ἢ ὅτι ἐπὶ ταῖς ἀκταῖς ὑπὸ τῶν ἁλιέων ἱδρυμένος : ἀγρευτὴς γὰρ ὁ θεός . * * * ὁ ἐν | ||
ἴσως δὲ καὶ ἡ ἄγρα καὶ τὸ ἀγρεύειν καὶ ὁ ἀγρευτὴς κύων , ἐπεὶ καὶ ταῦτα ἔξω πόλεως γίνεται , |
' ἑκάστην ἡμέραν . Στέλλεται : πλέει , πορεύεται , ἀγρεύεται . ἀνίησιν : ἀφίησιν . Δεῖπνα : τροφάς . | ||
ἕρπων ἐσθίει τὰς ῥίζας τῶν φυτῶν καὶ ξηραίνει αὐτά . ἀγρεύεται δὲ δόλῳ καὶ παγίσι . λέγεται δὲ εἶναι Φινεὺς |
ἡ χώρα διὰ τὸ ὄπισθεν † ἕρπον τῶν τοῦ Βορέου πνοῶν ἐν τοῖς Ῥιπαίοις ὄρεσιν . τῶν μιν γλυκύς : | ||
ἐκείνην τὴν γῆν τὴν τὰς ἐλαίας ἔχουσαν , ὄπισθεν τῶν πνοῶν τοῦ Βορέου τοῦ ψυχροῦ , ἤγουν κατὰ τὰ Ὑπερβόρεα |
, καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον | ||
μοι ; πέπλοι ποδήρεις : ἐπὶ κάραι δ ' ἔσται μίτρα . ἦ καί τι πρὸς τοῖσδ ' ἄλλο προσθήσεις |
καὶ κεφαλὴν κόρης , τὰ δὲ κάτω ὄφις ὡς καὶ Ὄρθος ὁ Γηρυόνου κύων ἐν Ἐρυθείᾳ δύο κυνῶν κεφαλὰς ἔχων | ||
φοινικᾶς βόας , ὧν ἦν βουκόλος Εὐρυτίων , φύλαξ δὲ Ὄρθος ὁ κύων δικέφαλος ἐξ Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος γεγεννημένος . |
ἤγουν τὸν Δία ὑετόν . σπινθῆρες . οὑτοιῒ μύκητες : μύκης ἐστὶν ὁ περὶ τὰς θρυαλλίδας σπινθήρ , ὃς διὰ | ||
ἀρούραις ] ἐν ταῖς ἀρούραις Κηφῆος ] Κηφεὺς Αἰθιοπίας βασιλεύς μύκης ὅθι κάππεσεν : μύκης κυρίως τὸ ἄκρον τοῦ ξίφους |
σάκος * * * φιάλην τε λεπαστήν , χιόνος τε πρόχουν , κέρχνων τε χύτραν , βολβῶν τε σιρὸν δωδεκάπηχυν | ||
δέ τις ὕδωρ ὕδωρ . ὁ δ ' εὐθὺς ἐξάρας πρόχουν τῶν ὁμοτέχνων τις τοῦ μὲν ἀκαρῆ παντελῶς κατέχεε , |
ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ ἐστὶ λῶρος , ἢ ὅλως ὀγκοῦται καὶ φλεγμαίνει δίκην κίονος καὶ | ||
] κώπην εὐήρετμον ἀμφὶ σκαλμὸν ἐδέσμευε . τροπωτὴρ δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην πρὸς τῷ σκαλμῷ . καὶ |
πουλυπόδων : ὅσσοι δὲ δέμας περίμετρον ἔχουσι , θύννῳ μὲν κάλλιχθυς ἰαίνεται , αὐτὰρ ὀνίσκοις ὄρκυνος , λάβρακα δ ' | ||
μνημονεύει δ ' αὐτοῦ καὶ Μίθαικος ἐν Ὀψαρτυτικῷ . ΑΝΘΙΑΣ κάλλιχθυς : τούτου μέμνηται Ἐπίχαρμος ἐν Ἥβας γάμῳ : καὶ |
συμβὰν οὕτως , ἐπακολουθήσῃ . Ἔστι γε μὴν ἐχθρὸς τῷ ἀετῷ , καὶ μισεῖται λίαν , ὅτι αὐτοῦ διαφθείρειν οὐκ | ||
. λέγει δὲ τὴν Ἑλένην , ἐπεὶ καὶ τὸν Ἀλέξανδρον ἀετῷ εἴκασεν ἐπὶ τὴν ἁρπαγὴν ἐπειγόμενον . τρήρωνα δὲ αὐτὴν |
αὐτῷ τὰ σκέλη κατὰ τὴν γαστέρα τὸν πῆχυν ὑποβαλὼν τῷ λαιμῷ ἄγχει ἄθλιον , ὁ δὲ παρακροτεῖ εἰς τὸν ὦμον | ||
ἢ ὀλίγον ὕδωρ ῥέον ἀπὸ τοῦ βρόχθου τοῦ ἐν τῷ λαιμῷ , ὅθεν καὶ τὸ καταβροχθίζειν . * βροχθώδει : |
ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα , | ||
, ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων , |
μὴ ὀρθῶς μεταβάλλοιεν , οἱ ὅλῃσι τῇσι πτισάνῃσι χρεόμενοι : βλάπτοιντο δ ' ἂν καὶ οἱ μούνῳ τῷ χυλῷ χρεόμενοι | ||
ἵνα τοῖς ἐκεῖσε ἐμφωλεύουσιν ὄφεσι διδόντες μὴ ⌈ βλάπτωνται [ βλάπτοιντο ] ὑπ ' αὐτῶν . οἱ γοῦν εἰσιόντες οὐκ |
φρένες ] αἱ . ἐμοῦ διάστροφοι ] διεστραμμέναι , παρηλλαγμέναι κεράστις ] κερασφόρος ὁρᾶτ ' ] βλέπετε ὀξυστόμῳ ] ὀξυτάτῳ | ||
ἡ ἐμή . διάστροφοι ἦσαν ] διεστραμμέναι ἐγένοντο . . κεράστις ] ἤτοι κέρατα ἔχουσα , βοῦς κερασφόρος γενομένη , |
