, τοὺς ἄλλους λαθών : “ οὐ σώσεις , ὦ ἀγαθέ , τὴν πατρίδα ; ” ὃ δὲ καὶ τοῦτ
. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ , Εὖ , δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ , ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός , ἐπὶ
ἀδελφιδοῦς ἐπιμελεῖσθαι τούτου τοῦ παιδίου ; Ἀλλ ' , ὦ ἀγαθέ , τοῦτο μὲν καὶ λαθεῖν φήσαιτ ' ἂν ὑμᾶς
δέκα προσηργάσατο μνᾶς . καὶ εἶπεν αὐτῷ , Εὖγε , ἀγαθὲ δοῦλε , ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου , ἴσθι
8653834 ἐρρωσο
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν
κατέναντι τοῦ ἱεροῦ ἐπηρώτα αὐτὸν κατ ' ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας , Εἰπὸν ἡμῖν πότε ταῦτα
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε
φίλε θεοῦ , ἁμαρτωλῶν ἀμετανοήτων θεὸς οὐκ εἰσακούει . Ὁ Ἰάκωβος λέγει πρὸς αὐτόν : Θεολόγε Ἰωάννη , ἀνάγγειλόν μοι
8624337 Φερ
. Συνεπόμνυθ ' ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι ; Νὴ Δία . Φέρ ' ἐγὼ καθαγίσω τήνδε . Τὸ μέρος γ '
Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθεν γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς : συντρίψασα τὴν
' αὖ γυνὴ ὡραιοτάτη τις . Ποῦ ' στι ; Φέρ ' ἐπ ' αὐτὴν ἴω . Ἀλλ ' οὐκέτ
ἔθαψαν . Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονὸς εἰσῆλθεν . ἀπεκρίθη δὲ
8519228 Καλλιστ
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν
δὲ ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν : ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν . ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν
σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ ; ἐραύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγείρεται . Πάλιν οὖν αὐτοῖς
8467147 χεσειν
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι .
, καὶ τὴν δέησιν τοῖς ἐν οὐρανοῖς . Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶπεν : Ὁ τιμῶν τὸν ἰἐρέα τὶ μισθὸν ἔχει
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω
προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ . ἦλθεν γὰρ Ἰωάννης πρὸς ὑμᾶς ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης , καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε
8443265 δισταζω
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις
, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται . Εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Κύριε , πρὸς
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα
αὐτοῖς , καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα . Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα . καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων
8428144 τρεσηις
τῶιδε , τἄλλα γ ' εὐτυχῶς πεπραγότες . μή νυν τρέσηις ἔτ ' ἐχθρὸν Ἀργείων δόρυ : ἐγὼ γὰρ αὐτὴ
αὐτῷ . Εἶπεν δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων , Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα . καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ
χρήσωνται τύχηι ; οἵδ ' οὐ προδώσουσίν σε , μὴ τρέσηις , ξένοι . τοσόνδε γάρ τοι θάρσος , οὐδὲν
μεταλαμβάνοντες ἀκοῦρευτι τίναῖς οἰσὶν . Ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη , τινὸς αἰ οἰ τρίχαι δἰἀβοῦ τὸν ὀφθαλμῶν , αὐτοῦ ὁκέστην
8417557 Θεαριωνος
Τῶν δὲ γηθύων ῥίζας , ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν . Ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών , ἵν ' ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια .
; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : καθὼς προεῖπεν ὁ προφήτης Δαυίδ , ἡ ὑπομονὴ
συνδείπνοις ἐπαινῶν Αἰσχύλον θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν . ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών , ἵν ' ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια .
; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : θεώρησον , δίκαιε Ἰωάννη . καὶ ἀτενίσας εἶδον ἀρνίον ἑπτὰ ὀφθαλμοὺς ἔχοντα καὶ
8406145 πριωμαι
τῷδε ; ὥστε ματαία ἡ παρατήρησις τῷ Συμμάχῳ . ἐγὼ πρίωμαι τῷδε : ἴσον τῷ ὠνήσωμαι . θοαῖσιν ἵπποις :
ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν [ τινα ] καταπιεῖν : ᾧ ἀντίστητε στερεοὶ τῇ πίστει ,
βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα βάκχαριν ; Ἀναξανδρίδης Πρωτεσιλάῳ : μύρον τε
ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ . καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον ἠμύνατο καὶ ἐποίησεν ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ πατάξας τὸν
8394628 Ἀληθεστατα
, οὔτ ' ἔπειτα γενήσεται οὔτε γενηθήσεται οὔτε ἔσται . Ἀληθέστατα . Ἔστιν οὖν οὐσίας ὅπως ἄν τι μετάσχοι ἄλλως
ἦλθεν εἰς πᾶσαν [ τὴν ] περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν , ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ
ὃς ἂν τὰ ὀνόματα εἰδῇ εἴσεται καὶ τὰ πράγματα . Ἀληθέστατα λέγεις . Ἔχε δή , ἴδωμεν τίς ποτ '
. Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , καὶ οἱ τὸ βάπτισμα λαβόντες τί ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι :
8373021 Ἀναγκαιοτατα
χαίρουσιν , οἱ δ ' ἀγαθοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀληθέσιν . Ἀναγκαιότατα λέγεις . Εἰσὶν δὴ κατὰ τοὺς νῦν λόγους ψευδεῖς
πέραν . Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους , καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ ' ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ
τε καὶ αἰσχυντηλῶς ᾄδοντες ἀπροθύμως ἂν τοῦτ ' ἐργάζοιντο ; Ἀναγκαιότατα μέντοι λέγεις . Πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι
καὶ ἀμέμπτως ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν ἐγενήθημεν , καθάπερ οἴδατε ὡς ἕνα ἕκαστον ὑμῶν ὡς πατὴρ τέκνα ἑαυτοῦ παρακαλοῦντες ὑμᾶς καὶ
8372276 Γυναι
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ
νεφέλην . καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἐκλελεγμένος , αὐτοῦ ἀκούετε
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς
ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς , καὶ ἐγένετο φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός , ἀκούετε αὐτοῦ
8363287 συναγωγιμον
δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . Κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης
προσεφώνει αὐτοῖς μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν . καὶ φησίν Ἐγώ εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος , γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας , ἀνατεθραμμένος
ἐστί σου πάλαι . καὶ Ἔφιππος ἐν Γηρυόνῃ : καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . ἔλεγον δὲ συνάγειν καὶ τὸ μετ
δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ὑπέστρεψεν . ἐδεῖτο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ ἀφ ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ
8355869 μεταμελησαι
, ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . καὶ τὰ ἀπαρέμφατα μετανοῆσαι , μεταμελῆσαι , μεταγνῶναι , γνωσιμαχῆσαι , ἀναλογίσασθαι , ἐπιθεάσασθαι ,
Εἶπεν δὲ καὶ ἕτερος , Ἀκολουθήσω σοι , κύριε : πρῶτον δὲ ἐπίτρεψόν μοι ἀποτάξασθαι τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου
καὶ τείχη ἡμῖν καὶ χώραν καὶ δύναμιν πειράσομαι ποιεῖν μὴ μεταμελῆσαι τῆς πρὸς ἐμὲ ὁδοῦ . καὶ τὸ μέγιστον δή
τῶν ἀποστόλων ὑμῶν ἐντολῆς τοῦ κυρίου καὶ σωτῆρος : τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες , ὅτι ἐλεύσονται ἐπ ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν
8353569 μαστιγια
, τὸν δὲ θυγατριδοῦν λαβὼν ἔνδον πρόσειπε . θυγατριδοῦν , μαστιγία ; παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ , νοῦν ἔχειν δοκῶν
καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι : ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητέ ποτε : οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς
ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν περιθῶ . Κατάθου ταχέως , μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι
χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ θεοῦ . ὥσπερ γὰρ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ θεῷ , νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων
8346995 διομαι
, τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν .
. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου , ὅ ἐστιν σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ : οὕτως γράφω . ἡ χάρις
χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ
Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ , ζητοῦντες παρ ' αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ , πειράζοντες αὐτόν . καὶ ἀναστενάξας
8345053 σταθμουχος
εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ
τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπαν πρὸς αὐτόν , Διδάσκαλε , ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου . καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν
Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν
ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσιν λόγῳ . καὶ ἐλθόντες λέγουσιν αὐτῷ , Διδάσκαλε , οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ οὐ μέλει σοι
8344303 βαλανευσω
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας
Ἀγρίππα βασιλεῦ καὶ πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῖν ἄνδρες , θεωρεῖτε τοῦτον περὶ οὗ ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ἐνέτυχόν μοι
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων
καρποὺς αὐτῆς . 〚 Καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται : ἐφ ' ὃν δ ' ἂν πέσῃ
8328053 τοὐπι
ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα
λῃστῶν , κινδύνοις ἐκ γένους , κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν , κινδύνοις ἐν πόλει , κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ , κινδύνοις ἐν
ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα
: ὁδοιπορίαις πολλάκις , κινδύνοις ποταμῶν , κινδύνοις λῃστῶν , κινδύνοις ἐκ γένους , κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν , κινδύνοις ἐν
8326436 σιωπα
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν
ἐν τῷ οὐρανῷ , καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη ἣν ἤκουσα ὡς σάλπιγγος λαλούσης μετ ' ἐμοῦ λέγων , Ἀνάβα
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ
κύριε , καὶ οἱ τὸ βάπτισμα λαβόντες τί ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : τότε ἐρωτηθήσεται τὸ γένος τῶν
8323285 ψιθυρος
: μέλισμα , μέλος , λάλημα , ὅθεν καὶ τὸ ψίθυρος ὁ λάλος . ἡ δὲ φωνὴ τῶν κατὰ μίμησιν
αὐτήν . πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου ἐπροφήτευσαν : καὶ εἰ θέλετε δέξασθαι , αὐτός ἐστιν
λαμβάνουσιν . ἔστι γὰρ ψίθυρ ψίθυρος ὡς μάρτυρ μάρτυρος καὶ ψίθυρος ψιθύρου ὡς μάρτυρος μαρτύρου : τὸ δὲ ψίθυρ παρὰ
, Τί αἰτήσωμαι ; ἡ δὲ εἶπεν , Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτίζοντος . καὶ εἰσελθοῦσα εὐθὺς μετὰ σπουδῆς πρὸς
8322799 ὀνειροπολεις
ὀνειροπολεῖς περὶ σαυτοῦ : παρακρούῃ καὶ παραλογίζῃ καὶ παραπλανᾷς καὶ ὀνειροπολεῖς ὀνείρους ὁρῶν . ΓΘ ἃ ] ὧν , πραγμάτων
ὥρας πολλῆς γενομένης προσελθόντες [ αὐτῷ ] οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἔλεγον ὅτι Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος , καὶ ἤδη ὥρα
ψῆφον ἰχνεύων . Ἃ σὺ γιγνώσκων τόνδ ' ἐξαπατᾷς καὶ ὀνειροπολεῖς περὶ αὐτοῦ . Οὔκουν δεινὸν ταυτί σε λέγειν δῆτ
ὑπὲρ ὑμῶν κενωθῇ ἐν τῷ μέρει τούτῳ , ἵνα καθὼς ἔλεγον παρεσκευασμένοι ἦτε , μή πως ἐὰν ἔλθωσιν σὺν ἐμοὶ
8315797 Γλυκη
ἤδη τήνδε καὶ Φιλαινέτην . οὔκουν ἐπείξεσθ ' ; ὡς Γλύκη κατώμοσεν τὴν ὑστάτην ἥκουσαν οἴνου τρεῖς χοᾶς ἡμῶν ἀποτείσειν
. ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται . Ἔλεγεν δὲ καὶ τῷ κεκληκότι αὐτόν ,
, τάδε τέρα θεάσασθε . Τὸν ἀλεκτρυόνα μου ξυναρπάσασα φρούδη Γλύκη . Νύμφαι ὀρεσσίγονοι , ὦ Μανία , ξύλλαβε .
, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ : τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας . ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας
8309991 τολμηρε
ἐκ τῆς καρδίας ὁ Ἔρως ἀντεφθέγγετο : “ Ναί , τολμηρέ , κατ ' ἐμοῦ στρατεύῃ καὶ ἀντιπαρατάττῃ ; ἵπταμαι
ὁ παῖς μου . καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος , ἔχων ὑπ ' ἐμαυτὸν στρατιώτας , καὶ
συστρεφόμεναι , πρὸς ἀλλήλας φερόμεναι . τολμῶν ] λέγειν , τολμηρέ , τολμηρῶς λέγων , ὁ ἐπιχειρῶν τολματίας ὤν .
τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν : οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν , ἀλλ ' ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς
8304346 Σφοδρα
νόσος πρὸς ὑγίειαν , καὶ ἡ κακία πρὸς ἀρετήν . Σφόδρα δυσπείστως εἶχεν καὶ πρὸς τούτους τοὺς λόγους , εἰ
ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ
χρόνον ἐστίν , περὶ δὲ τὸν μέλλοντα οὐκ ἔστιν ; Σφόδρα γε . Ἆρα σφόδρα λέγεις , ὅτι πάντ '
καὶ πατέρα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ . Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους , καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς , εἰς
8303955 Θεονοη
: Μενέλαε , διαπεπράγμεθ ' : ἐκβαίνει δόμων ἡ θεσπιωιδὸς Θεονόη : κτυπεῖ δόμος κλήιθρων λυθέντων . φεῦγ ' :
ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐκ ἔστιν κυριακὸν δεῖπνον φαγεῖν , ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον δεῖπνον προλαμβάνει ἐν τῷ φαγεῖν ,
ἢ ἀρετῆς ἵστωρ . Διόνυσος . Διδοίνυσος . Ἀθηνᾶ . Θεονόη : ἡ τὰ θεῖα νοοῦσα . Ἥφαιστος . φάεος
σπείρων ἐπ ' εὐλογίαις ἐπ ' εὐλογίαις καὶ θερίσει . ἕκαστος καθὼς προῄρηται τῇ καρδίᾳ , μὴ ἐκ λύπης ἢ
8294999 κατειπε
ἕτερον εἰ πύθοιο Σωκράτους φρόντισμα ; ποῖον ; ἀντιβολῶ , κάτειπέ μοι . ἀνήρετ ' αὐτὸν Χαιρεφῶν ὁ Σφήττιος ὁπότερα
, οὐκ ἔχεις μέρος μετ ' ἐμοῦ . λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος , Κύριε , μὴ τοὺς πόδας μου μόνον
' φήμερε ; πρῶτον μὲν ὅτι δρᾷς , ἀντιβολῶ , κάτειπέ μοι . ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον . ἔπειτ
ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ , Ὁ κύριός ἐστιν . Σίμων οὖν Πέτρος , ἀκούσας ὅτι ὁ κύριός ἐστιν ,
8294317 Δημ
ὡς ἕτεροί τινες λέγουσιν , οἷον Λ . τε καὶ Δημ . ὁ Ἀβδηρίτης , εὔλογα τὰ συμβαίνοντα : φασὶ
τοῦ Ἰορδάνου εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν Ἰωάννης τὸ πρῶτον βαπτίζων , καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ . καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς
. . σκαφίον : Ἀ . ἐν τῇ πρὸς τὴν Δημ . γρ . ἀπολ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον
' αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν . ἦν δὲ καὶ ὁ Ἰωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ , ὅτι ὕδατα πολλὰ
8293571 Ἐρεις
ἀσέβειαι πρὸς τὸ μὴ δύνασθαί σε ὁρᾶν τὸν θεόν . Ἐρεῖς οὖν μοι : “ Σὺ ὁ βλέπων διήγησαί μοι
τὰς ἐπαγγελίας . Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ θεός , ἐπεὶ κατ ' οὐδενὸς εἶχεν μείζονος ὀμόσαι , ὤμοσεν καθ
εἴσπραξις , ἀπαίτησις : ὁ γὰρ κατενεχυρασμὸς φαῦλον ὄνομα . Ἐρεῖς δὲ ἐκληρώθη τὸ δικαστήριον , ἐκάθισε ἐνεκληρώθη , συνέστη
καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀδελφῷ : ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστιν , νῦν δὲ
8291120 μαρτυρησον
, ζώνης ; ἀπεύχῃ μητρὸς αἷμα φίλτατον ; ἤδη σὺ μαρτύρησον , ἐξηγοῦ δέ μοι , Ἄπολλον , εἴ σφε
ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων : ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον , σεαυτὸν κατακρίνεις , τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ
ὅτι περιφανῶς ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι . Ἀνάβηθι δέ μοι καὶ μαρτύρησον . Περὶ μὲν τοίνυν αὐτῆς τῆς αἰτίας οὐκ οἶδ
νόμῳ τοῦ θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον , βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσίν μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ
8287626 μαθηις
ποτ ' ἀγκάλαις ; ὁ Βακχίου παῖς , ὡς σαφέστερον μάθηις . ἐν σέλμασιν νεώς ἐστιν ἢ φέρεις σύ νιν
. ἀσθενοῦντας θεραπεύετε , νεκροὺς ἐγείρετε , λεπροὺς καθαρίζετε , δαιμόνια ἐκβάλλετε : δωρεὰν ἐλάβετε , δωρεὰν δότε . Μὴ
ἔξεστι . τῶν σῶν δ ' οὕνεχ ' , ὡς μάθηις , λόγων δώσω τόδ ' αὐτῆι : τῆσδε δ
ἐκείνους εἰσελθεῖν : καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς . ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους , καὶ
8285566 Ὁδι
. Οἴμοι τάλας , ὡς ὠχρίας ' αὐτὴν ἰδών . Ὁδὶ δὲ δείσας ὑπερεπυρρίασέ σου . Οἴμοι , πόθεν μοι
ὅτι ἐφίμωσεν τοὺς Σαδδουκαίους συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό . καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν [ νομικὸς ] πειράζων αὐτόν ,
Νοεῖ μὲν ἕτερ ' ἕτερα δὲ τῇ γλώττῃ λέγει . Ὁδὶ μὲν Ἀναγυράσιος ὀρφώς ἐστί σοι . τούτῳ φίλος Μυνίσκος
. Ἀγαγόντες δὲ αὐτοὺς ἔστησαν ἐν τῷ συνεδρίῳ . καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ἀρχιερεὺς λέγων , Παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ
8284929 συμβουλευεις
συμβουλίη ἡ ἐς ἡμέας τείνουσα . Τοῦ μὲν γὰρ πεπειρημένος συμβουλεύεις , τοῦ δὲ ἄπειρος ἐών : τὸ μὲν γὰρ
καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ' αὐτοὺς ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα , καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά . Καὶ
ἧττον δὲ ἀντιθέσεως . ἀλλὰ λέξει τις : μισθοφορεῖν ἡμῖν συμβουλεύεις ; τοῦτο δ ' ἦν Ἀθηναίοις εὐδοξοῦσιν ἐπαχθές τε
τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ ' αὐτοῦ ,
8281339 Ἐνδον
ἐστὶν ὡς Εὐριπίδην . Παῖ παῖ . Τίς οὗτος ; Ἔνδον ἔστ ' Εὐριπίδης ; Οὐκ ἔνδον ἔνδον ἐστίν ,
. Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἀπολογουμένου ὁ Φῆστος μεγάλῃ τῇ φωνῇ φησιν , Μαίνῃ , Παῦλε : τὰ πολλά σε γράμματα
δῆτ ' ἂν εἶεν οἱ ξένοι ; δίδασκέ με . Ἔνδον : φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν . Ἦ καὶ θανόντ
λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀκατασκεύαστος , καθώς φησιν ὁ προφήτης : καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσὶν
8278404 Ὠγαθε
μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο
βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ . καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών . Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεεν
τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ
διαμαρτύρηται αὐτοῖς , ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου . λέγει δὲ Ἀβραάμ , Ἔχουσι
8277694 μεμνης
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί
κατακύψας ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν . οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ ' εἷς ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέ - ρων
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ
καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν . εἷς γὰρ θεός , εἷς καὶ μεσίτης θεοῦ καὶ ἀνθρώπων , ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς
8261909 δυστυχεστατε
, οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν
ἐγώ εἰμι : μὴ φοβεῖσθε . ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπεν , Κύριε , εἰ σὺ εἶ , κέλευσόν
οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς .
ἄνθρωπον . καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν . καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος ὅτι Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς
8261679 Φρυνωνδα
ὑπῆρξεν . ὅθεν Ἀριστοφάνης πού φησιν : ὦ μιαρὲ καὶ Φρυνώνδα καὶ πονηρέ . Εὐρύβατοι δύο ἐγένοντο ἄμφω πονηροί ,
ἵνα καταλάβητε . πᾶς δὲ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται , ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἵνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν , ἡμεῖς δὲ
: καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ
οὐδ ' οὐ μὴ γένηται ἕως οὗ ἔλθωσιν οἱ καιροὶ ἐκεῖνοι . τότε ὁ στάχυς τοῦ σίτου ἐκφυεῖ ἡμιχοίνικον ,
8260773 Φραωτου
βασιλέως ἐνταῦθα ἔληξεν : ἀκούσας γὰρ ἐπαινεῖσθαι αὑτὸν ὑπὸ τοῦ Φραώτου τῆς τε ὑποψίας ἐπελάθετο καὶ ὑφεὶς τοῦ τόνου „
ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστιν [ τῆς ἁμαρτίας
εἰδὼς ἑαυτόν . „ ὁ δὲ Ἀπολλώνιος ἀναμνησθεὶς ὧν τοῦ Φραώτου ἤκουσε καὶ ὅπως ὁ φιλοσοφήσειν μέλλων ἑαυτὸν βασανίσας ἐπιχειρεῖ
ἀντίχριστος , ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν . πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει :
8260270 Κρατυλε
μοι οὕτω . Ἔστιν ἄρα , ὡς ἔοικεν , ὦ Κρατύλε , δυνατὸν μαθεῖν ἄνευ ὀνομάτων τὰ ὄντα , εἴπερ
δίδραχμα ; λέγει , Ναί . καὶ ἐλθόντα εἰς τὴν οἰκίαν προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων , Τί σοι δοκεῖ
τὰ πολλὰ ἐκείνως ἐσήμαινεν . Τί οὖν τοῦτο , ὦ Κρατύλε ; ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα , καὶ ἐν
πότε ὁ καιρός ἐστιν . ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ καὶ δοὺς τοῖς δούλοις αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν ,
8253955 σιωπᾳς
. Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς
νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθεν λυπούμενος , ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά . Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ,
; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη
καὶ ταῖς προσευχαῖς . Ἐγίνετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος , πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο .
8253564 λακκοπρωκτε
' ὅτι χαίρω πόλλ ' ἀκούων καὶ κακά ; ὦ λακκόπρωκτε . πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις . τὸν πατέρα τύπτεις
σαββάτῳ : ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ ' οὐ
: καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα
ἀδελφὸν αὐτοῦ . Ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς
8245221 Κορυδος
. πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ
με εἰς τὴν κολυμβήθραν : ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει . λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ,
Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν
ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί . εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί , ἐγὼ μᾶλλον : περιτομῇ ὀκταήμερος
8238138 ἀντακουσον
Οἶσθ ' ὡς πόησον ; ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴς ' ἀντάκουσον , κᾆτα κρῖν ' αὐτὸς μαθών . Λέγειν σὺ
πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις , καὶ χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει αὐτοῖς : ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν
τοιαύτης δ ' οὔτις εὐφιλὴς θεῶν . ἄναξ Ἄπολλον , ἀντάκουσον ἐν μέρει . αὐτὸς σὺ τούτων οὐ μεταίτιος πέλῃ
τοῦ θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου , ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν . Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς , τοσοῦτον ἔχοντες
8237937 Σκωπτεις
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε
. ἐρεῖς οὖν , Ἐξεκλάσθησαν κλάδοι ἵνα ἐγὼ ἐγκεντρισθῶ . καλῶς : τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν , σὺ δὲ τῇ πίστει
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν
ἐν πᾶσιν . διάκονοι ἔστωσαν μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες , τέκνων καλῶς προϊστάμενοι καὶ τῶν ἰδίων οἴκων : οἱ γὰρ καλῶς
8232443 ἀνιστασο
. μὴ φροντίσῃς , ὦ δαιμόνι ' , ἀλλ ' ἀνίστασο . πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ ' ἐγὼ ξυνείσομαι ,
ὅτι ὁ παῖς αὐτοῦ ζῇ . ἐπύθετο οὖν τὴν ὥραν παρ ' αὐτῶν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχεν : εἶπαν οὖν
τροφήν ἐπαίτης μερίμνης ἄξια κατέχων λέγει Ὀδυσσεὺς ὑποκρίνεται εἶναι Τρωικός ἀνίστασο ὡς ἀνατετακότων αὐτῶν τὰ ἀμυντήρια ὁ Αἴας ἐκ τῶν
ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε : ἐγὼ οἶδα αὐτόν , ὅτι παρ ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν . Ἐζήτουν οὖν
8229737 Παιζεις
, Σάτυρε , καὶ τὴν παροῦσαν τύχην . ” “ Παίζεις , ὠγαθέ : συγκαθεύδεις . ” “ Οἶδα μὲν
ἀρχιερεὺς διέρρηξεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων , Ἐβλασφήμησεν : τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων ; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν
γυναῖκας . ” Καὶ ὁ Σωσθένης σπουδάσας εἶπε : “ Παίζεις ; ” “ Ποῖ παίζω ; ” ἔφη :
ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι , καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι . Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ , καὶ ὁ μισθός μου
8229455 ἀναβιβαζω
αὐτὰ λεπτά : καὶ γίνονται δεύτερα λεπτὰ ἐννακόσια . ταῦτα ἀναβιβάζω ἤτοι μοιράζω : γίνονται δέκα καὶ πέντε πρῶτα λεπτά
: γέγραπται γὰρ ὅτι Ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς . Γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος
λ παρὰ μ , καὶ γίνονται ͵ασ δεύτερα λεπτά . ἀναβιβάζω ταῦτα : γίνονται πρῶτα λεπτὰ κ . τὰ κ
ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην , καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας , καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα μόνον ἅψωνται τοῦ
8223756 χεσαι
ἀπάρτι . χεσείω ] ὀρέγομαι χεσεῖν : αἰολικῶς , ἐπιθυμῶ χέσαι . , παίζω . . ⌈ χεσείω ⌈ αἰολικὸν
ἀκούει . ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέν τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου : εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ θεοῦ
. καὶ εἰ εὐσεβές ἐστι καὶ εἰ μὴ εὐσεβές , χέσαι ἔχω . ὡς ὑπὸ τοῦ φόβου προειλημμένος καὶ μὴ
ὁ θερισμὸς ἔρχεται ; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν , ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας ὅτι λευκαί εἰσιν πρὸς
8220830 Λεγ
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ
κυρίου αὐτοῦ οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν . εἰ ταῦτα οἴδατε , μακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά . οὐ
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή
ἄμεμπτος . [ ἀλλὰ ] ἅτινα ἦν μοι κέρδη , ταῦτα ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν . ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ
8219046 Ἀριστα
εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν . Ἄριστα , ὦ Τίμαιε , παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀποδεκτέον
ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων , ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν , ἄλλη δὲ σὰρξ πτηνῶν , ἄλλη δὲ ἰχθύων . καὶ
Πρωτεσίλεως φυλάξασθαι προὔλεγεν εἰδὼς αὐτὸν ἀντίπαλον τοῖς ἐξῃρημένοις ὄντα . Ἄριστα , ξένε , τοῦ χρησμοῦ ἐτεκμήρω . Τῶν δὲ
ἀπῆλθεν . ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου . Τῇ δὲ ἐπαύριον
8218920 σεσηρως
μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει . οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ ' οἴεται . ποῦ δ ' ὅ
νεκρῶν . σπείρεται ἐν φθορᾷ , ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ : σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ , ἐγείρεται ἐν δόξῃ : σπείρεται ἐν
εἰμι μουσικώτερος τρύχνου . τρώκτης σφόδρ ' ἐστίν , ἅμα σεσηρὼς καὶ γελῶν . ἀσπαζόμεσθ ' ἐρετμία καὶ σκαλμίδια .
ἀφθαρσίᾳ : σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ , ἐγείρεται ἐν δόξῃ : σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ , ἐγείρεται ἐν δυνάμει : σπείρεται σῶμα
8214059 νουθετεις
λόγους . σὺ δ ' ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς . ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε ;
τὰ μὲν ὑποδείγματα τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς τούτοις καθαρίζεσθαι , αὐτὰ δὲ τὰ ἐπουράνια κρείττοσιν θυσίαις παρὰ ταύτας . οὐ
ὢν καὶ ταῖς ἄλλαις ἁπάσαις ὡς ἀνεπίληπτος εἰς πονηρίαν οὕτω νουθετεῖς . Ἀχθομένῳ σοι βαρέως ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς τελευτῇ
ὅταν ὑμᾶς καλῶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι , κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ
8213977 συγγον
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ?
, κυκλόθεν καὶ ἔσωθεν γέμουσιν ὀφθαλμῶν : καὶ ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς λέγοντες , Ἅγιος ἅγιος ἅγιος κύριος
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ?
