, ἐκεῖ ὅπου τὴν τέχνην παρακαλεῖ ἡ νόσος , κᾆτα ἀγανακτοίη πρὸς αὐτόν , ὡς ἀτιμάζοντα τὴν Ἀσκληπιοῦ καὶ τὴν
αὐτοῦ πόρρω ἀφέστηκα . Τί ἂν οὖν τις πρός με ἀγανακτοίη , εἰ ὁμολογῶ δημοσίᾳ ὅτι πένομαι σοφίας καὶ ὀλίγα
5953200 μετανοησεις
Ϛ οὐ κοινωνεῖς ἄρτι τῷ πράγματι ζ ἐὰν στρατεύσῃ , μετανοήσεις η μετὰ φόβου ἐρώτησον καὶ ἀκούεις ἀλήθειαν θ ἐὰν
ἀπολαύσεις τῆς ἡδονῆς , καὶ καθ ' ὃν ἀπολαύσας ὕστερον μετανοήσεις καὶ αὐτὸς σεαυτῷ λοιδορήσῃ : καὶ τούτοις ἀντίθες ὅπως
5826134 βλαβησῃ
ὁ ἀπόδημος β ἀποδώσεις ἄρτι ἃ ὀφείλεις γ δανείσῃ καὶ βλαβήσῃ : οὐ μενεῖ γάρ δ τέξεται μετὰ κινδύνου ἄρρεν
; μὴ ὄκνει ἀποκρίνασθαι , ὦ Πῶλε : οὐδὲν γὰρ βλαβήσῃ : ἀλλὰ γενναίως τῷ λόγῳ ὥσπερ ἰατρῷ παρέχων ἀποκρίνου
5821621 ἐφης
Ἀχιλλεῦ ἐκ Διὸς ἠείδης τὸν ἐμὸν μόρον , ἦ τοι ἔφης γε : ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων
, Ἀθηναίοισι νόμος κυάμοισι τὰς ἀρχὰς αἱρέεσθαι . Καλῶς πάντα ἔφης καὶ ἱεροπρεπῶς . ἀλλὰ ἀπόδυθι , καὶ γυμνὸν γάρ
5782985 μανησεται
. εἰ δὲ καὶ δώῃς πιεῖν ἐκ τῆς τέφρας , μανήσεται ἀπὸ τοῦ ἔρωτος . λύσις δὲ τούτου : λαβὼν
μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ λεχθέντα ἅπαντα , ὡς φράζει
5714486 περιπατησαι
οὐ δύνανται , ἀλλὰ μετὰ πολλῶν , οὕτως ἔνιοι μόνοι περιπατῆσαι οὐ δύνανται . ἄνθρωπε , εἴ τις εἶ ,
σὸν καὶ τοῦτο . Τί οὖν , ἂν ἐμοῦ ὁρμήσαντος περιπατῆσαι ἐκεῖνός με κωλύσῃ ; Τί σου κωλύσει ; μή
5701510 φιλεις
. τοιοῦτόν τι καὶ σὺ ὑπομίμνῃσκε σεαυτόν , ὅτι θνητὸν φιλεῖς , οὐδὲν τῶν σεαυτοῦ φιλεῖς : ἐπὶ τοῦ παρόντος
. . . . . . . . Στράτιε , φιλεῖς δήπου με . μᾶλλον τοῦ πατρός : ὁ μὲν
5682740 ἀκουσειεν
ὥρμητο , φόβος τῆς αὐλητρίδος : ὁκότε φωνῆς αὐλοῦ ἀρχομένης ἀκούσειεν αὐλεῖν ἐν ξυμποσίῳ , ὑπὸ δειμάτων ὄχλοι : μόλις
τε ἐπειδὴ χωρὶς ἦν τοῦ σώματος καὶ οἷα ἴδοι καὶ ἀκούσειεν . τὴν μὲν οὖν αὑτοῦ ψυχὴν φάναι παρὰ τὸν
5661590 πεινᾳ
πίνει καὶ ἥκιστα τὸ μὴ παρὸν ποτὸν ἀναμένει ; ἢ πεινᾷ τις πλα - κοῦντα ἢ διψᾷ Χῖον ; ἀλλ
εἰπεῖν “ ὦ Δήμητερ ” βουλιμιᾷ ] πάνυ λιμώττει . πεινᾷ . - λι - στρεβλούμενον ] δεσμούμενον οἴμωζ '
5653012 φανῃς
κολάσαι : τὸ δὲ πάντων ἥδιστον , ἐὰν βελτίων ἐμοῦ φανῇς , καὶ ἐμὲ σὸν θεράποντα ποιήσῃ , καὶ μὴ
σὺ ἄμυνον , ὦ δέσποινα Ἀθηνᾶ , καὶ μὴ μάτην φανῇς ἡμῖν ὑποσχομένη τὴν σωτηρίαν . Τί δὴ βουλόμενος ,
5629291 Εὐκρατει
μήτε ἐμοὶ πιστεύεις μήτε Δεινομάχῳ ἢ Κλεοδήμῳ τουτωῒ μήτε αὐτῷ Εὐκράτει , φέρε εἰπὲ τίνα περὶ τῶν τοιούτων ἀξιοπιστότερον ἡγῇ
ἄν , ” ἦν δ ' ἐγώ , “ ἀπιστήσαιμι Εὐκράτει τῷ Δείνωνος , σοφῷ ἀνδρὶ καὶ μάλιστα ἐλευθερίῳ ,
5594686 δακρυσαι
, τὰ ῥήματα δὲ τοῖς ῥήμασι , τῷ δὲ μὴ δακρύσαι τὸν Σωκράτην μόνον τὸ μηδὲ τοῦτον . δεομένων δὲ
