καὶ περὶ τὰ ὦτα , καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀδένων ὁμοίως . τί οὖν ἐχρῆν πρὸς ταῦτα λέγειν ;
. Τῇσι μὲν γυναιξὶν ἀραιή τε ἡ φύσις κατὰ τῶν ἀδένων , ὥσπερ τὸ ἄλλο σῶμα , καὶ τὴν τροφὴν
6732451 φλοισβος
κινεῖται , ἠχεῖ ποιόν τινα ἦχον : ὥσπερ καὶ τὸ φλοῖσβος , καὶ αὐτὴ ποιὰ φωνή . ἀφριάα : ἀφρὸν
: ἔγκλαγξαν δ ' ἄρ ' ὀϊστοί , ὥσπερ καὶ φλοῖσβος ἐπὶ θαλάσσης , καὶ τὸ σίζειν ἐπὶ τηγάνου πεποιημέναι
6655447 ὑπολευκοι
μόνον εἰπεῖν προὐθέμεθα : ἐνίοτέ γε μὴν καὶ οἷον τρίχες ὑπόλευκοι , παλαιστιαῖοι καὶ μείους τε καὶ μείζους συναναφαίνονται τοῖς
ὕλην τῆς σήψεως ὅθεν ὑπέστησαν ὑποσημαίνουσιν . αἱ μὲν γὰρ ὑπόλευκοι , ἐξ ἀπεψιῶν συνεχῶν σιτίων σιτωδῶν τὸ πλέον φαίνονται
6564640 δορυφορουσι
πόρον τὰς ναῦς οἵδε οἱ πομπίλοι ὥσπερ οὖν ἐρωμένας προσνέοντες δορυφοροῦσι , καὶ δεῦρο καὶ ἐκεῖσε περιέρχονται χορεύοντες ἅμα καὶ
γὰρ δορυφοροῦσι μὲν ἀλλήλους ἄνευ μισθοῦ ἐπὶ τοὺς δούλους , δορυφοροῦσι δ ' ἐπὶ τοὺς κακούργους , ὑπὲρ τοῦ μηδένα
6510286 ἀπεπτουμενοι
νευρώδη μόρια , ἐγκέφαλος , πνεύμων , νωτιαῖος , ἀδένες ἀπεπτούμενοι , ἡ τῶν ἀρνῶν σάρξ , βωλῖται , ἀμανῖται
ἔντερα , μήτρα τῶν τετραπόδων καὶ οἱ σκληροὶ τῶν ἀδένων ἀπεπτούμενοι , ὀξύγαλα , τυροί , τηγανῖται , θέρμοι ,
6490241 ἀστομοι
αἱ δ ' ἀπ ' αἰγιαλῶν σκληρόσαρκοι καὶ κακόχυλοι , ἄστομοι . βούγλωσσοι , ψῆσσαι σκληρόσαρκοι , δύσφθαρτοι , εὔχυλοι
ἀποστεροῦνται τῆς ἐργασίας διὰ τὸ μικρόν : αἱ δὲ γρυπαὶ ἄστομοι καὶ διὰ τοῦτο οὐ κατέχουσι τὸν λαγῶ : αἱ
6465009 ἀμφιεσματα
, ὥσπερ οἱ τῶν καλῶν σωμάτων ἐρῶντες πρὸς μὲν τὰ ἀμφιέσματα οὐ διαφέρονται , εἴτε Ἑλληνικὰ εἴη εἴτε χλαμύδες ,
ἀτράκτους καὶ κερκίδας καὶ ὁπόσα ἄλλα ὄργανα τῆς περὶ τὰ ἀμφιέσματα γενέσεως κοινωνεῖ , πάσας συναιτίους εἴπωμεν , τὰς δὲ
6460556 κλῃθρα
θύραις θάσσει ; τουτὶ καὶ δὴ χωρεῖ τὸ κακόν . κλῇθρα χαλάσθω τάδε . καὶ δὴ γὰρ σχήματος ἀρχὴ μᾶλλον
' ὁ τλήμων ἔν τινι σχολῇ κακοῦ ; Βοᾷ διοίγειν κλῇθρα καὶ δηλοῦν τινα τοῖς πᾶσι Καδμείοισι τὸν πατροκτόνον ,
6457741 σμαραγει
, ὡς ὅτε κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Ἄλλοι μέν ῥ ' ἕζοντο
δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο . Αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Σκέπτετ ' ὀιστῶν τε ῥοῖζον
6448370 μεταπτωϲιϲ
, ἤδη δὲ πλειϲτάκιϲ καὶ ἀπὸ τοῦ ϲυνόχου πυρετοῦ ἡ μετάπτωϲιϲ εἰϲ τὸν λήθαργον γέγονε καὶ ἐξ ἑτέρων δὲ πλείϲτων
ὑϲτέραϲ χώραν . εἰ δὲ εἰϲ ἕτερόν τι πάθοϲ ἡ μετάπτωϲιϲ γένηται , τὴν θεραπείαν πρὸϲ ἐκεῖνο ἁρμόζειν . καθόλου
6435601 ῥαχις
ὧν ὁ μὲν τράχηλος ἐκ τεσσάρων συνέστηκε , ἡ δὲ ῥάχις ἐξ εἴκοσιν , ἡ δὲ ὀσφὺς ἐκ πέντε .
τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν κατέχουσι . ταῦτα δ ' ἐστὶν ὀρεινὴ ῥάχις διὰ τοῦ μήκους ὅλου τῆς Ἰταλίας διαπεφυκυῖα ἀπὸ τῶν
6360593 Εἰρηται
: παροιμιῶδες , οἷον , ἐν ἀλλοτρίᾳ ἐξουσίᾳ εἰσίν . Εἴρηται δὲ ἡ παροιμία , παρόσον πέντε κριταὶ τοὺς κωμικοὺς
ἡ γονὴ μείνῃ ἐπ ' ἀμφοῖν ἐν τῇ μήτρᾳ . Εἴρηται ἡμῖν ὅτι ὁ σκοπὸς περὶ τῶν καιρῶν ἐν οἷς
6326060 προηγουνται
ἢ οὖν περὶ τοῦ τοιούτου λέγει συμπεράσματος ἢ περὶ ὧν προηγοῦνται μὲν προτάσεις , οὐ μέντοι καὶ ἀνελλιπής ἐστιν ὁ
. ἰστέον ὅτι τῶν φυσικῶν πάντων αἱ δυνάμεις καὶ ἕξεις προηγοῦνται τῶν ἐνεργειῶν , ἐπὶ δὲ τῶν μὴ οὕτως ἐχόντων
6319929 κλαιουσι
ἡμῖν ; μητέρα καὶ γυναῖκα καὶ μειράκιον υἱόν ; οἳ κλαίουσι καὶ δεδίασι νῦν οὐ τὴν Ἀντωνίου πολιτείαν , ἀλλὰ
διώκειν . ἔνθεν ἀκηχεμένοισι βαρυνόμεναι βλεφάροισι πολλάκις ὑπνώουσιν , ὅτε κλαίουσι , γυναῖκες . ἡ μὲν ἀλητεύουσα δολοφροσύνῃσιν ὀνείρων μητέρα
6312438 ϹϜ
τὰ ὑπεναντία τούτοις ἀπὸ τῶν ὀξυτέρων ἐπὶ τὰ βαρύτερα : ϹϜ # Ϝ # Ϝ # Ϝ . Ἐκκρουσμὸς δέ
Ϝ πρόκρουσις ϜϹ Ϝ # Ϝ # Ϝ # ἔκκρουσις ϹϜ # Ϝ # Ϝ # Ϝ ἐκκρουσμός ϜϹϜ ϹϹ
6303769 διαχρυσοι
δὲ κίονες πεντήκοντα κατεῖχον αὐτήν , οἱ δὲ ὑπερτείνοντες οὐρανίσκοι διάχρυσοι ἦσαν . καὶ πρῶτοι μὲν Πέρσαι φʹ μηλοφόροι περὶ
. περιεβέβληντο δὲ ἐν τῷ περιβόλῳ πολυτελεῖς αὐλαῖαι ζῳωτοὶ καὶ διάχρυσοι , κανόνας ἔχουσαι περιχρύσους καὶ περιαργύρους . τῆς δ
6286406 ὁλκοι
Ἐξ ὧν δὲ ἐξανέστησαν χώρων ἐν τούτοισι δὴ οἵ τε ὁλκοὶ τῶν νεῶν καὶ τὰ ἐρείπια τῶν οἰκημάτων τὸ μέχρις
Ἀραβίῳ κόλπῳ ἐπὶ τῇ Ἐρυθρῇ θαλάσσῃ , τῶν ἔτι οἱ ὁλκοὶ ἐπίδηλοι . Καὶ ταύτῃσί τε ἐχρᾶτο ἐν τῷ δέοντι
6280002 χαλαζαι
καὶ τοῖς δένδρεσι χαλεπόν . λήγοντος δὲ τοῦ ἔαρος , χάλαζαι κατὰ τόπους ἔσονται . τὸ θέρος ἔπομβρον , καὶ
ὄμβροι καταφέρονται : πηγνυμένων δέ , πάχναι καὶ χιόνεϲ καὶ χάλαζαι πρὸϲ τὴν ποιότητα τοῦ κρύουϲ καὶ τὴν ποϲότητα .
6268385 δουλιχοδειρων
ἔθνος ἐφορμᾶται ποταμὸν πάρα βοσκομενάων χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων δουλιχοδείρων , ὣς Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας :
ὀρνίθων πετεηνῶν ἔθνεα πολλά , χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων δουλιχοδείρων , ἔνθα καὶ ἔνθα πέτονται ἀγαλλόμεναι πτερύγεσσι , κλαγγηδὸν
6266870 τρισμος
ἦχον τινὰ ἐκ τούτου ἀποτελῇ , ὁ τοιοῦτος ἦχος ἢ τρισμὸς κλαυσιᾷν λέγεται . . τουτί τί ἦν : Ὃ
ἀφωνία , βαρύπνοια , κατάληψις αἰσθήσεως , συνέρεισις ὀδόντων καὶ τρισμὸς σπασμώδης συνολκή τε τῶν ἄκρων , ὑποχονδρίων | μετεωρισμός
6221185 πυλωνες
: παρενέβαλον δὲ ἐκεῖ παρὰ τὰ ὕδατα ” . Αἰλὶμ πυλῶνες ἑρμηνεύονται , εἰσόδου τῆς πρὸς ἀρετὴν σύμβολον : ὥσπερ
, ἔτι δὲ πρόδομοί τε καὶ αὐλαὶ καὶ προαύλια καὶ πυλῶνες καὶ πρόθυρα καὶ ὀπτανεῖα καὶ λουτρὰ λόγου ἄξια ,
6219981 αὐχενιων
καὶ διαμερίσαντα τῷ ἰδίῳ προστάγματι . ὁρκίζω σε τὸν τῶν αὐχενίων γιγάντων τοῖς πρηστῆρσι καταφλέξαντα , ὃν ὑμνεῖ ὁ οὐρανὸς
. περὶ κόλλοπι χορδήν . κόλλοψ . ὁ ἐκ τῶν αὐχενίων δερμάτων γινόμενος πασσαλίσκος , . . . , ,
6208487 μαινιδες
Βοιώτιαι μὲν ἐγχέλεις , μῦς Ποντικοί , θύννοι Μεγαρικοί , μαινίδες Καρύστιαι , φάγροι δ ' Ἐρετρικοί , Σκύριοι δὲ
λόγῳ ἐν τῷ πρώτῳ βιβλίῳ ἐπεμνήσθην , οἷον χαλκίδες τριχίαι μαινίδες ψηστοὶ ἀφύαι . ἤδη δέ τι καὶ κατ '
6197379 Γινονται
, Παροπανισαδῶν , Δραγγιανῆς , Ἀραχωσίας , Γεδρωσίας . [ Γίνονται ἐπαρχίαι κα , πίνακες ε . ] Ἡ Ἀσσυρία
τεσσάρων : τοῖς γὰρ ἀμφὶ τὸν Θεμιστοκλέα περιῆψε λόγους . Γίνονται δὲ ἠθοποιίαι καὶ ὡρισμένων καὶ ἀορίστων προσώπων : ἀορίστων
6193634 πλευριτιδες
καὶ πάνυ εὐθεράπευτος οὐ γίνεται . Εἰσὶ δὲ καὶ ξηραὶ πλευρίτιδες ἄπτυστοι , χαλεπαὶ δὲ αὗται : αἱ δὲ κρίσιες