τὸν ὄχλον ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσίν μοι καὶ οὐκ ἔχουσιν τί φάγωσιν : καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς νήστεις εἰς
8211663 ἐξωλης
παραδείγματα βλασφημιῶν τῶν ἀπὸ ἀριθμοῦ : οἷον τριςεξώλης ὁ πάνυ ἐξώλης , καὶ τριπέδων ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος ,
. Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ φρονίμῳ , ὅστις ᾠκοδόμησεν αὐτοῦ τὴν
. καὶ τὰ παρὰ τὸ „ ὀλῶ „ συντεθειμένα : ἐξώλης ἐξῶλες , πανώλης πανῶλες . τὰ δὲ ἄλλα προπαροξύνονται
Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον ; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον . τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη
8207348 Ἠκουσας
ὁ Θέρσανδρος μικρὸν ἀναχωρήσας λέγει πρὸς τὸν Σωσθένην : “ Ἤκουσας ἀπίστων ῥημάτων , γεμόντων ἔρωτος ; ὅσα εἶπεν :
. καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ἐσμυρνισμένον οἶνον , ὃς δὲ οὐκ ἔλαβεν . καὶ σταυροῦσιν αὐτὸν καὶ διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
. Οὐ καταβαλεῖς τὰ κῴδι ' , ὦ θυηπόλε ; Ἤκουσας ; Ὁ κόραξ οἷος ἦλθ ' ἐξ Ὠρεοῦ .
ὄξους ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι . ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ ὄξος [ ὁ ] Ἰησοῦς εἶπεν , Τετέλεσται
8205767 κλιντηριον
ναυαγῷ Ἀριστοφάνης ἔφη τί ὦ πονηρέ μ ' ἐξορίζεις ὥσπερ κλιντήριον ; μέρη δὲ κλίνης ἐνήλατον καὶ ἐπίκλιντρον , ὑπὸ
: ἀνάγκη γὰρ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα , πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ δι ' οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται . Εἰ δὲ
. τί , ὦ πονηρέ , μ ' ἐκκορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; ἐγὼ γάρ , εἴ τί ς ' ἠδίκηκ
ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους , Οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ . οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι Ἀνασείει τὸν
8205752 αὐτοσιτον
. αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον . αὑτὸν γοῦν τρέφων τὰ πλεῖστα συνερανιστὸς εἶ τῷ
ἢ προφητεύων κατὰ κεφαλῆς ἔχων καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ : πᾶσα δὲ γυνὴ προσευχομένη ἢ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει
σιτόκουρον , ἄθλιον , ἄχρηστον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον
δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τοὺς χοίρους : καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν ,
8204960 Αἰσχυλε
οὐ πελάθεις ἐπ ' ἀρωγάν ; Δύο σοι κόπω , Αἰσχύλε , τούτω . Κύδιστ ' Ἀχαιῶν , Ἀτρέως πολυκοίρανε
εἰμι ὁ Χριστός , καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν . μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων : ὁρᾶτε , μὴ θροεῖσθε
τὰς τραγωδίας . διὸ Σοφοκλῆς αὐτῷ μεμφόμενος ἔλεγεν : ὦ Αἰσχύλε , εἰ καὶ τὰ δέοντα ποιεῖς , ἀλλ '
πρὸς αὐτούς , Εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ θεοῦ , κρίνατε , οὐ δυνάμεθα
8202445 ἐρωταις
; ὅ τι βοῶ , κάθαρμα σύ ; τοῦτ ' ἐρωτᾶις ; εἰς σεαυτὸν ἀναδέχει τὴν αἰτίαν , εἰπέ μοι
καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης . ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν
ἀπόκριναι πάλιν . σὺ δ ' , ἤν γ ' ἐρωτᾶις εἰκότ ' , εἰκότ ' ἂν κλύοις . οὐκ
δὲ αὐτῶν παρεκάλουν εἰς τὸ μεταξὺ σάββατον λαληθῆναι αὐτοῖς τὰ ῥήματα ταῦτα . λυθείσης δὲ τῆς συναγωγῆς ἠκολούθησαν πολλοὶ τῶν
8198745 Ὀρθοτατα
μεγίστου ἡ σκέψις , ἀγαθοῦ τε βίου καὶ κακοῦ . Ὀρθότατα , ἦ δ ' ὅς . Σκόπει δὴ εἰ
πᾶσαι χωνευθήσονται καὶ γενήσονται ὡσεὶ κονιορτός , καὶ κατακαήσονται πᾶν δένδρον καὶ πᾶν κτῆνος καὶ πᾶν ἑρπετὸν ἕρπον ἐπὶ τῆς
ἢ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μοῖραν αὐτὴν τιθέντες ὀρθῶς θήσομεν ; Ὀρθότατα μὲν οὖν . Οὐκοῦν ὅπερ ἀρχόμενος εἶπον τούτου τοῦ
ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται : πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται
8198382 ἀπεπυδαρισα
] ὑπερεῖδον , κατεφρόνησα , εἰς οὐδὲν ἡγησάμην . Γ ἀπεπυδάρισα ] ἀπελάκτισα ἢ ἀπέπαρδον . ἵπποι γὰρ καὶ ὄνοι
εἶδες , οὗ ἡ πόρνη κάθηται , λαοὶ καὶ ὄχλοι εἰσὶν καὶ ἔθνη καὶ γλῶσσαι . καὶ τὰ δέκα κέρατα
ἔστι δὲ εἶδος ὀρχήσεως . τινὲς δὲ τὸ μὲν “ ἀπεπυδάρισα ” ἀπέπαρδον . ἄλλοι δὲ ἀπεσκίρτησα καὶ ὠρχησάμην .
προβάτων . πάντες ὅσοι ἦλθον [ πρὸ ἐμοῦ ] κλέπται εἰσὶν καὶ λῃσταί : ἀλλ ' οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ
8194855 Ἀγαθωνι
Πραξιφάνης ἐν τῷ περὶ ἱστορίας , Πλάτωνι τῷ κωμικῷ , Ἀγάθωνι τραγικῷ , Νικηράτῳ ἐποποιῷ καὶ Χοιρίλῳ καὶ Μελανιππίδῃ .
καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν . Οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι , διώκω δὲ εἰ καὶ
λόγον , πειράσομαι ὑμῖν διελθεῖν ἐκ τῶν ὡμολογημένων ἐμοὶ καὶ Ἀγάθωνι , αὐτὸς ἐπ ' ἐμαυτοῦ , ὅπως ἂν δύνωμαι
τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐπορεύετο . ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ὑπήντησαν αὐτῷ λέγοντες
8194019 προσεχ
ἔνδον τὰ κάτωθεν ἄνω . μέμνης ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω . χάσκεις οὗτος ; βλέψον δευρί
καὶ ἐδίδοσαν αὐτῷ ῥαπίσματα . Καὶ ἐξῆλθεν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς , Ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω
. [ παρ ] ' [ ἡμῶν ] : μὴ πρόσεχ ' ἐκείνωι λόγωι ? ? ? . οὐδεὶς ]
ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ : καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος . ἦλθεν οὖν καὶ ἦρεν τὸ σῶμα αὐτοῦ .