. ὀχετηγός τις ἐγέγραπτο δίκελλαν κατέχων καὶ περὶ μίαν ἀμάραν κεκυφὼς καὶ ἀνοίγων τὴν ὁδὸν τῷ ῥεύματι . ἐν δὲ | ||
ταῖς ἐπωμίοις περόναις συρράψας ἀπὸ τῆς πατρῴας ἑστίας ἐξέρχεται κάτω κεκυφὼς καὶ μηδένα τῶν ἀπαντώντων ἐξ ἐναντίου προσβλέπων : ἀκόλουθοι |
κρέμασον κἄπειτα κατόπτα : πάσσειν δ ' ἁλσὶ κυμινοτρίβοις καὶ γλαυκῷ ἐλαίῳ ἐκ χειρὸς κατακρουνίζων θεοδέγμονα πηγήν . τὸν δ | ||
πυργοσκάφῳ . ἣν δή ποτ ' ἐν ῥήτρῃσι δημοτῶν σταθεὶς γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας |
νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ἱεμένηἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς παρίστησιν ὅτι βέβληται . . . . ταρβήσας ὅ οἱ ἄγχι πάγη | ||
” οὐ γὰρ ἐκ χειρὸς ὁ Μενέλαος τέτρωται , ἀλλὰ βέβληται ὑπὸ Πανδάρου : παρὰ γὰρ τὸ οὐτάσαι ὠτειλή . |
τῶν γυναικῶν αὐτίκα οἱ Πέρσαι μαστῶν τε ἅπτοντο οἷα πλεόνως οἰνωμένοι καί κού τις καὶ φιλέειν ἐπειρᾶτο . Ἀμύντης μὲν | ||
λαυροστάται λεπάσται μάσμα μελαγχρής μεσόκοπον μετεκβολή μηνυτήν μικρολογήσομαι μίξοφρυν μναρόν οἰνωμένοι ὅμαιμος παναγάθη πανεύφρονα πολύμιτος πρίονες πρότηθυς πωγωνίας ῥύγχος ῥύδην |
τιάρα καὶ κίδαρις καὶ καυσία καὶ κυνῆ καὶ στεφάνη καὶ περικεφαλαία καὶ ἐπικρατὶς καὶ καμαλαύχιον καυμελαύκιον λέγεται . τὸ κεφαλοδέσμιον | ||
' ἀντίφρασιν οὕτως τὸ ἀσθενέστατον , οἷον εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν |
γενέσθαι . . . . , : Οἱ μὲν ὁ Δελφύνης κλίνουσι ἀρσενικῶς , οἱ δὲ ἡ Δελφύνη θηλυκῶς . | ||
κελαρύζει . τῷ πάρα Πυθῶνος θυόεν πέδον , ἧχι δράκοντος Δελφύνης τριπόδεσσι θεοῦ παρακέκλιται ὁλκός , ὁλκός , ἀπειρεσίῃσιν ἐπιφρίσσων |
. κεραστὶς δὲ γενομένη , ὡς βλέπετε , τρωθεῖσα μύωπι ὀξυστόμῳ μανικῶς ὥρμων καὶ ἐκινούμην πρός τε τὸν ῥοῦν τῆς | ||
. . : ἦσαν ] Ἐγένοντο . ἀντιχρονισμός . : ὀξυστόμῳ ] Ὀξέως δάκνοντι . μόνον δὲ τὴν ὄψιν μετεβλήθη |
, τοὺς δὲ ἀμαθεῖς καὶ ἰδιώτας πλῆθος μαχαιρίδων προτιθέντας καὶ κάτοπτρα μεγάλα , οὐ μὴν λήσειν γε διὰ ταῦτα οὐδὲν | ||
δέ γε ἦν μένειν τὰ ἀφ ' ὧν πληροῦται τὰ κάτοπτρα καὶ αὐτὰ μὴ ἑωρᾶτο , οὐκ ἂν μὴ εἶναι |
ὅμως καὶ αὐτῶν ὑπ ' ἐκείνων ὠφελουμένων ⋮ Ὁ κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν : ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι | ||
συμφυοῦς κακίας ἐς τὴν χρείαν παραλυθέντα . ὁ γοῦν κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν . ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι |
νόει , ἐπεὶ καὶ αὐτὰ μέσον εἰσὶ τῶν βοῶν . μεσάβων : τὰ μέσαβα τῶν μεσάβων : λέγονται δὲ αἱ | ||
φησι , πασσαλίσκον ἑλκέτω ὁ μέσος τῶν βοῶν λῶρος . μεσάβων : ὁ πρὸς τὸν ζυγὸν πλατὺς ἱμὰς ὃς εἰς |
τὰ μέλη ἐσθίειν ; . : Ὅμηρος κνίσσην μελδόμενος ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις | ||
λέβης ζεῖ ἔνδον , ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο . ἡ διπλῆ ὅτι οἶδεν ἕψησιν κρεῶν , χρωμένους |
Μεγαρικὸν καὶ Ἀττικὸν καὶ τὸ ἐν Κιλικίᾳ γεννώμενον . Λαγωὸς θαλάττιος ἔοικε μὲν μικρᾷ τευθίδι , δύναται δὲ λεῖος καταχρισθεὶς | ||
ἐξίλλειν ἔλεγον . ἔξω Γλαῦκε : χειμῶνα γὰρ σημαίνει ὁ θαλάττιος . ἐξωμίς : χιτὼν ἅμα τε καὶ ἱμάτιον : |