μανικὰ , καὶ τὰ μελαγχολικά . Τοῦ δὲ χειμῶνος , πλευρίτιδες , περιπλευμονίαι , κόρυζαι , βράγχοι , βῆχες ,
6189619 διχρονος
παρά τισι κενοῦ . διαφοραὶ δὲ αὐτοῦ αἵδε : μακρὰ δίχρονος ̅ μακρὰ τρίχρονος ⌙ μακρὰ τετράχρονος ␣ μακρὰ πεντάχρονος
συνυπάρχουσιν ἀλλήλοις . διόπερ καὶ ἡ μακρὰ συλλαβὴ εἴπερ ἐστὶ δίχρονος , ὀφείλει , ὅτε μὲν αὐτῆς ἐνέστηκεν ὁ πρῶτος
6188337 ὑπεροπλα
. εἵπετο δ ' αἰόλος ἵππος ἀρηιφίλους ἐπὶ βωμοὺς κυδιόων ὑπέροπλα , βίην δ ' ἐπέρεισεν Ἀθήνη χεῖρας ἐπιβρίσασα νεογλυφέων
ἐν τενάγεσσι θαλάσσης φέρβονται , βατίδες τε βοῶν θ ' ὑπέροπλα γένεθλα τρυγών τ ' ἀργαλέη καὶ ἐτήτυμον οὔνομα νάρκη
6186474 ἀναπεπταται
φιλοσοφεῖν τότε βελτιοῦντας τὴν ψυχὴν καὶ τὸν ἡγεμόνα νοῦν . ἀναπέπταται γοῦν ταῖς ἑβδόμαις μυρία κατὰ πᾶσαν πόλιν διδασκαλεῖα φρονήσεως
εἶναι κοινὴν συμβέβηκε : πρὸς γὰρ τῷ κατὰ θιάσους συνοικεῖν ἀναπέπταται καὶ τοῖς ἑτέρωθεν ἀφικνουμένοις τῶν ὁμοζήλων . εἶτ '
6178763 ἐκπεφυκεν
καὶ μή σε λειμὼν ἀναβάλῃ τοῦτο , καὶ γὰρ ἐνταῦθα ἐκπέφυκεν , ὁποία τῆς γῆς ἀνέσχε . λέγει δὲ ἡ
δὲ λοιπὸν σῶμα ὑπὸ τῷ διαφράγματι . τῆς δὲ κοιλίας ἐκπέφυκεν ἔντερον κατὰ τὰ δεξιὰ μᾶλλον νενευκός , τῇ ῥάχει
6176591 παρακολουθουσιν
ἐν Κασταβάλλοις ἱέρεια . Ἀπὸ δὲ τούτων δείκνυται ὡς οὐ παρακολουθοῦσιν ἑαυτοῖς ἐνθουσιῶντες , καὶ ὅτι οὔτε τὴν ἀνθρωπίνην οὔτε
τῆς αἰγείρου ἄκοπον . Ἐπὶ πλήθει σιτίων γυμναζομένοις πολλοῖς βλάβαι παρακολουθοῦσιν οὐ σμικραί , κεφαλῆς τε πληρουμένης καὶ ἐμφραττομένου τοῦ
6166621 πηγνυνται
τὸ σῶμα ἱδροῦσιν , ὥστε καὶ τυροὺς ἀπ ' αὐτοῦ πήγνυνται , ὀλίγον τοῦ μέλιτος ἐπιστάξαντες : ἔλαιον δὲ ποιοῦνται
δ , πάχος δὲ γ . Ἐπὶ δὲ τῶν ἐπιστυλίων πήγνυνται συγκύπται τὸ ὕψος ἐξαίροντες πήχεις η : καὶ ἐπ
6161716 λαρυγξ
. Κυνάγχη ἐστὶ φλεγμονὴ τῶν ἔνδον μυῶν τοῦ λάρυγγος : λάρυγξ δέ ἐστι τὸ στόμα τῆς ἀρτηρίας , ὅθεν ἀναπνέομεν
ἡ μὲν ἔξωθεν λέγεται φάρυγξ , ἡ δὲ ἔσω λέγεται λάρυγξ . Φωνητικὰ ὄργανα ταῦτα : γαργαρεών , λάρυγξ ,
6153428 Μελαγχλαινων
τῶν ἀπειπαμένων τὴν σφετέρην συμμαχίην , πρώτην δὲ ἐς τῶν Μελαγχλαίνων τὴν γῆν . Ὡς δὲ ἐσβαλόντες τούτους ἐτάραξαν οἵ
Σκυθέων οἰκέουσι Μελάγχλαινοι , ἄλλο ἔθνος καὶ οὐ Σκυθικόν . Μελαγχλαίνων δὲ τὸ κατύπερθε λίμναι καὶ ἔρημός ἐστι ἀνθρώπων ,
6150455 ἀγοστος
εἴρηται δὲ ἐπὶ τῶν ἐπισκοπούντων τὰ τῶν πόλεων ὤνια . ἀγοστός ; ὀστώδης τόπος . ἀγορηταί : σύμβουλοι . φρόνιμοι
τὴν ἀγορὰν διοικοῦντες ἄρχοντες . . . . , . ἀγοστός : ὁ ἀγκών : ὁ ἄγαν ὀστώδης τόπος .
6149774 εὐρειαι
μεϲηγὺ τῶν ὄχθων ἔρρηκται , ὅκωϲ τὸν ῥινὸν ἐλέφαϲ . εὐρεῖαι δὲ φλέβεϲ , οὐ πλημύρῃ τοῦ αἵματοϲ , ἀλλὰ
κόρυμβοι : ὄμμα τορόν , πυρσωπόν , ἐπισκυνίοισι δαφοινόν : εὐρεῖαι ῥῖνες , στόμα δ ' ἄρκιον , οὔατα βαιά
6141714 ἀπῳκισθη
ἢ ἐπηυξήθη , ἢ ὅλως οὐκ οὖσα πρότερον ᾠκίσθη . ἀπῳκίσθη μέν , ὥσπερ αἱ πλεῖσται τῶν Ἑλληνίδων , αἱ
ἄρχειν ἀξιοῦσα Ἑλλήνων , ἀλλὰ καὶ τοῦ Δωρικοῦ γένους ὅθεν ἀπῳκίσθη . καὶ τί δεῖ περὶ τῶν ἄλλων λέγειν ;
6141179 ὁρκανη
κατὰ στοῖχον , ἡ δὲ ἄλλως δασεῖα δένδροις οὐχ ἡμέροις ὁρκάνη . εἰ δέ τις καύσειε τὴν ὕλην , τὸ
φυλακή . ὁρκάνη γὰρ εἶδος δικτύου ἢ ἀφανισμός . θ ὁρκάνη ] εἶδος δικτύου ὃ καλεῖται σαργάνη . ὁρκάνη ]
6136935 Ὑπερου
. Ὕπερον κοσμεῖς : ὅμοιον τῷ , Χύτραν ποικίλλεις . Ὑπέρου περιστροφή : ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ ποιούντων . Ὑπὲρ
τῶν τὰ αὐτὰ ποιούντων . Ὑπέρου γυμνότερος : καί : Ὑπέρου πολλῷ φαλακρότερος . Ὑπόχαλκον τὸ χρυσίον : ἐπὶ τῶν
6136422 θεραπευονται
. Ἀστροπλήκτων θεραπεία . ] Ὄνου οὖρον κατάχεε αὐτοῖς καὶ θεραπεύονται . [ ιʹ . Ἐὰν πεπτωκότα ἐπιληπτικὸν θέλῃς ἐγεῖραι