8192466 ἐπιχειρω
εἰ δὲ δή τι κἀμοὶ λόγου πρόσεστιν ἄξιον καὶ παιδεύειν ἐπιχειρῶ , οὐ πατήρ , ὡς ἔοικε , μόνον ,
οἶδα αὐτόν , ὅτι παρ ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν . Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι , καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν
καὶ τὴν γλῶτταν ἀπολλύουσιν ὑπὸ τῆς σοφίας . Ἐγὼ δὲ ἐπιχειρῶ μέν , ὦ ἄνδρες , καὶ προθυμοῦμαι εἰς τὴν
κακοῦ : εἰ δὲ καλῶς , τί με δέρεις ; ἀπέστειλεν οὖν αὐτὸν ὁ Ἅννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα
8187269 ὑπηρχες
τῷ αὐτοῦ ἔρωτι . * † ἀφανής . * † ὑπῆρχες . * τῇ Εὐρυανάσσῃ : † τῇ Εὐρυανάσσῃ τοὔνομα
με λέγετε εἶναι ; ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπεν , Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ τοῦ ζῶντος
μεμήνυκε τῇ γραΐ : ἤτοι πάλαι ποτέ μοι ἄκοντι χρησίμη ὑπῆρχες διὰ τὴν ἔνδειαν , νῦν δ ' οὐκέτι σου
ἡμέρᾳκαὶ ὅσα ἐν Ἐφέσῳ διηκόνησεν , βέλτιον σὺ γινώσκεις . Σὺ οὖν , τέκνον μου , ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι
8184956 δουλε
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους
πνεῦμα κυρίου ἥρπασεν τὸν Φίλιππον , καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος : ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ
οὐδέν ; ἴδε πόσα σου κατηγοροῦσιν . ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη , ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον . Κατὰ
8183189 λιλαιω
] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι
με παρῃτημένον . καὶ ἕτερος εἶπεν , Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά : ἐρωτῶ σε , ἔχε
Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε
ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου , Ἔστιν παιδάριον ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια : ἀλλὰ ταῦτα τί
8181858 ψαγδαν
Φέρ ' ἴδω , τί σοι δῶ τῶν μύρων ; ψάγδαν φιλεῖς ; Τῆς μυρηρᾶς ληκύθου πρὶν κατελάσαι τὴν σπαθίδα
. Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν , ὅτι δόκιμος γενόμενος λήμψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς , ὃν ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν
φέρ ' ἴδω , τί σοι δῶ τῶν μύρων ; ψάγδαν φιλεῖς ; οὐδ ' ἐστὶν αὐτῷ στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος
. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐποικοδόμησεν , μισθὸν λήμψεται : εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται , ζημιωθήσεται ,
8181674 Θαρρει
ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς
ἡ συκῆ . καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες , Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ ; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται .
δαιμόνια . καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς , Πῶς δύναται Σατανᾶς Σατανᾶν ἐκβάλλειν ; καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ
8176175 Ἐλεησον
οὐ προείπομέν σοι ταῦτα ; Ὁ δὲ ἱκετεύων ἔλεγεν : Ἐλέησόν με καὶ μὴ ταῖς Ἀγαρηνῶν χερσὶ παραδοθῆναι ἐάσῃς με
κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν , ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσιν , Μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ αἱ
ἐκείνην εἰς τὸν κριτήν : ἔλεγεν δὲ ἡ ψυχή : Ἐλέησόν με , κύριε . καὶ εἶπεν ὁ κριτής :
. ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν , καὶ ἔτεκεν τὸν υἱὸν αὐτῆς
8175385 γελᾳς
τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασιν καὶ
εἰς Ἱεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα , Τίς ἐστιν οὗτος ; οἱ δὲ ὄχλοι ἔλεγον , Οὗτός ἐστιν ὁ
. Βοῇς : δεῖ γινώσκειν , ὅτι τὸ βοᾷς καὶ γελᾷς οἱ Δωριεῖς βοῇς καὶ γελῇς λέγουσιν . καὶ μηδεὶς
ἐλθεῖν . εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς ἑαυτούς , Ποῦ οὗτος μέλλει πορεύεσθαι ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν αὐτόν ; μὴ
8159203 προσπολοις
ταῦτα καὶ πολὺς γέλως . ] ἀνοιγέτω τις δῶμα : προσπόλοις λέγω ὠθεῖν πύλας τάσδ ' , ὡς ἂν ἀλλὰ
αὐτῶν λέγοντες αὐτῷ : ποῦ ἔστιν ἡ δύναμίς σου ; πῶς ἡμᾶς ἐπλάνησας ; καὶ ἐξεφύγομεν καὶ ἐξεπέσαμεν ἐκ τῆς
χρὴ τήνδε δέξασθαι δόμοις . οὐκ ἂν μεθείην σοῖς γυναῖκα προσπόλοις . σὺ δ ' αὐτὸς αὐτὴν εἴσαγ ' ,
Οὐχ ἰδοὺ ἅπαντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι ; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ
8157352 Παυσαι
ἀνὰ κύκλον κυκλεῖς ; Ὄρνις γενέσθαι βούλομαι λιγύφθογγος ἀηδών . Παῦσαι μελῳδῶν , ἀλλ ' ὅ τι λέγεις εἰπέ μοι
ποῦ ὑπάγω : ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω . ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε , ἐγὼ
σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτεῖραι καὶ τόδε φάσθαι ἔπος : „ Παῦσαι , μηδὲ ῥάπιζ ' , ἐπεὶ ἦ φίλου ἀνέρος
εἶπεν , Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν ; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ θεῷ εἰ
8155673 γλυκυτατ
χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον . ἐπεφαρμάκευσο , γλυκύτατ ' , ἀναλυθεὶς μόλις . εὖ ἴσθι , κἀγὼ
ἐλήλυθεν γὰρ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς μὴ ἐσθίων ἄρτον μήτε πίνων οἶνον , καὶ λέγετε , Δαιμόνιον ἔχει : ἐλήλυθεν ὁ
οἷ ' αὐτὸς ἐργάζει κακά . Ἀλλ ' , ὦ γλυκύτατ ' Εὐριπίδη , τουτὶ μόνον , δός μοι χυτρίδιον
κιννάμωμον καὶ ἄμωμον καὶ θυμιάματα καὶ μύρον καὶ λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ σεμίδαλιν καὶ σῖτον καὶ κτήνη καὶ
8155160 ΔΗΖ
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει
ἔπεσαν καὶ προσεκύνησαν . Καὶ εἶδον ὅτε ἤνοιξεν τὸ ἀρνίον μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων , καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν
γυναῖκα αὐτοῦ ] , καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν : ὥστε οὐκέτι εἰσὶν δύο ἀλλὰ μία σάρξ .