μοι ἐθελήσῃ πρὸς ὀλίγον χρῆσαι τὴν ὁρμιὰν ἐκείνην καὶ τὸ ἄγκιστρον , ὅπερ ὁ ἁλιεὺς ἀνέθηκεν ὁ ἐκ Πειραιῶς . | ||
δὲ πρῶτον ἐκ τῶν κατωτέρω μερῶν . εἰ μὲν οὖν ἄγκιστρον ὑποβεβλῆσθαι τύχοι , λαβόντες ἕτερον ἄγκιστρον καὶ κατὰ τοῦ |
κύρτου δόλον ἐστήσαντο , πλεξάμενοι σπάρτῳ Σαλαμινίδι , καὶ λαγόνεσσι πούλυπον ἢ κεστρῆα πυρὶ φλεγέθοντες ἔθεντο : ὀδμὴ δ ' | ||
οἴδματα πόντου , φορβὴν μαιομένη , τάχα δ ' εἴσιδε πούλυπον ἀκτῆς ἄκρα διερπύζοντα καὶ ἀσπασίην ἐπὶ θήρην ἔσσυτο γηθομένη |
' ἂν καὶ Πόντον ἴδοις διθάλασσον ἐόντα , τόρνῳ ἐειδόμενον περιηγέος ἅμματι τόξου : ἀλλ ' εἴη νευρῆς σημήϊα δεξιὰ | ||
ὀξὺ δέ οἱ κεφαλῆς στόμα νέρθε νένευκε καμπύλον , ἀγκίστρου περιηγέος εἴκελον αἰχμῇ . θαῦμα δ ' ὀλισθηρῆς ἐχενηΐδος ἐφράσσαντο |
θαλάσσης Ἄρκτον ὑπ ' ὀμφαλόεσσαν ἐνάσσαο ἧχί τε Ῥείης Λοβρίνης θαλάμαι τε καὶ ὀργαστήριον Ἄττεω : αὐτὰρ ἐγὼ τόθι παῖδες | ||
πετρῶν , κρεώδεις δὲ οἱ πελάγιοι , λεπτούς τε βόσκουσι θαλάμαι , τὰ φυκία δὲ ἐξιτήλους , ἔτι τε τὰ |
πετόμεναι θαρροῦσιν , ἀνωτέρω ἄξαι μὴ δυναμένου . Ἐλέφαντος πωλίῳ περιτυγχάνει λευκῷ πωλευτὴς Ἰνδός , καὶ παραλαβὼν ἔτρεφεν ἔτι νεαρόν | ||
μαθεῖν ἄξιον . ὁ Ἠπειρώτης Πύρρος ὡδοιπόρει , εἶτα μέντοι περιτυγχάνει πεφονευμένῳ , καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ μέντοι καὶ φρουροῦντι |
ταχέως δύνειν . τῆμος ἀδηκτοτάτη : ἀβρωτάτη , ὅτι τότε σκώληξ οὐκ ἐσθίει τὴν ὕλην , ἀλλὰ παραμονωτέρα ἐστί , | ||
αὖθι φίλων ἐν χερσὶν ἑταίρων θυμὸν ἀποπνείων , ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς : ἐκ δ ' αἷμα |
τυραννίδος ἐρᾷ . καὶ οὐκ ἔμελλε καί , ἦν γὰρ ἁλουργὶς ἀγάλματι περικειμένη , ταύτην ἐνδὺς ἔργου εἴχετο . προσπεσόντες | ||
δικάζει μήτε θύει , ἀλλὰ πομπεύει μόνον . ἔστι δὲ ἁλουργὶς χρυσῆ : ἐξ ἴσου γὰρ ὁ χρυσὸς ὕφανται τῇ |
καὶ τὸν εὐκτὸν τῆς νίκης ἀναδήσασθαι στέφανον . Τινὲς δὲ κύρτῳ ζῶσαν ἐμβάλλοντες θήλειαν σκάρον , πλείστους ἄλλους ἀγρεύουσι προσδήσαντες | ||
τὸ σχῆμα : περιτίθησι γὰρ ὁ ποιητὴς ὥσπερ τῷ ἀψύχῳ κύρτῳ ἦθος , εἰπὼν , ὅτι φέρει ὁ κύρτος τῷ |
ἄρ ' ὀδόντας ὦσε δόρυ πρυμνόν , διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην . ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων , κατὰ | ||
βόθρον ὀρύξας , νήησεν σχίζας , ἐπὶ δ ' ἀρνειοῦ τάμε λαιμόν αὐτόν τ ' εὖ καθύπερθε τανύσσατο : δαῖε |
. τροποῦτο κώπην ] κώπην εὐήρετμον ἀμφὶ σκαλμὸν ἐδέσμευε . τροπωτὴρ δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην πρὸς τῷ | ||
τὴν προῖκα ἅμα τῷ νυμφίῳ φέρουσιν . ἐπικωπητήρ : ὁ τροπωτὴρ ἱμάς . ἐπὶ Λειψυδρίῳ μάχη : χωρίον ὑπὲρ τῆς |
ὅτι Ποσειδῶν διώκων ἕνα τῶν γιγάντων Πολυβώτην ἀποθραύσας τῇ τριαίνῃ τρύφος τῆς Κῶ ἐπ ' αὐτὸν βάλοι , καὶ γένοιτο | ||
ἅτινά σοι ἡ πήρα ἔχει , θέρμους ἴσως ἢ ἄρτου τρύφος . οὐ μὰ Δί ' , ἀλλὰ ζώνην χρυσίου |
, τῆς ἱστοκεραίας παθούσης τι δεινόν : ἔοικε γὰρ τῷ ἱστίῳ καὶ τῇ καταρτίῳ τῆς νεὼς ὅλης διὰ τὰς βύρσας | ||
ἐπανήγοντο , λαθόντες τὸν Σύφακα . ἀλλ ' ὃ μὲν ἱστίῳ χρώμενος παρέπλευσεν αὐτοὺς ἀδεῶς καὶ κατήχθη , ὁ δὲ |
, στερεῶν : ἡ γὰρ πρῖνος ξύλον στερεόν . Γ φέψαλος ] σπινθήρ . ἐρεθιζόμενος ] ἀναπτόμενος . οὐρίᾳ ῥιπίδι | ||