βασιλέως αὐτῶν ἀποθανόντος , ἠναγκάσθησαν πάντες ὑπὸ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς δακρύσαι . Μένε βοῦς ποτε βοτάνην : ἐπὶ τῶν βραδέων
5592757 θελοις
εἴπηις τὰ θέληις , ἀκούσαις καί κεν τά κεν οὐ θέλοις : καὶ Ὅμηρος . ὁπποῖόν κ ' εἴπῃσθα ἔπος
ἂν οὐχ ὑπήκοος , τάσσειν δὲ μᾶλλον ἢ ' πιτάσσεσθαι θέλοις . ” ἐπεὶ δὲ καὶ πριαμένου Συλέως εἰς ἀγρὸν
5584919 ἡδιστ
εἰ οὖν καὶ τοῦτο ἔχει , συμβούλομαι τἀνδρί , καὶ ἥδιστ ' ἂν ἐξεταζοίμην ὑπὸ τοῦ τοιούτου , καὶ οὐκ
' ἐξεγεῖραι πρῶτον αὐτὸν βούλομαι . πῶς δῆτ ' ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον
5584817 προωλης
δὲ τῷ ἐπαράτῳ προσήκοι ἂν καὶ ὁ ἐξάγιστος , ἐξώλης προώλης πανώλης . τὸ μέντοι ἐπαρασαμένους ἀναλύειν τὴν ἀρὰν ἀναράσασθαι
. Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα παρὰ ῥῆμα σύνθετα εἰς
5582629 μαγειρικως
' εὖ λέγειν . Τὸ πῦρ ὑποσκάλευε . Ἤκουσας ὡς μαγειρικῶς κομψῶς τε καὶ δειπνητικῶς αὑτῷ διακονεῖται ; Οἴμοι τάλας
φακῆν ὁ κωμικὸς Δημήτριος . ὅτι ἡ ῥοδουντία ἡ ῥοδωνία μαγειρικῶς καλουμένη λοπὰς τοιαύτη τις ἦν : ῥόδα τὰ εὐοσμότατα
5579786 ἐδακρυες
τοῦ αὐχένος ἐς τὰ γόνατα παρδάλει ἔοικεν . ἀλλὰ σὺ ἐδάκρυες τοιαύτῃ μὴ συνών ; ἦ που τάχα καὶ ἐλύπει
κατηγόρου ἐνταῦθα τὸ σημεῖον εἰς τὸ ὑπεύθυνον ἄγοντος , ὅτι ἐδάκρυες ζητοῦσα τὸν μοιχὸν μετατίθησιν αὕτη τὸ σημεῖον πρὸς τὸ
5579458 μαντευομαι
, διότι παῖς ὢν Ἡρακλέους οὐκ ἀπέκρυψε τὸν πατέρα . μαντεύομαι δὲ καὶ οἷς χρήσεται πρὸς σέ : καλὸς μὲν
ἐπακούσωμεν αὐτῶν πρῶτον ἃ τῷ καταφρονεῖν ἡμῶν προσπαίζοντας αὐτοὺς λέγειν μαντεύομαι . Ποῖα δή ; Ταῦτα τάχ ' ἂν ἐρεσχηλοῦντες
5572497 ὑπελαβες
σε ὡμολογηκέναι ἃ πάλαι ζητοῦμεν ; Ὀρθῶς , ἔφη , ὑπέλαβες . Οὐκοῦν περί γε ἀνθρώπων ὅτι τοιούτους δεῖ λόγους
τοῦ σώματος αὐτῆς τῆς ψυχῆς διὰ προσδοκίας γιγνόμενον . Ὀρθῶς ὑπέλαβες . ἐν γὰρ τούτοις οἶμαι , κατά γε τὴν
5571752 λαμβανοιμι
εἰ βουλοίμην , γῆν ἐργαζόμενος πλείστας κριθὰς καὶ πλείστους πυροὺς λαμβάνοιμι . Οὐκοῦν τοῦτο μὲν οἶσθα , ὅτι τῷ σπόρῳ
ἐγὼ δὲ οἶδ ' ὅτι καὶ πάνυ ἂν πολλὰ χρήματα λαμβάνοιμι , εἰ βουλοίμην χρῆσθαι τῇ τέχνῃ . Σύ γε
5564356 Χαιρεα
εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ
ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν
5560518 ὀρνιθειον
: πρὸς μὲν τὴν μήτραν ἁρμόζει τὸ νεαρὸν χήνειον ἢ ὀρνίθειον καὶ δίχα ἁλῶν θεραπευόμενον : πολέμιον γὰρ ὑστέρᾳ τὸ
, τῷ πόρῳ ἔνϲταζε βούτυρον χλιαρὸν ἢ ϲτέαρ χήνειον ἢ ὀρνίθειον ἢ ὠκίμου χυλὸν μετά τινοϲ τῶν ῥηθέντων ϲτεάτων .
5547871 ἀνῃ
ὑποτακτικὸν ἐὰν ἀνῶ , ἐὰν ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἀνήῃ . . . .
προστιθέναι ταὐτὰ , ἃ καὶ τῇ πλευρίτιδι : ὁκόταν δὲ ἀνῇ ὁ πόνος , λούειν αὐτὸν πολλῷ καὶ θερμῷ ,
5547849 τρεχε
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε ,
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν
5537359 φαγῃς
περιφραστικῶς δὲ χύτραν εἶπε , τουτέστιν ἀπὸ χύτρας μὴ πρῶτον φάγῃς πρὶν σπείσῃς ἐξ αὐτῆς τοῖς θεοῖς . χυτροπόδων :
εἰ μὲν ἀνθρωπίνην θέλεις , ὦ Διονύσιε , πείνησον ἵνα φάγῃς , δίψησον ἵνα πίῃς : εἰ δὲ δεξιάν τινα
5530772 κοινωνησεις
οὐκ ἀποδημήσεις νῦν β προκόψεις ἐξαπίνης ὅτε οὐκ οἶδας γ κοινωνήσεις ἐπὶ βλαβῇ δ οὐ στρατεύσῃ ἄρτι . τί σπεύδεις
καὶ κερδανεῖς θ οὐ προκόψεις ἄρτι . μὴ ἔλπιζε ι κοινωνήσεις ἐπ ' ὠφελείᾳ α οὐ γενήσῃ βουλευτής β οὐ
5523297 βαρυδαιμονιας
, ἱκανὰς λύπας καὶ φροντίδας προσβέβληκεν . Εἰς τοῦτο γὰρ βαρυδαιμονίας ἥκω , ὥστε οὐκ ἀρκοῦν μοί ἐστιν ἐμαυτὸν ὅσιον
. οἱ μὲν οὖν ἑαυτοῖς ταῦτα ἐπιγράφοντες ἄξια τῆς ἑαυτῶν βαρυδαιμονίας | ἐκληρώσαντο , ψυχὴν μὲν ἐπίβουλον , ἀλόγοις πάθεσι
5519644 ὑποπτευεις
τάρρωμα : τὴν κωπηλασίαν . οὕτως Ἀριστοφάνης . τὰ Σαμίων ὑποπτεύεις : παροιμία αὕτη λέγεται ἐπὶ τῶν δεδιότων τινὰς ἀνηκέστους
κρατοῦν τοιαύτῃ γυναικὶ προσεικάζεις . Ἀλλὰ μάτην , φησίν , ὑποπτεύεις τὴν Ἀφροδίτην ἀγανακτεῖν ἐν εἴδει Φρύνης εἰργασμένην . ἐρωτικὴ
5511028 συναλλαξῃς
οὐ λαμβάνεις κομιᾶτον ε ἀποκαθίστασαι εἰς τὸν τόπον Ϛ ἐὰν συναλλάξῃς , βλάπτῃ ζ ὠφελεῖσαι ἀπὸ τοῦ φίλου η οὐ
οὐκ ἀποκατασταθήσῃ εἰς τὸν τόπον σου ἕως γήρως ε ἐὰν συναλλάξῃς ἑτέρῳ , ὠφεληθήσῃ Ϛ οὐχ ἕξεις ὠφέλειαν ἀπὸ τοῦ
5510017 πωλησεις
δ ἐὰν δανείσῃς , βραδέως ἀπολήψῃ καὶ μετὰ μάχης ε πωλήσεις τὸν φόρτον ταχέως καὶ χαρήσῃ Ϛ ἀπολυθήσῃ τῆς συνοχῆς
γ οὐ γενήσῃ ποτὲ βιοπράγος δ ἀγοράσεις ὃ ἐνθυμῇ καὶ πωλήσεις φυράσας ε ἐὰν ἄρτι πωλήσῃς , βλαβήσῃ Ϛ οὐ
5508181 ἐδρασας
ὀλισθάνει θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός εἰ δείν ' ἔδρασας , δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ οἱ γὰρ γύνανδροι
ἔγωγε δέδοικα μὴ τοῦ πράγματος ἁπτόμενος Ἀκεσίας γένωμαι . Οἷον ἔδρασας , Ἀνδρόνικε ; σοὶ μὲν ἐγὼ γέγραφα , σὺ
5504549 θαυμαζεις
ἤ τισιν ἄλλαις οὕτω ληρώδεσιν ὑποθέσεσι φυσικὰς ἐνεργείας ἐπιτρέπειν . θαυμάζεις μὲν γὰρ τὴν φύσιν , ὡς τεχνικήν τε ἅμα
. εἰ δ ' , ὥς φασί τινες , ἡδονὴν θαυμάζεις καὶ τούτων ἀντέχῃ ὧν μὴ προσήκει τοὺς φρονίμους ἀνθρώπους
5499266 δανεισῃς
ε οὐκ ἐκτρώσει ἡ γυνή σου . χαῖρε Ϛ μὴ δανείσῃς : βραδέως γὰρ ἀπολήψῃ ζ πωλήσεις τὸν φόρτον καὶ
οἰκονομῆσαι ἄρτι η οὐκ ἐκτρώσει . μὴ φοβοῦ θ μὴ δανείσῃς , ἵνα μὴ μεταμεληθῇς ι πωλήσεις τὸν φόρτον καλῶς
5496960 αἰτουντι
πῶς δὲ ἂν δοίη τῷ πρὸς τὰς ὁρμὰς αὐτεξουσίῳ μὴ αἰτοῦντι ὁ διδόναι πεφυκὼς θεός ; ἵν ' οὖν μήτε
κατέπρησεν , αἱ πλησίον αὐτῷ πόλεις καταπλαγεῖσαι προσετίθεντο στρατιάν τε αἰτοῦντι παρέσχον ἐς μυρίους πεζοὺς καὶ ἱππέας χιλίους : μεθ
5489576 καρτερησον
, δυσφορεῖς καὶ θαυμάζεις ταῦτα , καὶ περίφοβος εἶ . καρτέρησον , ἕως οὗ καὶ τὰ λοιπὰ μάθῃς . .
, πνέει καθ ' ἡμῶν φλεγμονὰς πυρεκβόλους ; μικρόν τι καρτέρησον ἐμβαλὼν κράνος : ὑπὲρ θεοῦ νῦν ἵστασαι καὶ τῆς
5488319 στρατευσῃ
ἐξαπίνης ὅτε οὐκ οἶδας γ κοινωνήσεις ἐπὶ βλαβῇ δ οὐ στρατεύσῃ ἄρτι . τί σπεύδεις ε εἰ πιστῶς ἐρωτᾷς ,
, Ὀλυνθίους δὲ ἀναγκαῖον , ἵνα μὴ Φίλιππος σὺν ἐκείνοις στρατεύσῃ κατὰ τῆς πόλεως . Χρήσιμον δὲ ἡ τοῦ ἀναγκαίου
5486154 πλυθηναι
τὸν κηρὸν πλῦνον ἅπαξ ἢ δίς : εἶτα μετὰ τὸ πλυθῆναι ἐν ὕδατι χρῶ . οὕτως ἐπίβαλε ῥοδίνῳ , ἀλλὰ
Ϲαμία ἢ ἀϲτήρ . Ἡ δὲ Ϲαμία γῆ οὐ δεῖται πλυθῆναι , χρώμεθα δὲ αὐτῆϲ μάλιϲτα τῷ ἑτέρῳ τῶν εἰδῶν
5485193 πολυτιμητοι
? [ ] ε [ ⌋ ! γάρ , ὦ πολυτίμητοι ? ? [ θεοί ] [ ] πως ?