8154689 Ὡμολογει
σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα
τῶν Φαρισαίων τινές , Οὐκ ἔστιν οὗτος παρὰ θεοῦ ὁ ἄνθρωπος , ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ . ἄλλοι [
; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ
. ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός , ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἐξ οὐρανοῦ . οἷος ὁ χοϊκός , τοιοῦτοι καὶ
8153924 οἰωνιζομαι
ἀστειεύομαι , ἀστειεύομαι , εἰκαιολογῶ , ὀσφραίνομαι , οἴομαι , οἰωνίζομαι , βοηθῶ , διαμαρτύρομαι , ἐργάζομαι , καταφιλῶ ,
τοῦ θεοῦ , πάσχειν ἢ κακοποιοῦντας . ὅτι καὶ Χριστὸς ἅπαξ περὶ ἁμαρτιῶν [ ὑπὲρ ὑμῶν ] ἀπέθανεν , δίκαιος
πίνειν δεήσει τήμερον πρὸς κλεψύδραν κρουνιζόμενον . ἀμφότερα δ ' οἰωνίζομαι : ἔστιν δ ' ἐλέφας . ἐλέφαντας περιάγει ;
μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις , οὕτως καὶ ὁ Χριστός , ἅπαξ προσενεχθεὶς εἰς τὸ πολλῶν ἀνενεγκεῖν ἁμαρτίας , ἐκ δευτέρου
8151715 ἀποτρεπομαι
δωροῦμαι , εἰς δῶρον αἱρῶ καὶ εἰς δῶρον αἱροῦμαι , ἀποτρέπομαι , εὐωχοῦμαι , καταρῶμαι , ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι ,
θέλεις ὃν τρόπον ἀνεῖλες ἐχθὲς τὸν Αἰγύπτιον ; ἔφυγεν δὲ Μωϋσῆς ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ , καὶ ἐγένετο πάροικος ἐν
ἀθυμίαν παρέσχεν , ἅπαντ ' ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀποτρέπομαι , ὅτι πολλῶν καὶ μεγάλων καὶ καλῶν ὄντων ὧν
Τί ὑμῖν ἐνετείλατο Μωϋσῆς ; οἱ δὲ εἶπαν , Ἐπέτρεψεν Μωϋσῆς βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ ἀπολῦσαι . ὁ δὲ Ἰησοῦς
8151655 πηκτις
πρῶτος ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πηκτίδος . πηκτὶς δὲ καὶ μάγαδις ταὐτόν , καθά φησιν ὁ Ἀριστόξενος
γρηγορεῖτε οὖν , οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται , ἢ ὀψὲ ἢ μεσονύκτιον ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ
ὁ παρῳδός φησι , βάρβιτος δὲ τρίχορδος κατὰ Ἀναξίλαν , πηκτὶς δὲ δίχορδος κατὰ Σώπατρον . τὸ δὲ ψαλτήριον ,
, ἐὰν μὴ λάβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ μητέρας καὶ τέκνα καὶ
8149250 Ἀνδανιος
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ
, τὴν ἔχθραν , ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ , τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασιν καταργήσας , ἵνα τοὺς δύο
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη :
ἔθνεσιν , καθὼς γέγραπται . περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ ἐὰν νόμον πράσσῃς : ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς , ἡ
8142884 δυσφιλες
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν
ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου . Καὶ ὁ λαλῶν μετ ' ἐμοῦ εἶχεν μέτρον κάλαμον χρυσοῦν , ἵνα μετρήσῃ τὴν πόλιν καὶ
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι
: ἀλλ ' εὐθὺς ἀκούσασα γυνὴ περὶ αὐτοῦ , ἧς εἶχεν τὸ θυγάτριον αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον , ἐλθοῦσα προσέπεσεν πρὸς
8142621 μετελευσομαι
τοῦ εἰς . . . πορεύσομαι , μεταχειρίζομαι . , μετελεύσομαι ἐν μεταχειρίσει , ἀποπορεύσομαι , εἶμι δὲ πρὸς αὐτὸν
τῶν Ἰουδαίων ; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη , Σὺ λέγεις . ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπεν πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ
ὑπόκειται συνέταξα τὸ βιβλίον μηδενὸς καταφρονήσας λόγου . νῦν δὲ μετελεύσομαι ἐπὶ τὰς τοῦ Κυρανοῦ ἑτέρας βίβλους , ὅπως καὶ
εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Ἄνθρωπε , οὐκ οἶδα ὃ λέγεις . καὶ παραχρῆμα ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ ἐφώνησεν ἀλέκτωρ .
8138349 μορμολυττεσθαι
Φέρ ' ἴδω , πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταυτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῖς ; Ἆρ ' οἶσθ ' ὅτι Ζεὺς εἴ
συνείδησιν ἁμαρτιῶν τοὺς λατρεύοντας ἅπαξ κεκαθαρισμένους ; ἀλλ ' ἐν αὐταῖς ἀνάμνησις ἁμαρτιῶν κατ ' ἐνιαυτόν , ἀδύνατον γὰρ αἷμα
δέρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων . Ἀσκῷ μορμολύττεσθαι : ἐπὶ τῶν εἰκῆ δεδιττομένων . Ἀτρέως ὄμματα :
ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα ταῦτα , καὶ ἠπίστουν αὐταῖς . Ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον
8137714 χαριζομαι
καρποῖς ἡ πάχνη λυμαίνεται , καὶ τοὺς ἱδρῶτας τοῖς ἀνέμοις χαρίζομαι . ἄνδρες δικασταί φθεγγομένους διηνεκῶς ἡ τῶν γεωργῶν τάξις
Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν ὅτι ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ καὶ καταλίπῃ γυναῖκα καὶ μὴ ἀφῇ τέκνον , ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς
πράξω δὲ ὅμως τὸ τοιοῦτον , εἰ καὶ μὴ πᾶσι χαρίζομαι . σπουδάζουσιν εἰς ὑπεροχὴν ἔχειν : διὸ οὐδ '
. ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν : καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος : καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος
8136457 δουλευσω
' οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι . [ ἄρχειν παρόν μοι τῶιδε δουλεύσω ποτέ ; ] πρὸς ταῦτ ' ἴτω μὲν πῦρ
ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον ὅπου ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο . καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ ,
φεῦ . τῶι δ ' ἁ τλάμων ποῦ πᾶι γαίας δουλεύσω γραῦς , ὡς κηφήν , ἁ δειλαία , νεκροῦ
τῷ κλινιδίῳ εἰς τὸ μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ . καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν , Ἄνθρωπε , ἀφέωνταί σοι
8136243 κερτομειν
κέαρ ὃ σημαίνει τὴν ψυχήν : καὶ τὸ τέμνω : κερτομεῖν οὖν , τὸ κέαρ τέμνειν . εἰσήρρησεν εἰσεφθάρη :
τὸν νόμον , μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων Ἰουδαίων , ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέν μοι , Σαοὺλ ἀδελφέ
' αἰεὶ τῶι θανόντι γίνεται . οὐ γὰρ ἐσθλὰ κατθανοῦσι κερτομεῖν ἐπ ' ἀνδράσιν . [ ] ρα [ ]
αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν : ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ ' αὐτήν , καὶ
8134974 δυστην
κἀμὲ ποιεῖται δόμων . τί γὰρ τάδ ' , ὦ δύστην ' , ἐμὴν μοχθεῖς χάριν πόνους ἔχουσα , πρόσθεν
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι Πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ ' ἐρημίας ; καὶ ἠρώτα αὐτούς
ἔκτανέν νιν ; πῶς ἐμὰς ἦλθ ' ἐς χέρας ; δύστην ' ἀλήθει ' , ὡς ἐν οὐ καιρῶι πάρει
Ἰούδα καὶ Σίμωνος ; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς ; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ . καὶ
8129800 φλυαρων
ἀπαίδευτον , ὡς ἂν συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων ὄχλου καὶ βιαίων φλυάρων . ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ . Ὁπότε