, θεράποντες δὲ οἱ ὑποτεταγμένοι φίλοι , ὑφ ' ὧν θεραπεύονται οἱ προσήκοντες . διχότομος βαρυτόνως ὁ εἰς δύο διῃρημένος
6133611 οὐραι
ἂν οἶς ποτε τέκοι . καὶ τοῖς μὲν προβάτοις αἱ οὐραὶ πρὸς τὸν πόδα τέτανται , αἱ δὲ αἶγες μηκίστας
εὐνήν , ἡ δ ' ἐπιτερπέσθω πολιοκροτάφοισι γέρουσιν , ὧν οὐραὶ μὲν ἀπήμβλυνται θυμὸς δὲ μενοινᾷ . ἐπεὶ δὲ ἧκεν
6119878 Οἰταιοι
περὶ Τραχῖνα . ἔστι καὶ πόλις Μηλιέων . οἱ οἰκοῦντες Οἰταῖοι . Σοφοκλῆς ” ἐγὼ μέν , ὦ γένεθλον Οἰταίου
ἃς αὐτοὶ ἔχειν δίκαιοί ἐστε ὑπὲρ ὧν ἡμεῖς ἠναγκάσθημεν ; Οἰταῖοι , μὴ σπεύδετ ' ἀτασθαλίῃσι νόοιο . Ἀλλ '
6117433 κενεωνων
ἡ ἐξαιμάτωσις καὶ γίνεται ὕδερος ὁ κατὰ πρωτοπάθειαν μὲν τῶν κενεώνων , κατὰ συμπάθειαν δὲ τοῦ ἥπατος . Βῆξαί τε
καί φησιν ὅτι “ ὁκόσοισι μὲν τῶν ὑδέρων ἐκ τῶν κενεώνων τε καὶ τῆς ὀσφύος ἄρχονται , οἵ τε πόδες
6109844 κησω
μηδὲν ἔχειν . . , : κῆλον : παρὰ τὸν κήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ καύσω , ὅθεν καὶ τὸ
. Ὅμηρος , πυρὶ κηλέῳ . παρὰ δὲ τὸν αὐτὸν κήσω μέλλοντα , ἀφ ' οὗ κῆλον . Αὖα πάλαι
6106079 Ἀγκυλη
δὲ εὐπορίαν . Γόνυ εὐώνυμον ἁλλόμενον ἀηδίαν μεγάλην δηλοῖ . Ἀγκύλη δεξιὰ ἁλλομένη ἀηδίαν δηλοῖ . Ἡ δὲ εὐώνυμος εὐφρασίαν
δεξιὸν κακοπαθείας σημαίνει . Τὸ δὲ εὐώνυμον ἀηδίαν σημαίνει . Ἀγκύλη δεξιὰ ἀηδίαν σημαίνει μεγάλην . Ἡ δὲ ἀριστερὰ εὐφρασίαν
6103201 κνηϲμωδηϲ
λίθον ξὺν τῇ κύϲτει ἐξαιρεύμενοι . ξυμπαθεῖ δὲ καὶ ἕδρη κνηϲμώδηϲ γιγνομένη : προπετὴϲ δὲ καὶ ἀρχὸϲ βίῃ καὶ ἐντάϲεϲι
πρὸϲ δὲ τούτοιϲ καὶ περὶ ὅλον τὸ ϲῶμα ϲυναίϲθηϲιϲ γίνεται κνηϲμώδηϲ . ἰδίωϲ δὲ τοῖϲ μὲν ὑπὸ θαλαϲϲίαϲ ϲκολοπένδραϲ δηχθεῖϲιν
6089918 Γαιτουλοι
πρὸς τὴν Αἴγυπτον οἱ Μαρμαρίδαι εἰσίν . Ὑπεράνωθεν δὲ οἱ Γαιτοῦλοί εἰσι , καὶ πλησίον τῆς Γαιτούλων χώρας οἱ Νίγρητες
πρὸς τὴν Αἴγυπτον οἱ Μαρμαρίδαι εἰσίν . Ὑπεράνωθεν δὲ οἱ Γαιτοῦλοί εἰσι , καὶ πλησίον τῆς Γαιτούλων χώρας οἱ Νίγρητες
6082353 Ἁπασα
ἔρωτας , ἀλλ ' Ἐρινύων πικρὰν ἀποψήλασα κηρουλκὸν πάγην . Ἅπασα δ ' ἄλγη δέξεται κωκυμάτων , ὅσην Ἄραιθος ἐντὸς
ἕκαστος αὐτῶν μένει ἀεὶ ἁπλῶς ἐν τῇ αὑτοῦ μορφῇ . Ἅπασα , ἔφη , ἀνάγκη ἔμοιγε δοκεῖ . Μηδεὶς ἄρα
6072609 ἀποδιδομενων
εἴσω τυγχάνουσιν , ἐβεβαίωσε τοῖς πριαμένοις , ἐντὸς ἐνιαυτοῦ τῶν ἀποδιδομένων κομίσασθαι μὴ δυναμένων , ἀλλ ' εἰς ἅπαν ἐφῆκεν
τί κατηγορούμενον ἑκάστου ὥσπερ τῶν ἀνθρώπων ὁ ἄνθρωπος . καὶ ἀποδιδομένων τῶν λόγων καθ ' ἕκαστον ἐνυπάρξει ὁ τοῦ ὄντος
6070229 χρησμῳδοι
; Τίνα γὰρ ἄλλην , ὦ Σώκρατες , πλήν γε χρησμῳδοί ; Ὀρθῶς λέγεις . ἀλλὰ καὶ τούσδε μοι οὕτω
ὀρθοῦσιν , οὐδὲν διαφερόντως ἔχοντες πρὸς τὸ φρονεῖν ἢ οἱ χρησμῳδοί τε καὶ οἱ θεομάντεις : καὶ γὰρ οὗτοι ἐνθουσιῶντες
6069063 φθοη
τούτοισι δὲ ἀμφότερα συμμίσγειν . Ἑτέρη νοῦσος , ἥτις καλέεται φθόη : βὴξ ἔχει , καὶ τὸ πτύσμα πολλὸν καὶ
, ὧν προηγεῖται δασύ , βαρύνεται , οἷον χνόη , φθόη , χλόη . τὸ δὲ πνοὴ οὐκ ἔχει δασύ
6061086 λιθουργοι
' ἐμὲ φορτίον . ὃν γὰρ εἰργάσαντο τέχναι πολλαί , λιθουργοὶ καὶ πλακῶν ἐπιστήμονες καὶ οἷς διὰ χρωμάτων ἡ μίμησις
τοῖς ταῦτα πράττουσι χειροτέχναις ὑπηρετοῦντες χαλκοτύποι τε καὶ τέκτονες καὶ λιθουργοὶ τῶν ἰδιωτικῶν ἔργων ἀφεστῶτες ἐπὶ ταῖς δημοσίαις κατείχοντο χρείαις
6055922 ἀποϲταϲιϲ
περῆϲαι θέλῃ , τὰ μὲν ἄνω μέρεα , ἔνθα ἡ ἀπόϲταϲιϲ , ὀξὺϲ πόνοϲ : κοιλίη ὑγρή , τὰ πρῶτα
δὲ τρυγῶδεϲ ἢ πελιδνόν . ἢν δὲ καὶ βαθυτέρη ἡ ἀπόϲταϲιϲ γένηται , καὶ μέλαν τὸ ὑγρόν : εὖτε καὶ
6053588 κνημων
κατιδεῖν . περί γε μὴν τῶν κάτωθεν , ἀστραγάλων ἢ κνημῶν καὶ κυνηπόδων καὶ ὁπλῶν , ταὐτὰ λέγομεν ἅπερ περὶ
καὶ ἀναιδεῖς σημαί - νουσιν : ὡς τὸ πολὺ δὲ κνημῶν καὶ πτερνῶν παχύτης δουλοπρεπῆ ἄνδρα καὶ ἀμαθῆ δηλοῖ .
