τρίτης , ὅπως μήτε ἄση τις ἐπιγίνοιτο , μήτε κνῆσις ἀήθως σκεπασθέντι τῷ μορίῳ , μήτε ἐπὶ πλέον αἱ διαπνοαὶ
γενέσει ἐν ἐκμάκτοις καὶ εἰκονικοῖς εἴδεσιν ὑπέστησαν τοῖς νεικεογενέσι καὶ ἀήθως ἔχουσι πρὸς τὴν ἕνωσιν τὴν πρὸς ἄλληλα . .
6590721 ἀψυχοι
μὲν ἀγένητοι αἱ δὲ ἐν γενέσει , καὶ αἱ μὲν ἄψυχοι αἱ δὲ ἔμψυχοι , καὶ τούτων ἑκατέρων πλείους διαφοραί
τάχα καὶ ἀποθανούμεθα φυγάδες ἀκμὴν μένοντες . ἦ μάλα γὰρ ἄψυχοι ἐμαχόμεθ ' ἂν τοῖς πολεμίοις , εἰ ταῦτά τις
6545389 ἐξερυθροι
οὗτοι φρενιτικοὶ ἀποβαίνουσιν . Ἐν τοῖσι κατὰ πλεύμονα αἱ λίην ἐξέρυθροι ἀποστάξιες , πονηρόν . Μετὰ βράγχου πτύελα γλίσχρα ,
: οἱ δὲ πρὸς τὴν χεῖρα νοτιώδεες : οἱ δὲ ἐξέρυθροι : οἱ δὲ πελιοί : οἱ δὲ ἔξωχροι :
6396180 θρασεες
γε καὶ παρακρουστικὸν τὸ τοιοῦτον ; Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , θηριώδεες . Αἱ μετὰ καταψύξιος οὐκ ἀπυρέτῳ
' ἐκλύσιος ἀφωνίαι , κάκισται . Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , πονηρὸν καὶ θηριῶδες . Οἷσι φωνὴ ἅμα
6341848 ψεγοντες
αὐτὸ καὶ βραχεῖά τις τοῦ πανηγυρικοῦ , καθὸ ἐπαινοῦντες ἢ ψέγοντες κυροῦν ἢ ἀκυροῦν ἐθέλομεν . τοῦ δὲ πολιτικοῦ λόγου
βλέπῃς , οἱ δ ' εἰς ἀλλήλους νεύμασι τὸν ἔπαινον ψέγοντες . Αὐτὸς ὁ στήσας τὸ τρόπαιον ἀπαγγελεῖ σοι τὰ
6272339 προαγονται
δὲ ποιότητος ψυχῶν , καθ ' ἣν αἱ τῆς ψυχῆς προάγονται ἐνέργειαι . „ Λόγος μὲν οὖν ἐστιν οὗτος ,
: οἵ τε γὰρ ἐνεργητικοὶ αὐτῶν παρακείμενοι διὰ τοῦ η προάγονται , πεποίηκα , νενόηκα , κεχρύσωκα , οἵ τε
6265022 θωρακων
“ θώρακα ” . τινὲς Γ δὲ τὸ κοῖλον τῶν θωράκων . Γ ἐνημμένῳ : συντεθειμένῳ , ἐρραμμένῳ . Γ
κατ ' ἀλλήλων πληγὰς ἀμφότεροι δι ' ἀσπίδων τε καὶ θωράκων , ὁ μὲν εἰς τὰ πλευρὰ βάψας τὴν αἰχμήν
6255944 μαινομενοιο
ἦν , ὅς ῥα θεοῖσιν ἐπουρανίοισιν ἔριζεν , ὅς ποτε μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ ' ἠγάθεον Νυσήιον . Λυκόοργος
ὅτι ἀντὶ τοῦ ἐῴκει . . . . κροτάφοισι τινάσσετο μαινομένοιο . , μαρναμένοιο : Φ . Ἕκτορος : αὐτὸς
6179311 στιπτοι
” . Γ ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐσθήσεων εἴρηται τὸ “ στιπτοί ” , αἵτινες ὑφανθεῖσαι εἰς πυκνότητα συνάπτονται . ἢ
γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται . στιπτοί ] πυκνοί . πρίνινοι ] σκληροί , ἰσχυροί .
6172248 δεικελον
δηλῶ ἢ φανερῶ , ἐξ οὗ παράγωγον δεικνύω : καὶ δείκελον , τὸ δεικνύον τὴν ὁμοιότητα . ὡς οὖν ἀπὸ
ῥέθει ἄντα ἔοικεν . ἢ πόντου μέγα κῦμα καταντία κυμαίνοντος δείκελον ἰνδάλλοιτο πυριφλεγέθοντος ἐσόπτρου . . . : Περὶ Οἰνώνης
6167595 ἐγκλινονται
δὲ καὶ δοτικὴ οὐκ ἐγκλίνονται φωνῆς ἕνεκεν . ] Μόνως ἐγκλίνονται αἱ τοῦ τρίτου δυϊκαί , καὶ ἡ μίν ,
διὰ τοῦ τ τοί . Αἱ ὑπολειπόμεναι καὶ ὀρθοτονοῦνται καὶ ἐγκλίνονται . Αἱ μὲν οὖν ὀρθὸν τόνον εἰληχυῖαι τὸ πλέον
6141069 ἀναιμακτον
γράφεται μή με : νῦν τειχέων : οὐ μεθῶς ' ἀναίμακτον χρόα : ἡ μὲν γραφὴ οὐκ ἐκφρῶσιν . οἱ
“ Δαῦλι , τὸ τῆς Θέμιδος ἀρχαῖον ἵδρυμα μηδὲ τὸν ἀναίμακτον σηκὸν σφαγῆι φύρησαι ? [ ] ? . ”
6129566 ὀκνηροι
φαλακροῦνται γηρῶντεϲ . εὐθὺϲ δὲ καὶ δειλοὶ καὶ ἄτολμοι καὶ ὀκνηροὶ καὶ ἀδήλουϲ ἔχοντεϲ τὰϲ φλέβαϲ καὶ παχεῖϲ καὶ πιμελώδειϲ
μὴ ἀεὶ αὐτοὺς νέους ἐποίησεν . ἄφρονες : οἱ ἄνθρωποι ὀκνηροὶ ὄντες ἐπρεσβεύοντο δι ' ὄνου περὶ τῶν ἀναγκαίων .
