ ' ἐμέων ,
ἱστὸς ἐντίθεται : ἀλλά με δεσμῷ δῆσαν τ ' ἐν ἀργαλέῳ , ὄφρ ' ἔμπεδον αὐτόθι μείνω , ὀρθὸν ἐν
5741292 λιγυ
ὡς Ὅμηρος [ δ ] : ἀλλ ' αἰεὶ Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους . τὸ φύσει
λαμβάνει : διὸ καὶ ἀνεμώδης τουτέστι πνευματική . ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα .
5734079 στεγος
δόμους : φρούρει δέ μοι μή ς ' αἰθαλώσηι πολύκαπνον στέγος πέπλους . θύσεις γὰρ οἷα χρή σε δαίμοσιν θύη
. ἀλλ ' ἄγε , Πέρσαι , τόδ ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον , φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον θώμεθα , χρεία
5726419 ἀφερτον
, ἐπεὶ διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν , πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον : λιτᾶν δ ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν :
] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας . σπαρνὰς ] σπανίους . ἄφερτον ] βαρύν . οὐκ ἀναίνομαι ] ἀλλὰ χαίρω ἐν
5723067 ἠδικημενη
ἕκατι παῖδ ' ἐμὴν διώλεσεν . ἐπὶ τοῖσδε τοίνυν καίπερ ἠδικημένη οὐκ ἠγριώμην οὐδ ' ἂν ἔκτανον πόσιν . ἀλλ
καθ ' ἡμῶν . ὑπὸ τούτων , ὦ πάτερ , ἠδικημένη πέφευγα . Δεινὰ ταῦτα , ὦ θύγατερ . ἀλλὰ
5720455 προσευξομαι
παραγγείλαντος ] εἰπόντος . αὖθις ] ἤγουν μετὰ ταῦτα . προσεύξομαι ] διὰ τὴν νίκην . ἀκοῦσαι ] σέ .
παρ ' αὐτὸν τὸν θάλαμον Τύχῃ καὶ Ἔρωτι καὶ Γενεθλίοις προσεύξομαι : τῷ μὲν τοξεύειν εἰς τέλος , τῇ δὲ
5718173 δυσμορον
ἔσπασεν αἰχμήν : ὣς ἄρα καὶ μύραιναν ἕλεν χόλος ἀφραδίῃσι δύσμορον , αὐτοτύποισιν ὑπ ' ὠτειλῇσι δαμεῖσαν . τοίην που
' ἄφαντον ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς , ἐν ᾗ Κυφαίων δύσμορον στρατηλάτην ναύταις συνεκβράσουσι Βορραῖαι πνοαὶ τόν τ ' ἐκ
5711273 δυσαμμορος
τόφρα πάσαιτο , ἤδη καὶ δεσμοὺς ἀνελύετο φωριαμοῖο ἐξελέειν μεμαυῖα δυσάμμορος : ἀλλά οἱ ἄφνω δεῖμ ' ὀλοὸν στυγεροῖο κατὰ
εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν . ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι δυσάμμορος , ἥ ῥά τε δῶμα πατρὸς ἀποπρολιποῦσα καὶ ἑσπομένη
5709882 ἐρειδεις
μολγοὶ ἔσονται . ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . καὶ σὺ κυρηβιοπῶλα Εὔκρατες στύππαξ . τί γὰρ
. Ἀριστοφάνης : ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Σώφρων δὲ στρουθωτὰ ἑλίγματά φησιν ἐντετιμημένα . Ὅμηρος
5708576 ὁμοτροπον
καὶ δέχεται τὰ προσπίπτοντα . Οὐ γὰρ δύναται τὸ μὴ ὁμότροπον ἐν τοῖσιν ἀσυμφό - ροισι χωρίοισιν ἐμμένειν : πλανᾶται
τὸν ἐφευρετὰν χορείας , τὸν ὅλας ποθοῦντα μολπάς , τὸν ὁμότροπον Ἐρώτων , τὸν ἐρώμενον Κυθήρης : δι ' ὃν
5708205 ἀριστευεσκε
, ἐπεὶ ἴδον ἄνδρα πεσόντα ἡγεμόν ' ἱππήων , ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι . αὐτὰρ ἐγὼν ἐπόρουσα κελαινῇ λαίλαπι ἶσος ,
ἐκ Παιονίης ἐριβώλακος εἰληλούθει , καὶ δὲ μετ ' Ἀστεροπαῖον ἀριστεύεσκε μάχεσθαι . Τὸν δὲ πεσόντ ' ἐλέησεν ἀρήϊος Ἀστεροπαῖος
5703946 ἀνελκομενον
πελιδνήεντα δράκοντος τρυγόνος ὀξείης τε καὶ ἀμφιβίου σμυραίνης ἰᾶται πυρσωπὸν ἀνελκόμενον χροὸς ἧπαρ : τεύχει δ ' ἐν γλαφυρῷ μέθυος
Ἀμφινόμῳ : περὶ γὰρ δίε , μή τις Ἀχαιῶν ἔγχος ἀνελκόμενον δολιχόσκιον ἢ ἐλάσειε φασγάνῳ ἀΐξας ἠὲ προπρηνέα τύψας .