6052102 Ῥαιτοι
- ται δὲ τῆς λίμνης ἐπ ' ὀλίγον μὲν οἱ Ῥαιτοί , τὸ δὲ πλέον Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί . .
πόλις μεταξὺ Σκυθίας καὶ Ὑρκανίας . τὸ ἐθνικὸν Ῥαιαῖος . Ῥαιτοί , Τυρρηνικὸν ἔθνος . Ῥάκηλος , πόλις Μακεδονίας .
6051195 τενοντες
ἓν οἷον ἔξω φαίνεται , πρὸς δὲ αὐτὴν οἱ ὀπίσθιοι τένοντες τείνουσιν . Κνήμης δὲ δύο , ἄνωθεν καὶ κάτωθεν
ἀμφιλαφοῦς γὰρ οὔσης αὐτῆς καὶ οἷον χρυσῆς τὸ μὲν οἱ τένοντες ἐφέλκονται , τὸ δ ' ὑπὸ τῶν ὤτων κρίνεται
6047388 κυνειων
: ἔοικεν οὖν ἰδίαν τινὰ ὁ Θρασύβουλος ἐπὶ σπλάγχνων μαντικὴν κυνείων καταστήσασθαι . οἱ δ ' Ἰαμίδαι καλούμενοι μάντεις γεγόνασιν
ἢ κυάμους . ἀλλὰ παρ ' ἑτέροις ταῦτα ἀδιάφορα . κυνείων τε γεύσασθαι δοκοῦμεν ἡμεῖς ἀνίερον εἶναι , Θρᾳκῶν δὲ
6047032 νευουσι
τῶν κεράτων ἀκρεμόνες ἄχρι τινὸς , μετὰ δὲ ἐκεῖθεν καμπτόμενοι νεύουσι κατόπιν ἐπὶ τὰ νῶτα τοῦ φέροντος . Ἐξαίρετον δὲ
ἀκρέμονες προτενεῖς , ὑψοῦ δ ' αὖθις ποτὶ νῶτον ἄψορρον νεύουσι παλιγνάμπτοισιν ἀκωκαῖς . ἔξοχα δ ' αὖ τόδε φῦλον
6044878 ἑλμινθια
: ἔνεστι δ ' αὐτῷ ὑγρὸν ἀθερῶδες ἢ τρίχια ἢ ἑλμίνθια , γίνεται δὲ περὶ ἄρθρα καὶ κεφαλήν . μελικηρὶς
, γλῶσσά τε ἐτρηχύνετο , ὥσπερ χαλαζώδει πυκνῷ , καὶ ἑλμίνθια κατὰ στόμα : περὶ δὲ τὴν η , οὐ
6044035 ἐξενισθη
ταῖς τῶν ἀριστέων εἰκόσιν : οὕτω γὰρ προεθισθεὶς οὐκ ἂν ἐξενίσθη τὸν πολὺν ἐκείνων τῶν κειμένων κατάλογον , οὐδ '
Ξέρξου τοῦ βασιλέως τῶι πατρὶ αὐτοῦ ἐπιστάτας καταλιπόντος , ἡνίκα ἐξενίσθη παρ ' αὐτῶι , καθά φησι καὶ Ἡρόδοτος :
6042660 Ἀγορα
μέσα τοῦ Σκάφους καὶ τῆς Ἀχερουσίας λίμνης καὶ Κρήνη καὶ Ἀγορὰ καὶ τὰ μέσα τοῦ Τράγου τῆς δωδεκαώρου . τῷ
τῶν παρανομούντων . Ἐπίχαρμος : Ἀγρὸν τὴν πόλιν ποιεῖς . Ἀγορὰ λύκιος : ἐπὶ τῶν ταχέως πιπρασκομένων : ἐκ μεταφορᾶς
6037329 ἐξηπλωται
] τοῖς τέλεσι δηλονότι , ἐβαρύνθη ὑπὸ τοῦ τέλους , ἐξήπλωται . , ἡπλώθη , ἐξηπλώθη . , ἐδυναστεύθη )
δὲ κέχρηται τῷ βάσκε πάτερ Δαρειάν . ἐπιτετάνυσται γὰρ καὶ ἐξήπλωται στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα
6036940 Σχεδον
πόσον χρόνον , οὕτω καὶ τὰ τῆς αὐξήσεως ἀκολουθεῖ . Σχεδὸν δὲ καὶ ὅσα πρωϊβλαστῆ καὶ πρωϊανθῆ φύσει ταὐτὸ τοῦτο
Κύρτιοι δὲ καὶ Μάρδοι λῃστρικοί , ἄλλοι δὲ γεωργικοί . Σχεδὸν δέ τι καὶ ἡ Σουσὶς μέρος γεγένηται τῆς Περσίδος
6035695 καθηκουσι
τινὸς ὑποληπτέον εἶναι . περὶ μὲν οὖν ἐκείνων ἐν τοῖς καθήκουσι καιροῖς λεκτέον τίνες τ ' εἰσὶ καὶ πόσαι καὶ
ἰοβάκχεια γεραρῶ τῷ Διονύσῳ κατὰ τὰ πάτρια καὶ ἐν τοῖς καθήκουσι χρόνοις . Τοῦ μὲν ὅρκου τοίνυν καὶ τῶν νομιζομένων
6032380 ἀντιαδες
ὕδωρ ἐπιπίνειν , καὶ μὴ λούεσθαι . Ἀντιάδες : ἢν ἀντιάδες γένωνται , συνοιδέει ὑπὸ τὴν γνάθον ἔνθεν καὶ ἔνθεν
λάρυγγα τοιοῦτόν τι πέφυκεν ἀγγεῖον , ἀλλ ' αἱ μὲν ἀντιάδες ὅμοιαι σπόγγῳ τὴν φύσιν ὑπάρχουσαι λεπτὴν ἰκμάδα δροσοειδῶς ἐξερεύγονται