6127345 ἐυπτολεμοισι
ἧκε βίην : μάλα γάρ οἱ ἀμύνειν ἤθελε θυμὸς Τρωσὶν ἐυπτολέμοισι καὶ Ἕκτορος οἰχομένοιο . Ἔνθ ' ἄρα Μηριόνης στυγερὸν
ἄλκαρ , ἀτὰρ μέγα Τρώεσι πῆμα : τοὔνεκ ' ἀριστήεσσιν ἐυπτολέμοισι μετηύδα : Μηκέτι νῦν δόλον ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μητιάασθε
6120887 γανυνται
καὶ αὐτοῦ τὰ δεσμὰ ἄλυτα καὶ ἄρρηκτα παντελῶς καὶ μόνοις γάνυνται οἱ δεδεμένοι . ἀλλὰ δεῦρο , ἔφη , καὶ
ἄμεινον ἐπεί κε πέλοιεν ἀστέρες ὀρφναῖοι θέσιας λελαχόντες ἀγαυάς αἱρεσίεσσι γάνυνται . Καὶ πρὸς τὰ πρόσωπα τοὺς ἀστέρας ἐφάρμοζε ,
6116969 μαργοσυνην
περιθέει : δολεροὶ τὸ ἦθος : οἱ δὲ πάντη ἀνεστηκότες μαργοσύνην κατηγοροῦσι . προπετεῖς ὀφθαλμοὶ αἱματώδεις οἰνοφλύγων καὶ γαστριμάργων .
συγκλείεσθαι ὑπορρέοιεν καὶ εἰς τὸ ἄνω χωροῖεν , μαχλοσύνην καὶ μαργοσύνην κατηγοροῦσιν . εἰ δὲ ὀρθοὶ ὄντες συγκλείοιντο , εἰ
6108498 ʹιε
Ϛʹ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥρας μιᾶς ∠ ʹιε . ἡ δὲ Λυσιμαχία τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν
ʹηʹ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥρας τὸ ∠ ʹιε : αἱ δὲ Ἀθῆναι τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχουσιν ὡρῶν
6105707 πεφρικασι
ὕδωρ καὶ φύγον ἄλγεα πάντα , σὲ δ ' εἰσέτι πεφρίκασι . σῷ δὲ μένει καὶ τῆλε περᾷς , ὅσον
τοῦ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται . τὸ δὲ πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι καὶ ὅσα τοιαῦτα χαλδαϊκῆς ἤτοι ἀττικῆς διαλέκτου ὡς τὸ
6105478 κτητικαι
καὶ τὰ ὅμοια . ἀλλὰ μὴν καὶ δέδεικται ὡς αἱ κτητικαὶ ἀντωνυμίαι μόνης γενικῆς εἰσιν πτώσεως , εἰς ἣν καὶ
: τῷ γὰρ αὐτῷ ἐνέχεται λόγῳ : προκριτέαι μέντοι αἱ κτητικαὶ γραφαί , καθότι αἱ γενικαὶ κτῆσιν δηλοῦσαι ἐγκεκλιμέναι θέλουσιν
6098671 ὀλεθριως
δὲ , εἰ μὴ τοῖσι καὶ ἐκ τῶν ἄλλων πάντων ὀλεθρίως ἔχουσιν . Οἱ δὲ ξυνεχέες μὲν τὸ ὅλον ,
μυχούς . ἀνοστήτοιο : ἀνυποστρόφου . Κύντατον : ὀλέθριον , ὀλεθρίως . ὕστατον : ἔσχατον , κακόν . ἑλόντες :
6097731 ἀναπετω
ἄφες τὸν ἄνθρωπον . τί κόπτεις , ὦ μέλε ; ἀναπετῶ οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες ὡς ἀβέλτεροι καὶ σκέψομαι λέγοντες
ἄν μοι δοκῶ ὅμωϲ πεπονθὼϲ ταῦτα νῦν ταύτην ἔχειν . ἀναπετῶ . ἑκκαίδεκα κεῖνθ ' ἁμίδεϲ . οὐκ ἀδελφόϲ ,
6097560 ἐγκλινομεναι
τέ μέ φησι τοῦ ἔμμεναι , αὐτὰρ ἔγωγε . αἱ ἐγκλινόμεναι τῇ αὐτῇ καταλήξει χρῶνται , ᾗπερ καὶ αἱ ὀρθοτονούμεναι
τοῦ προσώπου , λέγω εἰς τὸ σύνθετον , αἵ τε ἐγκλινόμεναι εἰς τὸ ἁπλοῦν , τουτέστιν τὸ διαβιβαζόμενον εἰς ἕτερον
6090641 ἐπιτιθεμεναι
' Ἡσιόδῳ καὶ ἐν Τελμισσεῦσιν Ἀριστοφάνους : αἱ δ ' ἐπιτιθέμεναι καὶ αἰρόμεναι τράπεζαι , ἃς νῦν μαγίδας καλοῦσιν .