5695434 ἐφεπων
Μέμφιδος ἄρχων μέγας Ἀρσάμης , τάς τ ' ὠγυγίους Θήβας ἐφέπων Ἀριόμαρδος , καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ πλῆθός τ
] * τὰς παλαιάς : λέγει δὲ τὰς ἑκατονταπύλους . ἐφέπων ] * ἐπιτηρῶν , διεξάγων . ἑλειοβάται ] *
5691504 δεμνιοις
, ὦ κατ ' αὐλὰν ἀλαίνων γεραιὸν πόδ ' ἢ δεμνίοις δύστανος ἰαύων ; τί μ ' , ὦ παρθένε
καὶ τὸ δέμας , τὸ δὲ παρὰ τὸ ἑλεῖν ἐν δεμνίοις . ἄγγελος ] μηνυτὴς ὡς κατ ' ἐμοῦ γίνεται
5686225 φασμ
δ ' ἐπήχησε στρατός , ἄελπτον εἰσιδόντες ἐκ θεῶν τινος φάσμ ' , οὗ γε μηδ ' ὁρωμένου πίστις παρῆν
τί γὰρ ἄν τις πάθοι ; τὸ δ ' οὐχὶ φάσμ ' ] ἔστ ' , ἀλλὰ παῖς ἀληθινή ,
5682831 δορυαλωτον
ἰδέαν περιάγει τὸ ὑγρὸν καὶ τυποῖ : τὸ δὲ καθάπερ δορυάλωτον καὶ δοῦλον γενόμενον καὶ οἷον τὸν τοῦ δεσπότου τρόπον
ἠξίουν λαμπρὸν ἀρτίως ἆθλον ἠγωνισμένον καὶ μεγάλην κατορθώσαντα νίκην καὶ δορυάλωτον ἀγαγόντα Κροῖσον τὸν τοιοῦτον ἠξίουν εἰδότα τοῦ πολέμου τὴν
5679459 εχει
ἐνέργειαν κωλυούσης ὕλης παρεῖναι τῷ τὸν τόπον ὃν κατ - έχει αὐτὴ καταλαβεῖν καὶ οἷον συσπειραθῆναι ποιῆσαι ἐκείνην , ὃ
ος ἔχει ἀντ [ [ ] ! [ ! ] έχει πρὸς τον [ [ ] Κέκροπος γακα ! [
5677948 οἰκτειραι
μὴ τὸν Ἀτρέως , τούς γε λοιποὺς Ἕλληνας ἀναιτίους ὄντας οἰκτεῖραι , οὐ γὰρ τῇ πρὸς ἕνα ζηλοτυπίᾳ πᾶσιν ἔδει
Αἰδοῖ τότ ' ἂν ἀποδοθῆναι κάθοδον εἰς ἀνθρώπους , καὶ οἰκτεῖραι τοὺς πρὸ ὑμῶν γενομένους . Ἀεὶ μὲν οὖν τά
5676388 μοχθωι
μὴ τύχοιμι δίδωμι τήνδε σοῖσι προσπολεῖν δόμοις . πολλῶι δὲ μόχθωι χεῖρας ἦλθεν εἰς ἐμάς : ἀγῶνα γὰρ πάνδημον εὑρίσκω
τιταίνων , φόρτον ἐλαφρίζων πεφυλαγμένος . ὡς δ ' ἐπὶ μόχθωι γυμνὸς ἐὼν ζωστῆρι καλύπτετο , καὶ σφυρὰ τείνων δεξιὸν
5671487 κακιστε
δ ' ἔρρ ' ἀπόπτυστός τε κἀπάτωρ ἐμοῦ , κακῶν κάκιστε , τάσδε συλλαβὼν Ἀράς , ἅς σοι καλοῦμαι ,
τοῖσι Πέρσῃσι , λέγων τοιάδε : Ἐμὲ μέν , ὦ κάκιστε ἀνδρῶν , ἐόντα σεωυτοῦ ἀδελφεὸν καὶ ἀδικήσαντα οὐδὲν ἄξιον
5671132 τετραορον
δικαιοσύνης , ζωῆς φῶς : ὦ ἐλάσιππε , μάστιγι λιγυρῆι τετράορον ἅρμα διώκων : κλῦθι λόγων , ἡδὺν δὲ βίον
ὑπηρετῶ : διὰ τί πλανᾶσαι : τέθριππον . ἀντὶ τοῦ τετράορον , ὅταν ὦσιν τέσσαρες ἵπποι ἐζευγμένοι . καὶ συνωρὶς
5670186 θηλυτερῃσι
Ἄρης ἐγρεκύδοιμος , πλειότερον κάματον τελέει καὶ ἀεικέα νοῦσον . θηλυτέρῃσι δὲ πάντα κακώτερα φαίνεται ἄστρα , ὅσσα διαστείχῃσιν ἀγαυὴ