6020365 ψιλαι
χρίονται τὰς ὀφρύας . τοιγάρτοι ἡδονὰς καὶ εὐπραξίας δηλοῦσι . ψιλαὶ δὲ οὐ μόνον ἀπραξίας καὶ ἀηδίας ἀλλὰ καὶ πένθος
: δίδου δὲ ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν . Εἰ δὲ μὴ ψιλαὶ εἶεν ὑπόνοιαι , ἀλλ ' ἀκριβὴς κατάληψις , καταπλαστέον
6013576 ἀγχιγυοι
ἣν καλέουσι Πηγάς : ὄνομα κρήνης Πηγαὶ οὕτω κυρίως . ἀγχίγυοι δὲ οἱ πλησιόχωροι , οἱ γείτονες . ἀμφίγυοι :
αὐτὰρ Ἐρυθραίης πλευρὸν ναίουσι θαλάσσης Μινναῖοί τε Σάβαι τε καὶ ἀγχίγυοι Κλεταβηνοί . τόσσα μὲν Ἀραβίην περιώσια φῦλα νέμονται ,
6013356 πεφυασιν
, φαιδρὸς ἰδέσθαι : καὶ κεράων ὀρθαὶ μὲν ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἀκρέμονες προτενεῖς , ὑψοῦ δ ' αὖθις ποτὶ νῶτον
κείνοισιν δὲ διπλοῖς ἐλεφαντείοις κεράεσσι ῥίζαι μὲν πρώτιστον ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἐκ μεγάλου μεγάλαι , φηγῶν ἅτε : νέρθε δ
6012503 καττυματων
καὶ χοίρειος καὶ αἴγειος ποιεῖ . δέρμα παλαιὸν ἀπὸ τῶν καττυμάτων καυθὲν τὰ φλεγμαίνοντα μὲν οὐκ ὠφελεῖ , παυσάμενα δὲ
τε καὶ χοίρειος καὶ αἴγειος ποιεῖ . τὸ ἀπὸ τῶν καττυμάτων δέρμα καυθὲν φλεγμαίνοντα μὲν οὐκ ὠφελεῖ , παυσάμενα δὲ
6011283 ἐπιωγαι
: τῶν ἰχθύων , στενοχωροῦνται . ἠϊόνων : αἰγιαλῶν . ἐπιωγαί : καταδύσεις , καὶ διανοίξεις . Εἱλουμένων : συστρεφομένων
καὶ εὐΰδροις ποταμοῖσιν ἀρδόμενος , μαλακαὶ δὲ πολυψάμαθοί τ ' ἐπιωγαί : ἐν δέ οἱ εὐφυέες τε νομαὶ καὶ ἀκύμονες
6009138 εὐτονωτεροι
καὶ ἐν μὲν τοῖς χρηματιστικοῖς ζῳδίοις ἢ ἐπικέντροις βεβαιότεροι καὶ εὐτονώτεροι πρὸς τὸ ἀποτέλεσμα γενήσονται , ἐν δὲ τοῖς ἀποκλίμασιν
μελίκρατον καὶ χυλὸν πτισάνης μετὰ μέλιτος : οἱ δ ' εὐτονώτεροι προποτιζέσθωσαν ὕσσωπον ἢ θύμον . συνεργεῖ δὲ πρὸς τὴν
6008159 ϲυναγχηϲ
πτιϲάνηϲ χυλῷ ἢ τράγου . ἐπὶ δὲ τῆϲ μετὰ ξυμπτώϲιοϲ ϲυνάγχηϲ , εἴϲωθεν ἔξω ἄγειν πάντα καὶ ὑγρὰ καὶ θέρμην
, τοῖϲι θερμοῖϲι χρέεϲθαι , οἷϲιπερ καὶ ἐπὶ τῆϲ ἑτέρηϲ ϲυνάγχηϲ . τῆλιϲ ὦν ἔϲτω τὸ ἄλφιτον καὶ μάννα καὶ
6006965 μακροβιοτητος
καὶ ἡ στερεότης καὶ ἡ λιπαρότης ἐν οἷς ὑπάρχει καὶ μακροβιότητος καὶ πάντων τῶν τοιούτων αἴτια τὰ δ ' ἐναντία
αὕτη τε δὴ βραχυβιότητος αἰτία καὶ ἡ ἐναντία δῆλον ὅτι μακροβιότητος ὥσπερ εἴρηται . Καὶ ὅσα δι ' ἀσθένειαν εὔφθαρτα
6005577 ἐπιψαυει
τῶν ἐν τῷ λίθῳ κενῶν οὐ παρεισέρχεται , ἀλλὰ μόνον ἐπιψαύει τῆς ἐκτὸς ἐπιφανείας : διόπερ μὴ προκατεισδύνοντα ἐντὸς καθάπερ
οἷον ψάμμης ἢ γῆς ἔντερον , ᾧ δελεασθὲν τὸ ὄρνεον ἐπιψαύει τῆς πάγης καὶ ἐνσχεθήσεται , περιστραφέντων ἐκείνων , ὁπόσα
6005531 ἀνοιγουσα
' ἡ προαιρετική . τίς ἡ τὰ ὦτα ἐπικλείουσα καὶ ἀνοίγουσα ; τίς , καθ ' ἣν περίεργοι καὶ πευθῆνες
καὶ ἀπορρήγνυσι τοὺς περικειμένους ὑμένας , καὶ οὕτως ἀρρήτῳ λόγῳ ἀνοίγουσα ἑαυτῆς τὸ στόμα ἡ μήτρα ἐκκρίνει τὸ ἔμβρυον .