, εἰς δὲ τὰς σαρκώσεις ἀχρήστους : ἄκρατοι δ ' ἐπιτιθέμεναι αἱ ἐπισπαστικαὶ καὶ διαφορητικαὶ ἔμπλαστροι , ποιοῦσι πρὸς πάντα
6083613 δεικ
ἤπερ ἡ ὑπὸ ΑΒΓ γωνία πρὸς τὴν ὑπὸ ΒΓΑ . δείκ - νυσι δ ' οὕτως : συμπεπληρώσθω γάρ ,
, ὅτι τὸν ὡς ἐγὼ λέγω δεινὸν ῥήτορα ὁ ποιητὴς δείκ - νυσιν : εἰς δέον γὰρ καὶ κατὰ καιρὸν
6081856 ἀλεγειναι
ἁλὸς ἀμφιβαλοῦσαι χεῖρας ἑοῖς τεκέεσσι δυσάμμοροι : αἳ δ ' ἀλεγειναὶ δυσμενέων περὶ κρᾶτα βάλον χέρας , οἷς ἅμα λυγραὶ
μακρὰ λέοντες σμερδαλέοι καὶ θῶες ἀναιδέες : ἐν δ ' ἀλεγειναὶ ἄρκτοι πορδάλιές τε : σύες δ ' ἅμα τοῖσι
6064946 ἐδακρυσαν
διὰ τοσούτων γε περαιούμενοι τῶν δεινῶν οὐκ ᾤμωξαν , οὐκ ἐδάκρυσαν , οὐκ ἐμέμψαντο τὴν στρατείαν , οὐ ῥῆμα ἀπέρριψαν
οἱ δ ' ἐπὶ μὲν τοῖς παρὰ τοῦ κήρυκος οὕτως ἐδάκρυσαν ὥσπερ οἰκείαν τινὰ συμφορὰν ἀκούσαντες καὶ ἀπέπεμψαν ὥσπερ ἐκ
6058091 ἀϲωδεεϲ
δὲ τὸ ϲκῆνοϲ , τὰ δὲ ϲπλάγχνα καίεϲθαι δοκέουϲι : ἀϲώδεεϲ , ἄποροι , οὐκ ἐϲ μακρὸν θνῄϲκουϲι : πυριφλεγέεϲ
. ἢν ἐϲ αὔξηϲιν ἡ νοῦϲοϲ γίγνηται , φυϲώδεεϲ , ἀϲώδεεϲ , βοροὶ καὶ λάβροι ἐν τῇ ἐδωδῇ . ἀγρυπνέουϲι
6057374 ἀνελπιστοι
ἢ τῇ περιουσίᾳ τοῦ ναυτικοῦ ἰσχύοντες . καὶ νῦν οὔτε ἀνέλπιστοί πω μᾶλλον Πελοποννήσιοι ἐς ἡμᾶς ἐγένοντο , εἴ τε
ὑπολιπόντας „ τὴν ἀρχήν : τῶν Ἑλλήνων δηλονότι . οὔτε ἀνέλπιστοί πω . . . : οὐδὲν μᾶλλον ἀπηλπίκασι Πελοποννήσιοι
6050289 Ὀψε
Ποσειδῶνος εἶναι καὶ κατασοφίσασθαι τὴν Τυρὼ ἀφελῆ κόρην οὖσαν ; Ὀψὲ ζηλοτυπεῖς , ὦ Ἐνιπεῦ , ὑπερόπτης πρότερον ὤν :
ἦεν . Αὐτὰρ ὃ κυδιόων ἐν τεύχεσι δάμνατο λαούς . Ὀψὲ δέ οἱ ἐπόρουσε Πάρις , στονόεντας ὀιστοὺς νωμῶν ἐν
6037658 ἀδαης
καὶ ἀδαὴς διαφέρει . ἀδεὴς μὲν γὰρ ὁ ἄφοβος , ἀδαὴς δὲ ὁ ἀμαθής . αἰδὼ καὶ αἰσχύνη διαφέρει .
, δεδιότες τὴν συντέλειαν τῶν ἀποβησομένων , τίς οὕτως ἐστὶν ἀδαὴς ὃς οὐκ οἶδεν ; ἀλλ ' ἔνιοι τῶν πραγματευομένων
6034544 μεμψονται
παρέδωκάς ] με οὐ [ μέμφεταί με οὐδὲ αὗται ] μέμψονταί ? [ με λέγει τῶ ] ? ποιμένι οἶδα
συγγενείᾳ ᾗ ἔχομεν Θηβαῖοι πρὸς τοὺς Αἰγινήτας . διὸ οὐ μέμψονταί μοι οὐδὲ οὗτοι . ἐν τοῖς ἰδίοις δημόταις καταφανής
6026876 μογεροισιν
, ἔκοψεν . Οἰκτρόν : ἐλεεινὸν , ἐλέους ἄξιον . μογεροῖσιν : ἀθλίοις . Ἀνέηκαν : ἀνέδωκαν , ἀφῆκαν .
αἳ δή οἱ ἀδελφειαὶ γεγάασιν : ἀλλ ' αἳ μὲν μογεροῖσιν ἐπόψιαι ἀνθρώποισιν ἰλαδὸν ἀντέλλουσιν ἐς οὐρανόν , ἣ δ
6020040 ἀριστολοχιαι
γλήχων , δίκταμνον , ἄσαρον , κόστος , κασία , ἀριστολοχίαι . μίσγεται δ ' ἑκάστῳ ἢ πυρῶν ἀφέψημα ἢ
ἀσάρου ἡ ῥίζα , βρυωνία , ἀνθεμίς , ἀπαρίνη , ἀριστολοχίαι , ἀρνόγλωσσον ξηρόν , ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα , καὶ
6019842 παρακρουσιες
ἐκλύσιος ἀφωνίαι , κάκισται . Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , πονηρὸν καὶ θηριῶδες . Οἷσι φωνὴ ἅμα πυρετῷ
καὶ παρακρουστικὸν τὸ τοιοῦτον ; Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , θηριώδεες . Αἱ μετὰ καταψύξιος οὐκ ἀπυρέτῳ ,
6009343 εὐφοροι
ἐστὶ καὶ ἀτάκτως κενοῦνται διὰ τὸν ἐρεθισμόν , αὗται δὲ εὔφοροί εἰσι πρὸς συνουσίαν καὶ ξηρότεραι τῷ παντὶ σώματι .