δεινὸν γὰρ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἀκοίτεω ἀμφαδὸν εἰσοράασθαι ἐπ ' αἴσχεϊ θηλυτέρῃσι : τῇ Ἑλένη εἰκυῖα δέμας καὶ ἀκήρατον αἰδῶ ἤιε
5669574 ἐκτα
ἐτείσατο πατροφονῆα , Αἴγισθον δολόμητιν , ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα . καὶ σύ , φίλος , μάλα γάρ ς
χέρσου , ἀλλά μοι Αἴγισθος τεύξας θάνατόν τε μόρον τε ἔκτα σὺν οὐλομένῃ ἀλόχῳ οἶκόνδε καλέσσας , δειπνίσσας , ὥς
5664411 βατραχοισιν
' οἴνου ; τέτταρας . ἔρρ ' ἐς κόρακας . βατράχοισιν οἰνοχοεῖν σε δεῖ . Ἄνδρες πρόσσχετε τὸν νοῦν ἐξευρήματι
Οὐλύμπου βατράχους ἐλέησε Κρονίων , ὅς ῥα τότ ' ἐν βατράχοισιν ἀρωγοὺς εὐθὺς ἔπεμψεν . Ἦλθον δ ' ἐξαίφνης νωτάκμονες
5660377 ἀποτροπον
κακὰν ἐλπίδ ' ἔχων ἔτι μέ ποτ ' ἀνύσειν τὸν ἀπότροπον ἀΐδηλον Ἅιδαν . Καί μοι δυσθεράπευτος Αἴας ξύνεστιν ἔφεδρος
ἀπ ' αὐτῶν , λέγει δέ που καὶ τὸ μισητὸν ἀπότροπον , τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἀπότροπον . μεθέσθαι
5660009 κἀμ
ἔστι τοῦτον ὅστις ἂν κατακτάνοι . ἔγωγε : καίτοι φημὶ κἄμ ' εἶναί τινα . πολλὴν ἄρ ' ἕξεις μέμψιν
' ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτὲ ξύμπαντας αὐτούς , εἴ τι κἄμ ' οἰκτίρετε : ὡς ζῶ μὲν οἰκτρῶς , εἰ
5657754 πενθεσιν
πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν , ἀλλὰ καὶ ἐπ ' εὐτυχεῖ μολπᾷ κατὰ τὸν
. ἕτερος δὲ αὖ τρόπος αὐλοῦ τε καὶ ᾠδῆς ἐν πένθεσιν , ἰωμένων οἶμαι τὸ σκληρὸν καὶ ἄτεγκτον τοῦ πάθους
5653883 Φοιβον
ὡς ἂν ἔχοντες προμαχομένας αὑτῶν τὰς συλλαβὰς καὶ τὸν ἀκειρεκόμην Φοῖβον ἀποτοξεύοντα τὸν λοιμόν . Πευθῆνας μέντοι ἐν αὐτῇ Ῥώμῃ
μητιέτην καὶ ὑψιβρεμέτην καὶ τὸν Ἥλιον Ὑπερίονα καὶ τὸν Ἀπόλλωνα Φοῖβον καλῶν . μετὰ δὲ τὴν ὀνοματοποιίαν ἴδωμεν καὶ τοὺς
5647800 Ἀλκηστιδι
ἐν ᾧ ἐστι λοχῆσαι . Εὐριπίδης Τηλέφῳ : καὶ ἐν Ἀλκήστιδι : κἄνπερ λοχαία σαυτὸν ἐξ ἕδρας . καὶ λοχαίη
θυγατέρες εἰσὶν αἱ Πελίου : τὸ δὲ ὄνομα ἐπὶ τῇ Ἀλκήστιδι γέγραπται μόνῃ . Ἰόλαος δέ , ὃς ἐθελοντὴς μετεῖχεν
5647436 κλειναν
καὶ ἐπ ' Ἀργώιου δορὸς ἄξενον ὑγρὰν ἐκπερᾶσαι ποντιᾶν Ξυμπληγάδων κλεινὰν ἐπὶ ναυστολίαν , Ἰλιάδα τε πόλιν ὅτε τὸ πάρος
ἀσάφειαν εἰργάσθαι : ἐπεὶ ἡ ἀκόλουθος ἑρμηνεία οὕτως ἐστί : κλεινὰν Ἀκράγαντα γεραίρων , Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσας Θήρωνος ἀκαμαντοπόδων ἵππων