ἐκ τούτου . τί φήις ; ἐκ Μοσχίωνος ; ὦ πολυτίμητοι θεοί , ἐρρωμένου πράγματος . Ἄπολλον , νοῦν [
5485149 διηρωτα
τῷ βασιλεῖ : μήπω δὲ τούτου καταλαβόντος , ἡ βασιλὶς διηρώτα τί ποτε ἄρα χρὴ πράττειν . Ἔδοξεν οὖν πᾶσιν
τε χεῖρα καὶ βορῆς ἀποσχοῦσαν λέων τίν ' εἶχεν αἰτίην διηρώτα : “ κερδοῖ σοφή , λάλησον ὥσπερ εἰώθης :
5484005 χρηστως
μὴ ὄντων [ τῶν ] νόμων κατὰ ἔθη καὶ ἐπιτηδεύματα χρηστῶς πολιτεύωνται , καὶ τοῦτο εὐνομίαν προσαγορεύομεν : τῆς εὐνομίας
κατὰ φύσιν ἐπιεικέως ἐστὶ , καὶ ἐμβάλλειν δύναται , ἢν χρηστῶς σκευάσωνται αὐτήν . Ἀτὰρ καὶ ἡ διὰ τοῦ κλιμακίου
5478610 βουληθειης
καὶ κοτυληδόνος . κάλλιον δὲ , εἰ καὶ ψυχρισθέντας ἐπιρρίπτειν βουληθείης τοὺς χυλοὺς καὶ μάλιστα ἐπὶ χιόνος . εἰ δέ
καὶ κακόχυμον . τὸ δὲ ἀρνῶν καὶ ἐρίφων ὁσάκις ἂν βουληθείης . ἀπὸ δὲ τῶν ἐνύδρων ζώων οἱ πετραῖοι καλούμενοι
5477791 φοβῃ
ἔργῳ δηλώσῃς τὴν νόσον : εἰ τὸ μηδὲν ἄξιον φόβου φοβῇ , πάντα ἂν φοβηθεῖσαν γνῶθι σαυτήν : φοβοῦμαι μὴ
' ὥς ς ' ἀπαλλάξω φόβου : μὴ κατὰ τοῦτο φοβῇ . καὶ γὰρ ἦλθον ἵνα σε ἀπαλλάξω φόβου .
5475256 ἐπαθες
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν ,
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο
5474927 ἐλπιζεις
ε ἀποδημήσεις ἐξαπίνης καὶ πολὺ ὠφεληθήσῃ Ϛ προκόψεις ὅτε οὐκ ἐλπίζεις ἐπὶ τὸ κρεῖττον ζ κοινωνήσεις καὶ βλαβεὶς μεταμεληθήσῃ η
β ὁ συνεχόμενος ἀπολυθήσεται γ ἀπαλλαγήσῃ τῆς φίλης ὅτε οὐκ ἐλπίζεις δ γενήσῃ ἐπίσκοπος ὅτε οὐκ ἐλπίζεις ε καταληφθήση ἐπὶ
5464627 πεφαρμακευσαι
τὸ κρεῖττον α οὐ λήψῃ λεγάτον . μὴ προσδόκα β πεφαρμάκευσαι . σεαυτῷ βοήθει γ ἀπαλλαγήσῃ τῆς γυναικὸς καὶ μεταμεληθήσῃ
δοξασθήσῃ ε οὐ λήψῃ λεγάτον . μὴ ἔλπιζε Ϛ οὐ πεφαρμάκευσαι . μὴ φοβοῦ ζ ἀπαλλαγήσῃ τῆς γυναικὸς ἐπ '
5456089 τυχοις
οὔ ; τίς μοι φύλαξ ἦν , εἰ σὺ συμφορᾶς τύχοις ; ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης , ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών ;
συνόντων ἐπὶ τὸ προσῆκον . εἰ δὲ ἐν ἀλλοφύλοις ἀποληφθεὶς τύχοις , σιώπα . γέλως μὴ πολὺς ἔστω μηδὲ ἐπὶ
5451547 φλεων
φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός του
αὐτοῦ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ] Ἄλλως . κύπειρον καὶ φελεὺς εἴδη εἰσὶν
5449232 οἰκονομησεις
τὸ διὰ τούτων καὶ τῶν τοιούτων τὸ μὴ ἀποχειροτονηθῆναι αὐτὸν οἰκονομήσεις : εἶτα ἐρεῖς : ὅτι , ἀλλ ' ἐπειδὴ
Ὅτε χρυσὸν ἔλαβες , ὀφείλεις οἰκονομῆσαι , καὶ εἰ προσεχῶς οἰκονομήσεις , τὸν χρυσὸν ἕξεις . Καὶ μὴ ὑπολάβῃς ,
5445304 φθασειεν
ψυχρότερος εἴη περαιτέρω τοῦ προσήκοντος , ἐν μὲν τῷ θερμοτέρῳ φθάσειεν ἂν ἱδρῶσαι πρὶν αὐτάρκως μαλαχθῆναι , κατὰ δὲ τὸν
Ἄρης τόποις δίδωσι δώδεκα τάδε . Εἰ δ ' Ἥλιος φθάσειεν εἰς Ὡροσκόπον , Περὶ βασιλείας τε καὶ λαμπρᾶς τύχης
5443723 ἀκοϲ
ϲυμμέτροιϲ καὶ ἐλαίῳ βραχεῖ ἀρτυθέντεϲ τοῖϲ δηχθεῖϲιν ὑπὸ ἰοβόλων ἑρπετῶν ἄκοϲ μέγα γίγνεται , πινομένου τοῦ ζωμοῦ . βάτραχοϲ ϲὺν
τῇ κύϲτει . διὸ δὴ χαῖρε θάλαϲϲα Ἀράβων φέρουϲα πημάτων ἄκοϲ εὕρεμα τηκόλιθον . ” μετὰ μυρϲίνου δὲ ἐλαίου ἀνεθεὶϲ
5436634 πωλῃ
ἑτέρῳ κερδήσεις δ ἕξεις ὠφέλειαν ἀπὸ τοῦ φίλου ε οὐ πωλῇ . οὐ συμφέρει σοι Ϛ μένεις ὀλίγον χρόνον ὅπου
μεγάλου ἢ σεμνοῦ ἔχοντα τὴν ἐξουσίαν , κἂν αὐτὸ πολλοῦ πωλῇ . ὡς ἐπὶ τὰς θίδρακας ἀπέρχῃ : ὀβολοῦ γάρ
5434816 γευσηται
. ὅστις δ ' ἂν κατά τινα ἐπιβουλὴν ἀνὴρ ἐκείνου γεύσηται τοῦ σαρκίου ἔρωτι καὶ μάλα γε ἀκρατεῖ συνέχεται καὶ
ἐντυχίας οὔσης τίσιν ἀπαντήσει φυλάσσεται . τὸ γὰρ πρᾶγμα κἂν γεύσηται μόνον οὐ προσδεῖ διαβολῆς . Ἄλκιμος δέ φησι πάσας
5430292 ἐρᾳς
παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες , τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς , εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή : οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον
γενέσεως , “ τούτου μέντοι ” , φάναι , “ ἐρᾷς , ὦ νεανίσκε , καλοῦ δὲ οὐδενός ” .