. εὐφόρων δὲ λέγει πόνων , ἐπεὶ οἱ τοιοῦτοι πόνοι εὔφοροί εἰσι διὰ τὰ ἆθλα . ἢ εὐφρόνων ἵπποις ,
6005176 πετετ
καὶ ὁρμήθη ὄρεϊ νιφόεντι ἐοικὼς κεκλήγων , διὰ δὲ Τρώων πέτετ ' ἠδ ' ἐπικούρων . οἳ δ ' ἐς
δῆμον . . . . τοῦ γ ' ἰθὺ βέλος πέτετ ' , οὐδ ' ἀπολήγει . . . εἰς
5999949 ἐφεπονται
πλείονι καταβαφῇ . καί τινες δὲ ἱδρῶτες λήγοντος τοῦ πυρετοῦ ἐφέπονται , ἐνίοις δὲ καὶ ἔμετοι ξανθῆς χολῆς , καὶ
ἑταῖροι ἀχνύμενοι , μετὰ δέ σφι κύνες ποθέοντες ἄνακτα κνυζηθμῷ ἐφέπονται ἀνιηρῆς ἕνεκ ' ἄγρης : ὣς οἵ γε προλιπόντες
5999094 ὀξυτονοι
Ὁμήρων , τίμιοι τιμίων . αἱ δὲ εἰς ΟΙ εὐθεῖαι ὀξύτονοι περισπῶσι τὰς γενικὰς αὐτῶν : σοφοί σοφῶν , καλοί
λέγει ὅτι τὰ ὑποτακτικά , ὧν αἱ μετοχαὶ εἰς ων ὀξύτονοι , οἷον τύχω τυχών , εὕρω εὑρών , ὁμοίως
5987582 ἐμποδιζουσιν
. ἐπεὶ γὰρ αἱ ὁμωνυμίαι πλάνην ἐμποιοῦσαι λίαν τοῖς ὁρισμοῖς ἐμποδίζουσιν , εὐλαβητέον ἂν εἴη ταύτας ὡς μάλιστα . αὗται
ἀναγκαίαν τροφήν : ἔτι δὲ ἄν τινες νόσοι προσπέσωσιν , ἐμποδίζουσιν ἡμῶν τὴν τοῦ ὄντος θήραν . ἐρώτων δὲ καὶ
5986771 παρελεγε
καὶ πάλιν ἔγερσις : ἀνήϊσσε , κατέχειν οὐκ ἠδύνατο , παρέλεγε πολλά : πυρετὸς ὀξύς : ἐς νύκτα δὲ ταύτην
πρὸς χεῖρα λεπτοί : ἀκρέων ψύξις . Ἐνάτῃ , πολλὰ παρέλεγε , καὶ πάλιν ἱδρύνθη : σιγῶσα . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ,
5984890 ἐβοησαν
ὡς ληρούντων . ἦ που δεινῶς ὠργίσθησαν χλευάζεσθαί τ ' ἐβόησαν : τὸ γὰρ ἐν λέσχαις ταῖσδε τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπές
αὐτοῦ ἐσάλπισαν οἱ ἄγγελοι ἐπ ' ὄψεσι κείμενοι , καὶ ἐβόησαν φωνὴν φοβερὰν λέγοντες : εὐλογημένη ἡ δόξα κυρίου ἐπὶ
5983217 ἀπεκλιναν
τοιοῦτοι , παλαιοὶ παντάπασιν ὄντες , εἰς τὰς μυθώδεις ἀποφάσεις ἀπέκλιναν : Ἡρόδοτος δὲ ὁ πολυπράγμων , εἰ καί τις
ἔληξε . πρὸς δὲ τὴν χρήσιμον ἀρετὴν καὶ τὴν πολιτικὴν ἀπέκλιναν οἱ φιλοσοφοῦντες . . Μ . τῶν μὲν γὰρ
5978846 ἐμπιπτωσι
„ νὴ Δί ' , ” εἶπεν ” ἵνα μὴ ἐμπίπτωσι τῇ ποίμνῃ οἱ λύκοι . „ τί δ '
καὶ ὁ ἀργέστης . Γίνονται δὲ ἐκνεφίαι ὅταν εἰς ἀλλήλους ἐμπίπτωσι πνέοντες μάλιστα μὲν μετοπώρου τῶν δὲ λοιπῶν ἔαρος .
5976782 στεναχοντο
ζῆλον ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἔτι στονόεντα φέρουσαι . Τρῳαὶ δὲ στενάχοντο κατὰ πτόλιν οὐδ ' ἐδύναντο ἐλθέμεναι ποτὶ τύμβον ,
' ἑτάροισι φάνημεν , οἳ φύγομεν θάνατον : τοὺς δὲ στενάχοντο γοῶντες . ἀλλ ' ἐγὼ οὐκ εἴων , ἀνὰ
5976686 οὐαι
πάτερ μου , οἱ μάγειροι ἀπέθανον ” κἀκεῖνος εἶπεν “ οὐαί σοι , τέκνον , ὅτι εἰς ἰδιώτου χεῖρας μέλλεις
Ἡ πρώτη διαφορὰ ἰδιώτου καὶ φιλοσόφου : ὁ μὲν λέγει οὐαί μοι διὰ τὸ παιδάριον , διὰ τὸν ἀδελφόν ,
5973055 ἐλπομενοι
μίμνετε , εἰς ὅ κεν ἄμμε ποτὶ πτόλιν εἰρύσσωσι δήιοι ἐλπόμενοι Τριτωνίδι δῶρον ἄγεσθαι . Αἰζηῶν δέ τις ἐσθλός ,
' , οἳ δ ' ἐχάρησαν Ἀχαιοί τε Τρῶές τε ἐλπόμενοι παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο . καί ῥ ' ἵππους μὲν
5967041 ἀυτω
προοιμίοις οὐ καλοῖς , οὐκ εὐσχήμοσιν : ὦ τάλας δισσῶς ἀυτῶ : τὸ ὦ τάλας δεύτερον βοῶ διὰ τὸ μεγάλα
ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ : τί γάρ ; ἰοὺ ἰού . κωφοῖς ἀυτῶ καὶ καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω . ποῦ Κλυταιμήστρα ;
5955676 κομοωντες
μῆτιν ἐνίψει ; οὐχ ὁράᾳς ὅτι δ ' αὖτε κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ τεῖχος ἐτειχίσσαντο νεῶν ὕπερ , ἀμφὶ δὲ τάφρον
ἀγέλῃσιν ἁλὸς μέγα κοιρανέουσιν , ἔξοχον ἠνορέῃ τε καὶ ἀγλαΐῃ κομόωντες ῥιπῇ τ ' ὠκυάλῳ : διὰ γὰρ βέλος ὥστε
5954230 ἁμαρτοντες
: διὸ καὶ ἐς τὸ Καπιτώλιον συνέφυγον ὡς ἐς ἱερὸν ἁμαρτόντες ἱκέται ἢ ὡς ἐς ἀκρόπολιν ἐχθροί . πόθεν οὖν
σπονδὰς ἡμῶν ὑβρίσαντες καὶ τὰ τελευταῖα νῦν καὶ ἐς πρεσβείας ἁμαρτόντες οὕτω φανερῶς καὶ ἀθεμίτως , ὡς μήτε ἐξαρνεῖσθαι μήτε