5647060 κοὐποτ
' οὐκ ἐφίλασεν , ἀλλ ' ὅτι βουκόλος ἐμμὶ παρέδραμε κοὔποτ ' ἀκούει [ χὠ καλὸς Διόνυσος ἐν ἄγκεσι πόρτιν
νεάταν ὁδὸν στείχουσαν , νέατον δὲ φέγγος λεύσσουσαν ἀελίου , κοὔποτ ' αὖθις , ἀλλά μ ' ὁ παγκοίτας Ἅιδας
5645724 δαμαρτι
γηραιῶι ποδὶ στείχοντ ' , ὀπαδούς τ ' ἐν χεροῖν δάμαρτι σῆι κόσμον φέροντας , νερτέρων ἀγάλματα . ἥκω κακοῖσι
αἷμα σύγγονον ἕξει . τότε θανεῖν ς ' ἐχρῆν ὅτε δάμαρτι σᾶι φόνον ὁμοσπόρων ἔμολες ἐκπράξας , Ταφίων περίκλυστον ἄστυ
5643943 μνηστηρεσσι
, θυμός μοι ἐέλδεται , οὔ τι πάρος γε , μνηστήρεσσι φανῆναι , ἀπεχθομένοισί περ ἔμπης : παιδὶ δέ κεν
ἕκαστος . Αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς , μνηστήρεσσι φόνον σὺν Ἀθήνῃ μερμηρίζων . αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα
5643486 χρυσηλατον
' Αἴτνας πάγον Πιερίαν ? [ ] ? τε πέτραν χρυσήλατον ἐν θαλάμοις ἔχοιτε πασάμενοι πατρώιοις ? [ ] ,
Αἴτνας [ ] πάγον Παρίαν [ - ] τε πέτραν χρυσήλατον ἐν θαλάμοις ἔχοιτε πασάμενοι [ - ] πατρίοις [
5643426 αἱματηρας
μεγάλως ἐκτύπησε βροντήσας , καὶ κατέβαλεν ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ δρόσους αἱματηρὰς , σημεῖον τιθεὶς τοῦ πολέμου τῷ ἰδίῳ παιδὶ Ἡρακλεῖ
οὐδ ' αἴτιος ὢν βασιλεῦσιν . ἅδ ' ἐγὼ χέρας αἱματηρὰς βρόχοισι κεκληιμένα πέμπομαι κατὰ γαίας . μᾶτερ μᾶτερ ,
5638195 ἀγακλυτον
Ὅμηρος ὁ σοφὸς λέγει . φησὶ γάρ οἶνος καὶ κένταυρον ἀγακλυτὸν Εὐρυτίωνα ἄασε καὶ Κύκλωπα ὑπὲρ ἄνθρωπον καὶ τὸ μέγεθος
ἦτορ : αἰὲν γινώσκουσιν ἑὸν φίλον ἡνιοχῆα καὶ χρεμέθουσιν ἰδόντες ἀγακλυτὸν ἡγεμονῆα καὶ πολέμοισι πεσόντα μέγα στενάχουσιν ἑταῖρον . ἵππος
5636393 κωκυτον
: μὴ ἔχουσά τι πρὸς ἄμυναν ἡ μήτηρ προβάλλεται τὸν κώκυτον , ἵνα δυσωπήσῃ τὸν πολέμιον . . . .
: μὴ ἔχουσά τι πρὸς ἄμυναν ἡ μήτηρ προβάλλεται τὸν κώκυτον , ἵνα δυσωπήσῃ τὸν πολέμιον . . . .
5633575 μενεμεν
ἀλλ ' αὐτοῦ βούλοντο παρ ' ἀνδράσι Λωτοφάγοισι λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι . Αὐσονὶς αἰχμή ] Οἱ μὲν
ἀλλ ' αὐτοῦ βούλοντο μετ ' ἀνδράσι Λωτοφάγοισι λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι . τοὺς μὲν ἐγὼν ἐπὶ νῆας
5630085 ὀπαζε
ἃς αὐτοὶ ἀγίνεον ἀντιπέρηθεν Θρηικίην δῃοῦντες : ἐπεὶ χόλος αἰνὸς ὄπαζε Κύπριδος , οὕνεκά μιν γεράων ἐπὶ δηρὸν ἄτισσαν .