6001011 ποτεονται
πλέαις κὰκ κεφαλᾶς . καὶ ἐν τῷ δεκάτῳ : λάταγες ποτέονται κυλιχνᾶν ἀπὸ Τηιᾶν , ὡς διαφόρων γινομένων καὶ ἐν
ταρβήσωσιν ὑπέρτερον ἐγγύθεν ἰχθύν , ἐξ ἁλὸς ἀνθρώσκουσι καὶ ἠέριοι ποτέονται . ἀλλ ' αἱ μὲν καὶ τῆλε καὶ ὑψόθι
5999476 ὑπηρεσια
ἐπὶ τῶν βάθρων , ἵνα μαλακῶς καθέζωνται , τὰ καλούμενα ὑπηρέσια . . . . φοινικίδας ] οἱονεὶ πυρρὰ παλλία
παρὰ τὸ Ὁμήρου ξεστὸν ἐφόλκαιον . σκαλμοί , τροπωτῆρες , ὑπηρέσια , ἀσκώματα , κοντοί , κάλοι , ἀντλία ,
5997543 ἰητρειη
, καὶ οὐκ ἂν γένοιτο ἀπ ' ἄλλων ϲχημάτων : ἰητρείη δὲ βραχείη ἀρκέϲει , ϲπλῆνα προϲτιθέντα κεκηρωμένον χαλαρῷ ἐπιδέϲμῳ
ἐπιδέεται , οὕτως ὀθονίῳ ἐς ἅπαξ περιβάλλειν . Ἀρίστη μέντοι ἰητρείη , τῷ ἀλήτῳ , τῷ σιτανίῳ , τῷ πλυτῷ
5993715 σπιλαδων
πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο χεῦμα σαώσῃ . Οἱ δὲ καὶ ἐν πέτρῃσι
σακὸς δ ' εὐίερος περιδέδρομεν , ἀέναον δέ ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ ,
5993422 ἐξεβημεν
τῆς Ἀσσυρίων βασιλείας ὡς ὑπὸ Μήδων κατελύθη προειρηκότες ἐπάνιμεν ὅθεν ἐξέβημεν . Ἐπεὶ δὲ διαφωνοῦσιν οἱ παλαιότατοι τῶν συγγραφέων περὶ
μὲν οὖν καὶ εἰς ὕστερον ἐπισκεψόμεθα , ἐπανιτέον δὲ ὅθενπερ ἐξέβημεν . πολλαχῶς τοίνυν τοῦ γίγνεσθαι λεγομένου καὶ τῶν μὲν
5991662 ἀναισθησιαι
ὁμιλίαι καὶ ὕπνοι καὶ αἱ ἐγρηγόρσεις , ἄμετρα γινόμενα , ἀναισθησίαι τε καὶ δυσαισθησίαι καὶ ὅτι , ἕτερον διασημαίνει τὴν
σπασμοὶ γὰρ καὶ λυγμοί , λειποψυχίαι τε καὶ ῥιπτασμοί , ἀναισθησίαι τε καὶ ἔμετοι , καὶ ὀφθαλμῶν κοιλότητες , καὶ
5991207 δυσουριαι
ἤδη διδάσκουσι . χωλότητες γὰρ ἐντεῦθεν καὶ ἐπισχέσεις γαστρὸς καὶ δυσουρίαι ἢ στραγγουρίαι ἕπονται , κατὰ τὰς ἐπιθέσεις δηλαδὴ τῆς
, διὰ τῶν οὐρητικῶν ἀγγείων φέρονται , ἰσχουρίαι τε καὶ δυσουρίαι καὶ αἱ εἰς ἀμίδα διάρροιαι συμβαίνουσι . καὶ αἵματα
5985796 ἀμφωτιδες
λέσχας παῦσαι δυσωνῶν αἰκῶς ἄκοος ἀκύκλιος ἀλλοκοτώτατον καὶ ἀλλοκοτώτερον ἀμφιμάσχαλος ἀμφωτίδες ἀνεγκλητί ἀποθρέξεις ἀρχωνίδας ἄσκην ᾆσμα καὶ ᾀσμάτιον καὶ ᾀσμόν
, . [ . . . , . ] : ἀμφωτίδες : χαλκᾶ τινα , ἅπερ οἱ περιετίθεσαν . Συναγ
5985464 δεκατεσσαρες
ἵππος μὲν ἄμετρος , νῆες δὲ χίλιαι διακόσιαι ἑπτὰ ἢ δεκατέσσαρες . οἱ Ἕλληνες δὲ οἱ τοῦτον νικήσαντες ἐν τριακοσίαις
ἃ καὶ ἐν τῷ πυοῤῥοοῦντι τὸν πλεύμονα , ὁκόταν αἱ δεκατέσσαρες ἡμέραι παρέλθωσιν . Αὕτη ἡ νοῦσος γίνεται ἀπὸ ταλαιπωρίης
5980169 ἀμιαι
μήποτε οὖν ἐντεῦθέν ἐστι καὶ τὸ τῆς ὀνομασίας , ὡς ἀμίαι διὰ τὸ μὴ κατὰ μίαν φέρεσθαι , ἀλλ '
Λάβρακες : ἀπὸ τοῦ λίαν ὄντες βοροὶ καὶ λαίμαργοι . ἀμίαι : γόμφοι , τὰ γομφάρια , οἱ μεγάλοι γόμφοι
5979035 πνιγοϲ
κτείνουϲι . ἀϲινέϲτατα δὲ πάντων τὰ παιδία . Περὶ ὑϲτερικῆϲ πνιγόϲ . Ἐν τῇϲι λαγόϲι τῶν γυναικῶν μέϲῃϲι ἐγκέεται ἡ
ἐπὶ κολικῶν ἀλγημάτων πινόμενόν τε καὶ ἐνιέμενον καὶ ἐπὶ ὑϲτερικῆϲ πνιγόϲ . καὶ ὀξυδερκέϲ ἐϲτιν ἐϲθιόμενον καὶ διὰ τοῦτο οἱ
5978328 ἀνωνυμοι
εὐρώεντα , ἤγουν τὸν σκοτεινὸν , ἢ τὸν πλατὺν , ἀνώνυμοι . Θάνατος δὲ κατέσχεν αὐτοὺς μέλας , ἀντὶ τοῦ
τὴν Β ῥητὴν προπαραβέβληνται , ἐς ἄπειρον ἄλογοι ἂν εὐθεῖαι ἀνώνυμοι ἀναφαίνοιντο , καὶ ἡ περὶ τούτων θεωρία τέλος οὐχ
5976538 μετωπων
φάτο : τοὶ δ ' ἔσχοντο πονεύμενοι . Ἐκ δὲ μετώπων χερσὶν ἄδην μόρξαντο κατεσσύμενόν περ ἱδρῶτα : κύσσαν δ
κεράτων : ἦν δ ' ἀμφίπλεκτοι κλίμακες , ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα καὶ στόνος ἀμφοῖν . Ἁ δ '
5975620 Ἐρυθρῃ
δέ σφεας Δαρεῖος κακὸν οὐδὲν ἄλλο ποιήσας κατοίκισε ἐπὶ τῇ Ἐρυθρῇ καλεομένῃ θαλάσσῃ , ἐν Ἄμπῃ πόλι , παρ '
τῶν ἐν τῇσι νήσοισι οἰκεόντων [ τῶν ] ἐν τῇ Ἐρυθρῇ θαλάσσῃ , ἐν τῇσι τοὺς ἀνασπάστους καλεομένους κατοικίζει βασιλεύς
5974918 χαροποι
μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε μάχεσθαι , ἀμφότεροι , χλοῦναί τε σύες χαροποί τε λέοντες . Ἐν δ ' ἦν ὑσμίνη Λαπιθάων
θέσκελα ἔργα τέτυκτο , ἄρκτοι τ ' ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες , ὑσμῖναί τε μάχαι τε φόνοι τ
5973890 ληθαργοι
αἱ δὲ φρενίτιδες τῶν ληθάργων ἰάματά εἰσι , καὶ οἱ λήθαργοι τοὺς ἀθρόως ἐξισταμένους καὶ ἀπαραλογίστως φρενιτικοὺς ἡμεροῦσιν . πόνον
καὶ θυμηδία , τῶν δὲ παρὰ φύϲιν κώματά τε καὶ λήθαργοι καὶ ὕδεροι καὶ τὰ λοιπὰ φλεγματώδη . πλήρηϲ δὲ
5973826 Ψυλλοι
ποταμὸν Βίλλαιον στάδια πʹ ” . τὸ ἐθνικὸν Ψυλλάτης . Ψύλλοι καὶ Ψυλλικὸς κόλπος , ἐν τῷ Λιβυκῷ κόλπῳ .