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος . : ἐφεψαλώθη ] Κατεκάη : φέψαλος γὰρ ὁ σπινθήρ . , : ἐφεψαλώθη : Κατεκάη |
διὰ τρηματίου προσφερομένης σπάρτου βάρος ἐχούσης : ὅταν γὰρ ἡ σπάρτος ἠρεμοῦσα ἐπιψαύουσα φαίνηται τῆς κατὰ διάμετρον γραμμῆς , ἢ | ||
σπάρτου τῷ Μ σημείῳ βάρος ἐχούσης σφαιρικόν , ὅταν ἡ σπάρτος ἠρεμοῦσα ἐπιψαύῃ καὶ τοῦ Ν , τότε καὶ ὁ |
σπέρμα , καὶ πηγάνου σπέρμα , καὶ κανάβεως , καὶ νυμφαίας ῥίζαν , καὶ λοιπὰ εἴδη προειρημένα ἐν τῷ περὶ | ||
ἡμέρου , μυριόφυλλον , ναρκίσσου ἡ ῥίζα , νευράς , νυμφαίας ἡ ῥίζα , ξύρεως ἢ ξυρίδος ἡ ῥίζα , |
κἂν τὸ ἐγγυτάτω αὐτοῦ , τὸ σωμάτιον , τέμνηται , καίηται , διαπυίσκηται , σήπηται , ὅμως τὸ ὑπολαμβάνον περὶ | ||
γενῶνται . Ἀλλὰ κυρίως κολακείᾳ τινὶ καὶ ἐπιεικείᾳ τὸ πῦρ καίηται : ἵνα μὴ ἐκκαπνισθεῖσα ἡ νεφέλη ἐξαναλωθῇ , ἡ |
θύρην τις αὐτῇ ἐνέβαλε , καὶ τὸ ὀστέον φλᾷ καὶ ῥήγνυσιν : αἱ δὲ ῥαφαὶ ἐν τῷ ἕλκει ἦσαν . | ||
ὁρᾷ ] βλέπει . πέπλους ] τὰ ἐνδύματα αὐτοῦ . ῥήγνυσιν ] σχίζει ὑπ ' αἰδοῦς . ἀμφὶ ] τοὺς |
ἄτῃ : δὴ γάρ οἱ λασίοιο καρήατος ἄλλυδις ἄλλῃ ἐγκέφαλος πεπάλακτο : συνηλοίηντο δὲ πάντα ὀστέα καὶ θοὰ γυῖα λυγρῷ | ||
' αὐτῆς ἦλθε καὶ ὀστέου , ἐγκέφαλος δὲ ἔνδον ἅπας πεπάλακτο : δάμασσε δέ μιν μεμαῶτα . καὶ τοὺς μὲν |
βέλε ' ἥπτετο , πῖπτε δὲ λαός : ἦμος δὲ δρυτόμος περ ἀνὴρ ὁπλίσσατο δεῖπνον οὔρεος ἐν βήσσῃσιν , ἐπεί | ||
ἀκούσας αἰπόλος ἢ βαθύμαλλον ἐν ἄγκεσι πῶϋ κομίζων , ἢ δρυτόμος πεύκης ὀλετὴρ ἢ θῆρας ἐναίρων θαμβήσας πόντου τε καὶ |
: καὶ τὴν χλαμύδα αὐτοῦ λαβόντες οἱ Ἀλεξανδρεῖς περὶ τρόπαιον ἐκρέμασαν . τελευταῖον δ ' ἀνὰ τὸν Νεῖλον αὐτῷ γίνεται | ||
δίκῃ ἀπέκτεινε . τοῦτον μὲν δὴ οἷς ἐτάχθη ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐκρέμασαν , σατράπην δὲ Πέρσαις ἔταξε Πευκέσταν τὸν σωματοφύλακα , |
ἀχυρμιαί οἱ τόποι εἰς οὓς τὰ ἄχυρα βάλλεται λικμώμενα . ἀχερωΐς δένδρου τι γένος : “ καὶ ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ . | ||
ἀχεροντίς καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ ἐκτάσει τοῦ ο εἰς ω ἀχερωΐς . Ἀριστοτέλης δὲ τὴν αἴγειρον λέγει , ὅτι πάντα |
ποιέειν . Ὅταν δὲ ὡς πρὸς τὰ ὑποχόνδρια προσπέσωσι , πνίγουσιν : ἐπὴν ἐνθάδε τὸ τέρθρον ᾖ τοῦ πάθεος , | ||
οὐδὲ θυμιᾷ οὐδὲ σπένδει , οὐδὲ σφάττουσι τὸ ἱερεῖον ἀλλὰ πνίγουσιν , ἵνα μὴ λελωβημένον ἀλλ ' ὁλόκληρον διδῶται τῷ |
ποτε ὁ Ὀρφεὺς λέγεται . λείβηθρον : ὀχετὸς ὑδραγωγός . λέμβος καὶ ἐφόλκιον : σκάφος ἢ πλοῖον . λέμφοι : | ||
κυμινοκίμβιξ κύνειρα κυνέπασαν κυνοφθαλμίζεται κυρτονεφέλη κυσολέσχης λακατάρατοι λακιδαίμονος λάληθρον λελημάτωμαι λέμβος λευκηπατίας λιμοκίμβιξ , λιμός λιμοκόλακες λισπόπυγοι μεγαρίζοντες μεθυσοχάρυβδις μεσοπέρδην |
μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου μοχλός ναῦται δ ' ἐμηρύσαντο ναὸς ἰσχάδα χορὸς δ ' | ||
κλεῖν : ἄλλοι δέ : παρὰ τὸ μολῶ μολὸς καὶ μοχλός : ὡς Ὅμηρος , ὀχῆα λέγων τὸν μοχλόν . |
ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος λινοῦν ἐμπλάσσεται καὶ κατακολλᾶται τοῦ τε ἤτρου καὶ τῆς ὀσφύος . | ||
: ἀπό τε κεφαλῆς ῥεῦμα καταῤῥέει , καὶ πάντ ' ἐμπλάσσεται , καὶ πολλὴν ὑγρασίην ἐπάγεται , καὶ τὰ ὑποφθάλμια |
οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ ' ἑαυτὸν πάντα . Αὐτῷ κανῷ : αὕτη τάττεται κατὰ τῶν ἄρδην ὁτιοῦν λυμαινομένων . | ||
. ἐδείπνησεν ὁ Τηρεὺς δεῖπνον Ἐρινύων : αἱ δὲ ἐν κανῷ τὰ λείψανα τοῦ παιδίου παρέφερον , γελῶσαι φόβῳ . |
, κυανέου πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο . Αὐτὰρ ὅγ ' ἄλλης μὲν νεάτῃ ἐπιτείνεται οὐρῇ , ἄλλην δὲ σπείρῃ περιτέμνεται : ἡ | ||
, ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅστε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . Τότε δ ' αὐτὸν |
ῥητινίζων , ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα | ||
ἡ γνώμη καὶ ἰσόθεος τιμή . τὰ δὲ σημεῖα : εὐμεγέθης , εὐρύστερνος , ἐκ τῶν μηρῶν εἰς τοὺς πόδας |
βλέπουσι τῶν ἀλωπέκων : ἐπὶ τῶν λανθάνειν μὴ δυναμένων . Ὀξύτερον Λυγκέως βλέπει : ἐπὶ τῶν τὰ πόῤῥωθεν ἀκριβῶς βλεπόντων | ||
τῷ ἐλαίῳ ἄνηθον , πήγανον , ἀλθαίαν , ἀρτεμισίαν . Ὀξύτερον δὲ πεπονθότων τῶν νεφρῶν , καὶ σφοδροτέρας οὔσης ὀδύνης |
χερσίν . ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα , πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα παρὰ τρητοῖσι λέχεσσι , βῆ ῥ ' ἴμεν | ||
σκορόδων . φησὶν οὖν ὅτι ὥσπερ ἀρουραῖοι μύες ὀρύσσετε τῷ πασσάλῳ τὰς ἀγλῖθας . Γ πάσσακι ] πασσάλῳ , ὑποκοριστικῶς |
οἱ Σάμιοι τοὺς ἁλόντας μετὰ ταῦτα Ἀθηναίων ἔστιξαν . Ταρτησία μύραινα : ἐπ ' εὐμεγέθους : ὡς ἐκεῖ γενομένων μεγίστων | ||
: γαστέρα , κοιλίαν . Ἡ μέν : ἤως ἡ μύραινα . ὑπέκ : ὑποκάτω : κρυφιότητα δηλοῖ ἡ ὑπό |
περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ ' ἀπὸ σκοπιῆς τηλαυγέος | ||
, θύγατερ Δίκας , ἃ κοῦφα φρυάγματα θνατῶν ἐπέχεις ἀδάμαντι χαλινῷ , ἔχθουσα δ ' ὕβριν ὀλοὰν βροτῶν μέλανα φθόνον |
τε καὶ ὤμους . ” κύμινδις ὀρνέου γένος : “ χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί , ἄνδρες δὲ κύμινδιν . ” Κυλλήνιος | ||
' Ἐρέτριάν τε , ” ὁτὲ δὲ ὀρνέου , “ χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί , ἄνδρες δὲ κύμινδιν . ” χαλκοβατές |
τὸν Ἄδμητον . ἄλλοι δὲ ἀνωτέρω τούτων ὑπὸ μὲν τὸ λουτήριον Λεώκριτός ἐστιν ὁ Πουλυδάμαντος τεθνεὼς ὑπὸ Ὀδυσσέως , ὑπὲρ | ||
ψαλίς , μηλωτρίς μήλη , ὀδοντοξέστης ὀδοντάγρα , ἐξάλειπτρον , λουτήριον , σικύα , ὑπόθετον , λεκανίς , σπογγία , |
δεχομένη τὰ σχοινία πέτρα . . . . . . γρώνη : γρώνη : . . . παρὰ τὸ γῶ | ||
οἷον , φωνή : ὠνή : χώνη : ζώνη : γρώνη : μνώνη : πρόσκειται μὴ ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα διὰ |
ἡμῖν νομοθέταις ἐρρῶσθαι φράσαντες , καὶ πολλὰ χαίρειν Σόλωνι καὶ Δράκοντι καὶ τοῖς ἄλλοις εἰπόντες ἅπασι , τὸ Μακεδονικὸν χρυσίον | ||
Ὀλύμπιά τε καὶ Νέμεα . ἐφοίτησεν δὲ μετὰ τούτους καὶ Δράκοντι τῷ μουσικῷ , ὃς γέγονεν † ἐκ γεμύλλων † |
κυνοκέφαλον πλάττουσιν . καὶ Καλλίμαχος οὖν ἐν Ὑπομνήμασι τὴν Ἄρτεμιν ἐπιξενωθῆναί φησιν Ἐφέσῳ υἱῷ Καΰστρου , ἐκβαλλομένην δὲ ὑπὸ τὴς | ||
καὶ οἰκίαν ἀνεγεῖραι λαμπράν . Ἀπαντήσας δ ' οὗτος ἠξίου ἐπιξενωθῆναί οἱ , ὁ δ ' ἐπείθετο . Ἐπεὶ δὲ |
τὴν ἐπιφάνειαν . Παρέκειτο δὲ τῷ συμποσίῳ τούτῳ καὶ κοιτὼν ἑπτάκλινος : ᾧ συνῆπτο στενὴ σῦριγξ , κατὰ πλάτος τοῦ | ||