5946085 ὑφαιμοι
καὶ οἵδε οὐ ταχεῖς : πυρώδεις μέντοι τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ὕφαιμοι δεινῶς , διπλῆ δὲ ἡ γλῶσσα καὶ προΐσχεται ἥδε
τι κατὰ τοὺς τῶν βοῶν μεγάλοι , βραχύτεροι δὲ καὶ ὕφαιμοι : καὶ ὁρῶσιν οὐκ εὐθύωρον , ἀλλὰ ἐς τὴν
5939838 θυνω
ὁ πλεονασμὸς τοῦ ν καθὰ καὶ ἐν τῷ δύνω καὶ θύνω . . . , : πεποίηται δὲ , φασί
λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε γὰρ ἀμ
5939719 ὑμενωδεις
. μανότεραι δὲ αἱ μὲν αἱ δ ' οὔ . ὑμενώδεις δ ' ἐν μὲν τοῖς δένδροις οὐκ εἰσὶν ἢ
ἐκ δύο ἐγένετο . συνάγουσι δὲ τὰς μὲν τούτων διαρθρώσεις ὑμενώδεις τινὲς σύνδεσμοι , τὰς δὲ κατὰ τὸν ἀστράγαλόν τε
5936727 δυϊκαι
, σφωϊτέροιν καὶ θηλυκῶς νωϊτέραιν , σφωϊτέραιν - . ἐντὸς δυϊκαὶ ἐκτὸς πληθυντικαί , νωΐτεροι , σφωΐτεροι , νωΐτεραι ,
; ἁπλῶς γὰρ αἱ πτώσεις ἅπασαι , εἴτε ἑνικαὶ καὶ δυϊκαὶ καὶ πληθυντι - καὶ καὶ τὸ Ω μέγα ἐπὶ
5936474 αἰθυιαι
τῶν γὰρ φιλτάτων τινὰ ἐπιδεῖν ἀποθανόντα σημαίνει . Λάροι καὶ αἴθυιαι καὶ ὅσα ἐστὶν ἄλλα ὄρνεα θαλάσσια τοὺς πλέοντας εἰς
εἰληδὰ φέρονται . Πολλάκι δ ' ἀγριάδες νῆσσαι ἢ εἰναλιδῖναι αἴθυιαι χερσαῖα τινάσσονται πτερύγεσσιν : ἢ νεφέλη ὄρεος μηκύνεται ἐν
5930362 Μαραθωνομαχαι
Μαραθῶνος τόπος τῆς Ἀττικῆς , καὶ οἱ ἐκεῖσε μαχησάμενοι ἐκλήθησαν Μαραθωνομάχαι . μαραθωνομάχους ] τοὺς ἐν τῷ Μαραθῶνι μαχεσαμένους ἀγωνισαμένους
ἢ κατακρημνιεῖ ἢ πεινῆν ποιήσει . ταῦτ ' ᾖδον οἱ Μαραθωνομάχαι οὐ δημοσίᾳ μόνον , ἀλλὰ καὶ κατ ' οἰκίαν
5928737 ἐξωχροι
μᾶλλον ἴσχουσι τὰ σημεῖα : οἱ δὲ διὰ χολὴν περιττεύουσαν ἔξωχροί εἰσι μᾶλλον καὶ μελάντεροι . ὅτε δὲ καὶ πλεῖον
μᾶλλον ἴσχουσι τὰ σημεῖα : οἱ δὲ διὰ χολὴν περιττεύουσαν ἔξωχροί εἰσι μᾶλλον καὶ μελάντεροι . ὅτε δὲ καὶ πλεῖον
5927821 οὐροι
' ἐείκοσιν ἤματ ' ἔχον θεοί , οὐδέ ποτ ' οὖροι πνείοντες φαίνονθ ' ἁλιαέες , οἵ ῥά τε νηῶν
, ὅσσοι τ ' Αἰγύπτοιο πολυψαμάθοισιν ἐπ ' ὄχθαις βουκολίων οὖροι , Λοκροί , χαροποί τε Μολοσσοί . Εἰ δέ
5924728 Αἰψα
ῥα καὶ αὐτὸς φθεῖσθαι ὁμῶς ἤμελλε παρὰ Πριάμοιο πόληι . Αἶψα δ ' ἄρ ' ἀμφοτέρωθε συνήλυθον εἰς ἕνα χῶρον
κραταιῇ χειρὶ τιταίνων λαοφόνον δόρυ μακρὸν ὑπαὶ Χείρωνι πονηθέν . Αἶψα δ ' ὑπὲρ μαζοῖο δαΐφρονα Πενθεσίλειαν οὔτασε δεξιτεροῖο ,
5923867 ἐκφοραι
νοσήμασι , κἂν μή τις ἐκ θεῶν ἐπικουρία , πάλιν ἐκφοραὶ καὶ πένθη . οἶσθα δέ , ὅπως ὑπὸ τῶν
ἐξετάσαι καὶ διὰ λόγου τὸ ἀληθέςἈπὸ . ἑνικῶν συνθέσεων πληθυντικαὶ ἐκφοραὶ γίνονται κατὰ τὸ τέλος , ἀνδροφόνος ἀνδροφόνοι , ἑνδέκατος
5919129 τυπτονται
τὸ δὲ κατ ' Αἰγυπτίους μὴ καὶ γελοῖον ᾖ : τύπτονται γὰρ ἐν τοῖς ἱεροῖς τὰ στήθη κατὰ τὰς πανηγύρεις
ἄλλο ἄγαλμα Ἡρακλέος προσάγουσι πρὸς αὐτό : ταῦτα δὲ ποιήσαντες τύπτονται οἱ περὶ τὸ ἱρὸν ἅπαντες τὸν κριὸν καὶ ἔπειτα
5916275 ὀνειδειοις
ἑκάεργος Ἀπόλλων , ἀλλὰ χολωσαμένη Διὸς αἰδοίη παράκοιτις νείκεσεν ἰοχέαιραν ὀνειδείοις ἐπέεσσι : πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας κύον ἀδεὲς
μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν . ἥ ῥ ' Ὀδυσῆ ' ἐνένιπεν ὀνειδείοις ' ἐπέεσσι : “ ξεῖνε τάλαν , σύ γέ
5907787 φιλοπονει
ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ . χρῶ τοῖϲ ὀπωδεϲτάτοιϲ καὶ δριμέϲιν καὶ φιλοπόνει καὶ ϲυνουϲίαζε . εἰϲὶ δὲ ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ ἡμέραι
δεϲπότου ἄκρατον | ἀποδίδωϲι | τὴν χάριν διπλῆν . = φιλοπόνει = ὅταν ποιῶν πονηρὰ | χρηϲτά τιϲ λαλῆι καὶ
5907574 καγχαλοωντες
ἱέμενοι νόστοιο . Νέας δ ' ἐς βένθεα πόντου εἷλκον καγχαλόωντες ἀνὰ φρένας , εἰ μὴ ἄρ ' αὐτοὺς ἐσσυμένους
λέγει . Ἀσπασίως : χαριέντως . προφυγόντες : ἐκφυγόντες . καγχαλόωντες : γελῶντες , χαίροντες . Θρώσκους ' : πηδῶσιν
5904038 ἐξικνουντο