5429824 Ποι
κατὰ παρεμβολὴν κεῖται διὰ μέσου . Ποί τινος ] . Ποί τινος ἀντὶ ἔργων ] * Τί βούλεται τὸ ποί
χάρις μέχρι τοῦ ὀπιζομένα κατὰ παρεμβολὴν κεῖται διὰ μέσου . Ποί τινος ] . Ποί τινος ἀντὶ ἔργων ] *
5426346 παραστα
: ἐνταῦθ ' ἀπόστα μικρόν , Δὶς ἐξαπατῶντι : ἐμοὶ πάραστα : τὴν θύραν κόψας ἐγώ καλῶ τιν ' αὐτῶν
: ἐνταῦθ ' ἀπόστα μικρόν , Δὶς ἐξαπατῶντι : ἐμοὶ πάραστα : τὴν θύραν κόψας ἐγώ καλῶ τιν ' αὐτῶν
5420957 Κυνισκε
ὑμῖν ἠρτῆσθαι ἀπὸ τοῦ λίνου αὐτῶν . Ἀνάγκη , ὦ Κυνίσκε . τί δ ' οὖν ἐμειδίασας ; Ἀνεμνήσθην ἐκείνων
ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρεφομένη . Ἀλλ ' , ὦ Κυνίσκε , τὸ ἀΐδιον τοῦτο καὶ ἄπειρον εὔδαιμον ἡμῖν ἐστι
5413350 λωφησει
τῆς ὀργῆς . λωφήια : ἐξιλαστήρια , ἐφ ' οἷς λωφήσει καὶ παύσεται κακούμενος . λωφῆσαι δὲ κυρίως ἐπὶ τῶν
ἁμαρτίας δίκην ἀποτιννύντα . λωφήια ῥέξαι : ἐφ ' οἷς λωφήσει καὶ παύσεται ἡ τῆς νύμφης ὀργή , τουτέστι καταπαυστικὰ
5413267 ζησῃ
ἐκεῖνον , ἵνα ὁ δηχθεὶς ὑφ ' ἡδονῆς ἰδὼν σωφροσύνην ζήσῃ τὸν ἀληθῆ βίον . τοιοῦτον ὄφιν εὔχεται ὁ Ἰακὼβ
“ ὦ Σεκοῦνδε , τί σιωπῶν ἀποθνῄσκεις ; λάλησον καὶ ζήσῃ , χάρισαι σεαυτῷ ζωὴν διὰ τοῦ λόγου . καὶ
5405261 πλυθειη
καὶ τὸ ἄνθοϲ καὶ ἡ κεκαυμένη χαλκῖτιϲ . εἰ δὲ πλυθείη τὰ τοιαῦτα , ῥυπτικὰ μὲν ἔτι μένει , τοϲούτῳ
' ἑαυτὸν καὶ ϲὺν ἑτέροιϲ μιγνύμενοϲ . Πομφόλυξ . Εἰ πλυθείη ϲχεδὸν ἁπάντων πρωτεύει , ὅϲα ξηραίνειν ἀδήκτωϲ πέφυκεν ,
5403270 πωληθησῃ
σοι συναλλάξαι β ὠφεληθήσῃ ἀπὸ τοῦ φίλου σου ὀλίγον γ πωληθήσῃ καὶ μεταμεληθήσῃ μηδὲν ὠφελῶν δ οὐ μενεῖς ὅπου ὑπάγεις
πολύ η οὐχ ἕξεις ὠφέλειαν ἀπὸ τοῦ φίλου σου θ πωληθήσῃ καὶ οὐκ ἐλευθερωθήσῃ ι μενεῖς ὅπου ὑπάγεις α μὴ
5403262 καθευδεις
ἀθρήσω πρῶτον , ὅτι δρᾷ , τουτονί . οὗτος , καθεύδεις ; μὰ τὸν Ἀπόλλω ' γὼ μὲν οὔ .