ἡμῶν δὲ πᾶσα δύναμις ὑδάτων ἄρδεται . Θὲς ἑπτάκλινον . ἑπτάκλινος οὑτοσί . καὶ πέντε κλίνας Σικελικάς . λέγ ' |
τηγάνου πνοῇ . ὀσμὴ δὲ πρὸς μυκτῆρας ἠρεθισμένη ᾄσσει . μεμαγμένη δὲ Δήμητρος κόρη κοίλην φάραγγα δακτύλου πιέσματι σύρει , | ||
Μουσέων ἐρατὸν δῶρον ἐπιστάμενος , ἐν δορὶ μέν μοι μᾶζα μεμαγμένη , ἐν δορὶ δ ' οἶνος Ἰσμαρικός : πίνω |
, μανῶσιν . γάμοιο : ἀπὸ τοῦ . Ἀγρώσσουσιν : ἀγρεύουσιν , ἀγρεύονται ὑπὸ τῶν Ἰβήρων . κομόωντες : θάλλοντες | ||
δύο εἰσὶ γενεαὶ λυγκῶν : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι ἐλάφους ἀγρεύουσιν , αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν |
, ἵν ' ᾖ ποικίλα ἱμάτια ἔχουσα σεμνῶς ἦλθες . πορφυροῖς γὰρ καὶ ποικίλοις ἱματίοις ἐπόμπευον . δεῖ δὲ ὑπονοεῖν | ||
Καὶ ἦν ὁ πρῶτος θάλαμος μέγας καὶ εὐπρεπὴς καὶ λίθοις πορφυροῖς κατεστρωμένος καὶ οἱ τοῖχοι αὐτοῦ λίθοις ποικίλοις καὶ τιμίοις |
ὡς ἀνοίᾳ μᾶλλον ἢ ἐπηρείᾳ δαιμόνων γενόμενα . τί οὐκ ἀνυπόδετος βαδίζεις ; τί δὲ τῇ γῇ φθονεῖς ; βλαυτία | ||
: ἐποιεῖτο δὲ μέγιστον ἀπύρῳ διαίτῃ κεχρῆσθαι πολὺν χρόνον . ἀνυπόδετος περιιὼν τὴν οἰκουμένην , ὡς φάναι λόγον , ἅπασαν |
τὴν ἰσχὺν ἔκρινεν . τὸ δ ' οὖν τοιοῦτον δέρμα περίβλημα εἶναι τῶν νώτων , ἵνα τὴν διφθέραν ταύτην φορῶν | ||
. δοῦναι ὅσον τ ' εἴλυμα : εὐτελὲς καὶ βραχύτατον περίβλημα . ἐπόψιος : ἐπόπτης . κριοῦ ἐπεμβεβαώς : Διονύσιος |
γέννηι τε κρήσει τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι , πάντηι συγγίνεσθαι ἀήθεα καὶ μάλα λυγρά Νείκεος ἐννεσίηισιν , ὅτι σφίσι γένναν | ||
μοι , κελάδοντος ἀπορνύμεναι ποταμοῖο , ἐξ ὀρέων πόθεν ἦλθεν ἀήθεα πόντον ἐλαύνων ἀγνώσσων ἁλὸς ἔργα ; τί δὲ χρέος |
καὶ τῶν ἰχθύων τὰ μικρότατα , καί τινων καὶ τὰ βράγχια καὶ τὰ ἐντός , καὶ σῦκα τρυφερὰ τμηθέντα , | ||
χρόνον δύνασθαι ἔξω τοῦ ὑγροῦ ζῆν διὰ τὸ μικρὰ ἔχειν βράγχια καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν . τροφίμους δ ' |
. ” ὣς φάτο , Τηλέμαχος δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει κείων ἐς θάλαμον δαΐδων ὕπο λαμπομενάων , ἔνθα πάρος κοιμᾶθ | ||
, κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν . βῆ δ ' ἴμεναι κείων , ὅθι περ σύες ἀργιόδοντες πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ εὗδον |
ὑπομείνειεν , ὑπομείνῃ , ὑπενέγκῃ μὴ τρυπηθῆναι . οὐτηθεῖσα : τρωθεῖσα . Ζαμενής : μεγάλη , ἀγρία . ζαμενής τε | ||
. Ἐκ τῆς Ἑξαημέρου τοῦ θείου Βασιλείου . Ἀλώπηξ βέλει τρωθεῖσα τῷ δακρύῳ τῆς πίτυος ἑαυτὴν ἰᾶται . Ἐκ τοῦ |
πείθειν τὸν πολὺν λεών . σπαργῶσι . Ὅμηρος : “ οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο . ” τοὺς μαστοὺς πλήρεις ἔχουσι γάλακτος | ||
τὴν ὅλην , ὅ ἐστιν ὁλοπόρφυρον . οὖδας ἔδαφος . οὔθατα ὁ μὲν Ἀπίων μαστοί . ὅταν δὲ λέγῃ “ |
ὀρχούμενοι . ” ποιήματά τινα οὕτως ἐλέγετο τὰ ἐπὶ τῷ φαλλῷ ᾀδόμενα , ὡς Λυγκεὺς ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς φησίν : | ||
ἀνὴρ ἑκάστου ἔτεος δὶς ἀνέρχεται οἰκέει τε ἐν ἄκρῳ τῷ φαλλῷ χρόνον ἑπτὰ ἡμερέων . αἰτίη δέ οἱ τῆς ἀνόδου |
ᾧ τοὺς ἄρτους ἔπλαττον . ἐκ δὲ τῶν ἀρτοποιικῶν ὄνος ἀλέτων , καὶ μύλη καὶ μύλη σιτοποιὸς καὶ μυλήκορον , | ||