καὶ ἀλλήλοις διεκελεύοντο καὶ λίθους εἰς τὸν ποταμὸν ἔρριπτον : ἐξικνοῦντο γὰρ οὒ οὐδ ' ἔβλαπτον οὐδέν . Ἔνθα δὴ
οἱ δὲ πολέμιοι ἐτόξευον καὶ ἐσφενδόνων : ἀλλ ' οὔπω ἐξικνοῦντο : ἐπεὶ δὲ καλὰ ἦν τὰ σφάγια , ἐπαιάνιζον
5903085 Ἀσιναιοι
πόλισμα αἱ Κολωνίδες ἐπὶ ὑψηλοῦ , μικρὸν ἀπὸ θαλάσσης . Ἀσιναῖοι δὲ τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς Λυκωρίταις ὅμοροι περὶ τὸν
Ἀργολίδι Ἀσίνην . μόνοι δὲ τοῦ γένους τοῦ Δρυόπων οἱ Ἀσιναῖοι σεμνύνονται καὶ ἐς ἡμᾶς ἔτι τῷ ὀνόματι , οὐδὲν
5895798 ἰϲχνοι
ἔκκριϲιϲ τῆϲ ὕληϲ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τὴν ὁρμὴν ἐχούϲηϲ . ἰϲχνοὶ δὲ ὡϲ ἐπίπαν γίγνονται καὶ νωθροὶ πρὸϲ πᾶϲαν ἐπιβολήν
γένεϲιϲ , ἄμφω μελαγχολίηϲ ἡ τροφή . τάμνειν δὲ κἢν ἰϲχνοὶ ἔωϲι καὶ λείφαιμοι : ϲμικρὸν δὲ ἀφαιρέειν , ὁκόϲον
5892921 Ἀτρεϊδῃ
ἀμφ ' Ὀδυσῆα ἄνακτα δαΐφρονα ποικιλομήτην , αὖτις ἐπ ' Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἦρα φέροντες : αὐτὰρ ἐγὼ σὺν νηυσὶν ἀολλέσιν
πολλὰ καὶ ἐσθλὰ ἐξελόμην , καὶ πάντα φέρων Ἀγαμέμνονι δόσκον Ἀτρεΐδῃ : ὃ δ ' ὄπισθε μένων παρὰ νηυσὶ θοῇσι
5892032 ἐκλειχοι
εἰ διπλάσιον μέτρον οἴνου ἀκρήτου πίνοι τις ἢ ὁκόσον μέλι ἐκλείχοι , πολλῷ ἂν δήπου ἰσχυρότερος εἴη ὑπὸ τοῦ μέλιτος
μόνον δ ' αὐτὸ τὸ μέλι εἴ τις μὴ ἀφεψήσας ἐκλείχοι , καλῶς ὑπάγει . τὸ δ ' ἐπ '
5890328 ἐνεπε
παθημάτων . τίνα θροεῖς αὐδάν ; τίνα βοᾶις λόγον ; ἔνεπε , τίς φοβεῖ σε φήμα , γύναι , φρένας
. ὦ φίλταται γυναῖκες . † Ἑκάβη , σὰς † ἔνεπε : τίνα θροεῖς αὐδάν ; † οὐκ ἦν ἄρ
5889504 φεροντο
ἐνέμοντο . ” φέρτερος κρείσσων , παρὰ τὸ ὑπερφέρειν . φέροντο ἐν τῇ Κ Ὀδυσσείας ἀντὶ τοῦ προσεφέροντο : “
ἐκτελέσαντες ἀτειρέες ἔργον Ἀῆται εἰς ἑὸν ἄντρον ἕκαστος ὁμοῦ νεφέεσσι φέροντο . Μυρμιδόνες δ ' , ὅτ ' ἄνακτα πελώριον
5888784 δυσεκκριτοι
δὲ πρός τινων καλούμεναι πελώριαί τε λεγόμεναι , τρόφιμοι , δυσέκκριτοι , εὔχυλοι , εὐστόμαχοι , καὶ μάλιστα αἱ μείζους
, αἱ καὶ βασιλικαὶ καὶ πελώριαι λεγόμεναι , τρόφιμοι , δυσέκκριτοι , εὔχυλοι , εὐστόμαχοι , καὶ μάλιστα αἱ μείζους
5887843 δυσιατοι
, ὅταν ἡ θλάσις αὐτῶν ἔχῃ τι καὶ φλεγμονῆς καὶ δυσίατοι γίνωνται . Ἐπικρατεῖν μὲν οὖν χρὴ ἐν ἀρχῇ μὲν
καὶ ἀκμάζουσι συνισταμένους . οἱ γὰρ δὲ τοῖς γέρουσιν ἐπιγινόμενοι δυσίατοι πεφύκασι , μήτ ' ἰσχυρῶν φαρμάκων ὧδε βοηθούντων ,
5884780 μελαγχλωροι
ἡ δὲ ξὺν τῷ αἵματι πάντῃ φοιτῇ : διὰ τόδε μελάγχλωροι ἀπὸ ϲπληνὸϲ ἴκτεροι . ἀτὰρ καὶ ἐπὶ τοῖϲι ϲκυβάλοιϲι
ἐπανθέει . ὁκόϲοιϲι μὲν ὦν μέλαϲ ὁ ἴκτεροϲ , χροιῇ μελάγχλωροι , ῥιγώδεεϲ , ἀδρανέεϲ , ὄκνῳ εἴκοντεϲ , ἄθυμοι
5884613 ἐπουρανιοι
δὲ εἰς Ὄλυμπον παραγεγονέναι : αἱ γὰρ κορυφαὶ τοῦ Ὀλύμπου ἐπουράνιοι . . . . Ἕκτορος ἀμφὶ νέκυι : ἡ
, πολυάργυρον , πολυτάλαντον . θεοὶ ὑπερουράνιοι , ἐνουράνιοι , ἐπουράνιοι , ἐναιθέριοι , ἐναέριοι : ἐπίγειοι , οἱ αὐτοὶ
5882524 δυϲπεπτοι
φυϲῶδεϲ ἀποτίθενται , δύϲπεπτοι δέ εἰϲιν . οἱ δὲ θέρμοι δύϲπεπτοί τε καὶ δυϲυποβίβαϲτοι καὶ ὠμοῦ χυμοῦ γεννητικοί . ἡ
καὶ πυκνῶϲαι καὶ πιλῆϲαι χρῄζομεν . ἅπαντεϲ δὲ οἱ φοίνικεϲ δύϲπεπτοί τέ εἰϲι καὶ κεφαλαλγεῖϲ πλείονεϲ βρωθέντεϲ . ἔνιοι δὲ
5880860 συγκρουσιος
ἐπὶ τῶν διὰ λόγων ἢ ὠφελούντων ἢ βλαπτόντων . Γέλως συγκρούσιος : Ἄκοσμος καὶ ἄτακτος : παρόσον τινὲς γελῶντες τὰς
ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐδοκιμούντων . Γέλως συγκρούσιος : ὁ ἄκοσμος καὶ ἄτακτος . ἀπὸ τοῦ κρούειν
5880605 εὐχρηστοι
πνεύματα μετ ' αὐτῶν ἐσχήκεισαν , οὐκ [ ἂν ] εὔχρηστοι γεγόνεισαν τῇ οἰκοδομῇ τοῦ πύργου τούτου . Ἔτι μοι
ὥσπερ βαθμοὶ τοῖς ἐργαζομένοις καὶ βουλομένοις εἰς τὸ ἄνω μετεωρίζεσθαι εὔχρηστοι γίνονται . ἐὰν δὲ μὴ ᾖ εὔτονον τὸ ξύλον
5879106 ἠχουσι
. δινεῖ ] συστρέφει , ἀνακόπτει . . φιμοὶ ] ἠχοῦσι , ἀποτελοῦσι κακὰ κατὰ τὴν συνήθειαν τὴν βαρβαρικήν .