σου καὶ λανθάνειν βουλόμενον ἡ μέθη ποτέ . Τί οὐ καθεύδεις ; σύ μ ' ἀποκναίεις περιπατῶν . Εἴσελθε κἂν
5402229 δριμυτερου
καὶ ῥευματίζουσι ὑπὸ δριμέος καὶ λεπτοῦ ῥεύματος καὶ ἀνορεκτοῦσι καὶ δριμυτέρου κολλουρίου οὐδὲ ὅλως ἀνέχονται . ἐπιγίνεται δὲ τὸ πάθος
' αὖ ξανθῆς χολῆς . τὸ πρῶτον δὲ μᾶλλον αἵματος δριμυτέρου . ἔνια δὲ εἰς ψωρώδεις μεθίσταται διαθέσεις , καὶ
5398776 δεφομενος
ὅτι πρῶτον κατὰ μικρόν , εἶτα συνεχῶς λέγε . Γ δεφόμενος ] ξυνουσιάζων , ἀποδέρων τὸ αἰδοῖον . δεφόμενος ]
. Γ δεφόμενος ] ξυνουσιάζων , ἀποδέρων τὸ αἰδοῖον . δεφόμενος ] ἤγουν τοῦ μορίου ἁπτόμενος . οἱ γὰρ ἁπτόμενοι
5398481 λαβοιμι
' ἴσως ἐπιδώσουσιν αὐτοὶ δέει , μὴ παρ ' ὑμῶν λάβοιμι . ” τοιάδε εἰπὼν ἐθεᾶτο γυμνάσια τῶν δύο τελῶν
πρόσθ ' ἔχεις πέπλους ; φεῦ : τίν ' ἂν λάβοιμι τῶν ἐμῶν ἀρχὴν κακῶν ; ἅπασι γὰρ πρώτοισι χρήσασθαι
5397045 ἐργασει
ἐκδιδοῖ , χυλὸν μαλάχης ἢ λινοσπέρματος πολὺν ποτίσας , ὀλισθηρὸν ἐργάσει τὸ καταποθέν , σὺν τῷ καὶ τὸν ἐξ αὐτοῦ
Ὦ Φοῖβ ' Ἄπολλον Λύκιε , τί ποτέ μ ' ἐργάσει ; Τέχνην δὲ τίνα ποτ ' εἶχες ἐξανδρούμενος ;
5394495 Μηλιευς
διὰ τοῦ α δωρικῶς . λέγεται καὶ ἀπὸ τοῦ Μήλιος Μηλιεύς καὶ Μηλιακός καὶ Μηλίς ἡ χώρα . Μήλουσα ,
. ἔστι καὶ κώμη τῆς Ἀκαρνανίας , ἧς τὸ ἐθνικὸν Μηλιεύς καὶ διὰ τοῦ α δωρικῶς . λέγεται καὶ ἀπὸ
5394292 ζημιωθησῃ
τῷ πράγματι γ στρατεύσῃ καὶ μεταμεληθήσῃ πολύ δ κοινωνήσεις καὶ ζημιωθήσῃ πολύ ε οὐ δυνήσῃ προκόψαι ἄρτι : ἐμποδίζῃ γάρ
μὴ φαντάζου γ μὴ κοινώνει . οὐ συμφέρει σοι . ζημιωθήσῃ δ στρατεύσῃ καὶ πολὺ βλαβήσῃ ε * * Ϛ
5390791 βαδιζ
ἔγχαλκος ἀφόρητον κακόν . Μηδὲν πονηρὸν πραγματεύου συμποιεῖν . Μόνος βάδιζ ' ἢ δεύτερος , τρίτος δὲ μή . Μηδέποτε
οὖν , ἐπειδὴ τοῦτο κεχάρηκας ποιῶν , ἐκεῖσε μὲν μηκέτι βάδιζ ' , ἀλλ ' ἐνθάδε αὐτοῦ μένων δίκαζε τοῖσιν
5389891 ἐνθαδι
τῶν συνεχῶν κεχώρισται ἀλλήλων τῷ τόπῳ , καὶ τὸ μὲν ἐνθαδὶ ἀνάγκη εἶναι , τὸ δὲ ἐνθαδί , οἷον ἐπὶ
' ἀπορίας κινηθέντες ἐκτησάμεθα . θαρσοῦντες : ψιλόν τις ἐξώρθωσεν ἐνθαδὶ βλέπεις , χρεὼν τὸ λοιπὸν καὶ τὸ θαρσοῦντες τόδε
5383031 ἀποκατασταθησῃ
δ λήψῃ τὸ ἀργύριον κατὰ μέρος ε λήψῃ κομητάτον Ϛ ἀποκατασταθήσῃ εἰς τὸν τόπον σου ταχέως ζ συναλλάξεις ἑτέρῳ καὶ
λήψῃ ἄρτι τὸ ἀργύριον β λήψῃ κομητάτον κόπῳ πολλῷ γ ἀποκατασταθήσῃ εἰς τὸν τόπον σου δ οὐ δυνήσῃ ἑτέρῳ συναλλάξαι
5378249 ἀνοιγε
δ ' ὅμως . γραῦ , τὴν θύραν κλείσας ' ἄνοιγε μηδενί , ἕως ἂν ἔλθω δεῦρ ' ἐγὼ πάλιν
τάχιστά μοι τὸν Σωκράτη . μαθητιῶ γάρ . ἀλλ ' ἄνοιγε τὴν θύραν . ὦ Ἡράκλεις , ταυτὶ ποδαπὰ τὰ
5373803 πρωκτῳ
ὅστις φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός
μόριον ἐπισείειν : σφόδρα δὲ ἄσημον τὸ βαδίζουσαν ἐγκρούειν τῷ πρωκτῷ . ὅτι ἀρσενικῶς καὶ θηλυκῶς ὁ πόρνος : ζητείσθω
5369208 φυγαδευθησῃ
συνεχόμενος χρόνῳ ἀπολυθήσεται α οὐχ ἁμαρτήσεις . πρέσβευσον β οὐ φυγαδευθήσῃ , ὑβρισθήσῃ δὲ μετρίως γ οὐ γενήσῃ ποτὲ βιοπράγος
φυρατής η πρεσβεύσεις καὶ εὐημερήσεις , ἐὰν σπεύσῃς θ οὐ φυγαδευθήσῃ τὸ σύνολον . μὴ φοβοῦ ι γενήσῃ βιοπράγος καὶ
5360683 γαρῳ
οἱ ἐπὶ πλέον ἢ καὶ δὶς ἑψηθέντες ἐν ἐλαίῳ καὶ γάρῳ μετ ' ὄξους ἐσθιόμενοι , μέλι τὸ ἀπαφρισθέν .