. περὶ δὲ Ψύλλων Ἡρόδοτος τετάρτῃ ” Νασαμῶσι προσόμουροί εἰσι Ψύλλοι ” . λέγονται δὲ ἀπὸ Ψύλλου . οὗτοι λέγονται
5972581 ἀποπερατωσις
ἐπὶ ἀψύχων . καὶ σχῆμα μέν ἐστιν ἡ παντὸς ὄγκου ἀποπεράτωσις , μορφὴ δὲ ἡ τοῦ ζῴου ὅλου ἀποπεράτωσις .
τις , ὅτι περιγραφὴ τοῖς σώμασι συμφυὴς ἡ τῶν σχημάτων ἀποπεράτωσις , ἀφοριζομένη κατὰ τὴν οὐσιώδη διάστασιν καὶ φυσικὴν καὶ
5968382 ἐντεχνων
. : ἤκμασε δ ' ἡ τῶν ποικίλων ὑφὴ μάλιστα ἐντέχνων περὶ αὐτὰ γενομένων Ἀκεσᾶ καὶ Ἑλικῶνος τῶν Κυπρίων :
καὶ εὑρέσεως καὶ οἰκονομίας δέονται μετὰ τέχνης . τῶν δὲ ἐντέχνων πίστεων αἱ μέν εἰσιν ἠθικαί , αἱ δὲ παθητικαί
5967567 καταφυγαι
ἀδείας παρὰ τούτων τυχεῖν ; αἱ γὰρ τῶν ἄλλων ἀδικημάτων καταφυγαὶ τούτοις εἰσὶν ἐργασίαι , νόμοι , δικαστήρια , μάρτυρες
πόλεων καὶ οἰκείων καὶ φίλων , ἀλλ ' ἔστωσαν ἔφεδροι καταφυγαὶ τοῖς πρὸς εὐσέβειαν αὐτομολοῦσι : φίλτρον γὰρ ἀνυσιμώτατον καὶ
5967229 Χιαι
εἰς τὸ δοκεῖν εἶναι ἀργυραῖ . ἐπαινοῦνται δὲ καὶ αἱ Χῖαι κύλικες , ὧν μνημονεύει Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις : Χία
δοκεῖν εἶναι ἀργυρᾶ τὰ κεράμεια . ἐπαινοῦνται δὲ καὶ αἱ Χῖαι κύλικες . Ἕρμιππος : Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται
5966504 βαρβαριστι
ναυλόχιον ἐν τῷ μέσῳ ἦ που κατὰ στοίχους κεκράξονταί τι βαρβαριστί . εὖ γ ' ἐξεκολύμβης ' οὑπιβάτης ὡς ἐξοίσων
δὲ ὁ δοῦλος . τὸ θρέττε ] τὸ θαρσαλέον , βαρβαριστί , παρὰ τὸ θαρρεῖν . βαρβαρίζει δὲ ὡς δοῦλος
5965459 ϲταφυλωματων
τραχωμάτων καὶ ϲυκώϲεων γεγραμμένα καὶ τὰ ἐπὶ τῶν μυιοκεφάλων καὶ ϲταφυλωμάτων ἁρμόζοντα , τὰ δι ' οἴνου μάλιϲτα . Ἀρχιγένηϲ
τοῦ ὀφθαλμοῦ αἰτίουϲ γίγνεϲθαι , ἔτι δὲ καὶ προπτώϲεων καὶ ϲταφυλωμάτων καὶ προϲφύϲεων καὶ ἀγκυλώϲεων καὶ βλεφαρίδων ψιλώϲεωϲ : αἵ
5964327 κοναβησε
δ ' ἐβρόντησε καὶ ὄβριμον , ἀμφὶ δὲ γαῖα σμερδαλέον κονάβησε καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε πόντός τ ' Ὠκεανοῦ τε
θῖνας : ὁ δ ' ἔβραχεν ἠπύτα πόντος καὶ Συρίου κονάβησε μέγαν δέμας αἰγιαλοῖο . οὐ τοίω γ ' ἑκάτερθε
5961221 Δελφικοι
μέσον δὲ τῶν ἄντρων νύμφαι ἐλείφθησαν , ἐν αἷς ἔκειντο Δελφικοὶ χρυσοῖ τρίποδες ὑποστήματ ' ἔχοντες . κατὰ δὲ τὸν
. ἐπόμπευσαν δὲ καὶ θυμιατήρια χρυσᾶ καὶ ἐσχάραι ἐπίχρυσοι καὶ Δελφικοὶ τρίποδες καὶ φοίνικες ἐπίχρυσοι ὀκταπήχεις καὶ κεραυνὸς ἐπίχρυσος πηχῶν
5960875 ψωμος
διενέμοντο : ξύλινοι δ ' ἦσαν . μυστίλη μὲν οὖν ψωμὸς κοῖλος εἰς ἔτνος ἢ ζωμὸν βαθυνθείς , ἀφ '
πίθον : κάβος γὰρ σίτου μέτρον . ὁ δὲ μέγας ψωμὸς ἐκαλεῖτο Θετταλικὴ ἔνθεσις . καὶ τὸ μὲν πιεῖν ἐθέλειν
5959892 Μυκονου
νδʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ λζʹ Ῥήνη νεʹ ιβʹʹ λζʹ Ϛʹʹ Μυκόνου νήσου Φορβία ἄκρα νεʹ ∠ ʹʹδʹʹ λζʹ Ϛʹʹ Μυκόνου
τὸν λόγον καὶ ἀνάτρεχε εἰς τὸν περὶ Ἑλλήνων λόγον : Μυκόνου : ἀκτή τις οὕτω καλουμένη : Καφήρειοί τ '

Back