τὸ δὲ ἕτερον εἰς τὴν Τρινακρίαν θάλασσαν . μορμύρουσιν : ἠχοῦσι . τὸ Τρινάκριον πέλαγος παράκειται τῇ Σικελίᾳ : ἐκαλεῖτο
5879064 δαμαλαι
: αἱ δὲ θήλειαι βόες μόνον , τὰ δὲ νέα δαμάλαι καὶ δαμάλιες καὶ μόσχοι καὶ πόριες καὶ πόρτιες καὶ
. λυσσᾶν : ἤγουν τὰ τῶν κυνῶν ἤθη ἀναδέξασθαι . δαμάλαι : αἱ νέαι βόες αἱ εἰς τὸ δαμασθῆναι ἐπιτήδειαι
5877849 δυσανασχετουντες
. Μεγαρεῖς ὑπακούοντες Κορινθίοις ἐβαρύνοντο τοῖς ἐπιτάγμασι , καὶ φανεροὶ δυσανασχετοῦντες ἦσαν ἐπὶ τούτῳ . Κορινθίων δὲ πρέσβεις ἦλθον εἰς
, τὰ δ ' ἄλλα περιεώρων ἀπολλύμενα . Ἕρνικες δὲ δυσανασχετοῦντες ἐπὶ τῇ λύμῃ καὶ διαρπαγῇ τῶν ἀγρῶν , ἀναλαβόντες
5877243 κακοχυλοι
κολίας , ὀρκύινος , πηλαμύς , σκόμβρος οὐκ εὐστόμαχοι , κακόχυλοι , φυσώδεις , ψαφαροί , δυσέκκριτοι , τρόφιμοι ,
τηγανιζόμενα . αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι , βρομώδεις δὲ καὶ κακόχυλοι . ἐχῖνοι δὲ ἁπαλοὶ μέν , εὔχυλοι , βρομώδεις
5874350 Εὐμενιδες
λέγειν , ἤτοι ἀπόφευγε τὸ προστιθέμενον αὐταῖς ὄνομα , τὸ Εὐμενίδες , παρὰ τῶν εὖ πεπαιδευμένων καὶ σοφῶν λέγειν καὶ
, πραΰνοον μετάθεσθε βίου μαλακόφρονα δόξαν . Κλῦτέ μου , Εὐμενίδες μεγαλώνυμοι , εὔφρονι βουλῆι , ἁγναὶ θυγατέρες μεγάλοιο Διὸς
5859089 χερ
ν ? πολυ ? [ ] [ ] σι ? χερ [ ] [ ] κουον ? ? [ ]
ὁ μὲν ἔνυδροϲ ψυχρόϲ ἐϲτι τὴν δύναμιν , ὁ δὲ χερ - ϲαῖοϲ ἔχει καὶ ϲτῦφον : ὅθεν ἕλκη τε
5857391 ἐειπον
οἴνου πινέμεν αἰεὶ μέμνεο πευκεδανῆς ἕνεκ ' ἀσπίδος , ὥσπερ ἔειπον . Καὶ πολυειδέα πῖνε μετ ' ἀκρήτου Βρομίοιο μορφὴν
φορέουσι πάντας ἐπ ' ἀνθρώπους , πολλοί τέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς
5856467 ῥηϊδιοι
τὸ μετόπωρον τελευτῶϲι τὸν βίον . κοτὲ καὶ γέροντεϲ ἁλῶναι ῥηΐδιοι καὶ ἀπόφρικτοι ἁλόντεϲ , ὅϲον βραχείηϲ ῥοπῆϲ ἐϲ εὐνὴν
ὀλιζότεροι πόδες αὐτοῖς . τοὔνεκα ῥηΐδιοι πτώκεσσι πέλουσι κολῶναι , ῥηΐδιοι πτώκεσσι , δυσάντεες ἱππελάτῃσι . ναὶ μὴν ἀτραπιτοῖο πολυστιβίην
5853716 κλητοι
ὀρφανικοῖο μετ ' ἠιθέοιο μέλαθρον οὔτι σαοφροσύνῃσι μεμηλότες ἥλικες ἄλλοι κλητοί τ ' αὐτόμολοί τε πανήμεροι ἀγερέθωνται , κτῆσιν ἀεὶ
ἀπὸ τοῦ καλεῖσθαι αἱρουμένους . καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ οὗτοι γὰρ κλητοί γε . καὶ τὸ ὀτρύνομεν ἀντὶ τοῦ ὀτρύνωμεν .