τῷ Βαρναβᾷ πρὸς αὐτοὺς ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρναβᾶν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς
σαφές : ἀληθές μακρῷ χρόνῳ : πολλῷ χρόνῳ στωμυλμάτων : φλυάρων πιθανολογιῶν παρῆκα : ἀφῆκα κομψός : πέρπερος εἰσηγησάμην :
τὸν δῆμον . μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον Ἰάσονα καί τινας ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας , βοῶντες ὅτι Οἱ τὴν
8128804 Κρεον
. [ πόλει δὲ καὶ σοὶ ταῦτ ' ἐπισκήπτω , Κρέον : ἤνπερ κρατήσηι τἀμά , Πολυνείκους νέκυν μήποτε ταφῆναι
τὰς κοπιώσας ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν , ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Ῥοῦφον τὸν ἐκλεκτὸν
' ὅμως : τίνος μ ' ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις , Κρέον ; δέδοικά ς ' , οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους
Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ , διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου
8126548 μυσαρα
καὶ Ζεῦ πανδερκέτα βροτῶν , ἴδετε τάδ ' ἔργα φόνια μυσαρά , δίγονα σώματ ' ἐν † χθονὶ κείμενα πλαγᾶι
εἰς ἔπαινον τῆς δόξης αὐτοῦ . Διὰ τοῦτο κἀγώ , ἀκούσας τὴν καθ ' ὑμᾶς πίστιν ἐν τῷ κυρίῳ Ἰησοῦ
σκῦλα μὲν βροτοφθόρα χαίρεις ὁρῶσα καὶ νεκρῶν ἐρείπια , κοὐ μυσαρά σοι ταῦτ ' ἐστίν : εἰ δ ' ἐγὼ
βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι . Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τῶν λόγων τούτων ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν , καὶ
8123863 Ἐπιτομηι
γυναῖκα ποτίζων ἐν τῆι σπορᾶι . οὕτως Σερῆνος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι τῶν Φίλωνος . . . . . Βουκεραίς :
, καὶ ὁ μισθός μου μετ ' ἐμοῦ , ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἐστὶν αὐτοῦ . ἐγὼ τὸ Ἄλφα
Ἐπιτομῆι Ἡροδότου . , : κακόβιος : Θεόπομπος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι Ἡροδότου . , : φυγαδεῦσαι : τὸ φυγάδα ἐλάσαι
πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ , καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ . ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
8121565 Ὑμην
διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς
' ὃν τρόπον λελάληταί μοι . εἰς νῆσον δέ τινα δεῖ ἡμᾶς ἐκπεσεῖν . Ὡς δὲ τεσσαρεσκαιδεκάτη νὺξ ἐγένετο διαφερομένων
ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν
τῶν ἀγγέλων διὰ τῆς ἐναρέτου αὐτῶν πολιτείας , κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν , καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσωσιν , καὶ
8120286 βρυλλων
ὑποπίνων , ἐκ μιμήσεως τῆς τῶν παίδων φωνῆς . ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό
ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν , μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοποῦντες , ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστοι .
ἠλιθιάζω ] προσποιοῦμαι ἠλίθιος εἶναι , ἤγουν ἑκὼν ἀνοηταίνω . βρύλλων : ἐξαπατώμενος , ὑποπίνων καὶ μεθύων . Σύμμαχος δὲ
ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν . καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεοφειλετῶν τοῦ κυρίου
8119538 περδεται
σὺ μέμνησό μοι . Πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . Μάχαιραν ἆρ ' ἐνέθηκας ; οὔ . τί
βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν , Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν , καλῶς ποιεῖτε : εἰ δὲ προσωπολημπτεῖτε , ἁμαρτίαν
ἢ τοῦτο λέγει , ὅτι πορνευόμενος τοῦτο ἐποίει . . πέρδεται : Κλάνει . . Φιλέψιος : Οὗτος πένης .
οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραΰτητος , σκοπῶν σεαυτόν , μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς . Ἀλλήλων τὰ βάρη
8118931 προσιθι
πρὸς ἀλλήλους . Ὁπότε τοίνυν σοι δοκεῖ καλῶς ἔχειν , πρόσιθι πρὸς αὐτόν : καὶ πρῶτον μὲν οὕτω ποίει ὅπως
εὑρήσει αὐτήν . τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ ; ἢ τί
ἄν . Ἔσται ταῦτα , ὦ Φιλιάδη . πλὴν ἀλλὰ πρόσιθι , ὡς καὶ σὲ φιλοφρονήσωμαι τῇ δικέλλῃ . Ἄνθρωποι
καθί - σταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν , ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ
8116071 Ναννιον
Φθειροπύλην , ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο . : Νάννιον . . . Ἀπολλόδωρος ἐν τῷ περὶ τῶν ἑταιρῶν
καθὼς προενήρξατο οὕτως καὶ ἐπιτελέσῃ εἰς ὑμᾶς καὶ τὴν χάριν ταύτην . ἀλλ ' ὥσπερ ἐν παντὶ περισσεύετε , πίστει
σκληρὸς βίος . χαῦνόν τι πλάσμα καὶ διάκενον οὐκ ἐπείρα Νάννιον ; Καρκίνου ποιήματα ἐπίσημον οὖν τὴν ἀσπίδ ' εἰς
λοιποῖς τοῖς ἐν Θυατίροις , ὅσοι οὐκ ἔχουσιν τὴν διδαχὴν ταύτην , οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν τὰ βαθέα τοῦ Σατανᾶ ,
8116049 χαρισματα
δῶρα διδούς , αὔξων δὲ τοῖς στρατιώταις κατὰ λόγον τὰ χαρίσματα . Πλέον μὲν τῶν στρατιωτῶν ἐν πολεμίοις ὁ στρατηγὸς
, καὶ παρ ' αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην : ὥρα ἦν ὡς δεκάτη . Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος
καὶ πρόσεχε καὶ θαύμασον μεγαλουργὰ τῆς τέχνης , ἅπερ ἔχει χαρίσματα τῆς ἄνωθεν προνοίας , καὶ κατὰ μέρος ἅπαντα ,
μὴ σκανδαλισθῆτε . ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς : ἀλλ ' ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ
8115959 Ἐμοιγ
πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής ; Ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ
κρίνειν ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : τότε ἐρωτηθήσεται τὸ γένος τῶν Ἑβραίων ,
. οἶμαι δὲ καὶ σύ : οὐδὲν γὰρ χαλεπόν . Ἔμοιγ ' , ἔφη : σοῦ δ ' ἂν ἡδέως
πάντα . καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : ἀπὸ τότε οὐκ ἔστιν πόνος , οὐκ
8115920 Ἡδυ
λείπει τὸ ἕλκει . ἐπὶ τῶν ἀντεστραμμένως τι ποιούντων . Ἡδὺ χελώνης κρέα φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν : τῆς χελώνης
ἐστίν , καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν αὐτῷ μένουσαν . ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην
ἡ δὲ φρὴν οὐ μανθάνει : ἐπὶ τῶν ἀμαθῶν . Ἡδὺ τἀπόῤῥητα λιχνεύειν : ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων . Ἢ δέος
: οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ .
8112731 Ποιων
θέαν , Ζύμῃ τε καὶ στέατι καὶ ταύτην φυρῶν , Ποιῶν τε κολλούρια τὰς μύας τρέφε , Καὶ γίνεται κώνειον
ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους , καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ ' ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ . καὶ διεστέλλετο
Δυστυχῶν . . κακῶς : Ἤγουν δυστυχῶς . πράττων : Ποιῶν . . εἶναι τοῦ πονηροῦ κόμματος : εἶδος φαύλου
ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον ὃν ἤθελον . εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγόμενον [ Ἰησοῦν ] Βαραββᾶν

Back