. Ἐμοῦ γαμοῦντος οὐδ ' ὁ γείτων ᾔσθετο . Σαπρῷ γάρῳ βάπτοντες ἀποπνίξουσί με . Ἆρ ' , ὡς ἔοικε
5359834 ἀνδραποδῳ
τούτοις συζῆν ἄχρι παντὸς καὶ πολλάκις ὑβριζομένην ὕβρεις δεινὰς παραμένειν ἀνδραπόδῳ μηδενὸς ἀξίῳ . παρὰ γὰρ τῶν πλουσίων εἰς μὲν
εὖ χρῆσθαι καὶ κακῶς χρῆσθαι ἀργυρίῳ : ὁμοίως δὲ καὶ ἀνδραπόδῳ οἰκίᾳ ἐπίπλῳ , πᾶσι τοῖς τοιούτοις . τάχα δ
5356054 Μηδαμως
ἢ βραχύτερά σοι , ἔφη , ἀποκρίνωμαι ἢ δεῖ ; Μηδαμῶς , ἦν δ ' ἐγώ . Ἀλλ ' ὅσα
. Μεγαπένθης ὁ Λακύδου , τύραννος . Ἐπίβαινε σύ . Μηδαμῶς , ὦ δέσποινα Κλωθοῖ , ἀλλά με πρὸς ὀλίγον
5355260 μεταπισαι
ἀλείψας ἐλαίῳ , κατακεῖσθαι κελεύειν ἐπαλλάξασαν τὼ πόδε , καὶ μεταπῖσαι οἶνον γλυκὺν καὶ λευκὸν κεράσας εὐζωρότερον , καὶ ῥητίνην
κάτω : ἐγχειρέειν δὲ βούλεσθαι μάλιστα τοῦ ἦρος : καὶ μεταπῖσαι ὀῤῥὸν ἢ γάλα ὄνειον : βόειον δὲ γάλα διδόναι
5350326 θρασυτερος
εἷς δέ τις αὐτῶν ἀναιδέστερος τῶν ἄλλων ὡς εἰκὸς καὶ θρασύτερος , ὡσεί τις ὑλακτικὸς κύων μεμηνὼς κατηκολούθει , καί
. Περδίκκας δὲ πυθόμενος τὴν κατὰ τὸν Εὐμενῆ νίκην πολλῷ θρασύτερος ἐγένετο πρὸς τὴν εἰς Αἴγυπτον στρατείαν : ὡς δ
5349371 μεταμεληθησῃ
ὠφέλειαν ἀπὸ τοῦ φίλου σου ζ ὅπου ἂν πραθῇς , μεταμεληθήσῃ η μενεῖς ὅπου ὑπάγεις καὶ καλῶς θ συναλλάξεις ἐν
ὅτε οὐκ ἐλπίζεις ἐπὶ τὸ κρεῖττον ζ κοινωνήσεις καὶ βλαβεὶς μεταμεληθήσῃ η στρατεύσῃ καὶ ταχὺ προκόψεις ἐπὶ τὸ κρεῖττον θ
5347945 ἐπιλησμων
ἐγὼ ἐγγυῶμαι μὴ ἐπιλήσεσθαι , οὐχ ὅτι παίζει καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι . ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ ἐπιεικέστερα Σωκράτης λέγειν
οὖν ἄσχολος λέγειν . Πορνοκόπος καὶ πορνότριψ . Λίθαργος καὶ ἐπιλήσμων . Οἰκοδόμημα , οὐχὶ οἰκοδομή . Ὄναρ ἰδὼν ἢ
5347818 ἀπολοιμην
Τί δ ' ἐστὶν ὅτι δέδοικας ἐλθεῖν αὐτόσε ; Κάκιον ἀπολοίμην ἂν ἢ σύ . Πῶς ; Ὅπως ; Δοκῶν
μὴ κατάξω τὴν κεφαλήν σου , Σωφρόνη , κάκιστ ' ἀπολοίμην . νουθετήσεις καὶ σύ με ; προπετῶς ἀπάγω τὴν
5346553 ἐφιημι
ποιεῖν αὐτὸν ὁπότερον ἂν βούλοιτο , ἔφη , Τὸν πόλεμον ἐφίημι . τῶν δὲ Καρχηδονίων οἱ πλείους εὐθὺς ἀνεβόησαν δέχεσθαι
Ἑανόν . παρὰ τὸ ἕσσασθαι . Ἐφετμή . ἀπὸ τοῦ ἐφίημι , ἐφεσμή , καὶ κατὰ ἐναλλαγὴν τοῦ σ εἰς
5345494 Κλωθοι
, ἐμβῆναι δέον . Ἕν με πνίγει μάλιστα , ὦ Κλωθοῖ , δι ' ὅπερ ἐπόθουν κἂν πρὸς ὀλίγον ἐς
, τύραννος . Ἐπίβαινε σύ . Μηδαμῶς , ὦ δέσποινα Κλωθοῖ , ἀλλά με πρὸς ὀλίγον ἔασον ἀνελθεῖν . εἶτά
5342882 ἀπαλλαγειη
Ἰσαάκιος μὴ πόρρω τῶν Ῥωμαϊκῶν ὁρίων γενόμενος δυσχερέστερον τῆς αἰχμαλωσίας ἀπαλλαγείη , πρὸς τὰς κύκλῳ διεπέμπετο πόλεις καὶ τὰ κατ
εὐδαιμονοίη καὶ κατὰ πλοῦτον καὶ τιμήν , καὶ τοῦ πιέζοντος ἀπαλλαγείη νοσήματος , ὄντως ἂν ἐνθυμήσειεν ἡμᾶς τὰς αὑτοῦ ἀνδραγαθίας
5331145 καρτ
οὐκοῦν προθύμως ⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ]
' αὐτῷ τὰν σύριγγ ' ὤρεξα , καλόν τί με κάρτ ' ἐφίλησεν . οὐ θεμιτόν , Λάκων , ποτ
5330583 ἀναβαινε
φησὶν “ διὰ τοῦ ἑτέρου μέρους ἀνάβαινε ” . “ ἀνάβαινε διὰ τοῦ ἑτέρου μέρους ” . καὶ ταῖσι φυλλάσι
μακάριε ἀλλαντοπῶλα , δεῦρο δεῦρ ' , ὦ φίλτατε , ἀνάβαινε σωτὴρ τῇ πόλει καὶ νῷν φανείς . Τί ἐστι
5328415 σπευδεις
γένωμαι . τί γάρ με διαφθεῖραι γλίχῃ , τί δὲ σπεύδεις ἀπολέσαι με ἐς ἑστίασιν καὶ θοίνην παρακαλῶν ; πρῶτον
μεταχειρίσεως λέγων : εἰ μὲν οὖν ἠγνόεις παρ ' ἣν σπεύδεις , ἔδει καὶ διδάσκειν τυχόν : εἰ δὲ τὴν
5327033 χαλεπωτερῳ