φιλεῖ , στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν : τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο : ἄρχε δ ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα
5629308 εἰσενοησε
ἀνὰ μόθον ὀλλυμένους τε . Τὸν δ ' ὁπότ ' εἰσενόησε Διὸς πινυτὴ παράκοιτις , αὐτίκα μιν νείκεσσεν ἀνιηροῖς ἐπέεσσι
ἑτάρους ἀλέεινε . Τοὺς δ ' ὁπότ ' Εὐρύπυλος λαοσσόος εἰσενόησε χαζομένους ἅμα πάντας ἀπὸ στυγεροῖο κυδοιμοῦ , αὐτίκα κάλλιπε
5628793 ἐστερησε
ἀντιάνειρα , τουτέστιν ἡ ἐξ ἐναντιώσεως τῶν ἀνδρῶν γινομένη , ἐστέρησέ σε τῆς πατρίδος τῆς σῆς τῆς Κνωσίας , ἀντὶ
ἐπιφέρει : „ μὴ ἀντὶ θεοῦ ἐγώ εἰμι , ὃς ἐστέρησέ σε καρπὸν κοιλίας „ ; ὅτι δὲ ὁ γεννῶν
5628644 μελεον
Θεύδοτε , κηδεμόνων μέγα δάκρυον , οἵ σε θανόντα κώκυσαν μέλεον πυρσὸν ἀναψάμενοι , αἰνόλινε , τρισάωρε , σὺ δ
ἴδω : ἐὰν δὲ κεῖται , οὕτως συντακτέον : χρόνῳ μέλεον φυγάδα ὡς ἴδω : πληρώσαιμι : περιβάλοιμί τε τὰς
5628171 αἰκιζειν
: διὰ τὸ ἀεὶ ᾄδειν . Ἄκανθα : διὰ τὸ αἰκίζειν ἤγουν πλήττειν . Ἀστραπή : διὰ τὸ ἀστάτως καὶ
: διὰ τὸ ἀεὶ ᾄδειν . Ἄκανθα : διὰ τὸ αἰκίζειν ἤγουν πλήττειν . Ἀστραπή : διὰ τὸ ἀστάτως καὶ
5627405 ἐνθεον
εἴσω ὁ δὲ Πρόκλος ἐθαύμαζε τοῦ Ἰσιδώρου τὸ εἶδος ὡς ἔνθεον καὶ πλῆρες εἴσω φιλοσόφου ζωῆς . ἐπεὶ καὶ ὁ
τὰ ἄστρα ζῷα λέγεσθαι * τὸν κόσμον καὶ τὸν * ἔνθεον , ζῷον λογικὸν ἀθάνατον . Πλάτων Θαλῆς τὰ φυτὰ
5623578 εὐδοξον
νίκης εἰς τὸ λοιπὸν καὶ τὴν Αἴτνην ἵπποις καὶ στεφάνοις εὔδοξον καὶ σὺν θαλίαις καὶ κώμοις ἡδέσιν ὀνομαστὴν ἀποδεικνύειν .
ἀλλὰ τὸ βάρβαρόν σε ἔχειν γυναῖκα αἰσχύνην παρέσχεν : οὐκ εὔδοξον : οἷον : ἀδοξίαν ἡγοῦ τὸ μέχρι γήρως βαρβάρῳ
5622502 Δαφνι
Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας
θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος
5617519 ἐφετμην
. σὺν τῇ ἔβη Διὸς υἱὸς ἑοῦ [ ] γενετῆρος ἐφετμήν πᾶσαν ἵνα κρήνειεν , ὁ δ ' ἥμενος ἐν
' ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο : μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ ' ἐφετμήν . ἔνθα στὰς ἤϋς ' , ἀπάτερθε δὲ Παλλὰς
5617439 ἀμυνων
Ἤλιδι ναιετάασκε , ῥύσι ' ἐλαυνόμενος : ὃ δ ' ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν ἔβλητ ' ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς
ὦ Ἀριστοκλείδη πρῶτον οἰκτίρω φίλων : ὤλεσας δ ' ἥβην ἀμύνων πατρίδος δουληΐην . εὖτέ μοι λευκαὶ μελαίναις ἀνεμεμίξονται τρίχες

Back