5851799 προσλαλω
ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ] κατατυγχάνω , προσλαλῶ , συνεπερείδομαι , συλλαλῶ , κατατυγχάνω , καταμέμφομαι ,
ἔρχομαι , προσέρχομαι δὲ Ἀπολλωνίῳ , πρὸς Τρύφωνα λαλῶ καὶ προσλαλῶ Τρύφωνι , καὶ ἔστι μέν που καταφέρω οἶνον ,
5851601 ὀθεται
: ἱλαρήν μιν ἐπικλείουσι Γαλήνην εὔδιον , ἣ κυανῶν οὐκ ὄθεται λιμένων , οὐδ ' εἴ τις μήκωνος ἀπεχθέα δράγματα
φέρτερος εἶναι καὶ γενεῇ πρότερος : τοῦ δ ' οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ ἶσον ἐμοὶ φάσθαι , τόν τε στυγέουσι
5850139 σιδηροπληκτοι
ἔχουσι ] + ἤγουν τεθνήκασι . σιδαρόπληκτοι ] τάφοι . σιδηρόπληκτοι ] + τοὺς τάφους λέγει οὓς διὰ σιδήρου κατασκευάζουσιν
. τάχ ' ἄν τις εἴποι : τίνες αὐτοὺς περιμένουσι σιδηρόπληκτοι ; τοῦτο δὲ τοῦ ἑνὸς ἡμιχορίου εἰπόντος ἀποκρίνεται τὸ
5848858 μηχανοωνται
, θεοὶ τεισαίατο λώβην , ἣν οἵδ ' ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται οἴκῳ ἐν ἀλλοτρίῳ , οὐδ ' αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν
, δαήσεται , ὅσσα τε φῶτες κρυπτάδια σφετέρῃσιν ἐνὶ φρεσὶ μηχανόωνται , ὅσσα τε κεκλήγασι μετὰ σφίσιν ἠεροφοῖται ἀνθρώποις ἄφραστον
5843654 βιοωνται
πονεύμενοι , ἀλλ ' ἐς ἀκωκὴν ἀγκίστρου σπεύδουσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται . χαλκοῦ μὲν σκληροῖο τετυγμένον ἠὲ σιδήρου ἄγκιστρον πέλεται
ἑτέρῳ πόρσυνεν ἐδωδήν . οἱ μὲν γὰρ γενύεσσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται χειροτέρους : τοῖς δ ' ἰὸν ἔχει στόμα :
5841744 Ἀφυας
εἴ τις διὰ γλαυκότητα τὸν αἴλουρον τῇ Ἀθηνᾷ συμβάλοι . Ἀφύας εἰς πῦρ : ἐπὶ τῶν τέλος ὀξὺ λαμβανόντων :
' ἐν τῷ κατὰ Ἀρισταγόρας φησί : καὶ πάλιν τὰς Ἀφύας καλουμένας τὸν αὐτὸν τρόπον ἐκαλέσατε . ἑταιρῶν ἐπωνυμίαι αἱ
5840326 ἀμπεπαλων
' ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ κε τύχωμι . Ἦ ῥα καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος καὶ βάλε Τυδεΐδαο κατ ' ἀσπίδα
πεπαλών καὶ ἀμπεπαλών : Ὅμηρος : ἦ ῥα , καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος . . . α . ἀμύνειν
5837596 τολμαις
αἱ ὑπερβολαὶ , πλήθει τε χειρὸς τῶν ἐπελθόντων εἰκάζοντι καὶ τόλμαις ἑκατέρων καὶ στρατηγήσεσι καὶ μηχανήσεων ἐπινοίαις καὶ τῶν ἀντιπολεμησάντων
τῶν φοβερῶν εἴξομεν : ἱκανὴ γὰρ ἀμάχους ῥώμας εὐεξίαις , τόλμαις , ἐμπειρίαις , πλήθεσιν ἐκ πολλοῦ τοῦ | περιόντος
5836115 παρορμωσιν
. Τούτου οἱ ὄρχεις ξηροὶ καὶ λεῖοι πινόμενοι εἰς ἀφροδίσια παρορμῶσιν . ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ λειωθεῖσα σὺν ὄξει ἐρυσιπέλατα
αἱ γὰρ ὑπερθέσεις τοὺς μὲν ὑπαιτίους ἐνευκαιρεῖν τοῖς αὐτοῖς ἀδικήμασι παρορμῶσιν ἅτε θανατῶντας , τοὺς δὲ εἰς τὸ παθεῖν ὑπόπτους
5835876 προρριζοι
δ ' εἰλυφόων ἄνεμος φέρει , οἱ δέ τε θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ : ὣς οἱ μὲν μάρναντο
τ ' εἰλυφόων ἄνεμος φέρει , οἳ δέ τε θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ : ὣς ἄρ ' ὑπ
5834758 δραστικοι
φωκάων ἁλιοτρεφέων ὀλοώτατος ὀδμή . Γ Λαμίας ὄρχεις Γ : δραστικοὶ γὰρ οἱ ὄρχεις . Γ Λαμίας ὄρχεις : Δίδυμος
Λαμία θηρίον . . . λαίμιά τις καὶ λάμια . δραστικοὶ δὲ οἱ . . . θῆλυ γάρ . ,
5833793 ξας
. . . . : [ . . . ] ξας ˈ [ ] θτου ? [ ! ! ]
αει ] και απεκριθην και ειπον [ ιδου απεδει ] ξας μοι καιρων ταξεις : και [ το μελλον ]
5833567 δαω
καὶ στιχῶ διὰ τοῦ ι , φείδω φιδῶ , δαίω δαῶ , κείρω κερῶ . εἰ γὰρ καὶ μὴ ᾖ
στείχω , στιχῶ : φείδω , φιδῶ : δαίω , δαῶ : τεύχω , τυχῶ : σίνω , σινῶ :
5833071 ἀρωγοι
διπλῆι μάστιγι ἐπλήγημεν . μαράγνης ] μάστιγος . τῶν μὲν ἀρωγοὶ ] ἡμῶν οἱ σύμμαχοι οἱ περὶ Ἀγαμέμνονα . στυγερῶν
ἀλλὰ διπλῆς γὰρ τῆσδε μαράγνης δοῦπος ἱκνεῖται : τῶν μὲν ἀρωγοὶ κατὰ γῆς ἤδη , τῶν δὲ κρατούντων χέρες οὐχ
5831981 Πηλη
Δημοσθένεε Δημοσθένη , Διομήδεε Διομήδη , βασιλέε βασιλῆ , Πηλέε Πηλῆ . Τοῖν Πηλέοιν . Ἰστέον ὅτι ἡ γενικὴ καὶ
πληθυντικῶν συναιροῦνται , οἷον Πηλέοιν Πηλέων . Ὦ Πηλέε ὦ Πηλῆ : εἴρηται . Οἱ Πηλέες καὶ οἱ Πηλεῖς .

Back