, Κύρνε , διχοστασίῃ . τοῦτον δή φαμεν ἐν πολέμῳ χαλεπωτέρῳ ἀμείνονα ἐκείνου πάμπολυ γίγνεσθαι , σχεδὸν ὅσον ἀμείνων δικαιοσύνη
ἐλελήθει τοὺς γονεῖς : ἐπεὶ δὲ καθ ' ἡμέραν εἴχετο χαλεπωτέρῳ δαίμονι , νυκτὸς ἔγνω καταβαλεῖν ἐκ τῆς πέτρας ἑαυτήν
5324779 ἐγχωροιη
τε νόμους ἀνέγνω , καὶ τὸν χρόνον ἐπέδειξεν ὅτι οὐκ ἐγχωροίη ἀπογράψασθαι καὶ τὰς κλήσεις καλεῖσθαι ὅσας ἔδει , καὶ
τιϲ φθάϲαϲ ἀποχέῃ τοῦ αἵματοϲ : κάλλιον δέ , εἰ ἐγχωροίη , δὶϲ ἀφαιρεῖν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ , τὸ μὲν
5322854 πραττοιμεν
μὴν ὑπὲρ καλοῦ χρώμενοι τῇ ῥητορικῇ , καλὸν ἄν τι πράττοιμεν ὑπ ' αὐτῆς . οὐκοῦν καλὸν ἡ ῥητορικὴ μετὰ
συνεργὸν ἡμῖν εἶναιὅτι δ ' ἐπιστημόνως ἂν πράττοντες εὖ ἂν πράττοιμεν καὶ εὐδαιμονοῖμεν , τοῦτο δὲ οὔπω δυνάμεθα μαθεῖν ,
5317020 πρεσβευσεις
κοινωνήσεις ἐπ ' ὠφελείᾳ α οὐ γενήσῃ βουλευτής β οὐ πρεσβεύσεις μόνος : οὐ γὰρ συμφέρει σοι γ οὐ φυγαδευθήσῃ
ὁ δρασμὸς πρὸς ὀλίγον ζ γενήσῃ βουλευτὴς καὶ φυρατής η πρεσβεύσεις καὶ εὐημερήσεις , ἐὰν σπεύσῃς θ οὐ φυγαδευθήσῃ τὸ
5315742 γεωργε
δὲ ἐπιστὰς αὐτῷ „ σὺ γιγνώσκεις με ” ἔφη ” γεωργέ „ ; „ καὶ πῶς ” , εἶπεν ”
κύνα : Τὴν σκύλαν . . ὦ πόνηρε : Ὦ γεωργέ . . κακότροπε . . εἰς ταυτὸν : Εἰς
5315323 σιωπα
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ
5313395 ἀφροντιστως
τοῖς σχέτλια πάσχουσιν . γέλωτα πάνυ κινεῖ τῆς μὲν κεφαλῆς ἀφροντίστως ἔχων , τῆς δὲ χύτρας προνοούμενος , ἐν ᾗ
λαμβάνειν . Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων : ἐπὶ τῶν ἀφροντίστως καὶ φιληδόνως βιούντων . Ἅλα καὶ κύαμον : ἐπὶ
5312688 ὑπαγεις
η οὐκ ἀνοίγεις ἐργαστήριον θ σώζῃ τῆς ἀσθενείας ι οὐχ ὑπάγεις εἰς τοὺς ἁγίους τόπους α οὐ νικᾷς . σιώπα
γ πωληθήσῃ καὶ μεταμεληθήσῃ μηδὲν ὠφελῶν δ οὐ μενεῖς ὅπου ὑπάγεις : οὐ γὰρ συμφέρει ε λήψῃ ὀψώνιον μερικόν Ϛ
5311519 τολμησῃς
τοῦ νομοθέτου : ἐν δὲ δὴ τούτῳ τῷ χρόνῳ μὴ τολμήσῃς περὶ θεοὺς μηδὲν ἀσεβῆσαι . πειρατέον γὰρ τῷ τοὺς
μὲν οὐχὶ χαιρήσεις , ἤν μοι προσέλθῃς καὶ γρύσαι τι τολμήσῃς . ἄλλους ἀλωπέκιζε τοὺς ἀπειρήτους , ἄλλους δὲ βασιλεῖς
5309945 ἐμεθυον
. ἅπας πονηρὸς οἶνος ὁ πολύς ἐστ ' ἀεί . ἐμέθυον : ἱκανὴ πρόφασις εἰς θἀμαρτάνειν . ἄνθρωπος ὢν τοῦτ
ὁ αὐτός , εἶχον προσπελατῶν ὥσπερ εἱλώτων τριάκοντα μυριάδας , ἐμέθυον δὲ ἀεὶ καὶ ἐποιοῦντο συνουσίας . διὸ Κελτοὶ πολεμοῦντες
5305145 διανοηθῃς
πᾶσα γὰρ δύναμις αὐτός ἐστι . μηδὲ ἔν τινι αὐτὸν διανοηθῇς εἶναι , μηδὲ πάλιν κατεκτός τινος : αὐτὸς γὰρ
οὐδὲν οἶδεν . ἑλοῦ δ ' εἰ θέλεις ἣν ἂν διανοηθῇς μικρὰν ἢ μείζονα τέχνην καὶ τὸν κατὰ ταύτην γενόμενον
5304516 φευξῃ
τὰ δὲ μασηθέντα βοτάνια ἐπιτίθει , καὶ οὕτω θεραπευθήσῃ καὶ φεύξῃ τὴν ὀδύνην . * νεμέεσσιν : συνδένδροις τόποις *
ξυγγενὲς τῆς φύσεως ἄγει πρὸς τὰ κρείττω μαθήματα . οὐδὲ φεύξῃ φωραθεὶς παρανόμων δίκην : οὐ γὰρ ἀνθρωπίνων νόμων ἐραστὴς
5303652 ἀκραντα
ἄρα οἷός τε εἶ , Μαθόντες λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον . οὐκ ἐνταῦθα ὁ
πολλὰ εἰδὼς φυᾷ : μαθόντες δὲ λάβˈροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρυέτων Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον : ἔπεχε νῦν σκοπῷ
5302469 κορεσθηναι
παρώνυμον ἀριστεύς . Ἄδην , παρὰ τὸ ἥδω δηλοῦν τὸ κορεσθῆναι , ὡς τὸ τέρπομαι , ὅπερ τὸ αὐτὸ ἐδήλου
ἐσσύμενον πολεμίζειν . ἔστι δὲ τὸ ἄδην ἐλόωσιν ἀντὶ τοῦ κορεσθῆναι αὐτὸν ποιήσουσι τοῦ πολέμου , καίπερ προθυμίαν ἔχοντα .

Back