ἱμαλὶς δὲ παρὰ Δωριεῦσιν ὁ νόστος καὶ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλέτων . ἡ δὲ τῶν ἱστουργούντων ᾠδὴ αἴλινος , ὥς |
ὁκόταν πλήρεες ἔωσιν , ἀεὶ ἐπιδιδόασιν : ὁκόταν δὲ κεναὶ περιίστανται , ἀπ ' αὐτοῦ : οὕτω δὲ καὶ ἡ | ||
ἁλῷ θηρίον κατακλεισθὲν ὑπ ' αὐτῶν εἰς τὰ λίνα , περιίστανται τὴν ἐπιβάλλουσαν μοῖραν ἀπαιτοῦντες τῆς ἄγρας , καὶ ἐὰν |
νόμον ] ἑσπέρα , φησὶν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ . τὸ | ||
ἀπέθανεν ; Οἷον ᾄδουσιν αἱ ἀηδόνες , ἡ δὲ ἐμὴ σῦριγξ σιωπᾷ : οἷον σκιρτῶσιν οἱ ἔριφοι , κἀγὼ κάθημαι |
καὶ Κύπριν ἀνιῇ λεπτὸν ἀποψύχων : τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα χιονέας κατὰ σαρκός , ὑπ ' ὀφρύσι δ | ||
ἠδὲ ποδῶν ἀκινάγματα τῆς δ ' ὀλοφυρομένης ἀμφ ' ἀχνύϊ εἴβεται αἰών † ἐπηετανοῖο ποτισμοῖο παρείκοντες † Ἥρακλες χαλκεόζωνε ἇχι |
τὸ ἣν τῷ μεταγνῶναι λύσαιτε . καὶ μὴν καὶ τὸ ὦτί ἂν εἰπὼν μήτε ἁμαρτάνειν δοκοίνη μήτε ψευσαίμην ; λίαν | ||
. ὁ σός , Αἰσχίνη ] ἀποστροφή . εἶτ ' ὦτί ἂν εἰπών σέ τις ὀρθῶς προσείποι ; ] διὰ |
κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις . Ἱκανῶς δὲ καὶ ὁ ποιητὴς λέγεται | ||
καὶ πῖλον καλοῦσιν . ὁ δὲ κάνδυς ὁ μὲν βασίλειος ἁλιπόρφυρος , ὁ δὲ τῶν ἄλλων πορφυροῦς , ἔστι δ |
τότε ἀφαιρεῖν τὰ ἐγκαταλείμματα . ἐπὶ δὲ τῶν κιρσοκηλῶν ἀνατείνας ἀγκίστρῳ ἐξ ἐπιπολῆς διαιρῶν καὶ ἀναλαβὼν τὸν κιρσὸν καὶ ἀποδείρας | ||
χείλη περιγλυπτέον διὰ τῆς ἀκμῆς : ἀνατεθείσης δὲ τῆς σαρκὸς ἀγκίστρῳ ἢ μυδίῳ , τὴν ἐκτομὴν ἀποτελεστέον : ἐπὶ ἀμφοτέρων |
ἐσημάνθη οἷς εἴρητο οὓς ἔδει ἀποκτεῖναι , σπασάμενοι τὰ ξίφη ἔπαιον τὸν μέν τινα συνεστηκότα ἐν κύκλῳ , τὸν δὲ | ||
εἰσιέναι τῶν μὴ τετιμημένων : μαστιγοφόροι δὲ καθέστασαν , οἳ ἔπαιον εἴ τις ἐνοχλοίη . ἕστασαν δὲ πρῶτον μὲν τῶν |
λοιπῷ τὸν Γλαῦκον δηλοῖ τὰ οὐραῖα ἐξηρμένα καὶ πρὸς τὴν ἰξὺν ἐπιστρέφοντα , τὸ δὲ μηνοειδὲς αὐτῶν ἁλιπορφύρου τι ἄνθος | ||
ἔπειτα νηδύα , τῇ δ ' ἐφύπερθε συνήρμοσε νῶτα καὶ ἰξὺν ἐξόπιθεν , δειρὴν δὲ πάρος , καθύπερθε δὲ χαίτην |
τὴν Περσικὴν ἐνεδύετο στολήν . ὁ δὲ Σικελίας τύραννος Διονύσιος ξυστίδα καὶ χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ περόνῃ μετελάμβανε τραγικόν . Ἀλέξανδρος | ||
οἱ ἁ μεγάλοιτος ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν |
εἴς τε στεφάνους πλεκομένης κόκκους κε . λειοτριβήσας ἅπαντα γλυκεῖ Κρητικῷ πλάσσε τροχίσκους : πότιζε δ ' ἀπυρετοῦσι μὲν ἐν | ||
δὲ τῆς Λακωνικῆς . Ἐν τῷ πόρῳ δὲ κειμένη τῷ Κρητικῷ ἄποικός ἐστιν Ἀστυπάλαια Μεγαρέων , νῆσος πελαγία : πρὸς |
. καὶ πάλιν : καὶ τότε Μάντης μὲν δεσμὸν βοὸς αἴνυτο χερσίν , Ἴφικλος δ ' ἐπὶ νῶτ ' ἐπεμαίετο | ||
τετάνυστο . ἔνθα δ ' ὁ μὲν χρύσειον ἀπὸ δρυὸς αἴνυτο κῶας , κούρης κεκλομένης , ἡ δ ' ἔμπεδον |
. Γ ἰπνὸς δὲ ὁ φοῦρνος , κυρίως μὲν ἡ κάμινος . . . ἡ ἐσχάρα . καὶ ἴπνια τὰ | ||
: πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον . οὐ γὰρ |
: Νίκανδρος ] † ἔνθα : ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος : τὴν μὲν ὅθ ' ἁδρύνηται ὀροιτύποι οἱ ἀβατῆρες | ||
ἰλυῶδες , τὸν ῥύπον ἵζει ] καθίζει τετανόν ] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ] |
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος : | ||
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι |
καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , ἡ δὲ ἐν τῷ προσώπῳ συστροφὴ τῷ τε τοῦ Ἡλίου καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , | ||
τὸν ἐκείνου φόβον . ΓΘ τὴν ἐριώλην : τυφὼς ἀνέμου συστροφὴ ἢ πυρός : τὸν Κλέωνα δὲ λέγει . ἐριώλη |
κλήροις τοπρὶν ἐμαντεύοντο , καὶ ἦσαν ἐπὶ τῶν ἱερῶν τραπεζῶν ἀστράγαλοι , οἷς ῥίπτοντες ἐμαντεύοντο . ἐπεὶ δ ' ἐμβόλου | ||
ὡς ἀστράγαλον γεγλύφθαι . τοῦτο δὲ εἶπε , παρόσον οἱ ἀστράγαλοι ὀρθοί εἰσι καὶ λεπτοὶ καὶ εὔρυθμοι . οἱ μὲν |
που καὶ σπλάγχνα συῶν περὶ θερμὰ λέλειπτο Ἡφαίστου μαλεροῖο περιζείοντος ἀυτμῇ . Ἄλλοι δ ' αὖ πελέκεσσι καὶ ἀξίνῃσι θοῇσιν | ||
: ῥώθωνος * ἐπισπέρχοντες : κινούμενοι κατεπειγόμενοι ἕλκοντες σπεύδοντες * ἀυτμῇ : πνοῇ ἄσθματι ἀναπνοῇ * νιφόεσσα : χιονώδης χιονιζομένη |
δῃουμένη κεῖται , πέφρικαν δ ' ὥστε ληίου γύαι λόγχαις ἀποστίλβοντες . οἰμωγὴ δέ μοι ἐν ὠσὶ πύργων ἐξ ἄκρων | ||
κτήματ ' ἀπορραίσει . ” ὅθεν καὶ ὁ ῥαιστήρ . ἀποστίλβοντες ἀπολάμποντες . ἀπολείβεται ἀποστάζεται : “ καιροσέων δ ' |
τὸ περὶ τὸ πρόσωπον δέρμα κινεῖται , κἂν ἀκίνητος ἡ γένυς φυλάττηται . Ὁ μὲν δὴ περὶ τῇ βάσει μῦς | ||
, κυρτοῦντες τῷ θυμῷ τὰς κεφαλὰς , ἐκίνουν δὲ τὰς γένυς καὶ τὴν γλῶτταν οὗτοι οἱ ὄφεις ὡς λείξοντες . |
ἐστὶ τά τε ἐκφρακτικὰ πάντα ὅσα ἔμπροσθεν ἀναγέγραπται καὶ προσέτι στρόβιλος ὅλος χλωρός , πιτυΐδες , βούτυρον , χρυσοκόμης ἡ | ||
καταξῆναι ναστοκόπος παιδοφιλῆσαι ποδάρια ποδοκάκη ὁ πρόσωπος ῥᾴδια ῥακετρίζειν σπαρνόν στρόβιλος συκοφαντεῖν σωμάτια τερᾴζεις τριταρτημόριον ψυχορροφεῖν ὁ βασιλεὺς ἐπιώψατο ἀρρηφόρους |
σύννομον τῆς κυφονώτου σῶμ ' ἔχουσα σηπίας , ξιφηφόροισι χερσὶν ἐξωπλισμένη τευθίς , μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥιπίσμασιν | ||
σύννομος τῆς κυφονώτου σῶμ ' ἔχουσα σηπίας , ξιφηφόροισι χερσὶν ἐξωπλισμένη τευθὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν , |
τὸ σχίζω , ὁ μέλλων ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ , καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς ω ῥώξ , | ||
ἀλλήλων . ἀπὸ τοῦ ῥήσσω ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ , καὶ τροπῇ ῥώξ ὡς ἀρηγός ἀρωγός , καὶ |
ἔστησεν ἐν τοῖς ἄστροις . Ἔχουσι δὲ ἀστέρας ὁ μὲν ἐποχούμενος τοῦ Καρκίνου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αʹ λαμπρόν , ἐπ | ||
ἑνὶ ἐποχεῖται . ξυνωρικεύεται : ἐπὶ δίφρου δύο ἵππους ἔχοντος ἐποχούμενος ἐλαύνει . διαφέρει γὰρ κέλης , ἅμαξα , ἀπήνη |
ἑλίττων κατὰ τῶν πλευρῶν εἶτα ἐγείρει ἑαυτὸν ὥσπερ οὖν ὑποθήγων μύωπι . τόν γε μὴν βαλόντα μέν , οὐ τυχόντα | ||
ἔχουσα , βοῦς κερασφόρος γενομένη , ὡς βλέπετε , τρωθεῖσα μύωπι ὀξυστόμῳ , τῷ ὀξέως δάκνοντι , μανικῶς ᾖσσον , |
λοχμῶδες φυτὸν ὁ φελεὺς , οὗ μνημονεύει Θεόφραστος , ὅτι ποτάμιός ἐστι βοτάνη καθάπερ καὶ τὸ βούτομον . . νηκτικὸν | ||
λοχμῶδες φυτὸν ὁ φελεὺς , οὗ μνημονεύει Θεόφραστος , ὅτι ποτάμιός ἐστι βοτάνη καθάπερ καὶ τὸ βούτομον . . νηκτικὸν |